Δύο «αναπόφευκτα» ορίζουν την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα, όπως και τον καταστατικό χαρακτήρα του πραγματικού στην ευρωζώνη. Το πρώτο αντανακλά την αδυναμία του παρόντος ελληνικού πολιτικού συστήματος να διαχειριστεί την οικονομική κρίση μετά από την απαίτηση των 18 να συνεχιστεί και να διευρυνθεί η εσωτερική υποτίμηση στην χώρα με παράλληλο περιορισμό στην κίνηση κεφαλαίων, ενώ το δεύτερο εκφράζει με κυνικό τρόπο μια απαράβατη σχέση της πολιτικής οικονομίας, όπως, όμως, αυτή λαμβάνει οντολογικά χαρακτηριστικά από την κυρίαρχη στην ΕΕ αφήγηση Σόιμπλε: «Από τη στιγμή που [η Ελλάδα] δεν μπορεί να πετύχει την εσωτερική υποτίμηση που προϋποθέτει η παραμονή στο ευρώ για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η επιστροφή στη δραχμή αποτελεί εναλλακτική.»
Το πρώτο «αναπόφευκτο» καθιστά την προσφυγή σε νέες γενικές εκλογές αναπόφευκτη, ενώ το δεύτερο μία μορφή εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη, επίσης αναπόφευκτη. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε την εκδήλωση μιας μεταμοντέρνας μορφής βίας της ερμηνείας, με την έννοια της φροϋδικής παράστασης/Vorstellung, κατά την οποία η «προϋπόθεση παραμονής στο ευρώ» ορίζεται δια μιας αυθαίρετης βιολογικοποίησης των οικονομικών σχέσεων εντός της ευρωζώνης, από μια μεταμοντέρνα ουσιοκρατία, αν προτιμάς, που αποσκοπεί στο να αναδείξει και να θεμελιώσει την στρατηγική σύζευξη του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού της ΕΕ (: δομολειτουργική υπόσταση των Θεσμών) με τον γερμανικό νεοσυντηρητισμό ως τα βιώσιμα χαρακτηριστικά της ευρωζώνης.
Έτσι η λύση (Σόϊμπλε) εμβάθυνσης και διεύρυνσης της εσωτερικής υποτίμησης - όπως αυτή λαμβάνει προγραμματικά χαρακτηριστικά δια των «δανειακών συμβάσεων» και «μνημονίων» με τις ελληνικές Αρχές - αποκρυσταλλώνει ένα μονόδρομο πτώχευσης και φτωχοποίησης που ανταποκρίνεται σε δήθεν αυτονόητες σταθερές, ενώ εκφράζει δήθεν αμετάβλητες ιδιότητες της νομισματικής ένωσης. Την φύση δηλαδή της ευρωζώνης από την οποία η ελληνική οικονομία (δήθεν) δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί, αν επιθυμεί να συνεχίσει να αποτελεί οργανικό τμήμα της. Μόνον που έτσι από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν μπορεί να πετύχει την εσωτερική υποτίμηση που ορίζει αυθαίρετα η κλίκα Σόιμπλε (: κεντροευρωπαϊκή ελίτ, τραπεζικό καθεστώς), καθώς έτσι θα ρευστοποιείτο απολύτως η κοινωνία και η πολιτική στη χώρα, η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα μέσω ενός παράλληλου συστήματος πληρωμών στην αρχή δεν αποτελεί εναλλακτική, αλλά κάτι αναπόφευκτο!
Θέλεις να πάω κι ένα βήμα παραπέρα; Σε αυτό το «αναπόφευκτο» καταλήγει κάθε είδους ουσιοκρατική προσέγγιση, είτε αυτή γίνεται από δεξιά, είτε από αριστερά. Κι εδώ βρίσκεται το παράδοξο της υπόθεσης. Ή ο έλληνας ουσιοκράτης που ομνύει στον ορθολογισμό ή τον ρεαλισμό – όπως λέει – τοποθετεί τον εαυτό του στην κοινωνική δεξιά, ή στη νεοφιλελευθεριάζουσα κεντροαριστερά, ή είναι μαρξιστής, θα καταλήξει για διαφορετικούς λόγους και από διαφορετικούς δρόμους στο ίδιο συμπέρασμα: Η Ελλάδα για να ανταποκριθεί, ή επειδή δεν μπορεί να ανταποκριθεί, ή επειδή δεν πρέπει να ανταποκριθεί στον καταστατικό χαρακτήρα της ευρωζώνης, που αυθαίρετα και αυταρχικά, αλλά και επιλεκτικά ορίζει η κυρίαρχη στρατηγική Σόιμπλε, δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει τον μονόδρομο εξόδου από την ευρωζώνη, χωρίς αυτό να σημαίνει και εγκατάλειψη του ευρώ.
