Σημειώνει ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος *
Η πιο απλοϊκή, αλλά πάντως ακριβής απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι: επειδή η ηγεσία του κατάλαβε και ενσωμάτωσε στον πολιτικό της λόγο την έννοια και την στρατηγική της διαπραγμάτευσης με σύγχρονους πολιτικούς όρους, όπως την απέδωσε η γραφή μου μεταξύ ελαχίστων άλλων διεθνώς και πάντα αναφορικά με την ελληνική κρίση.
Αν, αναγνώστη μου, σου φαίνεται υπερφίαλη και εγωιστική αυτή η προσέγγισή μου, προσπάθησε να το δεις αντικειμενικά, απροκατάληπτα, μη-συμπλεγματικά και ανυπόκριτα και ίσως διαπιστώσεις πως δεν είναι.
Η έννοια της διαπραγμάτευσης που αποτέλεσε το κεντρικό στοιχείο (master point) της αφήγησής μου, για την αντιμετώπιση με κοινωνικώς πραγματιστικούς και προοδευτικούς όρους της ελληνικής κρίσης, δεν αποτελεί δικό μου διαλεκτικό εφεύρημα/τεχνούργημα (μια αφηρημένη ιδέα για προπαγάνδα), αλλά είναι εμπειρικό προϊόν που συνδυάζει μάλλον αρμονικά τις θεωρητικές αποκρυσταλλώσεις για ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού και εθνικού (ελληνικού) αγωνιστικού πλουραλισμού, έτσι όπως διαπραγματεύεται γενικά το ζήτημα η Chantal Mouffe, συντασσόμενη με τον πολιτικό επιστήμονα και διανοητή που επηρέασε καθοριστικά την προσέγγισή μου (William Connolly), με τις μετά το 1990 εμπειρικές μελέτες πάνω στο σύγχρονο φαινόμενο [σύγχρονη discursive και non-discursive (πραγματική οικονομία) διάσταση] της μεταμοντέρνας και μετανεωτερικής ηγεμονίας.
Αυτή ακριβώς η έννοια της διαπραγμάτευσης φαίνεται πλέον να συνέχει και διατρέχει ολόκληρη την προεκλογική αφήγηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό δεν έγινε από την μια μέρα στην άλλη. Πήρε χρόνο μέχρις ότου η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κατασταλάξει σε μια και μοναδική διευθύνουσα εμπειρική ιδέα (: αυθεντική πολιτική διαπραγμάτευση) πάνω στη οποία να δομήσει την αναφερόμενη κυβερνητική της ταυτότητα. Δεν γνωρίζω αν η δική μου προσέγγιση επηρέασε προς αυτή την κατεύθυνση και πόσο, αλλά το βέβαιο είναι πως σήμερα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έχει χωνέψει και βαθιά εσωτερικεύσει την λογική και την πολιτική οικονομία που δόμησε την δική μου προσέγγιση και πρόταση για την αντιμετώπιση της κρίσης, πριν ακόμη ο Γιώργος Παπανδρέου ξεκινήσει την «προσωπική» του τακτική και ίσως στρατηγική, που κατέληξε στην τρόικα.
Το πιθανότερο είναι, κατά ένα μικρό μέρος οι ίδιες οι πολιτικές ζυμώσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ την τελευταία τετραετία και κατά ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος η έξοδος της ηγεσίας του στην ευρωπαϊκή πολυσύνθετη πολιτική και οικονομική αρένα, να οδήγησαν στην συγκεκριμένη αποκρυστάλλωση της έννοιας της διαπραγμάτευσης ως κεντρική ιδέα πρακτικής πολιτικής στην συγκυρία της ελληνικής κρίσης. Κι έτσι σήμερα να διαπιστώνω αυτό που ίσως διαπιστώνεις κι εσύ αναγνώστη μου: «ταύτιση» της δικής μου αφήγησης με εκείνη του Αλέξη Τσίπρα στον βαθμό που και οι δύο από διαφορετικές πιθανότατα αφετηρίες, καταλήγουν στο ίδιο «master point» για την ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης πολιτικής αφήγησης, βασισμένης ασφαλώς σε μία κονστρουκτιβιστική πολιτική παιδαγωγική, η οποία έρχεται να ορίσει με έναν αντικειμενικό, αλλά όχι κανονιστικό τρόπο, τι είναι και πώς γίνεται η διαπραγμάτευση στο πλαίσιο της ΕΕ και των σύγχρονων υπερεθνικών και διεθνών θεσμών.
