του Δημήτρη Παντελακάκη
Στην περίοδο που προηγήθηκε της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση η παλαιοκομματική φαυλότητα παρέμεινε ιδεολογικά δεσπόζουσα (έστω και με κόστος) και η ηγεσία της διατηρήθηκε στο τιμόνι της χώρας. Υπέγραψε δύο μνημόνια και εφήρμοσε τους όρους τους με τον πλέον αδιάλακτο και κοινωνικά ισοπεδωτικό τρόπο. Αντιμετώπισε τις κοινωνικές αντιστάσεις με σιδηρά πυγμή, εξέθρεψε την αντιεπιστημονική θεωρία των δύο άκρων και άφησε συνειδητά χώρο για τη διάχυση του φασιστικού δηλητηρίου, όχι μονάχα στα ευάλωτα στρώματα, μα ακόμη και στον βαθύ πυρήνα των κρατικών θεσμών. Υπό αυτό το πρίσμα η κατάκτηση της κυβέρνησης από δυνάμεις του αντιμνημονιακού στρατοπέδου, με επιφανέστερη ένα κόμμα της Αριστεράς δεν μπορεί παρά να αναγνωσθεί ως ένα σημάδι αφύπνισης του ελληνικού λαού. Αυτή η εξέλιξη αποκτά ιστορική σημασία, διότι οι Έλληνες (όσο δύσκολο κι αν είναι για πολλούς μας να το δεχτούμε) προσυπέγραφαν μέχρι τα πρόσφατα την παραμονή τους σε μία κατάσταση εξαθλίωσης και ανελευθερίας. Στις 25 Γενάρη 2015, μπήκε συμβολικά τέλος σε αυτό το συνεχές της ηττοπάθειας. Έστω και αν οι πρόσφατες εξελίξεις φανερώνουν μια υποχώρηση στο επίπεδο της υψηλής πολιτικής, σε ότι αφορά τους “κάτω” η συναίνεση έσπασε.
Στους μήνες που μεσολάβησαν, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε τα απαιτούμενα προκειμένου να βαθύνει το ρήγμα που ο λαός δημιούργησε με το παρελθόν του. Σχημάτισε μια ερμαφρόδιτη κυβέρνηση στην οποία τα υπουργεία όπου λογοδοτούν οι δυνάμεις καταστολής παραδόθηκαν στα χέρια συντηρητικών δυνάμεων, ενώ αργότερα επέλεξε να τις ενισχύσει και συμβολικά προτείνοντας έναν εκπρόσωπο της Δεξιάς για το αξίωμα του πρώτου πολίτη της χώρας. Υπερέβη προκλητικά τα όρια που της είχε θέσει το κόμμα της, ποντάροντας ως φαίνεται στην επιτυχία ενός “ιστορικού συμβιβασμού” - σχέδιο που πλέον βρίσκεται στην πλήρη εφαρμογή του και αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του φθινοπώρου. Η ασυνάρτητη πολιτική γραμμή που υποστήριζε τη δυνατότητα υλοποίησης του κυβερνητικού προγράμματος σε αγαστή συνεννόηση με τους δανειστές της χώρας (λες και οι προηγούμενες κυβερνήσεις περνούσαν το ένα αντιλαϊκό μέτρο πίσω από το άλλο, όχι επειδή δέχονταν πίεση, αλλά από καθαρό αντεπαναστατικό καπρίτσιο) γρήγορα έδειξε πως είχε κοντά ποδάρια.
Σύντομα μετά τον πρώτο πανικό, έγινε φανερό ότι από τον ταύρο που είχαν αμολήσει στην αρένα της διαπραγμάτευσης έλειπαν παντελώς οι συγκρουσιακοί αδένες και τα αγριεμένα ρουθουνίσματά του ήταν ό,τι περισσότερο μπορούσε να επιδείξει. Έτσι από την περιβόητη σκληρή διαπραγμάτευση και ρήξη φτάσαμε στα παρακαλετά για έναν “έντιμο συμβιβασμό” μετά την αναμενόμενη αποτυχία τους, η κυβέρνηση αποφάσισε όψιμα να στραφεί και πάλι στο λαό ζητώντας του να συνεναίσει στην υποτίθεται ανένδοτη στάση της μέσα από ένα δημοψήφισμα. Στις 27/6, ο πρωθυπουργός με ύφος νέου Αλιέντε τίναξε τη διαπραγμάτευση στον αέρα, ζητώντας από το λαό να δηλώσει ένα βροντερό “όχι” στις δυνάμεις που τον καλούσαν σε έναν τόσο απαράδεκτο συμβιβασμό.
