Έχω τον λόγο μου που ο τίτλος αυτού του σημειώματος είναι στα αγγλικά. Είναι εμπνευσμένος και παραπέμπει στην περίφημη δήλωση του Τρότσκι στο 13ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1924, η οποία αποτέλεσε έναν ιστορικό σταθμό στην πολιτική οντολογία της νεωτερικότητας (στην διεθνή βιβλιογραφία θα το συναντήσεις ως «right or wrong, my party»): Σωστό ή λάθος, αυτό είναι το κόμμα μου. Δεν μπορεί να έχω δίκιο εναντίον του κόμματός μου, καθώς είναι αυτό που διαμορφώνει τις κατηγορίες «σωστό» και «λάθος».
Πρόκειται για την αναπαράσταση με πολιτικούς όρους της οντολογίας του Παρμενίδη, σύμφωνα με τον οποίο το Ον/κάθε πολιτικός οργανισμός δεν είναι η εμπειρική πραγματικότητα που εγώ κι εσύ, αναγνώστη μου, αντιλαμβανόμαστε δια των αισθήσεών μας και συνειδητοποιούμε δια του κριτικού λόγου μας, αλλά το ορθο-λογικό κλουβί αυτής της πραγματικότητας με την μορφή της κοινής γνώμης, η οποία ασφαλώς διαμορφώνεται από τα Παλαιά και Νέα ΜΜΕ. Είναι τελικά αυτό το «λογικό/ορθολογικό κλουβί» που μετατρέπει τα συμβάντα της καθημερινότητάς μας σε γεγονότα μέσω ενός κώδικα «σωστού και λάθους», που ορίζεται αυθεντικά και αυταρχικά από την παράσταση του κόσμου δια της συγκεκριμένης προβολής τους στα ΜΜΕ. Άρα το κρίσιμο δεν είναι αυτό που είπε ο Τρότσκι, αλλά η παράσταση αυτού που σχηματίστηκε δια των διαύλων επικοινωνίας που ανέλαβαν να το «κτίσουν» στην κοινή γνώμη ως πραγματικότητα.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο βρισκόμαστε αυτή την στιγμή στην Ελλάδα, με τις δραματικές πολιτικές αλλαγές που επέφερε μια φαινομενικά ανούσια εκλογική αναμέτρηση κατά την οποία, επίσης φαινομενικά, επικράτησαν και σχημάτισαν κυβέρνηση αυτοί που κυβέρνησαν την αμέσως προηγούμενη περίοδο, δομώντας μία πρωτόγνωρη ως προς το μέτρο και την ποιότητά της αντίθεση: η πολιτική ρητορεία σε απόλυτη αντίθεση με την σκιά της πολιτικής πρακτικής και διακυβέρνησης και η πολιτική πρακτική σε αντίθεση με την εκπεφρασμένη πολιτική βούληση. Από το διαλεκτικό αυτό σχήμα η ίδια η ιστορία, όπως και η καθημερινότητά μας, παίρνει την μορφή της παράστασης – την οποία κάποιοι αποκαλούν ψευδαίσθηση – για να διαμορφωθεί έτσι μία κοινή γνώμη, όχι ακριβώς συναινετικού, αλλά μάλλον υποτακτικού χαρακτήρα, η οποία τείνει να ακινητοποιήσει την ζώσα πραγματικότητα δια μίας υπέρβασης της καθημερινότητας μέσω της ταύτισης με την κυβέρνηση ή/και το κόμμα: My government, my party, right or wrong!
