του Γιάννου Νικολάου
Όπως είναι φυσικό, οι σχεδιασμοί για καύση απορριμμάτωνέχουν προκαλέσει την αντίδραση των κατοίκων τόσο από τα ανατολικά όσο και από τα δυτικά της πόλης. Ήδη στη χθεσινή του συνεδρίαση το Δημοτικό Συμβούλιο Παύλου Μελά (Δήμος στα δυτικά της πόλης που περιλαμβάνει τις περιοχές Ευκαρπία, Σταυρούπολη, Πολίχνη κ.α.) πήρε θέση ενάντια στην προοπτική καύσης απορριμμάτων, ύστερα από κινητοποίηση φορέων. Το ζήτημα της καύσης των απορριμμάτων αποτελεί βασική επιλογή της κυβέρνησης της ΝΔ, που έρχεται να συνεχίσει την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα, ο οποίος άνοιξε το δρόμο με τις αδειοδοτήσεις προς την ΑΓΕΤ στο Βόλο. Επιπλέον, αποτελεί βασική επιλογή κερδοφορίας για το κεφάλαιο, καθώς μέσω της καύσης SRF-RDF, οι βιομηχανίες εξασφαλίζουν φθηνή παραγωγή ενέργειας – χωρίς να υπολογίζουν βέβαια το περιβαλλοντικό κόστος και τις επιπτώσεις στην υγεία. Το ζήτημα της καύσης είναι εξαιρετικά σημαντικό λόγω των επικίνδυνων τοξικών ρύπων που παράγονται και βέβαια η υπόθεση δεν είναι καινούρια καθώς αυτοί οι σχεδιασμοί για τη Θεσσαλονίκη υπάρχουν εδώ και μια δεκαετία.
Το ιστορικό
Στις 18 Απριλίου του 2011 εκδίδεται μετά από πρωτοβουλία της τότε υπουργού περιβάλλοντος Τίνας Μπιρμπίλη η υπ’ αριθμόν 198436 Κοινή Υπουργική Απόφαση, σύμφωνα με την οποία δίνεται Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων για το έργο «Ολοκληρωμένη Εγκατάσταση Επεξεργασίας και Διάθεσης Απορριμμάτων (Ο.Ε.Ε.Δ.Α) Νοτιοανατολικής Ενότητας Νομού Θεσσαλονίκης». Πρόκειται για το πρώτο σχέδιο κατασκευής μιας τεράστιας μονάδας στην περιοχή του Αγ. Αντωνίου (βρίσκεται μεταξύ Επανομής και Βασιλικών, στα νότια του νομού και δίπλα στην πόλη) που θα δέχονταν τα απορρίμματα από όλους τους γειτονικούς δήμους, στην οποία θα δημιουργούνταν και μονάδα παραγωγής και καύσης SRF-RDF. Η υλοποίηση αυτού του έργου δεν προχώρησε άμεσα, όμως ο στόχος παρέμεινε στα πλάνα των επόμενων κυβερνήσεων.
Το 2015 εγκρίνεται από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) και στη συνέχεια εκπονούνται τα αντίστοιχα σχέδια ανά περιφέρεια (ΠΕΣΔΑ) και τα τοπικά (ΤΟΣΔΑ), στα οποία πέρα από γενικές περιγραφές για ανακύκλωση, διαλογή στην πηγή κλπ, η καύση παίζει κεντρικό ρόλο. Έτσι το ΠΕΣΔΑ για την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας προέβλεπε 3 Μονάδες Επεξεργασίας Απορριμμάτων (μεγάλες εγκαταστάσεις με αρκετές υπο-μονάδες διαλογής, αποθήκευσης, επεξεργασίας και καύσης απορριμμάτων κλπ): μια στην Π.Ε. Σερρών (που θα δέχεται απορρίμματα και απ’ το Δ. Κιλκίς) και δύο στη Θεσσαλονίκη, μια δυτικά και μια ανατολικά (που θα δέχονται τα απορρίμματα της υπόλοιπης περιφέρειας). Η ΜΕΑ Σερρών βρίσκεται ήδη σε δοκιμαστική λειτουργία ενώ οι άλλες δύο βρίσκονται σε προηγούμενα στάδια, δηλαδή στον καθορισμό λειτουργιών, χωροθέτησης, εγκρίσεων ΣΔΙΤ κλπ. Η ΜΕΑ Ανατολικού Τομέα θα παραμείνει στον Αγ. Αντώνιο, ενώ για αυτή του Δυτικού Τομέα διερευνώνται τέσσερεις περιοχές, στη Μαυροράχη και στους Δήμους Δέλτα, Χαλκηδόνας και Ωραοκάστρου.
