του Βαγγέλη Δόνιου

Η απάντηση στην ερώτηση “πού βρίσκεται η Χονολουλού;” είναι σχετική. Και αυτό συμβαίνει επειδή στα τέλη του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα φτιάχτηκε ένα κτίριο σ’ ένα παραθαλάσσιο οικόπεδο της Αγίας Τριάδας, μια καλοκαιρινή ανάσα δρόμο από τη Θεσσαλονίκη. 

Ο μάστρο-Κάλλιας άρχισε να βάζει τα τούβλα το ‘να πάνω στ’ άλλο σχηματίζοντας ένα μεγάλο τετράγωνο πέριξ του άξονά του, κι όταν πια το είχε φτιάξει σε ένα ικανοποιητικό για εκείνον ύψος εμφανίστηκε ο αψηλός Μικρασιάτης εργοδότης του, καθόλου ικανοποιημένος απο το γεγονός οτι δεν είχε αφήσει πουθενά ανοίγματα για πόρτες και παράθυρα. “Μπρέ κιαρατά Κάλλια. Κι από πού θα μπαίνουμε μπρέ;” 

Κάπως έτσι φτιάχτηκε λοιπόν αυτό το κτίριο, με άμμο φερμένη απο την παραλία μαζί με τα κοχύλια της και την αρμύρα της, και με ελπίδες κι όνειρα και εύστοχες οικοδομικές παρατηρήσεις. Για τα θεμέλια του μη με ρωτάτε. Δεν ξέρω πού βασίστηκε, εκτός απο τις ελπίδες και τα όνειρα της οικογένειας που θα το ζούσε και θα το δούλευε. Προικό για την Άννα και τον Γιώργο, που ξεκίνησαν τη μαζί τους ζωή όπως ξεκίνησε το χωριό να γίνεται το πιό εξωτικό καλοκαιρινό θέρετρο της περιοχής. Εξωτικό το θέρετρο, εξωτικό και το όνομα του μαγαζιού: Χονολουλού. 

Το σχήμα που τελικά πήρε, με όλες τις πόρτες και τα παράθυρα στη σωστή τους θέση, εξυπηρετούσε έναν απλό σκοπό με πολύ λειτουργικό τρόπο. Μπρός μαγαζί και πίσω σπίτι, κι αργότερα απο πάνω 7 ενοικιαζόμενα δωμάτια για να στεγάσουν τα καλοκαιρινά τερτίπια των παραθεριστών. Οι παραθερισταί. 

Την χρυσή εποχή της απλότητας, τα πρόσωπα των χωριανών καθρεφτιζόντουσαν στις καλογυαλισμένες Μπιούικ και Κάντιλακ που κατηφόριζαν αργά τους δρόμους προς τη θάλασσα κάτω απο τον καλοκαιρινό ήλιο. Κολλημένοι πίσω απο τα τζάμια τους, εξ’ ίσου αποσβωλωμένες μύτες και παλάμες χάζευαν το δροσερό σκηνικό, με τα στραφταλίσματα της θάλασσας ν’ αντανακλάν πάνω στα μάτια και τους χουρχουριστούς ήχους των μηχανών να μπερδεύονται με τον φλοίσβο. 


Σιωπώντας οι μηχανές, άκουγες τα κλάκ απο τις πόρτες που άνοιγαν και απο μέσα έβγαιναν ηΤζίνα, η Τζέσυ, η Τζέφη και η Τζούλια. Και ο κύριος και η κυρία. Και η γκουβερνάντα. Και ο σωφέρ. Τα φουλάρια στο λαιμό ανέμιζαν για λίγο, μα σχεδόν αμέσως έπαυε η ανάγκη για λούσα. Τα άφηναν όλα μέσα απο το κλάκ της πόρτας. Βγαίναν τα τακουνάκια, λύνονταν τα φουλαράκια, τρέχαν στο νερό τα κοριτσάκια, κι ο φλοίσβος τώρα σιγοντάριζε χαχανητά και πλατσουρίσματα. 

