Όταν το Μάϊο του 1941 κατακτήθηκε η Ελλάδα από τις Μεραρχίες της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Βουλγαρίας και της Αλβανίας, μια τεράστια δύναμη κατοχής απλώθηκε σε όλη την χώρα.
Ο στρατός κατοχής αποτελείτο απο έντεκα ιταλικές μεραρχίες, εννέα γερμανικές, τρεις βουλγαρικές και δύο νομίζω αλβανικές.
Μεραρχία ονομάζεται μεγάλος στρατιωτικός σχηματισμός του στρατού ξηράς με δυνατότητα διεξαγωγής μεγάλων σε έκταση πολεμικών επιχειρήσεων, που συνεπικουρείται απο θαλάσσιες δυνάμεις και εναέριες. Αποτελείται τουλάχιστον απο 10.000 άνδρες.
Αρα 250.000 ένστολοι με όλα τα μεσα, μαζι με 150.000 γραφειοκρατες, συνολο 400.000, ήλθαν να καθυποτάξουν και να ελέγξουν ενα Λαό, εξουθενωμένο απο τον πόλεμο, ο οποίος παρ' ολ' αυτά αμέσως άρχισε να προπαρασκευάζεται για να αποτινάξει την δουλεία απο πάνω του.
Διαβάζοντας αυτά μου ήλθε στο νου ο Ηδονικός Ελπήνωρ του Σεφέρη.
''Για τη σεφερική ιδεολογία, τη λεγόμενη «Πανάρχαιο δράμα», κατά τον M. Vitti, ο άνθρωπος μηδενίζει την ύπαρξή του ανάμεσα στη σύγχρονη θλίψη και το χαμένο παρελθόν και αυτομηδενίζεται, ως άβουλο θύμα της τραγικότητας του εαυτού του και των καιρών, γιατί τα πιο πολλά τα δέχεται απαθής και δεν αντιδρά, δεν επαναστατεί.
Αυτό το κατάντημα, αυτό το δράμα δίχως κάθαρση σύμφωνα με τον ποιητή, εκφράζει ο μέσος άνθρωπος που επιδιώκει το βόλεμα στη ρουτίνα της καθημερινότητας, τη γαλήνη, την ησυχία του να μην “είσαι τίποτα”, να μην παίρνεις θέση στα πράγματα που διαδραματίζονται γύρω σου.
Αυτοί οι άνθρωποι κατά το Σεφέρη είναι οι νικημένοι της θάλασσας και της αγάπης, αυτοί δηλαδή που δεν ταξίδεψαν ποτέ στα βάθη της ουσίας των πραγμάτων με το νου ή στους μυχούς της ψυχής τους και της αγάπης.
Αυτοί που δεν έχουν μέσα τους τίποτα, δε συναισθάνονται, δεν μπορούν να πάρουν και να δώσουν, μένοντας βουβοί και σκοτεινοί, και έτσι δεν αλλάξουν τον εαυτό τους και τον κόσμο.
Αυτοί οι μεγάλοι ουδέτεροι – η σιωπηλή πλειονότητα, η συνενοχή είναι σκοτάδι. Αυτοί οι άνθρωποι είναι στο “Φως” ένα νυχτερινό ζώο στη δημοσιά του κόσμου που γυαλίζουν τα μάτια του, έρμοι και μόνοι.''
Ηδονικέ μου Έλληνα Ελπήνωρα πόσο την πάτησες!
Σπύρος Στάλιας
Σχετικά με τον Ελπήνορα
Στην ελληνική μυθολογία ο Ελπήνορας ή Ελπήνωρ ήταν σύντροφος του Οδυσσέα, αναφερόμενος στην Οδύσσεια.
Ο Ελπήνορας δεν διακρινόταν για τη δύναμη ή την ευφυία του, ωστόσο επέζησε του Τρωικού Πολέμου. Μεταμορφώθηκε από την Κίρκη σε γουρούνι, αλλά, όπως και οι άλλοι σύντροφοι του Οδυσσέα, επαναφέρθηκε στην ανθρώπινη μορφή του. Την παραμονή της αναχωρήσεώς τους από το νησί της Κίρκης, όταν όλοι συγκεντρώθηκαν και «το γλέντησαν», ο Ελπήνορας, μεθυσμένος, αποκοιμήθηκε στη στέγη του ανακτόρου της Κίρκης. Το πρωί, όταν τον φώναξαν για να φύγουν, εκείνος ξύπνησε, αλλά ξεχνώντας ότι βρισκόταν στην οροφή, έπεσε κάτω από ψηλά και σκοτώθηκε. Οι άλλοι δεν το πρόσεξαν και απέπλευσαν.
Ο Οδυσσέας τον συνάντησε όταν επισκέφθηκε τον Άδη, και μάλιστα ήταν ο πρώτος που συνάντησε στον κάτω κόσμο. Εκεί ο Ελπήνορας του υπενθύμισε ότι του όφειλε μια κανονική κηδεία, οπότε επιστρέφοντας ο Οδυσσέας στον επάνω κόσμο εκπλήρωσε την υποχρέωσή του: επέστρεψε στην Αιαία, έκαψε τη σορό του Ελπήνορα και μετά την έθαψε μαζί με την πανοπλία του, σημαδεύοντας τον τάφο με ένα κουπί του πλοίου του.
