-Πάμε αύριο στα σκουμπριά;
Αν και είμαι βολτατζής,πάει να πει οπαδός της καθετής και γουστάρω να πιάνω ψάρια με λέπια,Σεπτέμβριος τεμπέλικος ήτανε,είχα βαρεθεί να είμαι και μόνος στην βάρκα, απάντησα καταφατικά.
Άλλωστε ,τώρα για να λέμε και του στραβού το δίκιο, είναι ψάρεμα βασιλικό.
Αυτό και του καλαμαριού,τα είχα περί πολλού πάντα.
-Πάμε.
-Θα πάμε με τη δικιά μου βάρκα μου λέει, μάλιστα του λέω, δολώματα θα κανονίσω εγώ, εσύ φέρε τα εργαλεία σου.
Τα εργαλεία μου ήταν αιθέρας, ό,τι καλύτερο κυκλοφορούσε στην αγορά και φτιαγμένα από τα χέρια μου, όπως με είχαν μάθει οι μπαρμπάδες που πίνανε θάλασσα αντί για ούζο....κάθε κόμπος, κάθε δέσιμο κι ένα τσιγάρο,τόσο προσοχή.
Πάω ρε συ στη βάρκα του και τι να δω...έχει τέσσερα φιλιζολ δεκάκιλα με πάγο κι ένα με σαρδέλα ...ψάρια είχε ,αλλά αυτός ετοιμάστηκε για πόλεμο.
Τον ρώτησα άμα είδε κάνα όνειρο και με λέει, σήμερα θα σηκώσουμε τη θάλασσα, έκανα να γελάσω, δεν το'κανα, άστονα να ελπίζει σκέφτηκα.
Έκοψα βαριά μια σαρδελίτσα,το κεφάλι της αριστερά μου και το μαχαίρι να την κόβει λοξά, από την πλάτη προς την κοιλιά της, την πέρασα τρεις φορές στο αγκίστρι, άνοιξα καμμιά δεκαριά οργυιές πετονιά, την πέρασα μια φορά στ'αυτί μου κι ετοιμάστηκα να δολώσω την άλλη ζόκα....δεν πρόλαβα, λες και με τράβηξε χέρι ανθρώπινο, ένα σκουμπρί στρουμπουλό σπαρταρούσε στον κουβά.
Πρασίνισε η θάλασσα, κάποια στιγμή με τον μπασμό τα ψάρια τα βγάλαμε στον αφρό...ήτανε μιλιούνια από κάτω μας.
Μεσημέριασε,σκούπιζα τα χέρια μου στο παντελόνι μου για να προλαβαίνω κι είχε γίνει το καημένο κετσές...αίματα, εντόσθια, λίπος, όλα μαζί τα'καψε ο ήλιος κι έγινε σαν από χαρτί σκληρό, λες δεν ήταν ύφασμα.
Γέμισαν τα φιλιζόλ, άδειασε το φιλιζόλ με το δολώμα, τα γυαλιά της βάρκας στίβα, άρχισα να τυλίγω τις βόλτες...εκείνος σε φρενίτιδα, δεν σταματούσε να πιάνει.
Με λέει ψάρευε, τέτοιο πράμα δεν θα ξαναβρείς κι είχε δίκιο,δεν ξαναβρήκα...αλλά κι απ'την άλλη δεν είχε τζόγο, ό,τι έριχνες, έπιανε, στο τέλος δόλωσα ένα κομματάκι άσπρο πανί που το βουτούσα στη μυρωδιά της σαρδέλας ...έπιανε κι αυτό.
Τα μάζεψα, αυτός επέμενε, άνοιξα ένα μικρό τσαπαράκι με οχτώ αγκίστρια...δυο φορές γέμισε, το ξεψάρισα, την τρίτη τράβηξα το μαχαίρι και το'κοψα μαζι με τα ψάρια, είχα βαρεθεί.
Κάναμε 77 κιλά ψάρια, τα 4 ηταν κολιοί...
-Τι θα τα κάνουμε; μου λέει.
-Κράτα λίγα να φάμε και τ'άλλα θα τα πάω στον έμπορο.
Τα πήγα στην Μηχανιώνα,γυρνώντας του έδωσα το μερτικό του, 28 χιλιάρικα από κείνα τα μεγάλα που ήτανε σαν εφημερίδες.
Για να καταλάβεις ενα σπίτι 80αρι είχε νοίκι το μήνα 40.000 δρχ, για τέτοια χιλιάρικα σε λέω.
Είχε κρατήσει καμμιά εικοσαριά ψιλά, την σκουμπρίλα δεν την αντέχω κι άμα το ψάρι ειναι τρία στο κιλό, ειναι κουρσούμι, δεν τρώγεται, είναι βαρύ.
Ρετσίνα παγωμένη ,σουρωτή και σκουμπρί γούνα στα κάρβουνα, δεν απόμεινε ούτε ένα.
Καλό Φθινόπωρο σου εύχομαι.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.