Κατέβαινε κι ο απλός ο κοσμος, απο λεωφορεία κι απο κάρα κι απο κανένα κατσαριδάκι, κι απο καρότσες φορτηγών κι από τα καραβάκια, κατηφορίζοντας χωρίς να γυαλίζει τίποτ’ άλλο πέρα απο τον ιδρώτα στα μέτωπα, βαστώντας μπόγους και βαλιτσάκια που τα κράδαιναν ανυπόμονα ώσπου να πατήσουν αμμουδιά. Και πια σχεδόν δέν ξεχώριζες ποιος είν’ ο βιομήχανος και ποιος ο αγκομήχανος, ποιος είναι απο τζάκι και ποιος απο σόμπα ή μαγκάλι, γιατί πια τρέχαν να ξεφύγουν απο την ζέστη εκεί που η δροσιά ήταν δωρεάν για όλους. 

Όλοι αυτοί λοιπόν πρώτα κολυμπούσαν, και μετά πεινούσαν, και δέ χρειαζόταν να πάνε μακριά, μιας και ολόκληρο το παραλιακό μέτωπο της Αγίας Τριάδας ήταν γεμάτο ταβέρνες, κι έμοιαζε με φερμουάρ ακτογραμμής με φαγητογραμμή, που έκλεινε γύρω στο μεσημεράκι. Μία απο αυτές ήταν και η Χονολουλού. 

Τραπεζάκια λευκά, ψάθινες καρέκλες στη λιακάδα ή κάτω απο το καλαμένιο υπόστεγο στην άμμο για να μή πιάνει ο καφτερός ήλιος τις παγωμένες μπύρες και τις γυαλιστερές καράφλες, και βουή απο κουβέντες και πηρούνια που έκαναν κλάκα-κλούκα πάνω σε πιάτα. Και στο βάθος φλοίσβος. 

Στο πιο βάθος, μέσα στην κουζίνα της Χονολουλούς, άκουγες μονίμως ένα φσσσστ απο τις πετρογκάζ που τηγάνιζε η Άννα τα μύδια, τα καλαμαράκια, τον γαύρο και τις πατάτες σε κάτι μεγάλες χάλκινες μαρμίτες μαύρες απο τη φλόγα. Πιο κει μια μαντεμένια μασίνα με ξύλα για τα μαγειρευτά και τα φουρνιστά, όπου ο Πολίτης μαστρο-Θεόφιλος έκανε τα μαγικά του, και που είχε το χούι να μην αφήνει κανένα γκαρσόνι να σερβίρει φαγητό που έπρεπε να ξεκουραστεί για να δέσουν οι γεύσεις, όσο κόσμο και άν είχε το μαγαζί, παρά στεκόταν απο πάνω με μια κουτάλα και τους κοπάναγε τα χέρια άν έκαναν να τ’ απλώσουν. Όταν έφευγε πια απο ένα μαγαζί, τους έφτιαχνε ένα φαγητό που έκανε δυό μέρες να ετοιμαστεί και ήταν λέει φουρνιστο και είχε και ψάρια μέσα, κι ήταν ό,τι πιό νόστιμο είχανε φάει ποτέ τους. 

Και έτσι ξένοιαστα πέρναγαν τα χρόνια, που τα μετρούσαν όχι με τη βδομάδα ή με το μήνα, αλλα με τη σεζόν. Και φτιάχτηκε και πλάζ, και πίστα πατινάζ, και γράφτηκαν τραγούδια για κορίτσια που φορούσαν τυρκουάζ, κι ο Γιώργος έγινε κυρ-Γιώργος και η Άννα κυρ-Άννα. 