Ίσως ο ίδιος να το έχει κιόλας ξεχάσει, τα δε κανάλια, οι ρουφιάνοι τους και οι νενέκοι του καθεστώτος να το πέρασαν στα ψιλά γράμματα, όμως οι Έλληνες ανταποκρίθηκαν σ' αυτό το κάλεσμα. Στο 61% του “όχι” θα πρέπει να συνυπολογίσουμε το 6% των λευκών και άκυρων ψηφοδελτίων - στην πλειοψηφία τους υπογραμμένα με αντιιμπεριαλιστικά και αντιμνημονιακά συνθήματα. Όπως πολύ σωστά ανέφερε η κ. Ζωή Κωνσταντοπούλου στη μνημειώδη συνέντευξή της στο “ΣΚΑΙ”, όπου σφυροκόπησε το δημοσιογραφικό κατεστημένο, στο δημοψήφισμα της 5ης του Ιούλη ο ελληνικός λαός ήρθε αντιμέτωπος με ένα βαθύ, υπαρξιακού τύπου ερώτημα. Ανεξάρτητα από τη διατύπωση του δημοψηφίσματος, το ζήτημα που τέθηκε στον καθένα ήταν αν έχει την τόλμη να συστρατευθεί με όσους αντέχουν και απέναντι στη λυσσαλέα επίθεση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου να αναλάβει τις ενδεχομένως βαρύτατες συνέπειες της επιλογής να αποτελεί μέλος ενός ελεύθερου και κυρίαρχου έθνους. Οι ψηφοφόροι, παρά την καταστροφολογία των μίντια και το ορατό ενδεχόμενο μιας ανοιχτής ρήξης με δυνάμεις πολύ μεγαλύτερου εκτοπίσματος, δεν τρομοκρατήθηκαν. Συνυπολογίζοντας τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της υποταγής στην τρόικα και τις απαιτήσεις της, ελπίζοντας στην εντιμότητα της νέας κυβέρνησης και στην προοπτική μιας περισσότερο αυτόνομης παραγωγικής ανασυγκρότησης, συνεπαρμένοι αυθόρμητα από τις εικόνες ενός αγωνιστικού εθνικού φαντασιακού, πήραν μία ιστορική απόφαση, η οποία έμενε να ακολουθηθεί από μία ανάλογη εξωτερική πολιτική. Όμως η πολιτική τους ηγεσία αποδείχτηκε θλιβερά αναντίστοιχη των περιστάσεων. Με επιχειρήματα που μέχρι πρόσφατα είχαμε συνηθίσει να ακούμε από την άλλη πλευρά του κοινοβουλευτικού αμφιθεάτρου, είδαμε μία σειρά από κοινωνικούς αγωνιστές και ανθρώπους προοδευτικούς, σχεδόν στο σύνολό τους άμεμπτους μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, να ποδοπατούν τις προεκλογικές υποσχέσεις τους, τα συνθήματα με τα οποία αναδείχτηκαν και για τα οποία πάλεψαν μια ζωή - να μετατρέπονται σε κολαούζο του μνημονιακού συρφετού και περίγελο πάσης φύσεως καθεστωτικών κρετίνων, οι οποίοι δεν έχασαν λεπτό για να τους πάρουν στο ψιλό. Με το δίκιο τους.
