Είναι διαπιστωμένο πως παρά το υψηλό επίπεδο ανοχής που απολαμβάνω από τους αναγνώστες του διαδικτύου [ευχαριστώ!], οι περισσότεροι δυσανασχετούν στο βαθμό που συνδέω (1) την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την άθλια υποκουλτούρα της ΠΑΣΟΚαρίας, (2) τον Πούτιν με την υποκουλτούρα του Ντόναλντ Τραμπ και τον νέο ευρωπαϊκό φασισμό και (3) το κίνημα του αντιμεταναστευτισμού με την άνοδο του μεταμοντέρνου φασισμού, ο οποίος απειλεί να δώσει τέλος στην σύγχρονη (δεύτερη) παγκοσμιοποίηση με χειρότερο τρόπο σε σύγκριση από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος διέλυσε το σύμπαν της πρώτης επιχείρησης για παγκοσμιοποίηση, προκαλώντας εκτός από τρομερή καταστροφή και θάνατο, πολιτισμική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική οπισθοδρόμηση.
Αν δεν ανέπτυσσα αυτές τις τρείς συναρτήσεις, τότε σχεδόν όλοι οι αναγνώστες των σημειωμάτων μου θα ήταν αν όχι ικανοποιημένοι, τουλάχιστον θετικοί απέναντί μου. Δεν το κάνω και δεν το κάνουν, αλλά αν το έκανα θα αισθανόμουν πως συμπεριφέρομαι σαν αυτούς τους διανοούμενους του μεσοπολέμου ή των πρώτων χρόνων του διπολισμού που υμνολογούσαν την ΕΣΣΔ στο όνομα του σοσιαλισμού, παραβλέποντας αυτά (: σταλινική διακυβέρνηση) που τον καθιστούσαν δραματική φάρσα, ή σαν αυτούς που αποτέλεσαν την διανοουμενίστικη βάση πολιτικής νομιμοποίησης της ΠΑΣΟΚαρίας, η οποία εκχυδάισε τα πάντα στον τόπο μας.
Όχι, η δομολειτουργική και κονστρουκτιβιστική κριτική στη σύγχρονη παγκοσμιοποίηση και στο νεοφιλελεύθερο φαινόμενο, όπως και η κριτική στην ΕΕ και τους θεσμούς της, δεν μπορεί να τυφλώνει, αλλά αντίθετα πρέπει να φανερώνει το γνωστικό και ευρύτερα μεθοδολογικό πρόβλημα αυτής καθ’ εαυτής της κριτικής (μας) διαδικασίας. Η κριτική, αν δεν καταλήγει στην αυτοκριτική, δεν είναι κριτική αλλά τυφλή στράτευση που περικλείεται από ένα πέπλο άγνοιας του πραγματικού και δομείται σε ένα θεοσοφικό πλαίσιο γεμάτο προκαταλήψεις και αυτονόητους-ψυχωτικούς αποκλεισμούς. Το ζήτημα σήμερα όπως και χθες δεν είναι/ήταν να μπούμε σε (φαντασιακού χαρακτήρα) πολιτικά στρατόπεδα, αλλά να αντισταθούμε στην κατασκευή τους και να δείξουμε εμφατικά ίσως τον σκοπό, την στρατηγική και την πραγματική τους διάσταση και λειτουργικότητα.
Αυτή την περίοδο στην Ελλάδα είναι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που πρωταγωνιστεί στην κατασκευή ενός φαντασιακού στρατοπέδου κτισμένου με τα βασικά και τα πλέον ανθεκτικά υλικά της ΠΑΣΟΚαρίας. Εδώ θέλει προσοχή και «αρετή» για να μην με παρεξηγήσεις. Λέγοντας ΠΑΣΟΚαρία δεν αναφέρομαι σε κάποιο κακό κρατικοδίαιτο, πελατειακό και εκμαυλισμένο ΠΑΣΟΚ (Ανδρέας, Τσοχατζόπουλος, Αυριανισμός κλπ.) για να το διακρίνω από κάποιο δήθεν καλό ΠΑΣΟΚ (Σημίτης, Παπαδόπουλος, Εκσυγχρονισμός κλπ.), αλλά στον πολιτικό λόγο και την πολιτική πρακτική του λαλιωτισμού, ο οποίος χαρακτήρισε καί την μια περίοδο του ΠΑΣΟΚ καί την άλλη… για να δοξαστεί κυριολεκτικώς ως ιστορική φάρσα από τη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, σήμερα.
