Άρθρο του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου *
Κάποιοι φίλοι αναγνώστες δεν αρκούνται στο πλαίσιο που ανέφερα για να ορίσω το πιο κρίσιμο κοινωνικοπολιτικό πρόβλημα των ημερών στην Ελλάδα, τη κρίση νοήματος και ρωτούν: «Σύμφωνοι, αλλά ποια είναι συγκεκριμένα η κύρια αιτία αυτού που αποκαλείς «κρίση νοήματος»;
Η κρίση του μισθωτού είναι, και να απλά το γιατί: Οι μαρξιστές έδειξαν κάτι που απάντησε στα βασικά ερωτήματα των κλασικών της οικονομικής ανάλυσης και θα το σημειώσω με σημερινούς όρους: Είναι η σχέση μισθωτού-επενδυτή, ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής, αυτό που ορίζει υπαρξιακά τον κόσμο στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες μας. Άρα και το νόημα μέσα σε αυτές. Και τι σημαίνει αυτό; Στο βαθμό που ο μισθωτής εργασίας (εργατικής δύναμης) μεταβάλλεται σε μισθωτό εργαζόμενο, όχι απλώς η τύχη του (: η ύπαρξή του, η πρόοδος του κλπ.), αλλά και το γνωστικό του μοντέλο εξαρτώνται από τον τρόπο που ορίζει τις τάξεις πραγμάτων ο κεφαλαιοκράτης.
Ο μισθωτός υπάλληλος σκέφτεται και ενεργεί στο πλαίσιο των κατηγοριών που διαμορφώνει το κοινό συμφέρον του με τον εργοδότη του, επιχειρηματία. Δηλαδή, αυτό που είναι καλό για τον εργοδότη, με όρους μεγέθυνσης των κερδών του, εμφανίζεται να είναι καλό και για τον μισθωτό, καθώς έτσι όχι μόνον διατηρεί τη δουλειά του για να ζήσει, αλλά μπορεί να ελπίζει και σε αύξηση του εισοδήματός του από την εργασία του, πράγμα που θα βελτιώσει τη δυνατότητα να απολαμβάνει ένα υψηλότερο επίπεδο κατανάλωσης, κοινωνικού στάτους και γενικά ικανοποίησης.
Ο μοναδικός τρόπος για να αυξηθεί γρήγορα το κέρδος είναι να πέσει γρήγορα ο σχετικός μισθός της εργασίας – σχεδόν με την ίδια ταχύτητα. Τι γίνεται, ωστόσο, όταν ζούμε σε ένα καθεστώς εξωτερικής υποτίμησης (πληθωριστικό με δραχμή, για παράδειγμα); Τότε ο σχετικός μισθός πέφτει, αλλά ο μισθωτός δεν το αντιλαμβάνεται καθώς ο πραγματικός μισθός μπορεί να ανεβαίνει παράλληλα με τον ονομαστικό μισθό. Αντίθετα σε ένα καθεστώς εσωτερικής υποτίμησης - όπως το σημερινό στην Ελλάδα - η πτώση του σχετικού μισθού αντιστοιχεί σχεδόν στην πτώση του πραγματικού μισθού και της ονομαστικής του τιμής. Στην πρώτη περίπτωση η ανισότητα στη κοινωνία αυξάνει παράλληλα με τη μεγέθυνση του ΑΕΠ και του πραγματικού πλούτου των πλουσίων, ενώ στην δεύτερη περίπτωση η ανισότητα μεγεθύνεται παραδόξως περισσότερο από την πρώτη περίπτωση - αν φυσικά η εσωτερική υποτίμηση είναι μεγάλη και η ύφεση παρατεταμένη, όπως σήμερα στην Ελλάδα - επειδή έτσι οδηγούμεθα σε κρίση της μισθωτής εργασίας και ο εργαζόμενος καίει με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα το «λίπος-του» για να διατηρήσει όπως- όπως ένα στοιχειωδώς ικανοποιητικό προφίλ κατανάλωσης.
Ένας έμμεσος τρόπος για να αντιληφτείς το μέτρο της αυξανόμενης ανισότητας υπό καθεστώς εσωτερικής υποτίμησης - που δεν απασχόλησε τον Μαρξ στο «μισθωτή εργασία και κεφάλαιο» - είναι η διατήρηση ενός υψηλού επίπεδου ιδιωτικής κατανάλωσης στην Ελλάδα, ως ποσοστό του βυθισμένου ασφαλώς ΑΕΠ κατά 30% περίπου, παρά την φτωχοποίηση ευρύτερων στρωμάτων της Ελληνικής κοινωνίας. Πράγμα που δείχνει, παράλληλα, πως η ιδιωτική κατανάλωση δεν θα μπορούσε να παίξει σήμερα τον παραδοσιακό της ρόλο ως μοχλός ανάπτυξης.