Στις 18 Απριλίου του 2011 εκδίδεται μετά από πρωτοβουλία της τότε υπουργού περιβάλλοντος Τίνας Μπιρμπίλη η υπ’ αριθμόν 198436 Κοινή Υπουργική Απόφαση, σύμφωνα με την οποία δίνεται Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων για το έργο «Ολοκληρωμένη Εγκατάσταση Επεξεργασίας και Διάθεσης Απορριμμάτων (Ο.Ε.Ε.Δ.Α) Νοτιοανατολικής Ενότητας Νομού Θεσσαλονίκης». Πρόκειται για το πρώτο σχέδιο κατασκευής μιας τεράστιας μονάδας στην περιοχή του Αγ. Αντωνίου (βρίσκεται μεταξύ Επανομής και Βασιλικών, στα νότια του νομού και δίπλα στην πόλη) που θα δέχονταν τα απορρίμματα από όλους τους γειτονικούς δήμους, στην οποία θα δημιουργούνταν και μονάδα παραγωγής και καύσης SRF-RDF. Η υλοποίηση αυτού του έργου δεν προχώρησε άμεσα, όμως ο στόχος παρέμεινε στα πλάνα των επόμενων κυβερνήσεων.
Το 2015 εγκρίνεται από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) και στη συνέχεια εκπονούνται τα αντίστοιχα σχέδια ανά περιφέρεια (ΠΕΣΔΑ) και τα τοπικά (ΤΟΣΔΑ), στα οποία πέρα από γενικές περιγραφές για ανακύκλωση, διαλογή στην πηγή κλπ, η καύση παίζει κεντρικό ρόλο. Έτσι το ΠΕΣΔΑ για την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας προέβλεπε 3 Μονάδες Επεξεργασίας Απορριμμάτων (μεγάλες εγκαταστάσεις με αρκετές υπο-μονάδες διαλογής, αποθήκευσης, επεξεργασίας και καύσης απορριμμάτων κλπ): μια στην Π.Ε. Σερρών (που θα δέχεται απορρίμματα και απ’ το Δ. Κιλκίς) και δύο στη Θεσσαλονίκη, μια δυτικά και μια ανατολικά (που θα δέχονται τα απορρίμματα της υπόλοιπης περιφέρειας). Η ΜΕΑ Σερρών βρίσκεται ήδη σε δοκιμαστική λειτουργία ενώ οι άλλες δύο βρίσκονται σε προηγούμενα στάδια, δηλαδή στον καθορισμό λειτουργιών, χωροθέτησης, εγκρίσεων ΣΔΙΤ κλπ. Η ΜΕΑ Ανατολικού Τομέα θα παραμείνει στον Αγ. Αντώνιο, ενώ για αυτή του Δυτικού Τομέα διερευνώνται τέσσερεις περιοχές, στη Μαυροράχη και στους Δήμους Δέλτα, Χαλκηδόνας και Ωραοκάστρου.