Αλέξη μας, πόσο ΠΑΣΟΚ ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε; Θα μπορούσα δικαιολογημένα να ρωτήσω τον πρωθυπουργό, ο οποίος μοιάζει ολοένα και περισσότερο σαν φαρσοειδές κατασκεύασμα του λαλιωτισμού. Ναι, σε αυτό «εξειδικεύεται» κυρίως η ΠΑΣΟΚαρία… στη στάχτη στα μάτια! Στη στρατηγική της παραπλάνησης και του αποπροσανατολισμού. Αυτή είναι και η στρατηγική του Πούτιν και του αντιμεταναστευτικού κινήματος και ως προς αυτό έκανα την «σύνδεση» στην εισαγωγή του σημειώματος. Στο θέμα μας, όσο περισσότερο ΠΑΣΟΚ ρίξει στα μάτια μας αυτή η κυβέρνηση, τόσο λιγότερο θα βλέπουμε τον πραγματικό της πολιτικό πυρήνα, τις πραγματικές σχέσεις και λειτουργίες που υπηρετεί!
Ρίχνει μεγάλη δόση από ΠΑΣΟΚ στα ΜΜΕ και στον «ανεμιστήρα» αυτή η κυβέρνηση, έτσι ώστε να διαμορφωθούν στη κοινή γνώμη οι κοινωνικοπολιτικές κατηγορίες που οδήγησαν στην μακροημέρευση και κυριαρχία της ΠΑΣΟΚαρίας κατά την μεταπολίτευση, κατασκευάζοντας έναν εσμό υποκριτών, υπερφίαλων, λαϊκιστών αυλοκολάκων, «δήθεν», χωρίς γνήσια εσωτερική ευαισθησία και πολιτικό έρμα. Δεν θα αναφερθώ σε χαρακτηριστικές περιπτώσεις διανοούμενων, καλλιτεχνών και καθηγητών πανεπιστημίου, οι οποίοι έρχονται εκ νέου στο προσκήνιο, αφού προηγουμένως συνέβαλαν με επιτυχία στη δόμηση και κυρίως πολιτική και ηθική νομιμοποίηση του ύφους της ΠΑΣΟΚαρίας. Ήταν αυτοί που σύνδεσαν αρμονικά τον Αυριανισμό με τον Εκσυγχρονισμό του ΠΑΣΟΚ, αντλώντας από τα πλέον λαϊκιστικά στοιχεία της κουλτούρας του ΚΚΕ και όχι από την κουλτούρα του ευρωκομουνισμού και των φιλελευθέρων σοσιαλιστών.
Είναι παράδοξο, αλλά μάλλον ακριβές αν ισχυριζόμουν πως οι κυβερνώντες μη-λενινιστές αριστεροί δομούν το γενικό τους ύφος στη βάση της λαϊκιστικής κουλτούρας του - ως αναφορά τουλάχιστον - λενινιστικού ΚΚΕ, την οποία «ξεζούμισε» κυριολεκτικώς και εξέλιξε η ΠΑΣΟΚαρία τα προηγούμενα χρόνια της μεταπολίτευσης του 1974, για να κατασκευάσει το απόλυτο κιτς στη διακυβέρνηση, στη ψυχαγωγία, στη μάθηση, στην ενημέρωση και δυστυχώς στην καθημερινότητα όλων μας. Έτσι ίσως εξηγείται το ότι η πλέον εύστοχη κριτική προς τον κύριο Τσίπρα και την κυβέρνησή του ασκείται από τον Δημήτρη Κουτσούμπα. Αυτός γνωρίζει από πρώτο χέρι τα στοιχεία αυτού του ύφους και την πολιτική τους διάσταση, εμπειρικώς. Αυτός είναι σε θέση να νοιώθει βαθύτερα περί τίνος πρόκειται.