Το νόημα, αναγνώστη μου, στις κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες μας προκύπτει από τη δυνατότητα /προσδοκία διεύρυνσης της μισθωτής εργασίας και αύξησης του εισοδήματος του μισθωτού σε μια παράλληλη διαδικασία, αναλογικά σημαντικά μεγαλύτερης, μεγέθυνσης του ρυθμού αύξησης των κερδών των επενδυτών. Με άλλα λόγια και σύμφωνα με αυτό το κοινωνικοοικονομικό αφήγημα, ο μισθωτός κάνει τον πλούσιο, πλουσιότερο, αλλά τον εαυτό του όχι φτωχότερο, αλλά μάλλον σχετικά ευημερούντα. Με το αυξανόμενο πραγματικό εισόδημα από την εργασία του - και εάν ασφαλώς υφίσταται ένα σοβαρό κράτος ευημερίας (: welfare system) - μπορεί να ικανοποιεί στοιχειωδώς ένα καταναλωτικό πρότυπο ζωής, που διδάσκεται / επιβάλλεται παιδαγωγικώς σε αυτόν από την αγορά και που ασφαλώς ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του κεφαλαιοκράτη για ιδιοποίηση μεγαλύτερου πλούτου. Αυτό αρέσει στον δεξιό, αλλά δεν αρέσει καθόλου στον αριστερό, καθώς έτσι μεγεθύνεται η εξουσία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία, εκτός από την ανισότητα. Σημασία έχει πως έτσι καί οι δυο «βγάζουν νόημα»!
Τι γίνεται, ωστόσο, τώρα, εδώ στην Ελλάδα της διαρκούς εσωτερικής υποτίμησης, που συνοδεύεται από την πλέον μακροχρόνια ύφεση στην ιστορία της νεότερης Ευρώπης; Ο μισθωτός από τη μια βιώνει τη δραστική μείωση του πραγματικού του εισοδήματος, άρα και της καταναλωτικής του δύναμης, ενώ από την άλλη πλήττεται από την ανεργία, την πολυποίκιλη ημιαπασχόληση και γενικότερα από ένα νεοφιλελεύθερο κύμα που απελευθερώνει τον μισθωτό από τα δεσμά της παραδοσιακής αγοράς εργασίας!
Τώρα πλέον ο μισθωτός μεταβάλλεται φαντασιακά και απολύτως παράδοξα σε έναν ιδιόμορφο, εν δυνάμει επιχειρηματία που χρησιμοποιεί την εργατική του δύναμη σαν μετοχή σε ένα πρωτόγνωρο, άτυπο χρηματιστήριο εργασιακών αξιών, το οποίο λειτουργεί με τους κανόνες και το έθιμο του χρηματιστηρίου αξιών. Από μισθωτός, μεταβλήθηκε ξανά σε μισθωτή εργασίας του τέλους του 19ου για να μεταμορφωθεί ταχύτατα φαντασιακά σε επενδυτή εργασίας που αναζητεί τη συνεργασία του επενδυτή κεφαλαίου, για να υπάρξει. Έτσι, θεμελιώνεται μια μεταμοντέρνα σχέση εργαζόμενου-κεφαλαιούχου, την οποία ρυθμίζει πλέον αυθεντικά ο τραπεζίτης - ο οποίος έχει ασφαλώς λειτουργικό χρέος να μεταβάλει τον πλούσιο σε πλουσιότερο και τον φτωχό σε φτωχότερο, έτσι ώστε να υπάρξει πιθανότητα ανάπτυξης στο σημερινό κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο που ορίζει το πρόγραμμα της τρόικας και το οποίο αποτελεί πλέον και το «Εθνικό Σχέδιο» της Ελλάδας.
Αυτό σημαίνει πως το νόημα στην ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να παραχθεί ούτε με τον παραδοσιακό μαρξιστικό τρόπο, ούτε ασφαλώς με τον παραδοσιακό δεξιό - μέσω των κλασικών της πολιτικής οικονομίας - που ως αφήγημα στηρίζεται στην διόγκωση της ζήτησης. Και κάπως έτσι βιώνουμε μια σοβαρή κρίση νοήματος, ευθέως συναρτώμενη με τη κρίση του μισθωτού.
Πώς θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε αυτή τη κρίση; Δύο είναι στον σημερινό κόσμο του πραγματικού οι απόψεις: Η μια είναι η νεοφιλελεύθερη - των τραπεζιτών - που εστιάζει μάλλον αφηρημένα στην επένδυση σε μια εξαγωγική βιομηχανία με ακραία υποβάθμιση της μισθωτής εργασίας ως «απελευθέρωση του μισθωτού». Η άλλη είναι η βιοοικονομική (η δική μου) - που εστιάζει στην βιοοικονομική αναδιοργάνωση της παραγωγής και των παραγωγικών σχέσεων με την αναβάθμιση του μισθωτού, ως πολύτιμου πόρου της παραγωγικής διαδικασίας. Του ίδιου του μισθωτού και όχι απλώς της υποτιμημένης εργασίας του.
Το να συνδέεται η ανάπτυξη με την εξαγωγική βιομηχανία δεν είναι λάθος. Το δραματικό σφάλμα για την ελληνική κοινωνία είναι η σύνδεση αυτή να γίνεται με τους όρους του τραπεζίτη και όχι με τους όρους της βιοοικονομικής ανάπτυξης που ορίζουν την υποχώρηση της ισχύος του κεφαλαίου μπροστά στα δικαιώματα του ανθρώπου και της προσαρμογής στους νόμους της ζωής και της βιόσφαιρας. Μια οικονομία που στηρίζει την ανάπτυξή της στη κρίση του μισθωτού και στην αδιαφορία για τη βιόσφαιρα, παραπέμπει σε μια κοινωνία υπό διαρκή κρίση νοήματος. Και γίνεται βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς νόημα; Ποτέ δεν επετεύχθη κάτι τέτοιο στην ιστορία της ανθρωπότητας.
* Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.