Αν δεν στηριχτείς σε κάποια μορφή ιδεοληπτικής συναίνεσης που αφορά στην πολεμική αναμέτρηση της Ελλάδας με την Ιταλία και την Αλβανία (: μαζί με τις ιταλικές δυνάμεις μάχονταν δεκαπέντε τάγματα του αλβανικού στρατού και παραστρατιωτικές ομάδες), έχεις κάποιες πιθανότητες να μην παραμορφώσεις την πολιτική φύση της μακρόχρονης κρίσης που διέρχεται κατά την δεύτερη δεκαετία του 2000 η Ελλάδα.
Η ιδεοληπτική ερμηνεία του ΟΧΙ του 1940 και οι μύθοι που την συνοδεύουν οδηγεί με έναν διαλεκτικό τρόπο στην ιδεοληπτική ερμηνεία της σημερινής κρίσης και αντίστροφα. Το καλό για εμάς τους έλληνες θα ήταν να μην συγχέουμε ιστορικά γεγονότα και να μην συγκρίνουμε πράγματα που δεν συγκρίνονται με όρους πραγματισμού, αλλά μόνον στο βαθμό που αυτά δομηθούν ως τάξεις πραγμάτων σε ένα κοινό σύστημα αναφερόμενης εθνικής ταυτότητας – μόνον στο βαθμό που αυτά ενταχτούν μέσω μιας ιδεοληπτικής αφαίρεσης (ενός πέπλου άγνοιας των αντικειμενικοτήτων) στην ίδια και την αυτή πολιτική αφήγηση (political discourse).
Διάβαζα πριν από λίγο στην ιστοσελίδα του «Βήματος» την δημοσίευση υπό τον τίτλο «Από το μεγάλο «ΟΧΙ» του 1940 στο μεγάλο «ΝΑΙ» του 2015» και ειλικρινά προβληματίστηκα από την μεθοδολογική ανεπάρκεια του συγγραφέα του. (Δια)πράττει αυτό που σύμφωνα με αυτά που προανέφερα δεν θα έπρεπε και δυστυχώς δεν είναι ο μόνος: τόσο ο ελληνικός εθνικισμός, όσο και κάθε είδος λαϊκισμού, όπως ασφαλώς και ο εκσυγχρονισμός, ως ιδεοληπτικές (ανα)παραστάσεις των πραγματικών πολιτικών σχέσεων, καταφεύγουν στο ίδιο μεθοδολογικό ατόπημα, συνθέτοντας ασφαλώς με διαφορετικό τρόπο τον σύγχρονο ελληνικό μύθο της κρίσης. Είναι αυτός ο μύθος που διαμορφώνει ένα οιονεί καθεστώς ιδεοληπτικής συναίνεσης για να προσφέρει πολιτική νομιμοποίηση στο σημερινό καθεστώς ηγεμονίας στην Ελλάδα, είτε θετικά (: αναγκαίο κακό), είτε αποθετικά (: επαναστατικός αγώνας εναντίον του καπιταλισμού, ο οποίος στο βαθμό που δεν λαμβάνει την μορφή μαζικού κινήματος υπό την ηγεσία κάποιου κόμματος ή κάποιων κομμάτων, θεωρεί πολύ φυσιολογικό τη μετατροπή της χώρας σε Υποτελή Πολιτεία και μεταμοντέρνο ευρωπαϊκό προτεκτοράτο).
Στην επιχείρηση του συγγραφέα του άρθρου να απομυθοποιηθεί δήθεν ο χαρακτήρας της σημερινής κρίσης και να πάψει να υφίσταται εξίσωση των πολεμικών συνθηκών και επιχειρήσεων του 1940 με τις σημερινές συνθήκες της επέμβασης της τρόικας, με τη σημερινή μορφή του κουαρτέτου, στα εσωτερικά πράγματα και τη διακυβέρνηση της χώρας, καταλήγουμε σε ανάλογο μεθοδολογικό ατόπημα με αυτό που δηλώνει ότι αποφεύγει, θεωρώντας πως «η κρίση που ζούμε δεν είναι αποτέλεσμα εξωτερικής εισβολής, παρά προϊόν της μακράς δικής μας απρονοησίας και έλλειψης ευθύνης από κόμματα και ηγεσίες, που είτε κυβέρνησαν, είτε αντιπολιτεύθηκαν […] Η παρούσα οικονομική κρίση είναι γέννημα δικό μας, αποτέλεσμα της εθελοτυφλίας, του ωχαδερφισμού και της έλλειψης οποιασδήποτε πρόνοιας για το μέλλον.»