Εάν, αναγνώστη μου, προσέξεις ιδιαίτερα την γενική πολιτική αφήγηση, έτσι όπως δομείται μετεκλογικώς από τα ελληνικά ΜΜΕ ως κοινή γνώμη, θα καταλάβεις ίσως τι ακριβώς σου λέω. Η ελληνική κοινή γνώμη, εκφράζοντας (και εκφραζόμενη από) μία μάλλον ολοκληρωτικού χαρακτήρα ερμηνευτική βία, σχηματίζεται στο πλαίσιο (: «λογικό/ορθολογικό κλουβί») «σωστή ή λάθος, αυτή είναι η κυβέρνησή μου» και «σωστό ή λάθος, αυτό είναι το κόμμα μου, το κόμμα που υποστηρίζω». Η κονστρουκτιβιστική και δομική κριτική σε αυτή και σε αυτό μοιάζει να υποχωρεί σε βαθμό εξαλείψεως. Από εδώ και στο εξής φαίνεται ότι θα συζητάμε αποκλειστικά για λειτουργιστικού χαρακτήρα ζητήματα που αφορούν τόσο στη νέα κυβέρνηση της Ελλάδας, όσο και στα κόμματα που μετασχηματίζονται και μεταμορφώνονται με κανόνα την μνημονιακή ή αντιμνημονιακή παράσταση, τον ηγεμονισμό και την παρεοκρατία.
Αυτό το «my government, my party, right or wrong» είναι τελικά η νέα ελληνική ουτοπία μίας δήθεν αμετάλλακτης αλήθειας που ορίζεται από την σχέση των Ελληνικών Αρχών με τους παράγοντες της τρόικας και είναι αυτή που τείνει να ακινητοποιήσει εκ νέου τον ελληνικό λαό, μετά από μία περίοδο κινητοποίησης που έφερε στην κυβερνητική εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στη συνέχεια οδήγησε στο ΟΧΙ του δημοψηφίσματος.
Μα, θα ακινητοποιηθεί ο ελληνικός λαός τη στιγμή που μόλις ξεκίνησε μία πρωτοφανής, ίσως, μετά την μεταπολίτευση του 1974 κινητικότητα εντός των κομμάτων; Ασφαλώς, είναι η έντιμη απάντηση, η οποία έχει την μοναδική επιστημονικά επιβεβαιωμένη βάση. Η πολιτική αφήγηση «η κυβέρνησή μου» ή/και «το κόμμα μου» ακινητοποιεί τον ελληνικό λαό, καθώς περιορίζει την κριτική του, τοποθετώντας την λογική του μέσα σε κάποιο κομματικό ή κάποιο κυβερνητικό κλουβί. Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχει θεσμοθετηθεί μία μορφή τυραννίας δια της κοινωνικής και κοινοβουλευτικής οντολογίας που ορίζει η Τρόικα, ενώ κυβέρνηση και κόμματα αναδιοργανώνονται στη βάση μίας παράστασης υπονόμευσης, ενίσχυσης ή διασκέδασης όχι ακριβώς του «τυράννου», αλλά των καταπιεστικών συνεπειών της τυραννίας ή με περισσότερο τεχνοκρατικούς όρους, των αντιδημοκρατικών, αντικοινωνικών και αντιοικονομικών συνεπειών του Τρίτου Μνημονίου στην πράξη. Και αυτό δεν μπερδεύει και ακινητοποιεί τον «τύραννο», αλλά μάλλον τον ίδιο τον ελληνικό λαό.
Από όσους έχουν φωνή η οποία αναπαράγεται από τα ΜΜΕ της Ελλάδας, μόνον ο Γιάνης Βαρουφάκης δείχνει κάπως να καταλαβαίνει τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα. Και καταλαβαίνει διότι από την αρχή συνειδητοποίησε πως αν δεν καταστρέψεις την τρόικα ως παράσταση, αλλά την ενισχύσεις είτε με συμφωνίες (μνημόνια), είτε στο πλαίσιο ενός αντιμνημονιακού αγώνα που προσβλέπει στην έξοδο από την ευρωζώνη ή και την ΕΕ, δεν πρόκειται να θέσεις σε κίνηση την ιστορία για μια νέα, δημοκρατική αντιπολίτευση με παραγωγική ανασυγκρότηση. Συνειδητά ή ασυνείδητα, ήταν ο μόνος που επιχείρησε μέσα από την δημιουργική του ασάφεια να κάνει τον «τύραννο» να υποστεί την ίδια του την τεχνική της καταπίεσης, πετυχαίνοντας δύο πράγματα: Την αποδιοργάνωσή του και την κινητοποίηση του ελληνικού λαού σε ένα ευρύτερο κριτικό πλαίσιο, όπου όλα ήταν ή θα έπρεπε να είναι ανοιχτά.
