Πώς να Εμπιστευτεί τις ΗΠΑ η Βόρεια Κορέα, Βλέποντας το Μητρώο της δράσης τους;


του Ted Galen Carpenter, ”The American Conservative” 29-11-17

«Είναι οδυνηρό για έναν Αμερικανό να ομολογεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποκτήσει και πολύ δίκαια μια φήμη κατεργαριάς στην εξωτερική πολιτική τους. Αλλά τα αποδεικτικά στοιχεία αυτής της διάγνωσης είναι πολύ σημαντικά.»
Το άρθρο δημοσιεύεται στο όργανο Αμερικανών Συντηρητικών.

Μετάφραση:Μιχαήλ Στυλιανού

Το θεμέλιο επιτυχούς διπλωματίας οποιασδήποτε χώρας είναι η φήμη της για αξιοπιστία και φερεγγυότητα. Οι κυβερνήσεις φυλάγονται να συνάψουν συμφωνίες μ’ έναν διαπραγματευτικό εταίρο που παραβιάζει ισχύουσες υποχρεώσεις και βαρύνεται με ιστορικό διπροσωπίας. Πρόσφατες αμερικανικές κυβερνήσεις αγνόησαν αυτή την αρχή και οι πράξεις τους είχανε μείζονα αρνητικό αντίκτυπο, τραυματίζοντας κάθε φορά την αμερικανική εξωτερική πολιτική.

Οι συνέπειες προηγουμένων εξαπατήσεων φαίνονται καθαρότερα στην διεξαγόμενη προσπάθεια να επιτευχθεί μια διπλωματική λύση στην πυρηνική κρίση της Βόρειας Κορέας. Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ανατολική Ασία, ο πρόεδρος Τραμπ συνέστησε στο καθεστώς του Κιμ Γιονγκ Ουν «να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων» και «να κάνει το σωστό» -να εγκαταλείψει τα προγράμματα πυρηνικών όπλων και βαλλιστικών πυραύλων. Υποτίθεται πως αυτή η παραχώρηση θα οδηγούσε στην άρση ( ή τουλάχιστον στην ελάφρυνση) των διεθνών οικονομικών κυρώσεων και σε ομαλότερες σχέσεις μεταξύ της Πυόνγκ Γιανγκ και της διεθνούς κοινότητας.

Δυστυχώς οι ηγέτες της Βόρειας Κορέας έχουν κάθε λόγο να δυσπιστούν στα αμερικανικά καλοπιάσματα. Η προφανής προσπάθεια του Τραμπ να παραβιάσει την υποχρέωση της Ουάσιγκτον να σεβαστεί τους όρους της συμφωνίας με το Ιράν –την οποία οι ΗΠΑ και άλλες μεγάλες δυνάμεις υπέγραψαν το 2015 για να περιορίσουν το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης- ασφαλώς δεν ενισχύει τα κίνητρα της Β. Κορέας να υπογράψει μια παρόμοια συμφωνία. Η απόφαση του Τραμπ να άρει την αμερικανική επικύρωση της προσήλωσης του Ιράν στους όρους της συμφωνίας, παρά το γεγονός ότι και ο ΟΗΕ επιβεβαιώνει τον σεβασμό της συμφωνίας από το Ιράν, εμφανίζεται τουλάχιστον κακόπιστη.

Η Βόρειος Κορέα θα πρέπει να έχει κατά νουν και μιαν άλλη περίπτωση, που εγείρει ακόμη ισχυρότερες αμφιβολίες για την αξιοπιστία των ΗΠΑ. Ο δικτάτωρ της Λιβύης Μουαμάρ Καντάφι συνθηκολόγησε στο πυρηνικό ζήτημα τον Δεκέμβριο του 2003,εγκαταλείποντας το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας του και επαναλαμβάνοντας την προσήλωσή του στην Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων. Σε αντάλλαγμα, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ήραν τις οικονομικές κυρώσεις και καλωσόρισαν την επιστροφή της Λιβύης στην κοινότητα των ευυπόληπτων εθνών. Μόλις εφτά χρόνια αργότερα, η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της στο ΝΑΤΟ πρόδωσαν την εμπιστοσύνη του Καντάφι, εξαπολύοντας βομβαρδισμούς και πυραυλικές επιθέσεις σε ενίσχυση ανταρτών για την ανατροπή του ισχυρού ανδρός της Λιβύης. Η Βόρειος Κορέα και άλλες δυνάμεις κράτησαν σημείωση της τύχης του Καντάφι, γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατο το ήδη δύσκολο έργο επίτευξης μιας συμφωνίας από-πυρηνοποίησης με την Πυονγκ Γιανγκ.

