Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *
Προσβλήθηκαν, αντί να προβληματιστούν τα προϊόντα του σύγχρονου ελληνικού μάρκετινγκ της καψούρας, του αγαπισμού και του απολύτως επιτηδευμένου «λαϊκού αυθορμητισμού», ή της αυτάρεσκα σκηνοθετημένης «λαϊκής ευαισθησίας» - τα αυτοπαθή ζόμπι μας - και αντέδρασαν με παιδιάστικες και υπερβατικές κουτοπονηριές, βλακώδεις, κουγιακικές απειλές, «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε» και ασφαλώς με την επίκληση του Θεού που «ίσως μας συγχωρήσει» για το ατόπημα να θίξουμε, όχι τον άγνωστό μας Παντελίδη, αλλά τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας μας που παράγει το «φαινόμενο Παντελίδης», το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ τον πράγματι «αδικοχαμένο» νέο, για να προαγάγει μια απολύτως αλλοτριωτική μαζική κουλτούρα στη σημερινή Ελλάδα.
Αν θέλεις, αναγνώστη μου, θα μπορούσα να (σου) δώσω δύο παραδείγματα, το ένα δήθεν υψηλής και το άλλο απολύτως ευτελούς τέχνης, για να συμφωνήσω με τον Μπένζαμιν στο ότι είναι η εποχή που η αποχαύνωση της ανθρωπότητας βρίσκεται σε τέτοιο βαθμό που θα βιώσει την ίδια της την καταστροφή ως μια ύψιστη αισθητική απόλαυση! Και πολύ φοβάμαι πως η Ελλάδα της διαρκούς πτώχευσης και της φτωχοποίησης έχει εισέλθει για τα καλά σε αυτό το δραματικά αλλοτριωτικό φάσμα «αισθητικής απόλαυσης»! Το ένα είναι η παράσταση «Mount Olympus» του Φαμπρ στην Επίδαυρο, με τα «παλλόμενα πέη» και το άλλο η «βιομηχανία των παραισθήσεων», που φέρνει κυριαρχικά και από το πρωί έως το βράδυ μέσα στα σπίτια μας τα προϊόντα και τις μυθοποιημένες σχέσεις λιγότερο από τα μπανάλ και περισσότερο από τα κυριλέ σκυλάδικα, για να καλύψει αποπνιχτικά για την σύγχρονη ελληνική κουλτούρα, τον κοινωνικοπολιτικό χώρο σχηματισμού των συνειδήσεων και των ταυτοτήτων της νέας γενιάς. Στη δεύτερη περίπτωση, χαρακτηριστική του «φαινομένου Παντελίδης», ο έρωτας αντικαθίσταται ως παράσταση και αφήγημα από την παθολογία της καψούρας και η αγάπη από τον αγαπισμό: μια ηθικιστική φόρμα χωρίς ηθική φιλοσοφία που αποτελεί μορφή αφηρημένου νεορομαντισμού και θυματοποίησης, σε αντικατάσταση του αυθεντικού ρομαντισμού της μοντέρνας-νεωτερικής περιόδου, ο οποίος είχε βαθιές ρίζες στις Καλές Τέχνες και στην καλλιέργεια της γνώσης.
Αν σήμερα ρωτούσα την κυρία, φίλη ή θαυμάστρια του Παντελή Παντελίδη, η οποία χωρίς κριτική εντιμότητα και ήθος κριτικής προσέγγισης, θεώρησε πως «απαντούσε» στο δικό μου σχόλιο «Η Ελλάδα των αυτοδίδαχτων ζόμπι θρηνεί και τα σχόλια περιττεύουν!», με το «Παντελή τραγούδα στο Θεό την κακία των θνητών. ΑΥΤΟΣ ίσως να τούς συγχωρήσει», ρωτώντας: «με πόσο αίμα στο αλκοόλ (σου), (μου), (του) φτάνει το τραγούδι για την κακία των θνητών στο θεό», θα θεωρούσε πως λέω κακίες επειδή εγώ δεν ξέρω να αγαπώ, δεν αγαπιέμαι και ζηλεύω τους αυτοδίδακτους, αυτοδημιούργητους επιτυχημένους; Μάλλον! Βλέπεις η κουλτούρα που παράγει και καταστρέφει με ένα επικίνδυνο κοινωνικώς τρόπο σύγχρονα ινδάλματα, σχεδόν αποκλειστικά από το χώρο του θεάματος κάθε μορφής, δεν προικίζει όσους επιχειρούν να ασκήσουν κριτική σε αυτούς που τους κριτικάρουν, με γνώση, αρετή και στοιχειώδη σοβαρότητα για να αντιληφτούν και να δεχτούν πως ο κόσμος δεν είναι επίπεδος και δεν κινείται στο δίπολο αγάπη-μίσος, followers–enemies κλπ. Έτσι δομείται ο ολοκληρωτικός κόσμος των παραισθήσεων και της απλοϊκότητας, που αντιφάσκει με εκείνον των αισθήσεων και της απλότητας.
