του
Σπύρου Κουζινόπουλου*
H απόφαση της
Συνέλευσης της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας Μακεδονίας», στις 25 Ιανουαρίου 1991 να
διακηρύξει την ανεξαρτησία αυτής της ομόσπονδης πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας
από την ενιαία Γιουγκοσλαβία και η εν συνεχεία νέα απόφαση της ίδιας
Συνέλευσης, με συνταγματική τροπολογία, να απαλείψει τη λέξη «Σοσιαλιστική», από
την ονομασία της χώρας, καθιερώνοντας έτσι την εναπομείνασα «Δημοκρατία Μακεδονίας»
ως τη νέα ονομασία του γειτονικού μας νέου κράτους, κατατάραξε την πολιτική
ηγεσία αλλά και την κοινή γνώμη στην Ελλάδα.
Από εκεί που όλες ανεξαίρετα οι ελληνικές πολιτικές
δυνάμεις, διαβεβαίωναν ότι δεν υπάρχει Μακεδονικό πρόβλημα, χαρακτηρίζοντάς το «ανύπαρκτο» ή «κατασκευασμένο», ξαφνικά βρεθήκαμε στο απόλυτο κενό. Με τη χώρα να έχει
φορτωθεί ένα σημαντικό αγκάθι για την εξωτερική της πολιτική και τους έλληνες
πολίτες να ανακαλύπτουν ξαφνικά, ότι δημιουργείται ένα μείζον θέμα στα βόρεια
σύνορα της χώρας και ότι οι ίδιοι βρίσκονται στο απόλυτο κενό, χωρίς σωστή
ενημέρωση για τη δημιουργία και την εξέλιξη του θέματος. Έρμαια της
παραπληροφόρησης. Με συνέπεια, να επακολουθήσουν όσα ζήσαμε την περίοδο
1991-93: Την πατριωτική έξαρση που εξελίχθηκε όμως σε εθνικιστικό πυρετό,
αλλά και τις κατοπινές εξελίξεις, με τα τυχοδιωκτικά εμπάργκο και την ατολμία,
ελέω «πολιτικού κόστους», να προχωρήσουμε κατά τη δεκαετία 1994-2004 στην
επίτευξη μίας αμοιβαία αποδεκτής από τις δυο πλευρές λύσης. Με συνέπεια, να
οδηγηθούμε το Νοέμβριο του 2004 στην αναγνώριση από τις ΗΠΑ της ΠΓΔΜ ως «Δημοκρατίας Μακεδονίας».
Για να αναγκαστούμε έκτοτε, διαισθανόμενοι την επιζήμια για τα εθνικά
συμφέροντα εξέλιξη του θέματος, να προσπαθούμε να επιβάλουμε μία σύνθετη
ονομασία, κάτι που θα μπορούσαμε να το είχαμε επιτύχει ακόμη από το 1992, ώστε
να μην υπάρξει μία χαμένη δωδεκαετία.
Δυστυχώς, υπό το βάρος του εθνικιστικού πυρετού που μας
είχε καταλάβει, λειτουργήσαμε περισσότερο με το συναίσθημα παρά με τη λογική,
κλωτσήσαμε αλαζονικά και απερίσκεπτα τις ιδιαίτερα ευνοϊκές για τα ελληνικά
συμφέροντα αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής του Γκιμαράες, και του Εδιμβούργου,
δεν πιέσαμε να εφαρμοστεί η απόφαση του Συμβουλίου κορυφής της Ε.Ε. της
Λισαβόνας, στις 26 Ιουνίου 1992, που όριζε ότι «η Ε.Ε. θα
αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ μόνο με όνομα που δεν θα περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία».
Κι ακόμη, δεν αξιοποιήσαμε τη δυνατότητα να συμπεριληφθούν οι Ελληνικές θέσεις
στη γνωμοδότηση της «Επιτροπής Μπατεντέρ», πετάξαμε στο καλάθι των αχρήστων το περίφημο «πακέτο Πινέϊρο»,
αγνοήσαμε ή και πολεμήσαμε ρεαλιστικές προτάσεις αλλά και προσγειωμένες φωνές,
όπως του πρώην υπουργού Εξωτερικών Μιχάλη Παπακωνσταντίνου ή του τέως
πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη, ο οποίος στις 29 Μαρτίου 1993 επισήμαινε ότι «δόθηκε εξαρχής
υπέρμετρη βαρύτητα στο θέμα του ονόματος και λιγότερη στα θέματα του
Συντάγματος και της προπαγάνδας, που κατ΄ εμέ είναι περισσότερο σημαντικά».
Αυτό ακριβώς ήταν το μεγάλο μας λάθος. Εγκλωβιστήκαμε στην απόφαση που είχαν λάβει τα πολιτικά κόμματα στη
σύσκεψη της 13ης Απριλίου 1992 του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών, υπό
τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή για απάλειψη του ονόματος «Μακεδονία» από
την ονομασία των Σκοπίων. Και εμμένοντας στην αδιέξοδη πολιτική της «ονοματολογίας», δείχναμε σε όλο τον κόσμο ότι την Ελλάδα την απασχολούσε
μόνο το όνομα και όχι ο σφετερισμός των εμβλημάτων και της ιστορίας, ούτε και
οι συνταγματικές διατάξεις που θεμελίωναν την πολιτική του μειονοτικού
επεκτατισμού των Σκοπίων, ούτε η εχθρική κατά της Ελλάδος προπαγάνδα από τους υπερεθνικιστικούς
κύκλους των Σκοπίων.
Παγιδευμένοι στο τελματωμένο αδιέξοδο που δημιουργήθηκε
για το όνομα των Σκοπίων, χάσαμε τη μοναδική ευκαιρία που είχε παρουσιασθεί
στην Ελλάδα, μετά την κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, να
διαδραματίσει ηγετικό ρόλο σε ολόκληρη την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης,
καθώς αποτελούσε τη μόνη χώρα-μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Και
όπως εύστοχα επισημάνθηκε από πολιτικούς και διπλωμάτες, θα ήταν πολύ
διαφορετικά βελτιωμένη η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδος, εάν είχε πλήρως
εκτονωθεί η ένταση με τα Σκόπια. Καθώς η χώρα μας, θα μπορούσε να παίξει
απρόσκοπτα το ρόλο του κοινοτικού/νατοϊκού καταλύτη περιφερειακών συστημάτων
συνεργασίας και ασφάλειας στην περιοχή μας, χωρίς να δυσχεραίνουμε τη θέση μας
με τη «βαλκανική εμπλοκή μας».
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.