Αυτή η δήθεν ψύχραιμη και ρεαλιστική (ανα)παράσταση της πραγματικότητας έρχεται να αντιτάξει μία άλλου είδους αυθαιρεσία (ένα άλλο σχήμα ερμηνευτικής βίας) σε αυτό που εμφανίζεται να καταγγέλλει: «Πολλοί στις μέρες μας επιχειρούν να εξισώσουν εκείνες τις πολεμικές συνθήκες με τις σημερινές. Αυθαιρετούν παραλληλίζοντας το ''ΟΧΙ'' του 1940 με το «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος το φετινό καλοκαίρι, σπέρνοντας την απόλυτη σύγχυση στον ελληνικό λαό.» Ο χυδαία νεοφιλελεύθερος ιδεοληπτικός χαρακτήρας, μάλιστα, αυτού του δημοσιεύματος προδηλώνεται με τη φράση:«Πλανώνται δυστυχώς πλάνην οικτράν, καθώς άλλα τα προβλήματα του πολέμου και άλλα της ειρήνης.» Εδώ είναι φανερό πως ο συντάκτης του «Βήματος» ενώ «παίζει» αυθαιρέτως με την ιστορία ως πολιτική αφήγηση, είναι σαν να αποδέχεται «το τέλος» της. Είναι η άλλη όψη του ολοκληρωτισμού τον οποίο επιχείρησε να θεμελιώσει τόσο ο σταλινισμός, όσο και το αντίπαλο δέος του την εποχή του, ο φασισμός και ο ναζισμός.
Ο πόλεμος και η ειρήνη ήταν, είναι και θα παραμείνουν, όσο συνεχίζουν να έχουν έννοια στην δόμηση ενός πολιτικού αφηγήματος, διαλεκτικά φαινόμενα που υπακούουν σε μία κοινή μορφή προβληματοποίησης των πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων. Η έννοια του πολέμου προβληματοποιεί πολιτικώς τις συνθήκες της ειρήνης και αντίστροφα, η έννοια της ειρήνης προβληματοποιεί πολιτικώς τις συνθήκες του πολέμου. Μόνον στο βαθμό που κατανοήσουμε αυτή την σχέση θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τη σημερινή κρίση με όρους νεοηγεμονισμού στην ΕΕ και να προσδώσουμε μη-ιδεοληπτικά χαρακτηριστικά στη νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφώνει για την Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη την ευρωζώνη και σύντομα για ολόκληρη την ΕΕ, η διευθυντική και αυταρχική ΕΠΕΜΒΑΣΗ της τρόικας στο εσωτερικό, αλλά και στις εξωτερικές σχέσεις (: εξωτερική πολιτική) της χώρας μας. Αυτή είναι μία αναμφισβήτητα πολεμική πράξη με μη στρατιωτικά μέσα.
Η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση προνοεί για την ανάπτυξη των ειρηνικών σχέσεων μεταξύ των χωρών – μελών της Ένωσης στο πλαίσιο μίας στρατηγικής ήπιων πολιτικών ισχύος (soft power), ή/και συναινετικών στρατηγικών ισχύος (hard power). Αυτό, ωστόσο, που ορίζει τον καταστατικό χαρακτήρα του πραγματικού στην Ελλάδα δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο από αυτά. Πρόκειται κυριολεκτικώς για συνθηκολόγηση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος της Ελλάδας με τους θεσμικούς και παραθεσμικούς εκφραστές των εταίρων – δανειστών της χώρας μας. Δεν πρόκειται για κανενός είδους συναίνεση, αλλά όπως έγινε φανερό και ρητό με την συνομολόγηση του Πρώτου και Δεύτερου και κυρίως με αυτή του Τρίτου Μνημονίου, για αποδοχή ενός προγράμματος (μέτρα εσωτερικής υποτίμησης και υπανάπτυξης έναντι δόσεων/ρευστότητας για την συγκυριακή επιβίωση κράτους και τραπεζών) για να μην υπάρξει άμεσο Grexit. Ενός, δηλαδή, προγράμματος πολεμικού χαρακτήρα στην Ελλάδα για να διατηρηθεί η ειρήνη στην ευρωζώνη και ευρύτερα στην ΕΕ και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Όλες, μα όλες οι κυβερνήσεις της κρίσης αποδέχτηκαν την υπαγωγή της χώρας σε έναν «ατομικό μηχανισμό» που διαμορφώθηκε με απολύτως αυταρχικό τρόπο, ως αποτέλεσμα συναίνεσης των παραγόντων της τρόικας και όχι ασφαλώς της τρόικας με τις ελληνικές αρχές. Αν δεν συνέβαινε αυτό, τότε δεν θα είχε έννοια ούτε το «υπογράψαμε με το πιστόλι στον κρόταφο», ούτε το «δεν είχαμε άλλη επιλογή», ούτε ασφαλώς το δημοψήφισμα για να αντιμετωπιστεί (δήθεν) ο τελεσιγραφικού χαρακτήρα εκβιασμός των Βρυξελλών και του Βερολίνου. Αν δεν συνέβαινε αυτό, τότε ο συντάκτης του «Βήματος» θα ήταν ασυνεπής με τον εαυτό του όταν υπερασπιζόταν από την ίδια στήλη το αφήγημα με το πιστόλι που απειλούσε η χρηματαγορά τον Γιώργο Παπανδρέου και με το οποίο ο ίδιος μαζί με «Το Βήμα» δήλωναν πως με την προσωρινή υποταγή στην μνημονιακή πολιτική της τρόικας θα πετύχαιναν πλήγμα εναντίον της χρηματαγοράς και επίλυση της μείζονος πιστωτικής κρίσης της χώρας!!!
