Το αστικό ιδεολόγημα στην Ελλάδα, υπήρξε διαχρονικώς μια κενολογία, ενίοτε με καταστροφικά αποτελέσματα: από την εποχή του μεγαλοϊδεατισμού και της μικράς και πτωχής πλην τιμίας Ελλάδος μέχρι την εποχή της ισχυρής Ελλάδας του ευρώ και της πτωχευμένης και φτωχοποιούμενης της σήμερον.
Μπροστά μου έχω ένα θαυμάσιο παράδειγμα αυτής της κενολογίας με την μορφή μιας διεπιστημονικής μελέτης που αφορά στην ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ και στην προοπτική της εντός αυτής. Πρόκειται για μια φροντισμένη έκδοση του Υπουργείου Τύπου και ΜΜΕ (2002) και είναι στα αγγλικά υπό τον τίτλο «Greece in the European Union: the new role and the new agenda». Αυτό το βιβλίο - μεταξύ άλλων πολλών - αποσκοπούσε στην παραγωγή της σύγχρονης αστικής ιδεολογίας του ευρωπαϊσμού στο ελληνικό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, για να καταλήξει σήμερα μια θλιβερή κενολογία, σοβαρών κατά τα άλλα συγγραφέων.
Ποιο είναι το πρόβλημα; Πως, αγαπητέ αναγνώστη, αν δεν δεις την ιδεολογία ως ταυτόχρονα κονστρουκτιβιστική και δομική κριτική στο σύστημα κατανόησης του κόσμου, δηλαδή στο σύνολο από ιδέες, εικόνες, πεποιθήσεις και αναπαραστάσεις σχέσεων που η ίδια ορίζει, αντί για ιδεολογία, παράγεις κενολογία! Ο παρεξηγημένος στο ζήτημα Μαρξ θεωρούσε τις ιδεολογίες της εποχής του «όπιο του λαού», καθώς αυτές δεν περιείχαν μια μεθοδολογία κριτικής αμφισβήτησης των ιδίων: ήταν δόγματα και κάθε δόγμα είναι τελικά μια κενολογία που έρχεται να υποστηρίξει μια συγκεκριμένη μορφή ηγεμονίας, μια αυταρχική εξουσία, ένα μονόδρομο σωτηρίας, μια καθολική μεγάλη αλήθεια, δηλαδή μια μορφή χειραγώγησης και κυρίως πολιτικής νομιμοποίησης αυτής της χειραγώγησης. Κάπως έτσι συνδέεται η πολιτική με την ιδεολογία μέσω κάποιου ηθικισμού και όχι ασφαλώς μέσω της ηθικής, η οποία ενσωματώνει το σύστημα της κριτικής στην συγκεκριμένη ιδεολογία με όρους διαφωτισμού ασφαλώς!
Στο βαθμό που η ιδεολογία λειτουργεί ως θρησκεία παρακινώντας τους πιστούς της προς ένα συγκεκριμένο στόχο, καθαγιάζοντας την συμπεριφορά δια της οποία αυτός επιτυγχάνεται, δεν είναι ιδεολογία: όπως δεν είναι ιδεολογία η «σοσιαλιστική ιδεολογία» κατά Λένιν: κίνητρο για την επαναστατική δράση των μαζών, μια απελευθερωτική δύναμη για την κοινωνία! Έτσι η χειραγώγηση των μαζών, λαμβάνει την ιδεατή μορφή της απελευθέρωσης, όπως ακριβώς κάνουν όλες οι θρησκείες και η σημερινή που καλύπτει όλες τις παλαιότερες: η ολοκληρωτική αγορά /ολοκληρωτικός καπιταλισμός!
Είναι, ωστόσο, η ιδεολογία μια μορφή αστικής ή σοσιαλιστικής απάτης ή διαστρέβλωσης του καταστατικού χαρακτήρα της πραγματικότητας; Όχι, μόνον στο βαθμό που δια της ιδεολογίας δεν προπαγανδίζουμε το «τέλος της ιστορίας». Ο Mannheim έχει δίκιο θεωρώντας πως η ιδεολογία εκφράζει την αδυναμία μας για την επίτευξη μιας υπεριστορικής αντικειμενικότητας. Ως ιστορικά/πολιτικά όντα δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από την ιδεολογία, μπορούμε όμως να προσδώσουμε στην ιδεολογία αυτο-κριτικό/ηθικό περιεχόμενο, απαλλάσσοντάς την ταυτόχρονα από τον ηθικισμό.
Ο Althusser έκανε ένα κρίσιμο βήμα στην πολιτική ψυχολογία και κοινωνιολογία της ιδεολογίας, θεωρώντας πως αυτή είναι μια πλάνη που αντιστοιχεί σε ορισμένη πραγματικότητα, άρα δεν μπορεί να εξαλειφθεί με διαφωτισμό ή με πολιτική δράση. Σωστά, μπορεί όμως να αποκτήσει η ίδια πραγματιστικά χαρακτηριστικά, παράγοντας «μικρές αλήθειες» στη θέση μιας μεγάλης, καθολικής αλήθειας, στο βαθμό που η ίδια θα παρακινεί για την διαρκή αμφισβήτησή της, μέσω μια ηθικής που θα στηρίζεται στην επιστημολογικώς απροκατάληπτη κριτική (της).