Στις σχάρες ψηνόντουσαν τα ψάρια και τα χταπόδια, και τα κρεατικά, που η κυρα- Άννα τα γύριζε με τα χέρια κι έλεγες, πώς διάολο δέν καιγόταν. Δίπλα ένα χοντρό κούτσουρο κοπής για τα κρέατα, με τη σατίρα του και το μπαλτά του για να κόβεις και να μαλακώνεις τις μπριζόλες, και μια αλουμινένια μηχανή του κιμά με μανιβέλα για να φτιάχνουν τα λουκάνικα και τα σουτζουκάκια, αλλά και τα φοβερά και τρομερά εκείνα μπιφτέκια, που όμοιά τους δεν ξαναβρίσκονται ποτέ. Ήταν, όπως έλεγε και ο κυρ-Γιώργης όταν ήθελε να σου δώσει να καταλάβεις ότι κάτι ήταν πρώτης τάξεως, «εφάμιλλα των Αθηνών». 

“Μπιφτέκι εκ μόνου κιμά”, έλεγε ο κατάλογος. Για να φτάσει να το λέει όμως, είχε μια φορά φτάσει ένας νεαρός εβραίος στο μαγαζί και ζήτησε δουλειά γκαρσόνι βαθιά μέσα στη σεζόν, που δεν είχε άλλες θέσεις η Χονολουλού. “Δεν έχω βρε δουλειά να σου δώσω”, του λεγε ο κυρ-Γιώργος. Τον παρακάλαγε εκείνος, και επέμενε, μ’ ένα πρόσωπο όλο μάτια. Σκούρα τα πράματα, όταν βάλεις στο ίδιο δωμάτιο έναν ανοιχτόμυαλο άνθρωπο και έναν πειστικό, και μιας και ο κυρ-Γιώργος ήταν καλύτερος άνθρωπος από ό,τι ήταν επιχειρηματίας, τον κράτησε γιατί τον λυπήθηκε κι ας μη χρειαζόταν παραπάνω χέρια. Κι όταν τέλειωσε η σεζόν, ο νεαρός εβραίος πήγε και τον έπιασε να τον ευχαριστήσει. “Μάστορα, μ’ έδωσες ψωμί να φάω όταν το είχα ανάγκη και με πήρες παραπανίσιο, και τώρα εγώ θα σε δώσω κάτι που θα φάς κι εσύ πολύ ψωμί απ΄αυτό”. Και του υπαγόρεψε μια συνταγή για μπιφτέκια, που την έγραψε σ ένα τεφτεράκι «ΑΣΤΗΡ», κι είχε μέσα κιμά απο ΧΧΧΧΧΧΧ και ΧΧΧΧΧΧΧ και ΧΧΧΧΧΧΧ, ΧΧ γραμμάρια ΧΧΧΧΧ, ΧΧΧ γραμμάρια ΧΧΧΧΧ και ΧΧ γραμμάρια ΧΧΧΧΧΧΧΧΧΧ, και το ζύμωνες ώσπου να γίνει σα λάστιχο, και μετά έπλαθες ένα ένα τα μπιφτέκια και τα πάταγες ώσπου να γίνουν φαρδιά σάν πιάτα, και το τελευταίο το συστατικό δεν το έβαζες μες τον κιμά, αλλά χωρίς αυτό δεν είχε καμία αξία. 


Αυτά τα αγγελικά πλασμένα μπιφτέκια έμπαιναν σ ένα τεράστιο για παιδικά μάτια κόκκινο ψυγείο – βιτρίνα που έμοιαζε σα να είχε σκεμπέ, και χώριζε την κουζίνα απο τη σάλα του μαγαζιού, κι είχε απο πάνω ένα λευκό μάρμαρο όπου επάνω ακουμπούσαν τα κρασιά, και μέσα εκεί αν έχωνες τη μύτη σου μύριζε πάντα τζατζίκι, καθώς ανάμεσα στα λογής λογής πράγματα που δροσίζονταν μέσα στον σκεμπέ του ήταν κι ένα μεγάλο τάπερ τόσο άσπρο όσο το τζατζίκι που περιείχε. 