Και εδώ είναι το ζήτημα. Εδώ βρισκόμαστε σήμερα. Αντιμετωπίζοντας ως μάλλον φάρσα τα μνημονιακά προαπαιτούμενα για την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη, από την οποία ήδη βρισκόμαστε σε μεγάλο βαθμό αποκλεισμένοι και σε καραντίνα, καλλιεργούμε άρρητα και στο πλαίσιο μιας κοινωνικοοικονομικής διαστροφής ένα Grexit χωρίς ρήξη με τους εταίρους μας! Αυτή η ερμαφρόδιτη διαδικασία μεταδομεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα, προσδίδοντας χαρακτηριστικά τραβεστί σε όλα τα κόμματα, ως συγκυριακό, αναγκαίο όρο ύπαρξης σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον.
Αυτή η κατάσταση είναι χαοτική για το πολιτικό μας σύστημα και καθιστά αναπόφευκτες τις εκλογές, αν θέλουμε να αποφύγουμε ανώμαλες για την δημοκρατία και το σύγχρονο αστικό μας πολίτευμα καταστάσεις. Άρα, οι εκλογές δεν έρχονται να απαντήσουν αυτή τη φορά στο Κοινωνικό Ζήτημα που προκαλεί η οικονομική κρίση, αλλά στο ζήτημα της μεταπολίτευσης με όρους εξόδου και όχι παραμονής στην ευρωζώνη.
Κοίταξε, αναγνώστη μου, είμαι ειλικρινής και έντιμος στη σχέση μας επειδή δεν ταυτίζω το μεταδομισμό που χαρακτηρίζει τον λόγο μου με τον μεταμοντερνισμό στις ευρωπαϊκές πολιτικές. Μην το κάνεις και εσύ, παρεξηγώντας την γραφή μου! Εγώ είμαι ΑΝΤΙΟΥΣΙΟΚΡΑΤΗΣ που κατασκευάζει μια αγωνιστική για την δημοκρατία αφήγηση μέσω ενός πλουραλισμού, ο οποίος αντλεί πολιτικότητα όχι από τους κλασικούς της πολιτικής ή οικονομικής θεωρίας, αλλά από αυτούς που ανέδειξαν το αναπόφευκτο της κατάρρευσής της στις μέρες μας: Από τουςWittgenstein και Heidegger, έως τους Derrida, Lacan, Foucault και μέχρι τον W. Connolly και τηνChantal Mouffe.
Πιστεύω πως μόνον δια μίας Αντιουσιοκρατικής προσέγγισης η Ελλάδα θα μπορούσε να παραμείνει στην ευρωζώνη, με αυτήν ωστόσο να διευρύνεται για να καλύψει ολόκληρη την ΕΕ, στο πλαίσιο μεταμόρφωσης της κοινής νομισματικής πολιτικής σε μία πράγματι κοινή οικονομική πολιτική, βασισμένη σε μία αποκεντρωμένη ομοσπονδία που θα ενοποιεί τις επιμέρους εθνικές πολιτικές σε μία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική.
Αυτή ήταν και είναι η μόνη εναλλακτική για την ισότιμη και ολοκληρωμένη παραμονή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Αυτά τα οποία συμβαίνουν τούτες τις μέρες στην Ευρώπη με αναφερόμενη εστία του προβλήματος την Ελλάδα, θέτουν στην πραγματικότητα υπό επανεξέταση καίρια ερωτήματα που αναφέρονται, όχι απλώς στην τύχη του μεταμοντέρνου, μεταβιομηχανικού και μετανεωτερικού ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αλλά και στην τύχη αυτής καθ’ εαυτής της διαλεκτικής σκέψης, της δημοκρατίας και του κομματικού φαινομένου.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.