Έτσι κατασκευάζεται ο ολοκληρωτισμός στη κοινωνία, για να έρθει μετά η πολιτική και οι πολιτικοί να κτίσουν επάνω του ένα ολοκληρωτικό νεοφασιστικό ή νεοσταλινικό οικοδόμημα, το οποίο θα αποτελεί μια ιστορική φάρσα, που δεν θα είναι να τη ζηλεύει κανείς, όπως ασφαλώς δεν θα μπορούσε ποτέ να ήμουν εγώ κάποιος που θα άρθρωνε κριτική στο «φαινόμενο Παντελίδης», ορμώμενος από ζήλια για το νεκρό τραγουδιστή! Ούτε τραγούδια γράφω, ούτε τραγουδιστής είμαι, ούτε στους χώρους των νυχτερινών παραισθήσεων κινούμαι, ούτε μου έλλειψε η «αναγνωρισιμότητα», η «αγάπη», ο «θαυμασμός» και τα ρέστα μέσω της έκθεσης στα ΜΜΕ! Σημείωσα δεικτικά για τους «φίλους» του και τα κανάλια της υπερπροβολής του θανάτου του - αλλά με λεπτότητα σε ό, τι αφορά στον νεκρό - τη γνώμη μου για το κοινωνικό «φαινόμενο Παντελίδης», ακριβώς επειδή κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να θεωρήσει πως έχω κάποιο λόγο να μισώ ή να ζηλεύω προσωπικώς τη δόξα του μύθου του Παντελή. Δυστυχώς ο κόσμος των παραισθήσεων ζει σε ένα διαρκές χολιγουντιανό όνειρο, στο σχήμα του οποίου δεν χωρά ούτε καν η στοιχειώδης λογική.
Και όλα αυτά χωρίς να είμαι κοινωνιολόγος ή κοινωνικός ψυχολόγος. Η συγκεκριμένη κριτική μου δομείται στη βάση της εμπειρίας της πολιτικής επιστήμης, παρατηρώντας και σχολιάζοντας τη μαζική κουλτούρα της καψούρας και του αγαπισμού στη σύγχρονη Ελλάδα ως μηχανισμό χειραγώγησης του ελληνικού λαού. Ως φαινόμενο που διαμορφώνει το σχήμα του «power in politics» στην ελληνική κοινωνία, επιδρώντας καθοριστικά στη διαμόρφωση των πολιτικών στάσεων και συμπεριφορών των ελλήνων. Αναφέρομαι στους μηχανισμούς δια των οποίων χειραγωγείται η μαζική κουλτούρα στη χώρα μας, αναλύοντας το πολιτικό περιεχόμενο αυτών των μηχανισμών και όχι στον κάθε προφανώς συγχυσμένο μέσα σε αυτό το καθεστώς τραγουδιστή, ο οποίος μέσα στην γενικευμένη παραίσθηση που του προκαλεί αυτός ο (πολιτικός) μηχανισμός - όντας πιόνι του - καβαλά το τζιπ με 2,72 gr αλκοόλ ανά λίτρο του αίματός του, έτοιμος να σκοτώσει και να σκοτωθεί, καθώς δεν πατά πλέον στη γη, αλλά βρίσκεται κάπου μεταξύ Ουρανού και Γης, καθώς μόνον έτσι… θα μπορούσε η κακία των θνητών να φτάσει με ένα τραγούδι του στα αυτιά του Θεού!
