του Δημήτρη Παντελακάκη

Η διατήρηση και η επέκταση του κοινωνικού κράτους και των συστημάτων πρόνοιας, η εξάλειψη του αναλφαβητισμού και η μαζική πρόσβαση της νεολαίας στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, η επιτάχυνση της κατανάλωσης πολιτισμικών αγαθών και η είσοδος των αυτόματων και των μηχανών στην καθημερινότητα των μαζών θα ήταν επιτεύγματα αδιανόητα δίχως τη συνθήκη της οικονομικής ευημερίας. Το αξίωμα της σύμπλευσης οικονομίας και πολιτικής συνοδεύει τις αναλύσεις φιλοσόφων, ιθυνόντων και κινημάτων τουλάχιστον από την αυγή των νεότερων χρόνων, απέκτησε δε, στη διάρκεια του 20ου αιώνα, τόσο συμπαγή θεωρητικά στηρίγματα, που είναι δύσκολο ακόμη και να το θέσει κανείς σε αμφισβήτηση. Δικαιούμαστε, ωστόσο, να αναφερθούμε στην αυθαιρεσία εκείνης της πρότασης που ταυτίζει την οικονομική ανάπτυξη με την ευημερία. Το ανεδαφικό αξίωμα που υπηρετεί καθίσταται προκείμενη συγγενών διατυπώσεων, εγγενώς απολογητικών προς το καθεστώς της καπιταλιστικής ανάπτυξης και του κανιβαλιστικού προγραμματισμού που τη διέπει. Συνερμηνεύει τη μαζικοποίηση του πολιτισμικού θεάματος ως πολιτισμική άνθηση και την επέκταση των αρμοδιοτήτων του κράτους στην κοινωνική σφαίρα ως λειτουργική αναβάθμιση των μηχανισμών του. Εντέλει, το βάθεμα του κοινωνικού ελέγχου νομιμοποιείται ως διαρθρωτική βελτίωση και συνάμα ως δίοδος προς την οντολογική ολοκλήρωση του res publica.
Η αποδοχή των ανωτέρω παραλογισμών είναι αναγκαία για την κατίσχυση της σύγχρονης ηγεμονίας, αφού  αποτελούν το θεωρητικό υπόστρωμα κάθε πρακτικής στην οποία αντανακλάται ο πολιτικός λόγος της εξουσίας. Ο λόγος αυτός δεν επιδέχεται απόκρισης – γι' αυτό άλλωστε διαδίδεται τόσο εύκολα από τα Μέσα. Στην κοσμοεικόνα που προβάλει, οι άνθρωποι και οι ιδέες τους μπορούν να αναχθούν σε σταθερές και στη βάση εκείνων να αξιολογηθούν όπως ακριβώς συμβαίνει με τα εμπορεύματα. Οι αξίες, τα πρότυπα, τα ήθη και οι στάσεις ζωής μπορούν να κατηγοριοποιηθούν με βάση την προβλεπόμενη σχέση απώλειας – κέρδους,, να αποτιμηθούν με τρόπο ουδέτερο και εντέλει να χρησιμοποιηθούν εργαλειακά. Εδώ, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ότι αυτή η διαδικασία αποτελεί και αντικείμενο του λόγου της εξουσίας. Στην πραγματικότητα βέβαια η “ανάπτυξη” εννοιοδοτείται αποκλειστικά στο πλαίσιο εκφοράς ενός λόγου του οποίου αποτελεί όρο. Έτσι, η οντολογικά αυθαίρετη συνάρθρωση ανάπτυξης – ευημερίας χρησιμοποιείται για την κατασκευή του συστήματος που τη νοηματοδοτεί. Από μία σκοπιά έχουμε να κάνουμε σαφώς με ένα νοητικό κύκλο – από μία άλλη με παραλήρημα.