Το τζατζίκι, όπως και οι σαλάτες, ήταν δουλειά του κυρ-Γιώργου, που ακόμα και στο σπίτι, στα γιορτινά τραπέζια και τις οικογενειακές μαζώξεις τον έβλεπες να το φτιάχνει πάντα αυτός, σε μια τελετουργία που ολοκληρωνόταν πατώντας το μ’ ένα πηρούνι σ ένα μακρόστενο πιατάκι για να κάνει κυμματάκια, με μια ελιά στη μέση και λίγο ελαιόλαδο απο πάνω. Στη χωριάτικη, όταν ήθελε να περιποιηθεί ιδιαίτερα κάποιον πελάτη, έκοβε τη ντομάτα σε λεπτές φέτες αντί για ακαθόριστα κομμάτια, κι έστηνε ένα πιάτο που έμοιαζε με τεράστιο μεζέ. 

Εκεί στο πόστο για τις σαλάτες ήταν πάντα ένα σακκουλάκι με κάτι ελιές τόσο νόστιμες, που και να μην είχες καμία δουλειά να περάσεις απο εκεί μπροστά, πέρναγες ψάχνοντας κάτι μέσα στην κουζίνα που ούτε εσύ ο ίδιος δεν ήξερες τι ήταν, μόνο και μόνο για να τσιμπήσεις μια, και μια στο γυρισμό. Αμφίσσης, νομίζω. 

Το άλλο πόστο του κυρ-Γιώργη ήταν οι λογαριασμοί, που τους έκανε σ ένα γραφείο που έμοιαζε με δασκάλου, γκρί σιδερένιο με πράσινη δερμάτινη επιφάνεια και ήταν το πρώτο πράγμα που έβλεπες όταν έμπαινες στο μαγαζί καθώς βρισκόταν στο κέντρο της σάλας. Η μάλλον, το πρώτο πράγμα που έβλεπες ήταν η φαλάκρα του, καθώς σχεδόν πάντα ηταν σκυμμένος πάνω απο κανένα τεφτέρι. Αυτή τη φαλάκρα, με κάποιο περίεργο τρόπο κατάφερνε συνέχεια να την κοπανάει σε κανένα ντουλάπι ή σε ότι άλλη διαθέσιμη και αδιάθετη γωνία υπήρχε, και γι αυτό είχε μονίμως κάποιο σημαδάκι επάνω. Νόμιζες πια, πως αν είχε μαλλιά, δέν θα την κοπάναγε ποτέ. 

Όταν δέν τραυμάτιζε την φαλάκρα του στις γωνίες, έκανε και τα ψώνια για το μαγαζί. Φρέσκο ντόπιο ψαράκι, λαχανικά απο τον πλανόδιο με το φορτηγό που αντί να διαλαλεί τί πούλαγε, τραγουδούσε, και μόλις άκουγες το κινητό του μπουζουξίδικο έβγαινες να ψωνίσεις, κι άμα ήθελε ο κυρ-Γιώργης να του κάνει παράπονα για την ποιότητα των φρούτων, τον ρώταγε να του πεi τi είναι πιο φτηνό, τα πεπόνια γιa τα κολοκύθια, για να ξέρει τι να αγοράζει, αφού την ίδια γεύση ειχαν. 

Κάποια πιο εκλεκτά πράγματα τα ψώνιζε απο τη Θεσσαλονίκη. Εϊχε μια Φλορέτα που την φόρτωνε με κάτι καλαθούνες και γύριζε απο μαγαζί σε μαγαζί για να διαλέξει το κάθε πράγμα κι απο άλλον έμπορο στο Καπάνι και τη Μοδιάνο. Έτρωγε και μια μπουγάτσα στο αγαπημένο του μαγαζί και γύριζε στη Χονολουλού να συντονίζει τα γκαρσόνια και να φροντίζει να μηn μπερδεύονται ο ένας στα πόδια του άλλου. 