Η επίθεση στη Λιβύη κηλίδωσε και με άλλο τρόπο την φήμη της Αμερικής. Η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της στο ΝΑΤΟ επέβαλαν το σχέδιό τους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να περάσουν μιαν απόφαση που να εγκρίνει μια στρατιωτική επέμβαση για την προστασία αθώων αμάχων. Η Ρωσία και η Κίνα δεν άσκησαν βέτο στο ψήφισμα ύστερα από διαβεβαιώσεις της Ουάσιγκτον πως η στρατιωτική δράση θα ήταν περιορισμένης κλίμακας και αποκλειστικά για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Μόλις άρχισε η επίθεση, γρήγορα έγινε αντιληπτό πως το ψήφισμα δεν ήταν παρά το φύλλο συκής για έναν ακόμη πόλεμο αλλαγής καθεστώτος, υπό αμερικανική ηγεσία.

Το Πεκίνο και ιδιαίτερα η Μόσχα, είναι ευνόητο πως αισθάνθηκαν εξαπατημένοι. Ο Αμερικανός υπουργός Αμύνης Ρόμπερτ Γκέιτς περιέγραψε λακωνικά την αντίδραση των Ρώσων ως εξής:

Οι Ρώσοι ήσαν πεπεισμένοι αργότερα ότι είχαν εξαπατηθεί στη Λιβύη. Είχαν πειστεί να απόσχουν στον ΟΗΕ με το επιχείρημα πως το ψήφισμα πρόβλεπε μιαν ανθρωπιστική αποστολή για την αποτροπή της σφαγής αμάχων. Ωστόσο καθώς ο κατάλογος στόχων των βομβαρδισμών αύξαινε σταθερά, έγινε φανερό ότι ελάχιστοι στόχοι είχαν αποκλειστεί και ότι το ΝΑΤΟ ήταν αποφασισμένο να βγάλει τον Καντάφι από τη μέση. Πεπεισμένοι ότι τους εξαπάτησαν, οι Ρώσοι θα εμπόδιζαν στη συνέχεια οποιαδήποτε μελλοντικά ψηφίσματα, όπως κατά του Προέδρου ΄Ασαντ της Συρίας.

Το επεισόδιο της Λιβύης δεν ήταν η πρώτη περίπτωση όπου οι Ρώσοι αντιλήφθηκαν πως οι Αμερικανοί ηγέτες τους είχαν κυνικά εξαπατήσει. Η Μόσχα βεβαιώνει ότι όταν η Ανατολική Γερμανία αποσυντέθηκε το 1990, τόσο ο Αμερικανός υπουργός των Εξωτερικών Τζέιμς Μπέϊκερ όσο και ο Γερμανός υπουργός των Εξωτερικών Χανς Ντίτριχ Γκένσερ έδωσαν προφορικές διαβεβαιώσεις ότι, εάν η Ρωσία δεχόταν μιαν ενωμένη Γερμανία μέσα στο ΝΑΤΟ, η συμμαχία δεν θα επεκτεινόταν πιο πέρα από τα ανατολικά σύνορα της Γερμανίας. Η επίσημη αμερικανική θέση ότι δεν υπάρχει καμιά έγγραφη απόδειξη τέτοιου περιορισμού είναι σωστή –και η σαφήνεια, η έκταση και η διάρκεια μια προφορικής υπόσχεσης να μην επεκταθούν αποτελούν ασφαλώς αντικείμενο σφοδρής διαμάχης. Αλλά το να προσφεύγεις στην υπεκφυγή «δεν διαθέτεις γραφτή απόδειξη» δεν εμπνέει εμπιστοσύνη σε μιαν άλλη κυβέρνηση.

Δεν έχει όρια φαίνεται η όρεξη της Ουάσιγκτον να απομονώσει τη Ρωσία. Το ΝΑΤΟ πρόσθεσε στα μέλη του ακόμη και τις Βαλτικές Δημοκρατίες που ήσαν τμήμα της ίδιας της Σοβιετικής ΄Ενωσης. Στις αρχές του 2008, ο πρόεδρος Τζωρτζ Μπους προσπάθησε ανεπιτυχώς να εντάξει στο ΝΑΤΟ την Γεωργία και την Ουκρανία, που θα αποτελούσε άλλη μια μιαν προέκταση της συμμαχίας στα ανατολικά. Αλλά αυτή τη φορά ο Βλαντιμίρ Πούτιν και άλλοι Ρώσοι ηγέτες έγιναν περισσότερο από έξαλλοι.

