Ολόκληρη η ελληνική κοινωνία θέλει σήμερα ο πρωθυπουργός να μιλήσει με ονόματα και διευθύνσεις. Με στοιχεία και αποδείξεις.
Όχι ενδεικτικά, ούτε αποπροσαναλιστικά – δίνοντας ένα ή δύο ονόματα που ήδη έχουν καεί- αλλά ουσιαστικά και αποτελεσματικά.
Εξηγούμαι :
H ελληνική κοινωνία απαιτεί από τον κ. Τσίπρα να αποκαλύψει όλο το μη δικαιολογημένο ή ξεπλυμένο χρήμα που διέφυγε προς το εξωτερικό, ώστε να κληθεί να συμβάλει στην ανάκτηση των απολεσθέντων διαχρονικά εσόδων του Ελληνικού Δημοσίου.
Αυτό είναι το πάγιο αίτημά της. Ταυτόχρονα μέσα στις πολλαπλές ήττες που έχει δεχτεί, θέτει η ίδια εν αμφιβόλω το ίδιο το αίτημά της: Μα γίνεται να ελεγχθεί όλος αυτός ο κύκλος του μη δικαιολογημένου ή του ξεπλυμένου χρήματος, αναρωτιούνται αρκετοί.
Αυτή η αμφιβολία δίνει και στον πρωθυπουργό το γνωστό άλλοθι ‘θέλει, αλλά δεν μπορεί’.
Μπορεί αλλά δε θέλει, είναι η δική μου απάντηση. Κι επειδή πάντα τεκμηριώνω τις απαντήσεις μου, πολύ ειδικότερα όταν άπτονται τόσο σοβαρών και κρίσιμων θεμάτων, θεμάτων που αγγίζουν ζητήματα πολιτικής βούλησης και πολιτικής ηθικής, ενημερώνω για τα εξής:
Από το 1994 και μετά απελευθερώθηκε η κίνηση κεφαλαίων.
Λόγω του χαμηλού κόστους και του τραπεζικού απορρήτου, η διακίνηση αυτών των ατύπως νομιμοποιημένων κεφαλαίων προς το εξωτερικό, πραγματοποιούνταν σε ποσοστό περίπου 90% μέσω των συστημάτων διεθνών πληρωμών της Τράπεζας της Ελλάδος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Τεχνικά όλες οι πληρωμές προς μη κατοίκους των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων υλοποιούνται δια των συστημάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κωδικοποιημένες ανάλογα με τον σκοπό πληρωμής (για εισαγωγές, επενδύσεις, καταθέσεις κτλ) Μάλιστα από το 2001 οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να αναγγέλλουν στη Τράπεζα της Ελλάδος μεταφορές μεγαλύτερες των 12.500 ευρώ.
Οι τράπεζες διαφυλάσσουν αυτά τα αρχεία σε ηλεκτρονική μορφή, για τουλάχιστον 20 χρόνια.
Αυτό το γνωρίζει ο κ. Τσίπρας και όλο το οικονομικό του επιτελείο.
Στην περίπτωση που υπήρχε πολιτική βούληση, στην περίπτωση που ήθελαν δηλαδή, η συγκέντρωση κι επεξεργασία αυτών των ηλεκτρονικών αρχείων, είναι βέβαιο ότι θα αποκάλυπτε όλον τον κύκλο του παράνομου χρήματος. Ειδικότερα θα αποκάλυπτε το πάρτυ της τελευταίας πενταετίας, αλλά και αυτό από τον Ιούνιο του 2015 και μετά, από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος δηλαδή και μετά.
Εκείνες τις μέρες που η πλειοψηφία του λαού μας δέχτηκε τον πλέον αντιδημοκρατικό εκβιασμό και οδηγήθηκε στο δημοψήφισμα με κλειστές τράπεζες, κάποιοι έβγαζαν εκατομμύρια στο εξωτερικό.
Αυτό σημαίνει ονόματα και δευθύνσεις. Αυτό σημαίνει χτυπώ το μαύρο χρήμα. Αυτό σημαίνει ανακτώ διαφυγόντα έσοδα. Αυτό σημαίνει ‘πρώτη φορά αριστερά’ . Από τις 26 Γενάρη του 2015, χωρίς κανένα κώλυμα, θα μπορούσε να το είχε κάνει.
Μπορεί να το εξαγγείλει και σήμερα το βράδυ. Και μάλιστα σε μια εποχή που και πάλι επειδή δε βγαίνει ο λογαριασμός, το μάρμαρο θα πληρώσουν τα ήδη εξαντλημένα μικρά και μεσαία στρώματα.
Επισημαίνω ότι οι λίστες τύπου Λαγκάρντ και Μπόργιανς, τις οποίες αποθεώνει η σημερινή κυβέρνηση, είναι σημαντικής αξίας, αλλά βοηθητικά μόνο μπορούν να προσφέρουν στην προσπάθεια για την ανακάλυψη και διερεύνηση του χρήματος που διοχετεύτηκε στο εξωτερικό με άλλο τρόπο, όπως με βαλίτσες. Ο χαρακτηρισμός τους ως βασικού εργαλείου ελέγχου, από την κυβέρνηση, με τις νομικές προφάσεις που εγείρονται, μόνο για την αποφυγή του ελέγχου χρησιμοποιούνται.
Σημειώνω επίσης ότι καίριας σημασίας είναι και ο έλεγχος των εισερχομένων κεφαλαίων για τη συμμετοχή σε αυξήσεις κεφαλαίων, κερδοσκοπία, εξόφληση δανείων ή αγορά άλλων. Ο έλεγχος αυτός θα οδηγούσε στην πηγή προέλευσης των κεφαλαίων.
Ασφαλώς λοιπόν και είναι μέγιστη ηθική υποχρέωση της Ελληνικής πολιτείας να αναζητεί και να επεξεργάζεται τέτοιες λίστες καθώς μέσω αυτών αποκαλύπτονται επίορκοι πολιτικοί, δημόσιοι λειτουργοί και εταιρείες που εκταμίευσαν πληρωμές μίζες στους λογαριασμούς τους, κατευθείαν από πηγές του εξωτερικού.
Η κυρίαρχη όμως υποχρέωση, η οποία χρειαζόταν μόνον πολιτική βούληση, καθώς ο τρόπος υπάρχει, είναι γρήγορος και άμεσα αποτελεσματικός, δυστυχώς δεν εξετελέσθη από τη σημερινή κυβέρνηση.
Μπορεί λοιπόν αλλά δε θέλει. Το γιατί δεν είναι της παρούσης.
Σε κάθε περίπτωση όμως μας θέτει μπροστά σε πολλαπλά ερωτήματα. Πόσα άλλα μπορούσε και δεν ήθελε να κάνει, δεν είχε την πολιτική βούληση να κάνει;
Γιατί το να ενσωματώνεσαι σε ένα πολιτικό σύστημα συνεργαζόμενος με όλους τους πυλώνες του, τους βρώμικους πυλώνες του (δες ανέγγιχτο τραπεζικό σύστημα) ποτέ δεν είναι αδυναμία, είναι πάντοτε επιλογή.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.