Μπερδευονταν καμιά φορά και οι γραμμές, και το μεγάλο κόκκινο τηλέφωνο που έμοιαζε λές και είχε φάει ένα καρπούζι ολόκληρο γιατί όλο το κάτω μέρος του ήταν η κοιλάρα για να τρώει τα κέρματα του κερματοδέκτη του, χτυπούσε και ποτέ δεν ήξερες ποιoν θα ζητήσουν να βρούν στη Χονολουλού. Σήκωνε το ακουστικό ο κυρ-Γιώργος: 
  • Ποιόν; Τώωωρα αυτός….πάει. 
  • Τi πάει; 
  • Πέθανε. 
  • Πέθανε; Πότε;! 
  • Προχθές είχαμε τα σαράντα. 

Έκλεινε το τηλέφωνο και έσκαγε στα γέλια. 


Είναι φοβερό πόσο κέφι και όρεξη για αστεία έχεις μέσα στη φούρια της δουλειάς, κι ο κυρ-Γιώργος δεν έχανε ευκαιρία. Μια φορά, κάποια πελάτισσα που έμενε σ ένα δωμάτιο στη Χονολουλού, τους έφτιαξε κρέμ καραμελέ και τους πρόσφερε να τους γλυκάνει, μα φαίνεται πως το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί για εκείνο το γλύκισμα είναι πως του λείπαν 99 δραχμές για να γίνει κατοστάρικο. Τι να πουν; ότι δεν ήταν νόστιμη; «Μμμμμμμμμμμ τι ωραίαααα….» έλεγαν απ’ έξω τους και απο μέσα σφάδαζαν. Εν τω μεταξύ, ένας πλανόδιος πωλητής λουκουμάδων που θα ‘ταν-δε θα ‘ταν 13-14 χρονών, άφηνε την μεγάλη ποσότητα λουκουμάδων πίσω στην αυλή της Χονολουλούς και ανεφοδίαζε το δίσκο του μόλις τους πουλούσε. Φαίνεται οτι πήγε για ανεφοδιασμό και άφησε τα λεφτά του δίπλα στην κούτα με τους λουκουμάδες και τα ξέχασε. Πήγε ο κυρ-Γιώργος να πάρει έναν τενεκέ πατάτες και τα είδε και τα πήρε. Κατάλαβε οτι το παιδάκι τα ξέχασε, και επειδή ήταν Κυριακή στην καρδιά του καλοκαιριού και ο κόσμος ήταν πολύς, κάποιος θα τα έπαιρνε. Σε λίγο ήρθε το παιδάκι στο μαγαζί με τα κλάμματα. «Θείο έχασα τα λεφτά μου.», κλαψούρισε. Και ο κυρ-Γιώργος:«Τι κλαις ρε χαζέ. Εδώ, εμείς κρέμ καραμελέ έφαγαμε και δεν κλαίμε. Εδώ τα έχω τα λεφτά σου». Κι ενώ το παιδάκι έκλαιγε και γελούσε ταυτόχρονα, όλοι κυλιόντουσαν στα πατώματα απο τα γέλια, απο την κουζίνα μέχρι τη λάτζα, και το παιδάκι που δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί, μάλλον τους περασε για τρελούς. 

Εκείνα τα πατώματα, ήταν διακοσμημένα με ένα χρωματιστό μωσαικό με κάτι μεγάλους ρόμβους και κύκλους εδώ κι εκεί και κάτι άλλα σχέδια στα χρώματα του μαρουλιού,της πάπρικας και του τζατζικιού. Περίεργο πώς αποτυπώνεται στο μυαλό μια ανάμνηση με τον ήχο και την εικόνα δεμένα τόσο σφιχτά. Το μωσαικό και το φσσσσσστ απο τις πετρογκάζ, που δε σταματούσαν ποτέ όταν λειτουργούσε το μαγαζί. Άν βρεθείτε σήμερα στο ταβερνάκι «Αριστοτέλους» στο Βοσπόρειο Μέγαρο και καθίσετε στο μοναδικό τραπεζάκι μπορστά απο το ψυγείο-βιτρίνα τους, θα καταλάβετε τί εννοω. Ίδιο μωσαικό, ίδιος ήχος και ίδιες μυρωδιές. 

