του Άγγελου Σιδηρόπουλου

Η "Καθαρά Δευτέρα" είναι γιορτή θρησκευτική της χριστιανικής Ορθοδοξίας. Πέρα όμως από τη χριστιανική θεώρηση, κατά τόπους γιορτάζεται ποικιλοτρόπως και παίρνει διαφόρους τρόπους εθιμικού εορτασμού (εκδήλωση). Σαν θρησκευτικό έθιμο, αρχίζει η νηστεία και η κάθαρση όλων των μαγειρικών σκευών, ώστε να μην μείνει στα σκεύη, ίχνος αρτήσιμου είδους και μαγαριστεί ο νηστευόμενος.

Από την Καθαρά Δευτέρα αρχίζει μια αυστηρή νηστεία, που θα πρέπει να αποφεύγουν ακόμη και τη μυρουδιά (κνίσα) από κρέατα, βούτυρα, λίπη και λίγδες.

Πέρα, όμως, από τον καθαρώς θρησκευτικό χαρακτήρα, εθιμοτυπικά την γιορτάζουμε κάπως παράξενα ως εξής:

Παλαιότερα, είναι γνωστό ότι στην ύπαιθρο αλλά και στις πόλεις ακόμη, περιφερόταν από τους Γύφτους (τσιγγάνους) η ΑΡΚΟΥΔΑ, που οι Γύφτοι (Αρκουδιάρηδες) ήταν αλλόθρησκοι και είχαν ελεύθερο (δικαίωμα) την ημέρα αυτή, της Καθαράς Δευτέρας, να τρώνε απ' όλα τα είδη τροφίμων, αφού η θρησκεία τους δεν το απαγορεύει.
Έτσι γυρίζανε την Καθαρά Δευτέρα, στα χριστιανικά χωριά, από σπίτι σε σπίτι, χορεύοντας την Αρκούδα και μάζευαν με την κουστουδιά τους ότι απέμεινε από την Αποκριά (κρέατα - πίτες - τυριά - αυγά - αλεύρι - ποτά).
Τα παλιά χρόνια, βέβαια, υπήρχε φτώχεια και μιζέρια και τέτοιες ημέρες, για τους Γύφτους, ήταν θείο δώρο, λόγω της περισυλλογής διαφόρων τροφίμων, που μ' αυτά έτρεφαν την οικογένειά τους.
Έτσι στα χριστιανικά χωριά, τους είχε γίνει έθιμο και συνήθεια να υποδέχονται ευχάριστα τους Γύφτους με την Αρκούδα, για να παρακολουθούν το χορό της Αρκούδας με τον Αρκουδιάρη, που λόγω της ράτσας, ήταν κατάμαυρος, αλλά και οι νοικοκυρές να τους δώσουν ότι απόμεινε από την Κυριακή, ΑΡΤΥΣΙΜΟ και να καθαρίσουν τα σκεύη τους, αφού τα άδειαζαν στις σακκούλες ή τους τουρβάδες του Αρκουδιάρη, που τον ακολουθούσε όλη η οικογένειά του αλλά και όλο το συγγενολόι του.

Επειδή, όμως, κάποιες δύσκολες χρονιές δεν κατόρθωσαν να επισκεφτούν τα χριστιανικά χωριά, οι πραγματικοί Αρκουδιαρέοι με τις αρκούδες, οι πρόγονοί μας, αποφάσισαν να αναβιώσουν, οι ίδιοι και να το κάνουν έθιμο, ντύνοντας κάποιον κάτοικο, μεγάλων διαστάσεων, ΑΡΚΟΥΔΑ και έναν Αρκουδιάρη κατάλληλο, που να μοιάζει Γύφτος αλλά και καταφερτζής στα τραγούδια και στου στυλ Γύφτου.
Αλλά επειδή δεν είχαμε μαύρους στην όψη, μηχανεύτηκαν να τον μουτζουρώνουν από καπνά των φούρνων όπου φουρνίζουν το ψωμί. Έτσι καθιερώθηκε το έθιμο της Αρκούδας και της Μουντζούρας.
Την ημέρα αυτή έπρεπε όλοι να είναι μουντζουρωμένοι για να μην τους γνωρίζουν, ότι τάχα δεν είναι χριστιανοί και επιτρέπεται να τρώνε αρτύσιμες τροφές.
Για να επιτρέπεται κάποιος να γεύεται αρτύσιμες τροφές, πρώτα-πρώτα θα πρέπει, πέρα από το μουντζούρωμα να είναι και ξενύχτης, άρα δεν κοιμήθηκε καθόλου και η Καθαρά Δευτέρα γι' αυτόν είναι συνέχεια της Κυριακής, των Αποκρεών και παράλληλα να είναι ντυμένος Μασκαράς (Καρναβάλι - Μουντζουρωμένος) με ότι πιο παλιά ρούχα θα μπορούσε να φορέσει για να είναι αγνώριστος, αλλά και να προκαλεί το γέλοιο και την περιέργεια.