Αυτό είναι το ένα κριτήριο. Ωστόσο, μία κομματική ηγεσία που διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία και μάλιστα «αυτοδυνάμως», δεν θα μπορούσε να αρκεστεί σε αυτήν την παραγωγική πολιτική δυναμική που κτίζεται πάνω στην σύγχρονη, πολιτικώς προοδευτική έννοια της διαπραγμάτευσης. Θα πρέπει να υποθέτει βάσιμα ότι και εντός του εκλογικού σώματος όπου αυτή κτίζει την αναφερόμενη κυβερνητική της ταυτότητα, υπάρχει μία γενική τουλάχιστον «συμφωνία», με την έννοια του εθνικού και του κυβερνητικού συμφέροντος και της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας που δομούνται με κεντρικό στοιχειό αναφοράς την πολιτική διαπραγμάτευση στην θέση του «τεχνοκρατισμού» και του «ηθικισμού των αγορών» όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων της κρίσης.
Δίχως το δεύτερο αυτό κριτήριο η προεκλογική αφήγηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ με «master point» την διαπραγμάτευση, είναι βέβαιο πως θα ισχυροποιούσε την αναφερόμενη πολιτική του ταυτότητα εντός του εκλογικού σώματος, αλλά καθόλου βέβαιο πως αυτό από μόνο του θα μπορούσε να οδηγήσει στην «αυτοδυναμία». Ωστόσο το δεύτερο κριτήριο φαίνεται να καλύπτεται, αν κανείς λάβει υπόψιν τα στοιχεία από την εξέλιξη των λεγομένων μετρήσεων της κοινής γνώμης που αφορούν στην εκλογική συμπεριφορά των ελλήνων. Σύμφωνα με αυτές, περισσότερο από το 70% του ελληνικού λαού φαίνεται πεπεισμένο πως η μόνη λύση για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι η αυθεντική διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας και μια νέα συμφωνία με το ΔΝΤ για την αποπληρωμή του χρέους προς αυτό, με πολιτικούς και όχι τεχνοκρατικούς όρους που προσδιορίζονται από το πρόγραμμα προσαρμογής. Πρόκειται για την μεγάλη πλειονότητα του εκλογικού σώματος που Δεν φοβάται πλέον πως μία τέτοια μορφή διαπραγμάτευσης, που απέφυγαν ή δεν μπόρεσαν να κάνουν όλες οι κυβερνήσεις της κρίσης μέχρι σήμερα, θα μπορούσε να φέρει χειρότερα αποτελέσματα για την κοινωνία και την ελληνική αγορά από αυτά της συγκυβέρνησης δεξιών, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών. Και αυτό, ενώ σε όλες τις «μετρήσεις» το ποσοστό εκ των εκλογέων που επιθυμεί την παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, εμφανίζεται αυξημένο σε σχέση με την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση.
Αυτό το διαλεκτικό σχήμα με επίκεντρο την έννοια της διαπραγμάτευσης που χαρακτηρίζει το προεκλογικό κλίμα (mood) αυτή την στιγμή στην Ελλάδα, διαμορφώνει με πραγματιστικούς όρους ένα αναφερόμενο κοινό για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που προσεγγίζει αριθμητικά τα δύο τρίτα του εκλογικού σώματος. Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ χτίζει την κυβερνητική του ταυτότητα στην βάση ενός κοινού που αποτελεί το 65% με 70% του ελληνικού εκλογικού σώματος, πετυχαίνοντας με θετικά και αποθετικά μέσα την ανάπτυξη ενός γνωστικού και συναισθηματικού διαύλου επικοινωνίας με τα δύο τρίτα του λαού, βασισμένου στην έννοια της διαπραγμάτευσης. Και αυτό, εκτός από πρωτοφανές για αριστερό κόμμα πανευρωπαϊκώς και όχι μόνο στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής ιστορίας, είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα κυριαρχίας των μεταμοντέρνων πολιτικών στην σύγχρονη Ελλάδα.