Η αντίφαση είναι πως η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στα πράγματα ενισχύθηκε από ένα υφολογικό μείγμα, κυρίαρχο στοιχείο του οποίου δεν ήταν ο λαλιωτισμός, αν και ενυπήρχε σε αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στα πράγματα διεκδικώντας πολιτική νομιμοποίηση με ένα ύφος που εξέφραζε τον στοχασμό, την αισθητική και την πολιτική πρακτική της εναλλακτικής ηγεμονίας, με όρους παιδαγωγικής ηγεσίας και βιοοικονομίας. Επρόκειτο για την εξέλιξη του ύφους του μεγάλου γάλλου διανοούμενου και ταυτόχρονα αριστερού πολιτικού André Léon Blum ή αν προτιμάς του Ηλία Ηλιού, με σύγχρονες αναπαραστάσεις του πολιτικού φαινομένου βασισμένες στην Mouffe και τον Žižek περισσότερο παρά στονChomsky. Σαν έγινε κυβέρνηση, ωστόσο, ο λαλιωτισμός και η ΠΑΣΟΚαρία επεβλήθησαν σαν αυτονόητη προϋπόθεση διακυβέρνησης.
Τρέφω υποσυνείδητο σεβασμό στον Κώστα Λαλιώτη. Είναι ο κύριος δημιουργός ενός ηγεμονικού ύφους για την Ελλάδα, το οποίο τελικά δεν έχει αντίπαλο, αλλά μάλλον αφάνταστα πολλούς μιμητές. Πριν από χρόνια η γυναίκα μου με ρώτησε: Πώς γίνεται αυτή η σημαντική προσωπικότητα (μου ανέφερε έναν φίλο μας εξαιρετικής ηθικής και επιστημονικής συγκρότησης) να είναι «κολλητός» του Λαλιώτη; Με προβλημάτισε, αλλά ποτέ δεν τον ρώτησα ευθέως. Αργότερα κατάλαβα: το ηγεμονικό ύφος που ανέπτυξε ο ίδιος ο κ. Λαλιώτης και στη συνέχεια ο λαλιωτισμός καταλύει την αμφισβήτηση όχι των λόγων, αλλά της οντότητας κάθε ηγεσίας. Αυτή, έτσι αποκτά αυτονόητα χαρακτηριστικά, καθώς εμφανίζεται ως μοναδική επιλογή. Πρόκειται για ένα ύφος με την «μαγική» ικανότητα να κατασκευάζει με τα υπάρχοντα ηθικά και διανοητικά υλικά στην Ελλάδα έναν παράλληλο στην πραγματική οικονομία και ζωή κόσμο. Έναν κόσμο που αποκτά συνοχή στο χώρο της παράστασης και όχι της ζώσας πραγματικότητας. Στο χώρο που ηγεμονεύει η ΠΑΣΟΚαρία.
Είναι εδώ όπου η πολιτική κινείται σε ένα παράλληλο σύμπαν σε σχέση με τη κοινωνία, ενώ επικοινωνεί μαζί της αποκλειστικά δια της πατρωνίας. Τη δυσβάστακτη αυτή, παράλληλη σχέση διασκεδάζει μάλλον επιτυχώς τόσο ο Σταμάτης, όσο και ο Λάκης! Αυτοί και άλλοι πολλοί είναι σήμερα που αναπαράγουν το ύφος, το οποίο «ξοδεύει πολλή ΠΑΣΟΚ», για να μην βλέπουμε γυμνό τον Αλέξη. Μπορεί αυτή η υφολογικού χαρακτήρα σπατάλη να οδηγήσει στον κορεσμό του ελληνικού λαού από τον λαλιωτισμό; Δεν νομίζω, είναι άλλος ο μηχανισμός της αναγκαίας για την Ελλάδα υφολογικής αλλαγής.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.