του Philippe Rosenthal, Observateur Continental, 10-10-20
Μετάφραση/Εισαγωγή: Μιχαήλ Στυλιανού
[To κατωτέρω άρθρο ανασύρει από την μνήμη μιαν παλιά ιστορική ρήση του Ουίνστον Τσώρτσιλ, μετά τους ισοπεδωτικούς βομβαρδισμούς της Γερμανίας στα τέλη του 2oυ Παγκοσμίου Πολέμου: «Τους Γερμανούς –είπε- πρέπει να τους βομβαρδίζεις έτσι κάθε πενήντα χρόνια. Και δεν πειράζει αν δεν ξέρεις γιατί. Αυτοί ξέρουν…»
Δεν είναι μόνο τα περιστατικά που καταγράφει αυτό το άρθρο που ξαναφέρνουν τον Τσώρτσιλ στην επικαιρότητα. Πρόσφατη συνέντευξη της Γερμανίδας υπουργού Αμύνης αποκαλύπτει τις διαστάσεις προβλήματος πολύ απειλητικότερου για την ειρήνη και την ομαλότητα στην Ευρώπη με την αναβίωση του γερμανικού μιλιταριστικού ηγεμονισμού και ρεβανσισμού.
Η κ. Ανεγκρέτ Κραμπ Καρενμπάουερ δήλωσε στην Die Zeit ότι «είναι καιρός να συζητηθεί η θέση της Γερμανίας στον αυριανό κόσμο», ότι αναμένεται να δείξει ηγετική θέση όχι μόνο ως οικονομική δύναμη « αλλά και στην συλλογική άμυνα» και «στην ενεργό διαμόρφωση της διεθνούς τάξεως». Παρουσίασε την Ρωσία ως απειλητική ταραχοποιό δύναμη και αποδοκίμασε την μέχρι πρόσφατα ειρηνιστική έκφραση του γερμανικού στρατού.
Ινδός διπλωμάτης σε σχετικό άρθρο του συμπέραινε: «Κοντολογίς, η φωνή της Γερμανίας δεν είναι πια η φωνή της ειρήνης.» Σε ελληνική διατύπωση το συμπέρασμα είναι ότι με την φθορά της αμερικανικής επιβολής, αποβάλλεται η «συμμαχική» προσωπίδα των εκδικητικών επιχειρήσεων καταστροφής της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας και αναπροβάλλονται ανενδοίαστα τα αυτοκρατορικά σχέδια του 3ου Ράϊχ σε μιαν ελεγχόμενη Ευρωπαϊκή «Ένωση». Η κακότεχνη σκευωρία Ναβάλνι-Νόβιτσοκ πιθανώς εντάσσεται στον νέον ηγετικό «αμυντικό ρόλο», όπου η ψυχροπολεμική κερδοσκοπία και η στροφή στην βιομηχανία και τις εξαγωγές όπλων προβάλλει ως οδός διαφυγής από την επερχόμενη δεινή τραπεζική, οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση.]
Τριάντα χρόνια μετά την επανένωση της Γερμανίας, η νοσταλγία για τη Βέρμαχτ και την Γκεστάπο φέρεται να επιστρέφει στη χώρα και στις δομές εξουσίας της, σύμφωνα με ορισμένους παρατηρητές. Αυτό προκαλεί έκπληξη ως εκ του γεγονότος ότι από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι ναζιστικοί νόμοι εξακολουθούν να υπάρχουν στο γερμανικό δίκαιο, ότι οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες της (BND) οργανώθηκαν από πρώην Ναζί και ότι στην πραγματικότητα η αποναζιστικοποίηση δεν πραγματοποιήθηκε. Οι τρέχουσες συνθήκες επιτρέπουν στους σπόρους του ναζισμού να ανθίσουν.
Επισήμως, η γερμανική κοινωνία χρειάστηκε πολύ χρόνο και οδύνη για να απαλλαγεί από τη ναζιστική κληρονομιά. Η επανεκπαίδευση των Γερμανών πραγματοποιήθηκε στη Ομοσπονδιακή (Δυτική) Γερμανία και στην Λαϊκή Δημοκρατία (Ανατολική Γερμανία) κάτω από δύο διαφορετικά πολιτικά συστήματα, τα οποία ωστόσο λειτουργούσαν στις ίδιες βάσεις, των διατάξεων του ναζιστικού νόμου. Μπορεί κανείς να μιλήσει για την ένταξη υψηλόβαθμων αξιωματικών της ναζιστικής Βέρμαχτ στη Bundeswehr ή των χιλιάδων Ναζί που δεν υποβλήθηκαν σε επαρκή τιμωρία, αλλά οι Γερμανοί, σε κάποιο βαθμό, έφεραν ειλικρινά στους ώμους τους το βάρος της συλλογικής ευθύνης για τις θηριωδίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου -τουλάχιστον δημοσίως.
Δεν συμφωνεί όλος ο κόσμος για το βάθος της γερμανικής μετάνοιας. Θα υπάρχουν πάντοτε και παντού, στην πραγματικότητα, ορισμένοι που απαιτούν ακόμη περισσότερα αντίποινα. Με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η Γερμανία γνώρισε μια ιστορική καμπή. Το σύνθημα του γερμανικού ειρηνισμού ακούστηκε πραγματικά στις 29 Μαρτίου 1983 με την σύγκληση της δέκατης Ομοσπονδιακής Βουλής και την άφιξη των 28 νέων βουλευτών του κόμματος των Πρασίνων που εισήλθαν στην αίθουσα ολομέλειας με ηλιοτρόπια. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, η ένταση της αντιφασιστικής εκπαίδευσης άρχισε να μειώνεται σταδιακά. Φαινόταν ότι οι Γερμανοί θα επιστρέψουν σε μια φυσιολογική φιλελεύθερη δημοκρατική ζωή. Ωστόσο, κάπου, έκλεισε ένας διακόπτης και η άκρα δεξιά ξαφνικά σήκωσε κεφάλι.