Οι ευθύνες είναι βαρύτατες και μετρήσιμες. Η κύρια βαραίνει τις πλάτες του πρωθυπουργού και του επιτελείου του, που γελοιοποίησαν την απόφανση του ελληνικού λαού στα μάτια ολόκληρου του πλανήτη, καταθέτοντας παραβατικά προς τα όργανα του κόμματός τους ένα μνημόνιο – τέρας το οποίο θίγει την αξιοσύνη ολόκληρης της Αριστεράς. Η τραγική τους υποχώρηση -δυστυχώς- δεν αποτελεί πλήγμα μονάχα για την προσωπική τους υπόληψη και καριέρα, αλλά κόλαφο για όλους όσους επένδυσαν σε μία θεσμική αλλά ριζοσπαστική διαχείριση της κρίσης. Μικρότερες αλλά σαφείς ευθύνες έχουν οι ριψάσπιδες των Κοινοβουλευτικών Ομάδων, τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και των ΑΝΕΛ, που κατά παράβαση της εντολής που έλαβαν από τον ελληνικό λαό (δύο φορές μέσα σε ένα εξάμηνο), δεν τόλμησαν την αναγκαία εκείνη ρήξη με την οποία επιφορτίστηκαν, έστω και αν αυτή έπρεπε να περάσει πάνω από το πτώμα της πρώτης “αριστερής” κυβέρνησης... Η κυβέρνηση αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να γίνει οχυρό των λαϊκών δυνάμεων, παρότι έλειπαν εξ αρχής ορισμένες στοιχειώσεις προϋποθέσεις. Όμως σήμερα κάθε τέτοια δυνατότητα έχει παρέλθει και όσοι επενδύουν στην αντιστροφή της ενσωμάτωσης του οπορτουνισμού στο βαθύ κράτος, είναι όχι μόνο πολιτικά ανεπαρκής αλλά δεδομένης της συγκυρίας εξίσου επικίνδυνοι, διότι αποπροσανατολίζουν της συζήτηση, ρίχνουν στάχτη στα μάτια του λαού και βαυκαλίζονται αναμνήσεις μεγαλείων που δεν έζησαν ποτέ.
Αν και τα γεγονότα των τελευταίων ημερών δείχνουν ότι μία διάσπαση στον ΣΥΡΙΖΑ είναι μάλλον αναπόφευκτη, το μεγάλο μέρος των διαφωνούντων επιμένουν να πριμοδοτούν σε μια ατελέσφορη ενότητα, η οποία είναι αφενός πολιτικά μη διαχειρίσιμη τόσο από τους ίδιους, όσο και από τον κόσμο της ριζοσπαστικής Αριστεράς και αφετέρου επιβλαβής και επικίνδυνη για το λαό για τον τόπο. Παρόλα αυτά, όποιες κι αν είναι οι τελικές επιλογές της “πλατφόρμας” και των λοιπών “ανταρτών” του κοινοβουλίου, το δίδαγμα των ημερών έχει ήδη εγχαραχτεί στις συνειδήσεις: Η Δημοκρατία (με κεφαλαίο: το σύστημα) έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Είναι ιστορική ανάγκη για τον λαό και το έθνος να χτίσει με τα χέρια του τη δημοκρατία (με μικρό: το κίνημα). Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, μία νέα Αριστερά πρόκειται να συγκροτηθεί στο άμεσο μέλλον και θα το κάνει μέσα από τις δικές της, αυτόνομες δυνάμεις και θεσμίσεις. Αυτό θα συμβεί άσχετα και σε μεγάλο βαθμό διακριτά από τις επιδιώξεις των κάθε λογής μικροπολιτικάντιδων του ριζοσπαστικού χώρου. Θα συμβεί επειδή είναι ιστορική ανάγκη να εκφραστεί αλλά και να οργανωθεί 'κείνο το μέρος της κοινωνίας που βράζει μέσα στον βούρκο της ήττας. Αν σήμερα οι δυνάμεις του φαντάζουνε σε κάποιον μικρές, ας ρίξει μια ματιά στο παρελθόν και θα καταλάβει πόσο πολύ έχει κιόλας προχωρήσει αυτή η υπόθεση. Όπως είπαμε η συναίνεση έσπασε. Ώρα να διαβούμε τον Ρουβίκωνα.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.