Εάν δεν είχαν κυριαρχήσει αυτές οι πολιτικές τις οποίες καλλιέργησαν όσο κανείς άλλος οι εκσυγχρονιστές του ΠΑΣΟΚ σε σύμπραξη με τους κεντροδεξιούς της ΝΔ, δεν θα είχε διαμορφωθεί το γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη της διαλογικής και διαλεκτικής προσέγγισης της κρίσης από τον ΣΥΡΙΖΑ με «master point» την διαπραγμάτευση. Με μία κουβέντα και κυνικώς, είναι ο διαλεκτικός τρόπος με τον οποίο οι συγκυβερνώντες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ που συνέβαλλε σε κρίσιμο βαθμό στην αφηγηματική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ και στην διαμόρφωση πραγματικών πολιτικών συνθηκών, που θα μπορούσε να οδηγήσει αυτό το πριν από μερικά χρόνια περιθωριακό κόμμα της αριστεράς στην αυτοδυναμία! Είναι αυτοί (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και οι παραφυάδες τους) που ανέπτυξαν μία αφήγηση διαπραγμάτευσης με τους εταίρους μας στην βάση, όμως, δύο ιδεών που ακύρωναν κάθε έννοια πολιτικής διαπραγμάτευσης: «πάση θυσία στο ευρώ» και «όλοι μαζί τα φάγαμε», για να ακολουθήσει το θυματοποιητικό και χυδαίο «οι θυσίες του ελληνικού λαού δεν πρέπει να πάνε χαμένες», που παραπέμπει σε ολοκληρωτικές ή παλαιοκομματικές αφηγήσεις κινδυνολογικού χαρακτήρα!
Με όλα αυτά δεν εννοώ ασφαλώς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναδειχθεί σε «αυτοδύναμη κυβέρνηση» από αυτές τις εκλογές. Υπάρχουν και αρκετές άλλες μεταβλητές που θα καθορίσουν μέχρι την τελευταία ώρα των εκλογών το μέτρο επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό την αμέσως επόμενη περίοδο. Αρκετές και καθόλου ευκαταφρόνητες, που έχουν να κάνουν τόσο με την υφολογική υπόσταση και το προγραμματικό «Είμαι» του κόμματος αυτού, όσο και με τη νέα διάσταση του πολιτικού χάρτη στο εσωτερικό, κυρίως σε ο, τι αφορά στις κομματικές αναδιαρθρώσεις στην κεντροαριστερά, αλλά και σε ο, τι αφορά σε εξωτερικούς παράγοντες και έμμεσες ή άμεσες παρεμβάσεις τους, όπως και στα πάντα ευαίσθητα ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής.
Αυτό που ήρθα σήμερα να ισχυριστώ είναι ότι η πολιτική μορφή αποκρυστάλλωσης της έννοιας της διαπραγμάτευσης από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και η διαπραγμάτευσή της στο πλαίσιο του προεκλογικού αγώνα, είναι εκείνη που θα μπορούσε να του «προσφέρει την αυτοδυναμία», στον βαθμό που οι υπόλοιπες κρίσιμες μεταβλητές της εκλογικής συμπεριφοράς δεν μπορέσουν να προκαλέσουν «ειδήσεις». Εάν συνεχίσει το ζήτημα της διαπραγμάτευσης να παραμένει το κυρίαρχο γεγονός στις σημερινές πολιτικές μέχρι τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να «πιάσει» ακόμη και την «αυτοδυναμία», εκμεταλλευόμενος τον σαφώς αντιδημοκρατικό εκλογικό νόμο που κατασκεύασαν για δικό τους όφελος οι κύριοι σημερινοί του αντίπαλοι. Κάπως έτσι, όμως, γίνονται οι ανατροπές στον κοινοβουλευτισμό: Πάντα είναι ο αντίπαλος που σου στρώνει τον δρόμο της επικράτησης, αρκεί να πετύχεις να γίνεις αφηγηματικώς ο μοναδικός του αντίπαλος. Και μέσω της έννοιας της διαπραγμάτευσης ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε να γίνει ο μοναδικός αντίπαλος του καθεστώτος διακυβέρνησης της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.