Αυτό είναι η σημειολογία μιας σφοδρά αντικοινωνικής κουλτούρας, η οποία αναπαριστά ως φάρσα με έντονα καταναλωτικά στοιχεία, τον ρεμπετισμό! Από εκεί πηγάζει η τραγωδία της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας και αυτό, αγαπητέ αναγνώστη, είναι πολιτικό φαινόμενο. Πολιτικό φαινόμενο είναι το εμφανιζόμενο αποκλειστικά ως κοινωνικό «φαινόμενο Παντελίδης», πολιτικό και το απίθανα χυδαίο και ελεεινό εκείνο της «παντελιάδας» που βιώνουμε μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του Παντελή και τον τραυματισμό των γυναικών που τον συνόδευαν στην διαδρομή της παραίσθησής του!
Ο σημερινός μηχανισμός χειραγώγησης του ελληνικού λαού παρουσιάζει μια μοναδική στα ιστορικά χρονικά διάσταση παραισθήσεως, μπλεγμένη με αφηρημένες πατριωτικές και θρησκευτικές παραστάσεις που καταλήγουν να εγκλωβίζουν στον ολοκληρωτισμό μια «μεθυσμένη» κοινωνία. Πρόκειται για την δημιουργία μιας μαζικής κουλτούρας που μεταφέρει ιδέες και πεποιθήσεις με τη μορφή ενός θεϊκού προϊόντος, ενός δήθεν γνήσια λαϊκού εμπορεύματος που αισθητικοποιεί την ανορθολογικότητα του πολιτικού ορθολογισμού στην σημερινή Ελλάδα. Εδώ η μαζική κουλτούρα της καψούρας ταυτίζεται με την ανορθολογικότητα του ατόμου και ενισχύει την άλογη τυποποιημένη, στερεοτυπική, χωρίς φαντασία σκέψη του. Αυτό προσφέρει λυτρωτική φυγή από την δύσκολη και σφοδρά αντιφατική πραγματικότητα στη χώρα μας και προετοιμασία για μια ακόμη μέρα, όπου οι παραισθήσεις και όχι οι αισθήσεις θα ορίζουν την καθημερινότητα, τον ανταγωνισμό και τις κοινωνικές σχέσεις.
Δεν νομίζω πως στο σημείο αυτό, αναγνώστη μου, θα περίμενες από εμένα να κλείσω αυτό το σημείωμα με κάποιου είδους ηθικισμό και συμβουλές του τύπου: Ρε παιδιά, πιωμένοι και μαστουρωμένοι δεν πρέπει να πιάνουμε το τιμόνι! Ούτε, ασφαλώς, θα περίμενες από εμένα «μαθήματα» για την πιστή εφαρμογή του ΚΟΚ! Δεν πρόκειται περί αυτού. Το «φαινόμενο Παντελίδης» και η «παντελιάδα» που συνεχίζεται, είναι μήνυμα που αφορά στην παραισθητική διάρθρωση της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας στην Ελλάδα και αποτελεί κρίσιμη επιλογή του πολιτικού μας συστήματος, έτσι όπως αυτό παρίσταται διά των ΜΜΕ.
Αυτή η επιλογή, που όπως είπα, διακρίνεται από ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά, ενώ κατατείνει στον ολοκληρωτισμό, έχει ανάγκη την υποστήριξη από παραισθήσεις, τις οποίες απλόχερα προσφέρει η «βιομηχανία της καψούρας». Δεν είναι, ασφαλώς, όλοι οι άνθρωποι της νύχτας πιωμένοι και μαστουρωμένοι ή εποχούμενοι δολοφόνοι, είναι, όμως, η κουλτούρα που παράγεται και αναπαράγεται μέσα στη νύχτα, αυτή που επιδιώκει μεθυσμένες παραστάσεις, με ινδάλματα κοντά στο θεό και δίπλα στους αγγέλους, που φιλοδοξεί να καθορίσει ηγεμονικά το καταστατικό περιεχόμενο της πραγματικότητας στην Ελλάδα, κόντρα στις αισθήσεις και τα νηφάλια συναισθήματα.
Ο πιο σπουδαίος αγώνας των προοδευτικών ανθρώπων στην Ελλάδα είναι αυτός εναντίον αυτής ακριβώς της αλλοτριωτικής «βιομηχανίας» που κυριαρχεί στα ελληνικά ΜΜΕ. Όσοι επιθυμούμε μία εντελώς διαφορετική, ποιοτική και κοινωνική τηλεόραση στην Ελλάδα, από εκεί πρέπει να ξεκινήσουμε…
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.