Αν μελετήσεις σε βάθος τη λίστα με τα ονόματα ελλήνων στα λεγόμενα «Panama Papers» σε συνδυασμό με τη «λίστα Λαγκάρντ» και την προφανή πλέον σχέση τραπεζιτών και παρατραπεζιτών με πολιτικούς και δημοσιογράφους (εκδότες και μη), θα έχεις συμπληρωμένο το πάζλ της διαπλοκής στην Ελλάδα. Προσωπικώς, απλώς συμπλήρωσα κάποια κενά που είχα, όχι ως προς την διαπλοκή αυτή καθ’ εαυτή, αλλά ως προς τις μαύρες λίστες της διαπλοκής (για δημόσιους λειτουργούς, δημοσιογράφους, πολιτικούς και επιχειρηματίες, έξω φυσικά από το δίκτυο της διαπλοκής)!
Μην περιμένεις, αναγνώστη μου, να το κάνει ο δημοσιογράφος για εσένα. Δεν θα το κάνει! Ποτέ δεν το έκανε στην πραγματικότητα, πέρα από το μαφιόζικο φάσμα των αποκαλύψεων στο πλαίσιο κάποιου «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών». Η ελληνική ερευνητική δημοσιογραφία, στο βαθμό που υπήρξε κατά την τελευταία τριακονταετία, εξυπηρέτησε αποκλειστικά διαπλεκόμενα συμφέροντα – σε κάποιες μάλιστα «αγνές» και παράλληλα θλιβερές περιπτώσεις, χωρίς καν να το γνωρίζει ο ερευνητής-δημοσιογράφος!
Διακρίνω τη δημοσιογραφία από τον δημοσιογράφο, επειδή γνωρίζω αρκετές περιπτώσεις επικίνδυνα αφελών πιονιών της διαπλοκής, που θεωρούσαν πως κάνουν έντιμη και απροκατάληπτη έρευνα, καθοδηγούμενοι, ωστόσο, από πολιτικοεπιχειρηματικά κέντρα και συμφέροντα εναντίον ανταγωνιστικών προς αυτά συμφερόντων!
Αντίθετα, και για πρώτη φορά, τα στοιχεία από τις νέες αποκαλύψεις της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ερευνητών Δημοσιογράφων (ICIJ) - τα οποία γνωστοποιήθηκαν το βράδυ της Τρίτης στο διαδίκτυο - δεν φαίνεται να εντάσσονται στο στενό πλαίσιο του «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών» και της αντιπαράθεσης εντός της διαπλοκής. Πρόκειται για μια γενική «ακτινογραφία» του φαινομένου, η οποία, ωστόσο, απαιτεί συνδυαστική ερμηνεία και γνώση της αγοράς, όπως και της σχέσης του πολιτικού προσωπικού με επιχειρηματίες και δημοσιογράφους, για να προσφέρει σε ένα ολοκληρωμένο «μεταγιγνώσκειν» (metacognition) της ελληνικής κοινωνίας.
Προσπάθησε να καταλάβεις πως δεν ήρθα σήμερα για να «καταγγείλω» την ελληνική δημοσιογραφία, ούτε για να «κουνήσω το δάκτυλο» μπροστά στο πρόσωπο του έλληνα δημοσιογράφου! Είναι φυσιολογικό φαινόμενο για τη σύγχρονη οντολογία της πολιτικής κοινότητας των ελλήνων η διαπλοκή και η ελληνική δημοσιογραφία δεν ήταν δυνατόν να μην αποτελεί παράσταση / έκφραση και ανατροφοδότη αυτού του φαινομένου, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η κοινωνικοπολιτική παρενέργεια της μορφής ανάπτυξης της πατρίδας μας.
Η ολοκλήρωση της διαπλοκής, ήδη από το 1990, αποτέλεσε τη βάση και το πλαίσιο για την εξευτελιστική κατάρρευση της μεταπολίτευσης του 1974 και της κοινωνικοοικονομικής προόδου - με, ωστόσο, άκρως αντι-βιοοικονομικά χαρακτηριστικά - που αυτή προσέφερε στο μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού λαού. Η άκρως πολιτική ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη, ενδυνάμωσε τη διαπλοκή και μεγέθυνε τη κοινωνικοοικονομική παθογένεια, σε σημείο τρομακτικό για τον ώριμο μελετητή του ελληνικού αναπτυξιακού παραδόξου. Έκτοτε και σε προσωπικό επίπεδο δεν αμφέβαλα ούτε στιγμή για την θορυβώδη κατάρρευση του ελληνικού κράτους και των τραπεζών, απλώς δεν θα μπορούσα να προβλέψω το πώς ακριβώς και το πότε. Αν δεν κατέρρεε το άκρως αντιφατικό, πελατειακό, διαπλεκόμενο, ελλειμματικό και «κλεπτοκρατικό» ελληνικό μοντέλο - με αποκλεισμό του κράτους και της ελληνικής οικονομίας - θα κατέρρεε σύντομα εκείνο της ευρωζώνης των «τοκογλύφων». Έχει και την πλάκα της η διαπλοκή, όταν δανείζεται μάλλον πρόχειρα διαλογικά κατασκευάσματα της αριστεράς για να τα μετατρέψει συνήθως σε συνθήματα της εθνικιστικής δεξιάς!