Στο αρχικό σχέδιο του 2011 για τη μονάδα στη Ν.Α. Θεσσαλονίκη, προβλέπονταν μεταξύ άλλων μονάδα καύσης των απορριμματογενών καυσίμων SRF-RDF, Χώρος Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ) και χώρος ταφής επικίνδυνων αποβλήτων (από την καύση SRF-RDF). Όλα τα παραπάνω έχουν αφαιρεθεί πλέον από τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) για τη ΜΕΑ Ανατολικής Θεσσαλονίκης, όχι λόγω επικινδυνότητας αλλά λόγω αλλαγής σχεδιασμού. Η κατεύθυνση πλέον είναι η ΜΕΑ Ανατολικής Θεσσαλονίκης να έχει ως βασικό στόχο την παραγωγή SRF-RDF με σκοπό να τροφοδοτούνται βιομηχανικές μονάδες στα δυτικά της πόλης για να τα καίνε. Δηλαδή, τα σύμμεικτα απορρίμματα (αυτά δηλαδή που καταλήγουν στο σημερινό πράσινο κάδο), μαζί με όσα λανθασμένα κατέληξαν στον μπλε κάδο, θα οδηγούνται σε ειδική εγκατάσταση επεξεργασίας εντός της ΜΕΑ, όπου θα παράγεται SRF ή RDF. Η γνωμοδότηση της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας για τη ΜΠΕ του έργου δεν αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις. Στη σελ. 6 η παράγραφος που αφορά στην περιγραφή του έργου ξεκινάει λέγοντας:
«Το βασικό προϊόν της ΜΕΑ θα είναι απορριμματογενές καύσιμο».Ακόμα και η μονάδα παραγωγής βιοαερίου που προβλέπει η μελέτη, το οποίο ανακτάται κατόπιν ειδικής επεξεργασίας (αναερόβια χώνευση) πχ από απόβλητα κτηνοτροφίας, βασικά υπάρχει για να εξυπηρετεί τις ενεργειακές ανάγκες της κεντρικής μονάδας παραγωγής SRF-RDF. Όσο για τον προορισμό του, διαβάζουμε στις σελίδες 10-11 της γνωμοδότησης:
«Εγχώριες τσιμεντοβιομηχανίες έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την παραλαβή και αξιοποίηση του απορριμματογενούς καυσίμου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το από 24/04/2019 έγγραφο της Α.Ε. Τσιμέντων ΤΙΤΑΝ, προς τον ΦΟΔΣΑ (28) σχετικό, το οποίο μας διαβιβάσθηκε, η ΤΙΤΑΝ δύναται ν απορροφήσει το σύνολο της ετήσιας ποσότητας των 40.000~50.000 τν/ έτος απορριμματογενούς ανακτώμενου στερεού καυσίμου στη ΜΕΑ Αν.Τ. ΠΚΜ, καθώς και επιπλέον ποσότητας από ΜΕΑ Δυτικού Τομέα. Επίσης με το από 09-05-2019 έγγραφο της “Τσιμέντα ΧΑΛΥΨ” (29) σχετικό, η εταιρεία μπορεί να παραλάβει ετησίως μέχρι και 35.000t/y από τους κωδικούς ΕΚΑ 1912ΧΧ.»
Με βάση τα παραπάνω, δε χωράει ίχνος αμφιβολίας για το τι σχεδιάζεται να συμβεί τα επόμενα χρόνια στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, καθώς δε μιλάμε πλέον για σενάρια, αλλά για συγκεκριμένες μελέτες με στοιχεία ζήτησης από τις βιομηχανίες. Οι δύο ΜΕΑ θα επεξεργάζονται τα σκουπίδια με σκοπό να παράγουν SRF-RDF, δηλαδή απορριμματογενές καύσιμο, το οποίο θα καίγεται στις βιομηχανίες ΤΙΤΑΝ και ΧΑΛΥΨ.
Οι κάτοικοι του Βόλου εδώ και αρκετούς μήνες «απολαμβάνουν» τις «ευεργετικές ιδιότητες» της καύσης σκουπιδιών από την τσιμεντοβιομηχανία της ΑΓΕΤ, ξυπνώντας σχεδόν κάθε πρωί με την αποπνικτική μυρωδιά της ατμόσφαιρας, η οποία βρωμάει καμένο πλαστικό. Το εργοστάσιο της ΑΓΕΤ βρίσκεται εκτός πόλης, πίσω απ’ το λόφο της «Γορίτσας» δίπλα στην Αγριά, δηλαδή δεν υπάρχει «οπτική επαφή» με την πόλη. Ας αναλογιστούμε τι θα σημαίνει για την πόλη της Θεσσαλονίκης κάτι αντίστοιχο. Όσοι/ες θεωρούν ότι θα επηρεαστούν «μόνο» οι δυτικές συνοικίες κάνουν μεγάλο λάθος, καθώς τα δύο εργοστάσια μπορεί να βρίσκονται στα «δυτικά» του πολεοδομικού συγκροτήματος, αλλά στην πραγματικότητα είναι βόρεια της πόλης και ο βορειοδυτικός άνεμος Βαρδάρης θα φέρνει τους ρύπους σε όλη την πόλη.