Μόνον, λοιπόν, ως ένα καλοδομημένο σύστημα διαρκούς αυτοκριτικής θα μπορούσε να έχει έννοια σήμερα η ιδεολογία στην Ελλάδα, παρακινώντας προς μία συγκεκριμένη πολιτική δράση. Αυτό είναι ακριβώς που συνδέει την ηθική με την πολιτική στη σημερινή Ελλάδα… Και αυτό είναι που απουσιάζει τόσο από αριστερά όσο και από δεξιά, παρά την δραματική ρευστοποίηση τόσο στον αριστερό όσο και στον δεξιό πολιτικό χώρο, με το πολιτικό κέντρο μάλιστα να βρίσκεται για πρώτη φορά μετά την μεταπολίτευση στο απόλυτο ιδεολογικό κενό.
Αυτό που απουσιάζει, επιχειρείται σήμερα να καλυφθεί όπως-όπως με την πολιτικοποίηση της κενολογίας τόσο στο χώρο της αναδιαμορφωνόμενης υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κεντροαριστεράς, όσο και από τους υποψηφίους για την προεδρία της ΝΔ σε ο, τι αφορά στον χώρο της κεντροδεξιάς. Η υπόθεση μιας νέας ιδεολογικής αποκρυστάλλωσης τόσο στην κεντροδεξιά όσο και στην κεντροαριστερά, λαμβάνει πλέον ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, έτσι ώστε να αποκτήσει πολιτική νομιμοποίηση η κυβερνητική ή/και η κομματική εξουσία και να διασκεδαστεί το απολιτίκ φαινόμενο, το οποίο ορίζει το καταστατικό περιεχόμενο της Υποτελούς Πολιτείας της Ελλάδας των Μνημονίων.
Τόσο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όσο και οι υποψήφιοι για την προεδρία της ΝΔ επιχειρούν εναγωνίως να ιδεολογικοποιήσουν την ηγεμονική τους υπόσταση ασκώντας κριτική στο τρίτο μνημόνιο, προτείνοντας μάλιστα ισοδύναμα μέτρα και ένα σκιώδες παράλληλο πρόγραμμα για να ικανοποιήσουν την αντίδραση των υποστηρικτών τους ως προς τα πραγματικά αποτελέσματα κατά την εφαρμογή αυτού του μνημονίου και των παράπλευρων συνεπειών των προηγούμενων. Στο πνεύμα αυτό, φτάσαμε στο σημείο η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ να εισηγείται «η ένταξη νέων μελών στον ΣΥΡΙΖΑ να γίνει με όρους στήριξης της προσπάθειας των ανατροπών, άρα με ιδεολογικό περιεχόμενο», δηλώνοντας ταυτόχρονα πως οι «ανατροπές» θα γίνουν με την «τήρηση του μνημονίου, αλλά και την εφαρμογή του παράλληλου προγράμματος». Αυτό υποστηρίζουν και όλοι ανεξαιρέτως οι υποψήφιοι στη ΝΔ και αυτό μεθοδολογικώς αποτελεί την επιτομή της κενολογίας.
Κάπως έτσι, αγαπητέ αναγνώστη, αντί να σχηματίζονται οι ιδεολογικοί όροι και τα νέα ηθικά κριτήρια μιας νέας μεταπολίτευσης ως πολιτική διαδικασία για το ξεπέρασμα της κρίσης με κριτήρια εκδημοκρατισμού και παραγωγικής ανασυγκρότησης, επιστρέφουμε στο προδικτατορικό θολό τοπίο της κενολογίας, η οποία προφασίζεται την ιδεολογία, έτσι ώστε να συγκαλυφθεί η φαυλοκρατία και η διαπλοκή που όπλισαν με επιχειρήματα και νομιμοποίησαν πολιτικά τους συνταγματάρχες.
Εάν στη σημερινή πολιτική συγκυρία της Ελλάδας δεν υπάρξει αναζωογόνηση της ιδεολογίας με σύγχρονα ηθικά/αυτοκριτικά στοιχεία και όχι ασφαλώς δια του δογματισμού, το τέλος της κρίσης είναι πολύ πιθανόν να συνοδευτεί με μία μορφή τέλους στον κοινοβουλευτισμό, έτσι τουλάχιστον όπως ορίζεται από την συνταγματική μας τάξη. Αυτό που κάνει ο Λεβέντης εναντίον του ελληνικού κοινοβουλευτισμού – με την κυριολεκτικώς αλήτικη σύμπραξη κάποιων καναλιών – το πράττουν και όλα τα υπόλοιπα κόμματα της σημερινής βουλής για να διασκεδάσουν την ιδεολογικοπολιτική τους κενότητα και ασφαλώς τον καιροσκοπισμό τους.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.