Το 2009 ήρθε το διεθνές πολιτικό σύστημα σε συνεργασία με τη τρομοκρατημένη ευρωπαϊκή ηγεσία να παρέμβει όπως-όπως για να προλάβει τη δική του καταστροφή, μετά το δραματικό εκβιασμό διεθνών οικονομικών παραγόντων που επένδυαν πάνω στην ελληνική πτώχευση. Μια σχετικά βολική περίπτωση, με μικρό ρίσκο. Έτσι καταλήξαμε στην άκρως αντιδημοκρατική και αντιοικονομική διεύθυνση και διευθέτηση της τρόικας στα ελληνικά πράγματα, η οποία προσέφερε ένα μοντέλο σωτηρίας στο πολιτικο-επιχειρηματικό σύστημα της Ελλάδας, βασισμένο στην εσωτερική υποτίμηση, στην απαξίωση κάθε μορφής κεφαλαίου, στην εκποίηση δημόσιας περιουσίας και στην καραντίνα της ελληνικής οικονομίας, με παράλληλη πρόκληση κρίσης ρευστότητας και επιδείνωση των πραγματικών μεγεθών σε ό, τι αφορά στην απασχόληση, στην ανισότητα, στην παραγωγικότητα και στην ανταγωνιστικότητα. Είναι ακριβώς αυτό το μοντέλο συντεταγμένης χρεωκοπίας για την Ελλάδα της τρόικας που επέτρεψε στα διαπλεκόμενα συμφέροντα στην χώρα μας να παραμείνουν, αν και λαβωμένα, στο σικέ παιχνίδι της πολιτικής και της απορρυθμιζόμενης αγοράς. Ήταν τελικώς επιλογή των παραγόντων της τρόικας το «σοκ και δέος» να μην αφορά στη διαπλοκή για να μην υπάρξει αποσταθεροποίηση του πολιτικού συστήματος.
Και ύστερα (… αντί για τις μέλισσες) ήρθε ο ΣΥΡΙΖΑ με υποσχέσεις και δεσμεύσεις για θεσμική και παραγωγική ανασυγκρότηση, που θα εξοβέλιζαν τη διαπλοκή από την ηγετική της θέση στη διαμόρφωση του ηγεμονικού φαινομένου στο εσωτερικό της χώρας! Ωστόσο η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήρθε για να ξεριζώσει τη διαπλοκή, αλλά για να παζαρέψει μαζί της την μακροημέρευσή της στα ελληνικά πράγματα. Ένα παζάρι που κατέληξε με τον πλέον υποκριτικό τρόπο να παραπλανά τον ελληνικό λαό ως προς τη διάσταση και τον χαρακτήρα της διαπλοκής, εκθέτοντας ελάχιστους εκ των διαπλεκομένων… μάλλον για ξεκάρφωμα δικό της και «κάρφωμα» κάποιων νεοδημοκρατών και πασόκων πολιτικών-ανταγωνιστών της.
Για να μπορούσε να αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε σοβαρή, σημαίνουσα δύναμη για την αριστερή μεταρρύθμιση, έπρεπε να αποτελέσει επαναστατική δύναμη σε σχέση με τη διαπλοκή και συγκροτημένη δύναμη για πολιτική διαπραγμάτευση της τελικής διευθέτησης της ελληνικής κρίσης της ευρωζώνης με τους παράγοντες της τρόικας και τη διεθνή πολιτική κοινότητα. Ούτε το ένα έκανε, ούτε ασφαλώς το άλλο. Για την πρώτη περίπτωση προτίμησε συνωμοτικού χαρακτήρα διαβουλεύσεις και συμφωνίες με τους παράγοντες της διαπλοκής, ενώ στη δεύτερη περίπτωση αναλώθηκε σε ένα παιχνίδι εντυπώσεων και δημοσίων σχέσεων, που κατέληξε πολύ φυσιολογικά το ελληνικό ζήτημα να αντιμετωπίζεται και να διαπραγματεύεται υπό τους ίδιους όρους με εκείνους – και σε κάποια σημεία σημαντικά χειρότερους – που ήρθε για να μεταβάλει ριζικά. Έτσι, οι νέες αποκαλύψεις της ICIJ που σκιαγραφούν τη διαπλοκή, εξευτελίζοντας προδήλως την ελληνική δημοσιογραφία, είναι βέβαιον πως δεν θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από την κυβέρνηση Τσίπρα για να σπάσει το απόστημα της διαπλοκής, πέραν πολιτικά ανούσιων και οικονομικά περιορισμένων προσόδων που θα μπορούσε να αντλήσει η διοίκηση μέσω φορολογικού χαρακτήρα ελέγχων.
Κι έτσι το ζήτημα παραμένει: με απλώς αναδιαρθρωνόμενη τη διαπλοκή, η μορφή της ελληνικής καπιταλιστικής κρίσης, που έχει ως σοβαρή παρενέργεια την πρόκληση ενός δραματικού Κοινωνικού Ζητήματος, είναι αδύνατο να καταλήξει σε μία μάλλον υγιή θεσμική και παραγωγική αναδιοργάνωση. Και δεν έχει καμία σημασία αν η χώρα παραμείνει στο ευρώ, περάσει στην δραχμή, ή κάποια στιγμή οδηγηθεί σε διπλό νομισματικό. Όλα τα νομίσματα θα μπορούσαν να υπηρετήσουν τη διαπλοκή, στο βαθμό που συνεχίζει να την υπηρετεί το πολιτικό σύστημα.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.