Πως προέκυψε το SRF-RDF και γιατί είναι πρόβλημα η καύση του
Η συζήτηση για την καύση των απορριμμάτων προέκυψε λόγω της συνεχούς αυξανόμενης παραγωγής σκουπιδιών και του αδιεξόδου στο οποίο έφτασε η πολιτική της ταφής. Οι ανεξέλεγκτες χωματερές αλλά και οι ελεγχόμενοι Χώροι Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) έχουν φτάσει στα όριά τους [2], με αποτέλεσμα η αμέσως επόμενη -λίγο λιγότερο κακή- επιλογή υποτίθεται πως είναι η καύση. Βέβαια ποτέ και πουθενά δεν πρόκειται να το δούμε αυτό γραμμένο με αυτόν τον τρόπο. Συνήθως θα αναφέρεται ως «ενεργειακή αξιοποίηση», «ανάκτηση ενέργειας», «αξιοποίηση του ενεργειακού περιεχομένου» κλπ. Ακόμα και ο όρος «απορριμματογενές καύσιμο» που είναι πιο τίμιος, εντούτοις κάνει μια προσπάθεια να αποκρύψει το γεγονός ότι μιλάμε για σκουπίδια, από τα οποία μέσω θερμικής επεξεργασίας έχει αφαιρεθεί η υγρασία και προορίζονται προς καύση. Ο λόγος που υποτίθεται πως η καύση είναι «λίγο λιγότερο κακή» από την ταφή, είναι γιατί μέσω της καύσης μπορεί να παραχθεί ενέργεια και αυτό το όφελος να αντισταθμίσει το περιβαλλοντικό κόστος. Ποιο είναι όμως το περιβαλλοντικό κόστος;
Η καύση (γενικώς) παράγει χημικές ενώσεις που εκλύονται στην ατμόσφαιρα, καταλήγουν στο έδαφος ή/και διοχετεύονται στους υπόγειους υδροφορείς (νερά). Η καύση σκουπιδιών δίνει ως προϊόντα διοξίνες, φουράνια, πτητικό υδράργυρο και άλλες τοξικές ενώσεις που προκαλούν, πέρα από κάθε αμφιβολία, καρκίνο και άλλες σοβαρές παθήσεις! Οι διοξίνες, ουσίες άχρωμες και άοσμες, περνάνε από τον αέρα στη γη και από εκεί στα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα για να καταλήξουν στο πιάτο μας. Δεν καταστρέφονται, δε διαλύονται, δε χάνονται αλλά συσσωρεύονται στο λίπος των ζώων και των ανθρώπων μέσα από την τροφική αλυσίδα [3].
Και βέβαια, στις παρατηρήσεις της γνωμοδότησης της ΠΚΜ για τη ΜΠΕ διαβάζουμε στη σελίδα 10:
«Η ιπτάμενη τέφρα ως τελικό υποπροϊον της καύσης του απορριμματογενούς καυσίμου, συγκαταλέγεται στα επικίνδυνα απόβλητα με κωδικό ΕΚΑ 190113.»
Η ίδια δηλαδή η Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας αναφέρει το πρόβλημα, όμως στη συνέχεια γνωμοδοτεί θετικά, παρ’ ότι δεν υπάρχει καμιά σαφής πρόβλεψη για την τοξική τέφρα και τα υπόλοιπα επικίνδυνα απόβλητα της καύσης σκουπιδιών. Ουσιαστικά, δηλαδή, παρουσιάζεται μια «λύση» στο πρόβλημα των απορριμμάτων, η οποία ασφαλώς είναι η πιο συμφέρουσα για το ιδιωτικό κεφάλαιο, αφετέρου δημιουργεί δεκάδες άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως η ρύπανση εδάφους, υδάτων και αέρα με εξαιρετικά σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία μας.