Ο θάνατος του Ελπήνορα από δυστύχημα εξ απροσεξίας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα και επιστέγασμα της απερίσκεπτης συμπεριφοράς των συντρόφων του Οδυσσέα σε όλο το έπος, συμπεριφορά που έρχεται σε αντίθεση με την παροιμιώδη εξυπνάδα του ίδιου του Οδυσσέα, η οποία έτσι τονίζεται περισσότερο.
Ο χαρακτήρας του Ελπήνορα έχει εμφανιστεί ή εμπνεύσει έργα πολλών Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών, όπως οι Έζρα Πάουντ, Ζαν Ζιρωντού, Τζέιμς Τζόυς, Γιώργος Σεφέρης (Ο ηδονικός Ελπήνωρ), Γιάννης Ρίτσος , Ιάκωβος Καμπανέλλης ( Οδυσσέα γύρισε σπίτι) και Τάκης Σινόπουλος.
Γιώργος Σεφέρης
B΄ Ο ηδονικός Ελπήνωρ
Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτα
κάτω από το παράθυρό μου· θα ’ταν
εφτά περίπου· μια γυναίκα ήταν μαζί του.
Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει
να τσακιστεί, κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος.
Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη
κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους·
τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση
κι έπειτα κοίταζε μ’ ανυπομονησία
εκεί που τηγανίζουν ψάρια· σαν τη γάτα.
Αυτός ψιθύριζε μ’ ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια:
— Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς1 — τ’ αγάλματα·
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.
— Είναι το φως… ίσκιοι της νύχτας…
— Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό.
Κι όμως τ’ αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος·
λυγίζουν· γίνουνται αλαφριά μ’ ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς.
— Τ’ αγάλματά ειναι στο μουσείο.
— Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι όμως την ξέρεις.
Όπως όταν
στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι,
καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου·
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ’ άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν’ αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά·
την ηδονή τους.2
Όπως όταν
γυρίζεις απ’ τα ξένα και τύχει ν’ ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας
μιας νέας μορφής.
Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα· εσύ ’σαι το ρημάδι·
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου·
μιλούν για περιστατικά που θά ηθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,
κι αυτό είναι δύσκολο γιατί…
— Τ’ αγάλματά ειναι στο μουσείο.
Καληνύχτα.
— …γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς. Τ’ αγάλματα λυγίζουν αλαφριά… καληνύχτα.
Εδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε
την ανηφόρα που τραβάει κατά την Άρκτο3
κι αυτή προχώρεσε προς το πολύφωτο ακρογιάλι
όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου:
ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
«Πανιά στο φύσημα του αγέρα
ο νους δεν κράτησε άλλο από τη μέρα.
Άρωμα πεύκου και σιγή
εύκολα θ’ απαλύνουν την πληγή
που έκαμαν φεύγοντας ο ναύτης
η σουσουράδα ο κοκωβιός κι ο μυγοχάφτης.4
Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή,
άκουσε των ανέμων την ταφή.
»Άδειασε το χρυσό βαρέλι
ο γήλιος έγινε κουρέλι
σε μιας μεσόκοπης λαιμό
που βήχει και δεν έχει τελειωμό·
το καλοκαίρι που ταξίδεψε τη θλίβει
με τα μαλάματα στους ώμους και στην ήβη.
Γυναίκα που έχασες το φως,
άκουσε, τραγουδά ο τυφλός.
»Σκοτείνιασε· κλείσε τα τζάμια·
κάνε σουραύλια με τα χτεσινά καλάμια,
και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν·
φωνάζουν μα δεν έχουν τί να πουν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα απ’ την άμμο, κι απ’ τη θάλασσα ανεμώνες·
γυναίκα που έχασες το νου,
άκου, περνά το ξόδι του νερού…»
"Αθήναι. Ανελίσσονται ραγδαίως
τα γεγονότα που ήκουσε με δέος
η κοινή γνώμη. Ο κύριος υπουργός
εδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός…"
«…πάρε κυκλάμινα… πευκοβελόνες…
κρίνα απ’ την άμμο… πευκοβελόνες…
γυναίκα…»
"υπερτερεί συντριπτικώς.
Ο πόλεμος…"
ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ.5
Γιώργος Σεφέρης. 1947. Κίχλη. Αθήνα: Ίκαρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Σεφέρης. [1972] 1985. Ποιήματα. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.
1. στ. 12-14: Η Κίρκη ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, σεληνιακή θεά. Το φαντασμαγορικό φως του φεγγαριού, που αλλάζει την ύλη, ευκολύνει την παρομοίωση.
2. Σ’ αυτό το σημείο γίνεται μια μνεία, σκόπιμη πρέπει να προσθέσω, του Καβάφη, που είναι για μένα ο ποιητής που κοίταξε την ηδονή από το παράθυρο της φθοράς και του τάφου.
3. κατά την Άρκτο: κατά το βοριά.
4. στ. 64–66: Πρβλ. Δυο πράσινα μάτια/ με μπλε βλεφαρίδες/ μ’ έχουνε κάνει τρελό… (τραγούδι του συρμού).
5. ψυχαμοιβός: κοίταξε αντίστοιχα: "Ὁ χρυσαμοιβὸς δ’ Ἄρης σωμάτων", Αγαμέμνων 438.
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.