Ο Μπους δεν μπορούσε να διαλέξει χειρότερο χρόνο για την λαθροχειρία του. Ήρθε στην συνέχεια της ρωσικής αγανάκτησης για μιαν άλλη επίδειξη της αμερικανικής κακοπιστίας. Το 1999 η Μόσχα είχε με το ζόρι δεχτεί μιαν εντολή του ΟΗΕ που εξουσιοδοτούσε στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ στην Σερβία, μια παραδοσιακή φίλη της Ρωσίας. Οι βομβαρδισμοί και οι επακόλουθες ενέργειες του ΝΑΤΟ για να αποσπάσουν και καταλάβουν την ανήσυχη σερβική επαρχία του Κοσσόβου, έγιναν με την πρόφαση της προστασίας αμάχων από ωμότητες, την ίδια «ανθρωπιστική» δικαιολογία που θα χρησιμοποιούσε η Δύση στη συνέχεια και στη Λιβύη.

Εννέα χρόνια μετά την επέμβαση στο Κόσσοβο, οι ΗΠΑ υιοθέτησαν μια τακτική αμφιλογίας και προφάσεων, δείχνοντας μια πλήρη περιφρόνηση για τα συμφέροντα και τις ανησυχίες της Ρωσίας. Το Κόσσοβο ήθελε να κηρύξει την επίσημη ανεξαρτησία του από την Σερβία, αλλά ήταν σαφές ότι αυτή η ενέργεια θα συναντούσε ένα βέβαιο ρωσικό (και πιθανό κινεζικό) βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Ουάσιγκτον και ο επί του θέματος συνασπισμός εταίρων της στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση αντιπαρήλθαν με θράσος το Συμβούλιο Ασφαλείας και αναγνώρισαν την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου. Επρόκειτο για μιαν ακραία επίμαχη ενέργεια, στην οποία δεν συμφώνησαν ούτε καν όλα τα μέλη της ΕΕ, αφού ορισμένα (λ.χ. η Ισπανία) έχουν τα δικά τους αποσχιστικά προβλήματα.

Οι ηγέτες της Ρωσίας διαμαρτυρήθηκαν έντονα και προειδοποίησαν ότι η ενέργεια της Δύσης καθιερώνει ένα επικίνδυνο, αποσταθεροποιητικό διεθνές προηγούμενο. Η Ουάσιγκτον απέρριψε τις διαμαρτυρίες τους, επιχειρηματολογώντας πως το Κόσσοβο αποτελεί μιαν μοναδική ειδική περίπτωση. Ο υφυπουργός των Εξωτερικών Νίκολας Μπερνς διατύπωσε επί λέξει αυτό το επιχείρημα τον Φεβρουάριο του 2008 σε ένα μπρίφινγκ του Στέητ Ντιπάρτμεντ. Τόσο ο παραλογισμός όσο και η αλαζονεία αυτής της τοποθέτησης σου κόβει την αναπνοή.

Είναι οδυνηρό για έναν Αμερικανό να ομολογεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αποκτήσει και πολύ δίκαια μια φήμη κατεργαριάς στην εξωτερική πολιτική τους. Αλλά τα αποδεικτικά στοιχεία αυτής της διάγνωσης είναι πολύ σημαντικά. Πράγματι δόλια αμερικανική συμπεριφορά στην επέκταση του ΝΑΤΟ και στη λύση του πολιτικού καθεστώτος του Κοσσόβου μπορεί να είναι ο σημαντικότερος παράγων στην δηλητηριασμένη σχέση με την Μόσχα. Ο φάκελος πεπραγμένων των ΗΠΑ για δολιότητα και προδοσία είναι ένα λόγος γιατί οι προοπτικές λύσης του πυρηνικού θέματος της Βόρειας Κορέας με διπλωματικά μέσα είναι τόσο σκοτεινές.



Οι πράξεις έχουν συνέπειες. Και η φήμη της Ουάσιγκτον για κατεργάρικη συμπεριφορά έχει περιπλέξει την επιδίωξη των στόχων εξωτερικής πολιτικής της Αμερικής. Αυτό είναι ένα κλασσικό παράδειγμα μεγάλης δύναμης που πυροβολεί τα πόδια της.         
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.