…και στο βάθος απάτη!Η συζήτηση για την καύση των απορριμμάτων προέκυψε λόγω της συνεχούς αυξανόμενης παραγωγής σκουπιδιών και του αδιεξόδου στο οποίο έφτασε η πολιτική της ταφής. Οι ανεξέλεγκτες χωματερές αλλά και οι ελεγχόμενοι Χώροι Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) έχουν φτάσει στα όριά τους [2], με αποτέλεσμα η αμέσως επόμενη -λίγο λιγότερο κακή- επιλογή υποτίθεται πως είναι η καύση. Βέβαια ποτέ και πουθενά δεν πρόκειται να το δούμε αυτό γραμμένο με αυτόν τον τρόπο. Συνήθως θα αναφέρεται ως «ενεργειακή αξιοποίηση», «ανάκτηση ενέργειας», «αξιοποίηση του ενεργειακού περιεχομένου» κλπ. Ακόμα και ο όρος «απορριμματογενές καύσιμο» που είναι πιο τίμιος, εντούτοις κάνει μια προσπάθεια να αποκρύψει το γεγονός ότι μιλάμε για σκουπίδια, από τα οποία μέσω θερμικής επεξεργασίας έχει αφαιρεθεί η υγρασία και προορίζονται προς καύση. Ο λόγος που υποτίθεται πως η καύση είναι «λίγο λιγότερο κακή» από την ταφή, είναι γιατί μέσω της καύσης μπορεί να παραχθεί ενέργεια και αυτό το όφελος να αντισταθμίσει το περιβαλλοντικό κόστος. Ποιο είναι όμως το περιβαλλοντικό κόστος;
Η καύση (γενικώς) παράγει χημικές ενώσεις που εκλύονται στην ατμόσφαιρα, καταλήγουν στο έδαφος ή/και διοχετεύονται στους υπόγειους υδροφορείς (νερά). Η καύση σκουπιδιών δίνει ως προϊόντα διοξίνες, φουράνια, πτητικό υδράργυρο και άλλες τοξικές ενώσεις που προκαλούν, πέρα από κάθε αμφιβολία, καρκίνο και άλλες σοβαρές παθήσεις! Οι διοξίνες, ουσίες άχρωμες και άοσμες, περνάνε από τον αέρα στη γη και από εκεί στα αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα για να καταλήξουν στο πιάτο μας. Δεν καταστρέφονται, δε διαλύονται, δε χάνονται αλλά συσσωρεύονται στο λίπος των ζώων και των ανθρώπων μέσα από την τροφική αλυσίδα [3].
Και βέβαια, στις παρατηρήσεις της γνωμοδότησης της ΠΚΜ για τη ΜΠΕ διαβάζουμε στη σελίδα 10:
«Η ιπτάμενη τέφρα ως τελικό υποπροϊον της καύσης του απορριμματογενούς καυσίμου, συγκαταλέγεται στα επικίνδυνα απόβλητα με κωδικό ΕΚΑ 190113.»
Η ίδια δηλαδή η Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας αναφέρει το πρόβλημα, όμως στη συνέχεια γνωμοδοτεί θετικά, παρ’ ότι δεν υπάρχει καμιά σαφής πρόβλεψη για την τοξική τέφρα και τα υπόλοιπα επικίνδυνα απόβλητα της καύσης σκουπιδιών. Ουσιαστικά, δηλαδή, παρουσιάζεται μια «λύση» στο πρόβλημα των απορριμμάτων, η οποία ασφαλώς είναι η πιο συμφέρουσα για το ιδιωτικό κεφάλαιο, αφετέρου δημιουργεί δεκάδες άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα, όπως η ρύπανση εδάφους, υδάτων και αέρα με εξαιρετικά σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία μας.