Τί μυρωδιές ήταν αυτές. Ακόμα και η ψωμιέρα, που ήταν σάν συρταροντούλαπο (μόνο έτσι μπορώ να περιγράψω τον τρόπο που άνοιγε), μοσχοβολούσε ψωμί. Ίσως είχαν ποτίσει τα ξύλα μυρωδιά, ίσως πάλι ήταν που είχε πάντα ψωμί μέσα, δεν ξέρω. Δίπλα της ήταν μια βρύση μονίμως ιδρωμένη στη ζέστα του καλοκαιριού, μιάς και απο κάτω της είχε ένα ψύκτη πιο παλιό ίσως και απο τη μαντεμένια μασίνα. Αθάνατα πράματα. Έβγαζε ένα νερό τόσο παγωμένο, που νομιζες οτι ερχόταν όχι απο τον ψύκτη, αλλά απο τις Άλπεις. Σ αυτόν τον ψύκτη κατέφευγαν πολλές φορές διάφοροι κορακιασμένοι λουόμενοι απο την παραλία, ζητώντας νερό. «Βόντα, βόντα», οι Σέρβοι. «Νέμα βόντα, νέμα βόντα», ο κυρ-Γιώργος. «Υδροπικίαση θα πάθετε, κιαρατάδες», αγανακτούσε μέσα στη φούρια της δουλειάς. Αυτοί δεν τον καταλάβαιναν, και μάλλον ούτε αυτός καταλάβαινε οτι η υδροπικίαση δε σχετίζεται με την κατανάλωση νερού. 

Με τόση δουλειά, αρκετή κατανάλωση νερού γινόταν και στη λάτζα, που ήταν ένα μικρό δωματιάκι στο πισω μέρος της σάλας φτιαγμένο ένα παράξενο ξύλο, κάτι σαν πλακέ χωρίς κόντρα. Απ έξω είχε μια ταπετσαρία πολυτελείας, κι απο μέσα έβλεπες τα δοκάρια και τα σανίδια. Για να μπεις, περνούσες δίπλα απο ένα βρυσάκι μ’ ένα νεροχύτη μικρό σα φλυτζάνι κι ένα καθρεφτάκι για να πλένονται τα γκαρσόνια, κι άνοιγες μια πορτούλα που ήταν γατζωμένη μ ένα μακρύ ελατήριο για να επανέρχεται στη θέση της όσο πιό αυτόματα γινόταν, κι έκανε έναν ήχο λές και γρατζουνούσες ακτίνες ποδηλάτου με πηρούνι. Μέσα μύριζε πούλπα, που ήταν ένας επαγγελματικός πολτός πλυσίματος πιάτων που θύμιζε κατίκι ανακατεμένο με άμμο, κι ο Γιωργάκης, ο λατζιέρης δέν μπορούσε να πει πολτό και το ‘λεγε μπουλντόγκ. «Κυρ-Γιώργο, τελείωσε το μπουλντόγκ». Άν ανέβαινες πάνω στον πισινό πάγκο της λάτζας, κανείς δε θα παραξενευόταν, μιας και εκεί το σουρεαλιστικό αρχιτεκτονικό μυαλό του μαστρο-Κάλλια είχε φτιάξει μια πόρτα που οδηγούσε πίσω στο σπίτι, για να μη χάνεις χρόνο ούτε για να κάνεις το γύρο του μαγαζιού όταν έπρεπε να γυρίσεις απο την ξεκούρασή σου. Σκαλίτσα δεν μπήκε ποτέ, κι έτσι η πόρτα απλά έχασκε στον αέρα, στην μέση της απόστασης μεταξύ ταβανιού και πατώματος. 