Η ανάγκη για συνεχή οικονομική ανάπτυξη, φθηνό εργατικό δυναμικό και η επίσημη εξήγηση των χαμηλών ποσοστών γεννήσεων των Γερμανών έχουν ωθήσει τη γερμανική κυβέρνηση να φέρει έναν μεγάλο αριθμό εργαζομένων από τον Τρίτο Κόσμο. Η ιστορική ημερομηνία είναι το 2015 με το άνοιγμα των συνόρων κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Με αυτή την φιλο-μεταναστευτική πολιτική που υιοθετήθηκε από το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, η κοινωνική πραγματικότητα έχει οδηγήσει στην επανεμφάνιση των θαυμαστών των παραδόσεων των SS και της Γκεστάπο στις δομές εξουσίας της Γερμανίας.
Για τον ακροδεξιό Γερμανό, ο τρόπος υλοποίησης της πολιτικής του δράσης είναι να υπηρετήσει στην αστυνομία ή στο στρατό. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, 29 αστυνομικοί (25 εκ των οποίων εργάζονταν στο Έσσεν) τέθηκαν σε διαθεσιμότητα στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία για ναζιστικά σχόλια σε μηνύματα και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σβάστικα, φωτογραφίες του Χίτλερ και φωτογραφίες μεταναστών έξω από τους θαλάμους αερίων σόκαραν τις αρχές και στη συνέχεια τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης.
Το 2017, οι υπηρεσίες ασφαλείας ανακάλυψαν την οργάνωση Nordkreuz ("Βόρειος Σταυρός") στο ομοσπονδιακό κρατίδιο του Μεκλεμβούργου-Vorpommern, στην οποία μετείχαν περισσότεροι από 50 αστυνομικοί και στρατιωτικοί. Όχι μόνο αντάλλασσαν αποκαλυπτικές φωτογραφίες στο διαδίκτυο, αλλά προετοίμαζαν μια σειρά δολοφονιών εθελοντών που συμμετείχαν στην παροχή βοήθειας σε πρόσφυγες και σχεδίαζαν μια απόπειρα πραξικοπήματος για να ενεργοποιήσουν ένα καθεστώς όπου δεν θα υπήρχε πλέον χώρος για αλλοδαπούς. Οι στόχοι ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας, του SPD, ο πρώην πρόεδρος Γιόακιμ Γκάουκ, του SPD και η αντιπρόεδρος της Ομοσπονδιακής Βουλής Κλαούντια Ροθ (των Πρασίνων).
Το δίκτυο έκλεψε όπλα και πυρομαχικά από αποθήκες της τοπικής εγκληματικής αστυνομίας, τα οποία ήταν επαρκή για την εκπαίδευση με οπλισμό και την προετοιμασία τρομοκρατικών επιθέσεων. Οι ηγέτες είχαν συντάξει και καταλόγους με αρκετές χιλιάδες υποψήφια θύματα. Με την χαρακτηριστική γερμανική μεθοδικότητα, οι εξτρεμιστές είχαν αγοράσει 200 σακούλες για πτώματα και δεκάδες σακούλες με ενεργό ασβέστη για να εξαφανίσουν τα θύματά τους.
Αυτή η ιστορία είχε μεγάλη απήχηση, αλλά απέχει πολύ από το να είναι η μόνη. Το φθινόπωρο του 2020, ολόκληρα δίκτυα ακροδεξιών αστυνομικών εντοπίστηκαν σε τουλάχιστον τρία από τα 16 ομοσπονδιακά κρατίδια της Γερμανίας. Και μια ειδική μελέτη της στρατιωτικής αντικατασκοπείας έχει εντοπίσει στην αστυνομία 319 υπόπτους που έχουν συμπάθεια με τον ναζισμό και 58 άτομα με τις ίδιες αδυναμίες στις υπηρεσίες ασφαλείας.
Μάλιστα, την άνοιξη του 2020, η υπουργός Άμυνας, Ανγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ, CDU, υποχρεώθηκε να διαλύσει μια ολόκληρη μονάδα των γερμανικών ειδικών δυνάμεων KSK (Kommando Spezialkr-fte, ειδικές δυνάμεις), η οποία έδειχνε κλίση στον ναζισμό. Ο γερμανικός στρατός είχε επίσης το δικό του «Βόρειο Σταυρό». Οι ακροδεξιοί κομάντος έκλεψαν όπλα, πυρομαχικά και εκρηκτικά από τη μονάδα τους, προφανώς με σκοπό να ακολουθήσουν τα σχέδια των "συναδέλφων" τους της Ποινικής Αστυνομίας του Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας.
΄Ηδη εγείρονται ερωτήματα. Βρίσκεται η Γερμανία σε τέτοιαν ανωμαλία ώστε ο στρατός και η αστυνομία να μην μπορούν να διαφυλάξουν την ασφάλεια των όπλων και των εκρηκτικών; ΄Η έχουμε να κάνουμε με ένα πρόβλημα εξτρεμισμού που έχει καταστεί συστημικό και όπου η συστηματική κλοπή οπλισμού ενθαρρύνεται από πολύ ψηλά «για έναν καλό σκοπό» ;
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.