Αυτή η υπόθεση έχει και μια πλευρά καθαρής απάτης. Θεωρητικά οι διάφοροι σχεδιασμοί (εθνικός, περιφερειακοί κλπ) θέτουν κάποιους στόχους για τη διαχείριση των απορριμμάτων, όσον αφορά την ανακύκλωση, την κομποστοποίηση κλπ. Για παράδειγμα, ο ΠΕΣΔΑ για την Κεντρική Μακεδονία έθετε στόχο επαναχρησιμοποίησης/ανακύκλωσης κλπ στο 50% για το 2015 και στο 70% για το 2020. Πέρα απ’ το αστείο του γεγονότος ότι βρισκόμαστε ήδη στο φθινόπωρο του 2019 όπου τα πραγματικά ποσοστά ανακύκλωσης κυμαίνονται μεταξύ 10%-12% και δεν υπάρχει περίπτωση να «πιαστεί» κανένας στόχος, το πρόβλημα είναι το εξής: ας υποθέσουμε ότι όντως επιτυγχάνονται οι στόχοι και μάλιστα υπερβαίνονται κιόλας προς το καλύτερο και τα ποσοστά ανακύκλωσης, κομποστοποίησης κλπ συνεχώς αυξάνονται. Τότε τι ποσότητες SRF-RDF θα παράγονται στις ΜΕΑ με προορισμό την καύση στις βιομηχανίες; Προφανώς αυτές συνεχώς θα μειώνονται. Βέβαια οι βιομηχανίες θα έχουν φροντίσει να υπογράψουν ρήτρες εγγυημένων ποσοτήτων, για να κάνουν το σχεδιασμό τους. Άρα είτε οι δήμοι και οι περιφέρειες θα αναγκαστούν να πληρώνουν αποζημιώσεις για δεκαετίες (δηλαδή -μέσω φόρων- όλοι εμείς), είτε θα αναγκαστούν να εισάγουν απορρίμματα από το εξωτερικό. Και παρόλο που αυτό ακούγεται σαν «σενάριο επιστημονικής φαντασίας» δυστυχώς δεν είναι. Γιατί είναι ακριβώς αυτό που συμβαίνει στο Βόλο, όπου η ΑΓΕΤ εισάγει σκουπίδια SRF-RDF από την Ιταλία! Και βέβαια, παρά τις αντιδράσεις, δεν τηρούνται ούτε καν τα προσχήματα καθώς αυτό που καίει η ΑΓΕΤ δεν αντιστοιχεί καν στις ποιότητες SRF-RDF, αλλά καίει σκουπίδια με περιεκτικότητα 75-80% σε πλαστικό.
Τι να τα κάνουμε τελικά τα σκουπίδια;
Η πρώτη απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι: κατ’ αρχήν να τα μειώσουμε. Αν συνειδητοποιήσει κανείς τις ποσότητες άχρηστων αντικειμένων που παράγονται θα εντυπωσιαστεί. Τα περισσότερα προϊόντα έρχονται στους καταναλωτές συσκευασμένα δύο και τρεις φορές, με περιτυλίγματα κλπ τα οποία μεγαλώνουν τον όγκο των απορριμμάτων σημαντικά. Το δεύτερο σκέλος αφορά την επαναχρησιμοποίηση υλικών και πραγμάτων, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό. Δηλαδή χρειάζεται να υπάρξουν -πιθανά με ευθύνη των δήμων- εγκαταστάσεις επιδιόρθωσης οικιακών συσκευών, επίπλων κλπ, έτσι ώστε να μην «πετιέται ότι χαλάει», αλλά να διορθώνεται, να γίνονται οι αναγκαίες μετατροπές και να χρησιμοποιούνται και πάλι από τους πολίτες. Τρίτη κατά σειρά έρχεται η διαδικασία της ανακύκλωσης, η οποία πρέπει να ξεκινάει από την διαλογή στην πηγή.
Διαλογή στην πηγή σημαίνει ότι σε κάθε σπίτι, σχολείο, εργασιακό χώρο κλπ θα πρέπει να γίνεται διαχωρισμός και κάθε υλικό να οδηγείται σε ξεχωριστό κάδο και στη συνέχεια να φορτώνεται σε ξεχωριστό όχημα. Να δημιουργηθούν δηλαδή 5-6 διαφορετικά «ρεύματα» ανακύκλωσης απορριμμάτων, ενδεικτικά: χαρτί, γυαλί, αλουμίνιο, πλαστικό, οργανικά (προς κομποστοποίηση) και τέλος τα σύμμεικτα, αυτά δηλαδή που για διάφορους λόγους δεν έχουν διαχωριστεί (ο σημερινός πράσινος κάδος). Είναι προφανές ότι το τελευταίο «ρεύμα» θα πρέπει να είναι το μικρότερο δυνατό.