Πίσω το σπίτι είχε και μια όμορφη μικρή αυλή όπου φύτρωναν διάφορα ζαρζαβάτια και φρούτα, με μια μεγάλη τζιτζιφιά που είχε φυτευτεί μαζί με το κτίριο, και που ο γείτονας τής έριχνε πετρέλαιο όταν δεν τον έβλέπε -ή νόμιζε οτι δε τον έβλεπε- κανείς, γιατί του έκοβε τη θέα στη θάλασσα, και στο βάθος μια μαγική βυσσινιά που μάλλον ήταν λερναία. Ένα βύσσινο έκοβες, δύο έβγαιναν την άλλη τη μέρα. Και με τόσα βύσσινα δώστου η κυρα-Άννα να φτιάχνει γλυκό, και ποτό σε κάτι μεγάλα βάζα που λιάζονταν στα περβάζια, και βυσσινάδα, και τάρτες, και παντού πια στην κουζίνα του σπιτιού έβλεπες βάζα με βύσσινα σε διάφορα στάδια και μορφές. 

Δίπλα στην μαγική βυσσινιά ήταν η παράγκα, που την λέγανε παράγκα γιατί αυτό ακριβώς ήταν. Εκεί κοιμούνταν τα γκαρσόνια, κι αργότερα όταν έγινε αποθήκη, ακόμα υπήρχαν σφηνωμένα κάτι πακέτα Marlboro που τα έκανε συλλογή ο Λάκης το γκαρσόνι, αυτός ο ίδιος που διασκέδαζε τα εγγόνια του κυρ-Γιώργου και της κυρα-Άννας κάνοντας σαπουνόφουσκες με τον καπνό απο τα τσιγάρα του, συνδυάζοντας το παιδικο με το αντρικό χούι. 


Εκεί στην αυλή ξεκουραζόταν όταν προλάβαινε και η κυρα-Άννα, με το αετίσιο της μάτι που είχε ένα εκπληκτικό λογισμικό αναγνώρισης υποψήφιων πελατών για τα δωμάτια. Όχι μόνο σε έβλεπε απο μακριά και καταλάβαινε ότι έψαχνες δωμάτιο, αλλά μάντευε και την εθνικότητά σου, και σε χαιρετούσε στη γλώσσα σου ρωτώντας άν ψάχνεις δωμάτιο. Πριν από σας, για σας. 

Εκεί που δεν έφτανε το αετίσιο μάτι της, έστελνε τα εγγόνια αντιπροσώπους. «Πήγαινε να δεις Βαγγελάκη, τι παρέες έχουν τ’ άλλα τα μαγαζιά», καμιά φορά όταν είχε λιγότερη δουλειά απο το αναμενόμενο. Ήθελε να ξέρει αν δέν είχε κόσμο γενικά ή ειδικά. Μια, δυο τρεις, στο τέλος ο Βαγγελάκης ήξερε και πήγαινε να δει τι γινόταν γύρω γύρω χωρίς να του το ζητήσει, και έδινε την αναφορά του. 

Καλοδεχούμενη βέβαια και η ανάπαυλα καμιά φορά. Τότε υπήρχε η ευκαιρία να γίνει και τίποτα εκτός προγράμματος, όπως όταν ερχόταν η Βλαχοπούλου, που έμενε δίπλα στα δωμάτια της κυρα-Ζαφειρίτσας για να φάει μακαρονάδα. Ζήταγε να φτιάχνει τη σάλτσα μόνη της, και πήγαινε μαζί με την κυρα-Άννα στην κουζίνα κι έβαζε μες την κατσαρολα κιλά ολόκληρα ντομάτες, και τις έβραζε και τις έβραζε και τις έβραζε μέχρι που δεν έμενε ζουμί και γινόταν ένας πηχτός πολτός, που δέν ήξερες τι ήταν περισότερο, πεντανόστιμος, μοσχοβολιστός ή χάρμα οφθαλμών; 

Αυτή η κυρα Ζαφειρίτσα, που φιλοξενούσε την κυρία Ρένα (τη Βλαχοπούλου), έφτιαχνε τα πιο νόστομα τόστ που μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νούς, γιατί τα βουτύρωνε αδιάκοπα μέχρι που γινόντουσαν τραγανιστά σα πατατάκια, και θυμόταν λέξη προς λέξη όλα τα ποιήματα του σχολείου της, και ήξερε πάντα τι καιρό θα κάνει κοιτάζοντας τα σύννεφα ή από τον τρόπο που πονούσαν τα κόκκαλά της, και φορούσε όλο κάτι ρόμπες με μικροσκοπικά σχεδιάκια και κάτι παντόφλες που έκαναν φρουκ-φρούκ καθως τις έσερνε.