Αντιλαμβάνεσαι, λοιπόν αναγνώστη μου, από πού πηγάζει η ανακούφιση της ευρωπαϊκής ηγεμονικής ελίτ, αλλά και της πολιτικάντικης ελληνικής ελίτ από το ξεδόντιασμα και τον εξοβελισμό του Βαρουφάκη από το πολιτικό προσκήνιο της χώρας; Καταλαβαίνεις την ανακούφιση του Ρέντσι, ο οποίος θεώρησε το πιο θετικό μήνυμα από τις εκλογές πως ήταν ο αποκλεισμός Βαρουφάκη: «Ευτυχώς τον ξεφορτωθήκαμε»! Και μαζί με αυτόν την κονστρουκτιβιστική και ουσιωδώς οντολογική κριτική της τρόικας. Από δω και στο εξής θα συζητάμε για λειτουργικού χαρακτήρα προστριβές και για την απαγκίστρωση από την ευρωζώνη ή και όλους τους καπιταλιστικούς μηχανισμούς γενικά και όμορφα, μέχρις ότου η εφαρμογή της τυραννίας στην πράξη οδηγήσει με πολύ φυσιολογικό τρόπο σε ακόμη μεγαλύτερη περιθωριοποίηση και αποκλεισμό της ελληνικής κοινωνίας και της εθνικής μας οικονομίας, με το «διπλό νομισματικό» να φαντάζει πλέον ως η πιθανότερη ορθολογική εξέλιξη!
Υπάρχει τρόπος αντίδρασης σε αυτήν την εξέλιξη που ορίζει το «my government, my party, right or wrong»; Ναι! Η δημιουργία ενός κινήματος ανατροπής κατ’ αρχήν του καθεστώτος που αφορά στην οντολογία και λειτουργία των ελληνικών ΜΜΕ και ιδίως της τηλεόρασης. Στην φάση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα δεν υπάρχει κανένα άλλο περιθώριο για την αμφισβήτηση των ηγεμονικών δομών που αφορούν τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στα κόμματα, εάν δεν ξεκινήσουμε από την πλήρη αναθεώρηση του καθεστώτος που ορίζει κυρίως τα Ραδιοτηλεοπτικά Μέσα. Ο παλαιός κόσμος στον οποίο αναφέρεται διαρκώς ο Αλέξης Τσίπρας, είναι ο κόσμος των ελληνικών ΜΜΕ, κυρίαρχο κομμάτι του οποίου είναι πλέον και ο ίδιος.
Αν δεν ανατραπεί αυτός ο κόσμος, με τον Αλέξη Τσίπρα να ανατρέπει πλέον τον ίδιο του τον εαυτό, με κανόνα την ριζοσπαστικοποίηση της τηλεόρασης ως δημοκρατικός θεσμός και δραματική μεταβολή στην ποιότητα των προγραμμάτων – η οποία σε ό, τι αφορά στο ενημερωτικό κομμάτι βρίσκεται πολύ κοντά στην αθλιότητα – η αναδιάρθρωση κυβέρνησης και κομμάτων θα περιθωριοποιήσει ακόμα περισσότερο τον ελληνικό λαό, χυδαιοποιώντας περισσότερο την πολιτική διαδικασία και τον πολιτικό λόγο, προκαλώντας εν τέλει μεγέθυνση του λεγόμενου «δημοκρατικού ελλείμματος» και παράταση της τυραννίας στην μεταμοντέρνα Υποτελή Πολιτεία της Ελλάδας.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.