Η σημερινή μορφή της ανακύκλωσης με έναν μπλε κάδο –αποδεδειγμένα πια– δε λειτουργεί. Πέρα από τα οικονομικά σκάνδαλα, είναι εντελώς παράλογο όλα τα είδη ανακυκλώσιμων να καταλήγουν σε έναν κάδο, στη συνέχεια να συμπιέζονται κατά την αποκομιδή στα φορτηγά-πρέσες, για να καταλήξουν σε κάποιο ιδιωτικό Κέντρο Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών (ΚΔΑΥ), όπου πολλές φορές δεν γίνεται καν διαλογή, αλλά καταλήγουν μαζί με άλλα σύμμεικτα προς ταφή. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η πραγματική ανακύκλωση υλικών σήμερα υπολογίζεται ότι μόλις ξεπερνάει το 10% του συνόλου των απορριμμάτων. Δε μπορεί η τύχη της ανακύκλωσης, της διαχείρισης των απορριμμάτων και τελικά της υγείας μας να βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών που έχουν ως μοναδικό κίνητρο την αύξηση των κερδών τους, εις βάρος των ζωών μας.
Η κατάργηση της ΕΕΑΑ (της ιδιωτικής εταιρείας που εκμεταλλεύεται την ανακύκλωση) και η δημιουργία ενός άλλου αξιόπιστου δημόσιου φορέα υπό τη λειτουργία των Δήμων, του κράτους και των εργαζομένων είναι μονόδρομος.
Πρέπει να κλείσουν τα τεράστια ιδιωτικά ΚΔΑΥ και να δημιουργηθούν μικρές μονάδες διαχείρισης των απορριμμάτων, ανά δήμο ή δημοτική κοινότητα (ενδεικτικά ανά 100.000 κατοίκους), στα οποία να γίνεται η διαλογή, να υπάρχουν διαδικασίες εκπαίδευσης των πολιτών και τελικά να γίνεται αξιοποίηση των υλικών (ανακυκλώσιμων, κομπόστ από οργανικά κλπ) από τον Δήμο και τους πολίτες προς όφελος των τοπικών κοινωνιών. Οι μικρές (σε σχέση με τις τεράστιες που σχεδιάζονται) μονάδες έχουν μια σειρά πλεονεκτήματα, καθώς δε θα χρειάζεται να διανύονται εκατοντάδες οχηματοχιλιόμετρα για να φτάσουν τα απορρίμματα στη μονάδα (που σημαίνει χαμηλότερο κόστος, τόσο σε χρήματα όσο και περιβαλλοντικό λόγω της μετακίνησης). Επίσης, δε θα απαιτείται συμπίεση, η οποία κάνει την ανακύκλωσή τους αδύνατη και τέλος, η τοπική διαχείριση μειώνει δραστικά τις πιθανότητες ανάμιξης επικίνδυνων τοξικών – βιομηχανικών αποβλήτων με τα αστικά.
Τι πρέπει να κάνουμε
Η προοπτική της καύσης σκουπιδιών πρέπει να σημάνει συναγερμό στην πόλη, τους δήμους και τις γειτονιές της Θεσσαλονίκης. Ήδη οι κάτοικοι των ανατολικών περιοχών (κυρίως στον Αγ. Αντώνιο αλλά και στη Θέρμη) έχουν ενεργοποιηθεί ενάντια στην προοπτική της καύσης στην περιοχή τους – ακόμα και ο Δήμος κράτησε αντίστοιχη στάση. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι αν φύγει η καύση από τα ανατολικά, δε θα υπάρχει πια πρόβλημα. Γι’ αυτό το να δημιουργηθεί η ΜΕΑ στα ανατολικά με βασικό σκοπό την παραγωγή SRF-RDF για την τροφοδότηση της καύσης είναι εξίσου σημαντικό πρόβλημα, για το οποίο πρέπει να κινητοποιηθούμε.
Αντίστοιχα, σύλλογοι γονέων, κινήσεις πολιτών, πολιτιστικοί σύλλογοι από τις δυτικές συνοικίες βρίσκονται σε εγρήγορση, καθώς οι ήδη υποβαθμισμένες περιοχές στα δυτικά ετοιμάζονται να φορτωθούν ακόμη ένα πρόβλημα.
Κατ’ αρχήν πρέπει να υπάρξει κοινός αγώνας ενάντια στην προοπτική της καύσης ή της δημιουργίας εργοστασίων παραγωγής SRF-RDF από τους κατοίκους όλων των περιοχών. Πρέπει να κινητοποιηθούν οι μαζικοί φορείς, εργατικά σωματεία και ειδικά των βιομηχανιών ΤΙΤΑΝ και ΧΑΛΥΨ που θα είναι οι πρώτοι που θα δεχτούν τις επιπτώσεις στην υγεία τους, οι σύλλογοι μαθητών και φοιτητών και βέβαια άλλοι τοπικοί σύλλογοι πολιτών.