Το παραλήρημα της εξουσίας διεκδικεί για τον εαυτό του την ισχύ του ορισμού και δεν τιθασεύεται από λογικούς κανόνες, γι' αυτό και από την σκοπιά ενός ελεύθερου ανθρώπου δεν έχει καμία σπουδαία σημασία να διαλεχθεί μαζί του, πόσο μάλλον να το κάνει στο έδαφος που το ίδιο καταλαβαίνει και στο οποίο αναφέρεται. Βλέπουμε σήμερα, για άλλη μία φορά, τους υπαλλήλους του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου να ζητούν, δίχως καμία αιδώ (πως θα μπορούσαν αλλιώς άλλωστε), από τον εξουθενωμένο ελληνικό λαό να παραιτηθεί ακόμη και από το ενδεχόμενο να εγείρει στο μέλλον κάποια αξίωση σχετικά με την αυτοδιάθεση της ζωής του. Οι Έλληνες είδαν τα προηγούμενα χρόνια τους κόπους τους να εξανεμίζονται ενώ, διασύρθηκαν διεθνώς ως λαός ακαμάτιδων και τεμπέληδων. Και αυτό, προκειμένου να εξοφληθεί κάποιο χρέος, το οποίο κανείς δεν έχει πραγματικά καταλάβει πώς έφτασε στις πλάτες τους, ούτε τους λόγους για τους οποίους αυξομειώνεται κάθε τόσο. Το χειρότερο είναι ότι τα μέτρα που επιβλήθηκαν δεν είχαν το χαρακτήρα έκτακτων εισφορών (το χαρακτήρα δηλαδή μιας λεηλασίας, όπως ατυχώς αναφερόταν από την Αριστερά στα πρώτα χρόνια του μνημονίου) αλλά φανερώνουν μία ευρεία, αντιδραστική αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων στο έδαφος του ελληνικού σχηματισμού – ένα νέο  κοινωνικό συμβόλαιο, στημένο πάνω στη συνθήκη της ήττας της εργατικής τάξης και της υποχώρησης των κοινωνικών κινημάτων συνολικά. Η πολιτική του βάση είναι επιδιώκει την κανονικοποίηση της εκτροπής του ζητουμένου από τα πάνω και στην εμπέδωση του κανόνα της εξαίρεσης. Η ιδεολογία που το διαπερνά είναι η ιδεολογία του κοινωνικού ελέγχου.

Η συγκυβέρνηση ΑΝΕΛ – ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε μία λελογισμένη αντιστροφή αυτής της διαδικασίας, ξεπερνώντας βέβαια κατά πολύ τους όρους που της είχε θέσει η “λαϊκή εντολή” και φτάνοντας στα όρια της ψήφισης μιας απεχθούς συμφωνίας με τους πιστωτές. Παρά τον υστερικό ορυμαγδό της καθεστωτικής Δεξιάς, κανείς από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ δεν ψήφισε με προτεραιότητα την παραμονή της χώρας στο κοινό νόμισμα – αυτή την εγγύηση του την προσέφεραν, με περισσή ομολογουμένως αφοσίωση, οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Αντιθέτως, η ψήφος στα κόμματα της σημερινής κυβέρνησης εξέφρασε για μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας μία διάθεση ρήξης και ταυτόχρονα μία απέλπιδα προσπάθεια να διοχετεύσουν τον πόθο για αλλαγή σε κανάλια που να μην προσβάλουν την κοινωνική σταθερότητα. Παρά τον κοινωνικό Αρμαγεδδώνα του μνημονίου, οι κάτω επέμειναν στο δρόμο του διαλόγου και της εθνικής συμφιλίωσης διεκδικώντας πολύ λιγότερα από τα αυτονόητα. Για διάφορους λόγους η κυβέρνηση καθυστέρησε να θέσει με αποφασιστικότητα το αίτημα των ψηφοφόρων της απέναντι στην αδιανόητη σκληρότητα των θεσμών και επέλεξε να διαπραγματευτεί μέχρι τέλους, παίζοντας στο  δικό τους πεδίο και ταράσσοντάς τους στη νομιμότητα. 