Την Καθαρά Δευτέρα οι νοικοκυρές άναβαν φωτιά και έβαζαν το καζάνι να βράσει το νερό και ζεματούσαν όλα τα μαγειρικά σκεύη, ώστε να μην μείνει ίχνος λίπους, με στάχτη γιατί τα παλιά χρόνια δεν υπήρχαν τα σημερινά μέσα (είδη) πλυσίματος αλλά μόνον στάχτη και λίγο άσπρο σαπούνι και ξύδι. Έτσι γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι με την Αρκούδα και όποιος ήταν Αμουντζούρωτος τον μουντζουρώνανε με το ζόρι.
Την ημέρα αυτή, μέσα από το χωριό δεν περνούσε κανείς Μουσουλμάνος, γιατί ξέρανε ότι θα τον μουντζουρώσουν, αλλά και κάθε χωριανός που δεν συμμετείχε στην εκδήλωση, δεν έβγαινε στην πλατεία από τον φόβο να μην τον μουντζουρώσουν.
Όταν τελειώνει η περιφορά σ' όλο το χωριό, μετά ξεντύνονταν και όσοι είχαν ντυθεί μασκαράδες, όλοι μαζί στη πλατεία του χωριού γλεντούσαν, πίνοντας και τρώγοντας ότι είχαν συγκεντρώσει από όλες τις νοικοκυρές (αυγά - τυριά - πίτες - κρέατα - ποτά κ.τ.λ.) - έτσι γλεντούσαν γιορτάζοντας την Καθαρά Δευτέρα.

Επί προσθέτως αναφέρεται και μια άλλη ονομασία της Καθαράς Δευτέρας που οι πρόγονοί μας την ονόμαζαν και "ΣΚΟΥΛΚΟΥΔΕΥΤΕΡΑ", διότι όποια νοικοκυρά δεν έπλυνε τα σκεύη της, με τα υπάρχοντα μέσα "στάχτη - σαπούνι - ξύδι και να τα ζεματίσει μέσα στο καζάνι" με τα εναπομείναντα λίπη, θα σκουληκιάζανε, οπότε θα μαγαριζόταν, όταν θα έτρωγαν νηστίσιμο φαγητό οπότε δεν θα ετηρείτο η νηστεία και δεν θα είχαν δικαίωμα να κοινωνήσουν το ΠΑΣΧΑ.
Για δε τους πολύ θρήσκους πιστούς από την Καθαρά Δευτέρα άρχιζε η τριμερίτσα. Δηλαδή τη Δευτέρα, την Τρίτη και την Τετάρτη μέχρι να τελειώσει η λειτουργία, δεν έτρωγαν τίποτα, ούτε και νερό, και την Τετάρτη κοινωνούσαν και μετά είχαν δικαίωμα να φάνε και να πιούν νερό αλλά πάντα νηστήσιμα. Εάν σε κάποια στιγμή δεν άντεχε στη νηστεία αυτού του είδους τότε το πήγαινε μέχρι το Σάββατο και έτρωγε μόνον το βράδυ, ώστε να συμπληρωθεί η τριμερίτσα αλλά και μετά την αγρυπνία που από τις 11 μέχρι τη μία (1) γονυπετής προσεύχονταν παρουσία Καλογήρων ή Καλογρεών, που διαβάζανε και ψέλνανε διάφορα τροπάρια και παρακλήσεις και δειπνούσαν στο τέλος της αγρυπνίας με ταχινόσουπα, σερμπέτι και ζυμωτικό ψωμί.

Στην φωτογραφία ο Γεώργιος Δελησταύρου (Αρκουδιάρης) και ο Δημήτριος Κρητικόπουλος (Αρκούδα) σε αναπαράσταση του εθίμου στην παραλία της Αγίας Τριάδας την δεκαετία του 1960.


*Πρόεδρος του Συλλόγου Προσφύγων Ανατολικής Θράκης Αγίας Τριάδας

Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.