Χρειάζεται να δημιουργηθούν επιτροπές αγώνα σε διάφορους χώρους και γειτονιές, οι οποίες να συντονίζουν τη δράση τους και να οργανωθεί μια μεγάλη εκστρατεία σε όλη την πόλη για να ενημερωθούν οι πολίτες για τις επιπτώσεις της καύσης απορριμμάτων. Το παράδειγμα του Βόλου, τόσο λόγω των κινδύνων που ήδη έχουν εμφανιστεί, όσο και λόγω της μαζικής συμμετοχής του κόσμου στο δρόμο, με ιστορικά συλλαλητήρια διαμαρτυρίας και άλλες δράσεις, μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμο.
Για να γίνουν όλα αυτά πράξη, πρέπει να μπουν μπροστά οι ενεργοί πολίτες, τα διάφορα περιβαλλοντικά κινήματα (όπως πχ ενάντια στην εξόρυξη χρυσού ή της νεολαίας για την κλιματική αλλαγή), σωματεία εργαζομένων, οι μαχητικές δημοτικές παρατάξεις, οι εκλεγμένοι/ες σε δημοτικά συμβούλια, οι οργανώσεις της ανατρεπτικής αριστεράς κλπ, να συντονίσουν τις δυνάμεις τους για να καταφέρουμε να χτίσουμε ένα κίνημα που να βάλει φρένο στα σημερινά σχέδια, αλλά και να αντιπροτείνει ένα εναλλακτικό σχέδιο διαχείρισης των απορριμμάτων, φιλικό προς το περιβάλλον, ενάντια στα ιδιωτικά συμφέροντα με ενεργό ρόλο των κατοίκων και των εργαζομένων.
________
[1] Ο όρος RDF (REFUSED DERIVED FUEL) ή SRF (SOLID RECOVERED FUEL) αναφέρεται σε απορριμματογενή καύσιμα, δηλαδή σε σύμμεικτα απορρίμματα (οργανικά, πλαστικά, χαρτί κλπ), τα οποία ύστερα από θερμική επεξεργασία χάνουν την υγρασία τους και ανάλογα με τη σύστασή τους κατατάσσονται σε μια από τις δύο κατηγορίες.
[2] Οι ΧΥΤΑ είναι βαθιοί «λάκκοι» στους οποίους τοποθετούνται τα σκουπίδια και στη συνέχεια σκεπάζονται με χώμα. Από τη συμπίεση των σκουπιδιών (τόνοι επί τόνων καθημερινά) προκύπτουν εξαιρετικά τοξικά στραγγίσματα (υγρά απόβλητα). Για να μην διαρρεύσουν τα στραγγίσματα, στον πάτο των ΧΥΤΑ τοποθετούνται ειδικές μεμβράνες (π.χ. από PVC), οι οποίες υποτίθεται πως στεγανοποιούν το «λάκκο». Ωστόσο οι μεμβράνες αυτές δεν επιτυγχάνουν για πολύ καιρό την πλήρη στεγανοποίηση: με το πρώτο ρίχτερ αλλά και με την πάροδο του χρόνου χάνουν τη στεγανότητά τους και έτσι τα τοξικά στραγγίσματα εισχωρούν και ρυπαίνουν ανεπανόρθωτα το έδαφος, το υπέδαφος και τον υδροφόρο ορίζοντα σε τεράστιες εκτάσεις. Διαβάστε περισσότερα εδώ
[3] Αναλυτική περιγραφή των παραπάνω γίνεται στην έκθεση της επιστημονικής ομάδας του ΕΜΠ των Μ. Χριστόλη, Ν.Χ. Μαρκάτου κα με τίτλο «Σχηματισμός Διοξινών κατά την καύση εναλλακτικού καυσίμου RDF σε εγκαταστάσεις τσιμεντοβιομηχανίας», μέρος των συμπερασμάτων μπορείτε να βρείτε εδώ
πηγή: ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.