Η κυβέρνηση θα μπορούσε να αποχωρήσει από τις διαπραγματεύσεις έτσι κι αλλιώς -και από στρατηγική άποψη όφειλε να το είχε κάνει νωρίτερα. Προσπάθησε όμως να αποφύγει την σύγκρουση και αδυνατώντας να παίξει σωστά τα διαπραγματευτικά χαρτιά της, οδηγήθηκε σε μεγάλες εκχωρήσεις, που διαγνώστηκαν από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ως δείγμα μιας ταχείας συστημικής ενσωμάτωσης. Οι επιλογές αυτές δημιουργούσαν ένα κλίμα πόλωσης ανάμεσα στο κυβερνητικό κέντρο και το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ. Το κλίμα αυτό δεν εκφράστηκε μόνο στη βάση και τους ψηφοφόρους, αλλά αγκάλιασε και μέρος της κομματικής ηγεσίας. Επιπλέον, η αδυναμία της κυβέρνησης να επιβάλει έστω την κακή συμφωνία που κατέθεσε ως πρόταση, ταυτόχρονα με την επιμονή της στη συνέχιση της διαπραγμάτευσης, παρά την εξάντληση όλων των χρονικών περιθωρίων, αποτελεί ένα σοβαρό πλήγμα για το γόητρό της. Μπορεί τα γεγονότα να μη βρίσκονται σε ευθεία σύγκρουση με τη φαντασιακή υπόστασή της ΕΕ ως διεθνική έκφραση της θέλησης των λαών της Ευρώπης, σίγουρα πάντως δεν την επικυρώνει. Αυτή η εξέλιξη –  ενδεχομένως αναμενόμενη για τις μάζες που βρίσκονται εκτός του ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ –  συνιστά για την κυρίαρχη οπορτουνιστική ομάδα του κόμματος μία εσωτερική ήττα, έστω στο επίπεδο της θεωρίας. Γιατί ακόμη και αν θα μπορούσαμε να δούμε, στον ορίζοντα της Ιστορίας, την ΕΕ να μετασχηματίζεται σε “σπίτι των λαών”, η σημερινή σύνθεση των θεσμικών της οργάνων αντανακλά ξεκάθαρα την ηγεμονία του κεφαλαίου στο εσωτερικό της, η δε στάση τους κατά τους πέντε μήνες της διαπραγμάτευσης δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για όσους σκέφτονταν ότι η ηγεμονία αυτή είναι δυνατό να διαρραγεί από τα μέσα.

Η αυτονόμηση του οικονομικού – τεχνικού πεδίου από το πολιτικό – διαχειριστικό και η τάση υποκατάστασης των λειτουργιών του δεύτερου, είναι μία διαδικασία μέσα από την οποία πραγματώνεται το παραλήρημα της εξουσίας. Αντανακλάται σαφώς στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών Διεθνών Οργανισμών και αυτό επισημαίνεται για παράδειγμα από τις μεγάλες αρμοδιότητες του Eurogroup και την έλλειψη κεντρικής πολιτικής ηγεσίας. Υποχρεωμένη να διαγωνιστεί σε αυτό το πεδίο, κυβέρνηση παρά τα όσα πολιτικά της όπλα, δεν κατάφερε να διαπραγματευτεί παρά μόνο υπό τους όρους της εμφανιζόμενης ως ουδέτερης γλώσσας των αριθμών. Παρά τις ατελέσφορες προσπάθειές της και ιδιαίτερα εκείνες του υπουργού οικονομικών να διαλεχτεί στη βάση αυτού του κώδικα, η αποτυχία της διαπραγμάτευσης υπήρξε ολοκληρωτική. Μέσα από αυτή την αποτυχία ωστόσο αναδείχτηκε με τρόπο αδιαμφισβήτητο ο ταξικός προσανατολισμός των προτάσεων των εταίρων και τούτο ενέχει ένα θετικό στοιχείο, δηλαδή την πλέρια αποκάλυψη του αστήριχτου λόγου της εξουσίας. 
Έτσι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις της κυβέρνησης, το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη αποκτά μία πολυδιάστατη πολιτική σημασία. Άσχετα από το ερωτηματικό σημαίνον, η ουσία του ζητήματος αφορά την πραγματικότητα της ρήξης και το αν ο λαός είναι διατεθειμένος να μετέχει σε αυτή. Εάν τώρα η κυβέρνηση θα επανέλθει στις διαπραγματεύσεις ή όχι, αν ακόμη θα επιχειρήσει να εφαρμόσει στο εσωτερικό τα μέτρα που η ίδια πρότεινε κατά το τελευταίο στάδιο της διαπραγμάτευσης ή αν θα προχωρήσει επιτέλους στην εφαρμογή του προγράμματος για το οποίο εκλέχτηκε, αυτά είναι δευτερογενή ερωτήματα. Περιπλέκοντας τη συζήτηση γύρω από αυτά, εκφεύγουμε του ζητουμένου που είναι να αποφανθούμε αν ως ελληνικός λαός αξιώνουμε ή όχι την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων στη χώρα μας.  Το βέβαια ίδιο ισχύει και με τα ερωτήματα που τίθενται από τη Δεξιά – αν η Ελλάδα θα παραμείνει στη ζώνη του ευρώ, αν θα χρεοκοπήσει οικονομικά, αν θα αναζητήσει νέες διεθνείς συμμαχίες, ποιες θα είναι αυτές κλπ. 