Δεν γίνεται από την μια να χρησιμοποιούμε πολεμικούς όρους για να φοβίσουμε τον ελληνικό λαό και να επιτύχουμε πολιτική νομιμοποίηση των καθεστώτων που μεταβάλουν το ελληνικό κράτος σε Υποτελή Πολιτεία μέσω μίας δραματικής υποχώρησης της δημοκρατίας εν όψει ενός απολύτως αμφιλεγόμενου οικονομικού αποτελέσματος, ενώ από την άλλη να χαρακτηρίζουμε την ελληνική κρίση ως εσωτερικό πρόβλημα και πρόβλημα ειρήνης. Στην πραγματικότητα καμία απολύτως μορφή ιδεοληπτικής ερμηνείας της κρίσης δεν δέχεται πως το ελληνικό ζήτημα είναι πρόβλημα ειρήνης. Είναι ένα σύγχρονο, μετανεωτερικό και μεταβιομηχανικό πρόβλημα (ταυτόχρονα) «πολέμου και ειρήνης». Και αυτό θα ήθελα να συγκρατήσεις από το σημερινό μου σχόλιο, αγαπητέ αναγνώστη. Όταν οι επεμβάσεις του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού παρατηρούνται σε μία χώρα, όπως με μοναδική έμφαση συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, είναι μεθοδολογικώς αβάσιμο και πολιτικώς φρικτά παραμορφωτικό και διαστρεβλωτικό της πραγματικότητας να ερμηνεύονται ως αγαθές παρεμβάσεις ορθολογισμού ή προσαρμογής και εσωτερικά προβλήματα ειρήνης, από την στιγμή που ο οικονομικός μηχανισμός επιβολής θεωρείται από όλους ως η πλέον σκληρή πολιτική ισχύος (hard power).
Αλήθεια, ας αναλογιστεί ο συντάκτης του «Βήματος» μαζί με κάθε αναγνώστη αυτών των γραμμών, πόσοι πόλεμοι με στρατιωτική εμπλοκή ξεκίνησαν στην ήπειρό μας με αφορμή ή αίτιο την βίαιη άσκηση οικονομικών μέτρων εις βάρος του πληθυσμού μιας χώρας. Ας ανατρέξει στην ιστορία ο συντάκτης του «Βήματος» για να ξεφύγει από την ιδεοληπτική μυθοπλασία και να καταλάβει πως αυτό που επιβάλλεται στην Ελλάδα σήμερα, χωρίς στρατιωτικού χαρακτήρα εισβολή και κατάληψη, είναι εκείνο που επιδιώχθηκε από ολοκληρωτικές δυνάμεις ή/και φιλόδοξες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κατά το παρελθόν εις βάρος μίας ή περισσοτέρων χωρών, για να οδηγήσει τελικά σε παγκόσμια σύρραξη. Προφανώς δεν εννοώ ότι οι έλληνες θα πάρουμε τα όπλα για να πούμε «όχι» στην τρόικα! Αν συνεχιστεί, όμως, αυτή η μέθοδος επιβολής που ακολούθησε και ακολουθεί η τρόικα στην περίπτωση του ελληνικού ζητήματος της ευρωζώνης, είναι πολύ πιθανόν και μάλιστα σύντομα, να διαταραχθεί σε πολύ επικίνδυνο βαθμό το καθεστώς ειρήνης που δομήθηκε στην Ευρώπη μετά την κατάρρευση του διπολισμού. Ας προσέχουμε, λοιπόν, μέρες που είναι καί τις συγκρίσεις που κάνουμε καί τους παραλληλισμούς στο πλαίσιο της ιστορίας, αλλά κυρίως της πολιτικού χαρακτήρα ιδεοληψίας που χαρακτηρίζουν καί το ένα καί το άλλο!...
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.