Ο κυρ-Γιώργος, τις ώρες αυτές τις ανάπαυλας έπαιρνε καμιά φορά τη βάρκα του τη Μελίνα και έναν μπλέ στρόγγυλο κουβά και πήγαινε σ ένα μέρος, που το έβρισκε ευθυγραμμίζοντας το τάδε δέντρο με την τάδε βουνοκορυφή και το τάδε βυζί στην παραλία, όπου βρισκόταν βυθισμένο ένα αεροπλάνο που κάποια στιγμή στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο θέλησε να δοκιμάσει τις ικανότητές του ώς υποβρύχιο. Σαν υποβρύχιο δέν τα κατάφερε και τόσο καλά, όμως είχε γίνει μιας πρώτης τάξεως ψαροφωλιά, κι έτσι ο κυρ-Γιώργος γύριζε με τον κουβά του γεμάτο ως πάνω σκουμπριά, και καμιά ζαργάνα αν τύχαινε. Αυτά τα σκουμπριά η κυρα-Άννα τα έκανε γούνες, δηλαδή τα ανοιγε στα δύο και έβαζε απο πάνω ντοματα και κρεμμύδι και τα έψηνε στα κάρβουνα. Δεν περιγράφω άλλο. 

Τα βράδια πια, κατα τις δύο, που τελείωνε η δουλειά, αν περνούσες απ’ έξω από τη Χονολουλού άκουγες γέλια και ξεκαρδίσματα. Ήταν η ώρα που φεύγει η υπερένταση και το παραμικρό προκαλούσε σπαστικά γέλια. Η κυρα-Άννα έφτιαχνε κακάο με νουνού για τα εγγόνια της και τους το βαζε σε κάτι κοντόχοντρα άσπρα φλυτζάνια που κι αυτά έμοιαζαν σα να είχαν σκεμπέ και το χερούλι τους ήταν σαν γαμψή ανάποδη μύτη, και πριν τον ύπνο πίσω στο σπίτι παρά την κούρασή της, έβρισκε κουράγιο να τους πει παραμύθια με χρυσά μήλα, πριγκήπισσες και νεράιδες, που τα ‘χε μάθει από τον πατέρα της τον Χουρμούζη, τον ψηλό Μικρασιάτη που έκανε τις οικοδομικές παρατηρήσεις με τις πορτες και τα παράθυρα. Ο κυρ-Γιώργος ήξερε μόνο ένα παραμύθι, αυτό με τον ελέφαντα και το ράφτη, αλλά ποτέ δε χόρταινες να το ακούς. 

Μεγαλώνοντας στην Χονολουλού, πώς να μην γίνεις γευσιλάγνος και φαγητοπαγής; Πώς να μη συνδέσεις την γεύση με τη ζωή, και τη ζωή με τη γεύση, κι όχι μόνο για φαγητό. Μπορεί να μην ήμασταν απο τζάκι, ήμασταν όμως απο κουζίνα. Η απάντηση λοιπόν στην ερώτηση «πού βρίσκεται η Χονολουλού:», είναι σχετική. Κι αυτό συμβαίνει επειδή ακόμα και σήμερα, η γεύση της βυσσινάδας μου φέρνει στο νου πολλά περισσότερα από όσα θα μπορούσα ποτέ να περιγράψω με λόγια. 


Τι απέγινε, μή με ρωτάτε. Δεν ξέρω, εκτός απο θεμέλιο της ζωής όσων μεγάλωσαν εκεί. Ακούς, παππού; Ακούς, γιαγιά; Εικόνες: Από το οικογενειακό αρχείο του Βαγγέλη Δόνιου 

πηγή 



Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.