Μία ενδεχόμενη επικύρωση της αποδοχής της πρότασης των δανειστών, θα σήμαινε όχι μόνο την παραίτηση της κυβέρνησης– αλλά και μία ταυτόχρονη υποχώρηση του λαϊκού παράγοντα. Αν, ενδεχομένως, οι θεσμοί  επανέλθουν νωρίτερα από τις 5 του Ιούλη με κάποια αντιπρόταση εγγύτερη στις κυβερνητικές επιδιώξεις για “έντιμο συμβιβασμό”, τότε, σύμφωνα με τον κ. Βαρουφάκη, υπάρχει η πιθανότητα είτε να αποσυρθεί το δημοψήφισμα, είτε η κυβέρνηση να αλλάξει στάση ζητώντας από το λαό να ψηφίσει θετικά. Το πιθανότερο είναι ότι ο υπουργός απλώς δεν έχει αποδεχτεί εκείνο που επίμονα υποδεικνύει η πραγματικότητα: Το ζήτημα της ρήξης δεν ανήκει στο πια πεδίο της αρμοδιότητάς του – και βασικά ποτέ δεν άνηκε εκεί. 

Στις πολιτικές επιστήμες, ο λεγόμενος “νόμος του Τοκβίλ” υποστηρίζει ότι ένας λαός δεν ξεσηκώνεται όταν βρίσκεται καθηλωμένος στον πάτο της εξαθλίωσης, αλλά όταν έχοντας  καταφέρει μια μικρή νίκη, πειστεί ότι η διαιώνιση της αθλιότητας δεν είναι μονόδρομος. Έτσι, ενώ μια ενδεχόμενη νίκη της δημοκρατικής φωνής στο δημοψήφισμα έχει από μόνη της πολύ αμφίβολη υλική σημασία για το λαό, η σπουδαιότητά της πολλαπλασιάζεται στο βαθμό που ανοίγει προοπτικές για την ανάταση των κοινωνικών κινημάτων. Μία ενδεχόμενη ήττα, αντίστοιχα, θα σήμαινε αφενός σημαντική υποχώρηση για το δημοκρατικό και το λαϊκό κίνημα και αφετέρου  την μια σοβαρή κρίση εκπροσώπησης σε καθεστώς ενδυνάμωσης του συντηρητικού λόγου. Έχουμε δηλαδή, σε αυτή την περίπτωση, ένα ανοιχτό πεδίο πόλωσης της αντιπαράθεσης των εξουσιαστικών κέντρων με ενδεχόμενο μέσο διαχείρισης της κρίσης το άλμα προς τον ολοκληρωτισμό. Άλλωστε το ζήτημα του δημοψηφίσματος είναι η αναζήτηση μιας πολιτικής διεξόδου για τη χώρα και αυτό δεν ισχύει μόνο στην περίπτωση του ΟΧΙ.
Η υιοθέτηση μιας σκοπιάς που να αναζητά τον ελάχιστο κοινό διαιρέτη ανάμεσα στις διάφορες τάσεις του λαϊκού – δημοκρατικού κινήματος είναι σήμερα υπόθεση στρατηγικής σημασίας. Το σύνολο της Αριστεράς, σοσιαλδημοκρατικής, κομμουνιστικής, αντιεξουσιαστικής και ανανεωτικής, όπως και το σύνολο του δημοκρατικού λαού και των ατόμων που  νοιάζονται για την υπόθεση της συλλογικής χειραφέτησης, έχουν ηθική ευθύνη και ιστορική υποχρέωση να ανταποκριθούν στο κάλεσμα του συλλογικού ΟΧΙ. Το πώς θα αξιοποιηθεί ένα τέτοιο αποτέλεσμα από την κυβέρνηση, τα κινήματα, αλλά και την παρακρατική μαφία του φασισμού είναι μία εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση, που όμως θα εκτυλιχτεί σε δεύτερο χρόνο. Το επίδικο της Κυριακής είναι αν θα τολμήσουμε να διαρρήξουμε το κάστρο της πολιτικής και αν θα αξιώσουμε ότι ο λαός μας επιμένει να γίνει “νοικοκύρης στον τόπο του”. Η αναμονή της ετυμηγορίας μας έχει ήδη βραχυκυκλώσει το λόγο της εξουσίας. Προσπερνώντας τις τραυλές απειλές που προσπαθούν απελπισμένα να αρθρώσουν οι οπαδοί του, την Κυριακή θα εκπέμψουμε το δικό μας μήνυμα: Η δημοκρατία δεν ηττήθηκε. Οι λαοί  μπορούν να γράψουν την ιστορία τους.
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.