Βλέπουμε με άλλα λόγια έναν σαφή κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου ως πρόσχημα για περαιτέρω στροφή της Αμερικής προς τον αυταρχισμό.
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Όσο περνάνε οι μέρες, τόσο συσκοτίζεται αντί να διευκρινίζεται, η εικόνα του τι πραγματικά συνέβη στις 6 Ιανουαρίου στη Ουάσιγκτον, ενώ παραμένουν αναπάντητα κρίσιμα ερωτηματικά για τον ρόλο της Αστυνομίας του Καπιτωλίου, του Πενταγώνου και του FBI, στις επτά ώρες που διήρκεσαν τα γεγονότα, τα οποία οι Δημοκρατικοί χαρακτηρίζουν τώρα ως εξέγερση.
Στο μεταξύ οι Δημοκρατικοί, με επικεφαλής τη Νάνσυ Πελόζι, προχωρούν με διαδικασίες «fast track» τη διαδικασία καθαίρεσης του Τραμπ με την κατηγορία της «υποκίνησης σε στάση» και επιχειρούν ταυτόχρονα να αποκλείσουν ισοβίως τον ίδιο και τους συνεργάτες του από την κατοχή δημόσιου αξιώματος και να διασπάσουν το κόμμα του. ‘Εχουν δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα όπου πας διαφωνών με τις αποφάσεις τους θεωρείται περίπου οπαδός του Τραμπ και εχθρός της δημοκρατίας. Όταν ο Δημοκρατικός βουλευτής Kurt Schrader από το Όρεγκον τόλμησε να διαφωνήσει με τη διαδικασία δεύτερης προσπάθειας καθαίρεσης του Τραμπ, λέγοντας ότι ισοδυναμεί με λιντσάρισμα, ήταν τέτοια η κατακραυγή που σηκώθηκε ώστε αναγκάστηκε να ζητήσει δημόσια συγγνώμη.
H αντιπαράθεση προς τον Τραμπ γίνεται όμως χωρίς κανένα πολιτικό επιχείρημα, που να αναιρεί τους λόγους για τον οποίο τον υποστήριξαν, ή και συνεχίζουν να τον υποστηρίζουν, εκατομμύρια Αμερικανών. Είναι αλήθεια ότι η καμπάνια αυτή έχει μετατοπίσει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας εναντίον του. Ο «αντι-τραμπισμός» έχει τώρα κυριαρχήσει στην ατμόσφαιρα, ταυτόχρονα όμως αυτή η επίθεση, με τον τρόπο που γίνεται, «τσιμεντώνει» στην πραγματικότητα τον σκληρό πυρήνα των οπαδών του, εντείνει την αίσθησή του ότι ο Τραμπ είναι και ήρωας και θύμα και τον εγκλωβίζει όλο και περισσότερο στην δική του «εικονική πραγματικότητα».
Η κοινή γνώμη στην Αμερική αλλά και παγκοσμίως, χωρίζεται όλο και περισσότερο σε δύο ακραίες παρατάξεις (που έχουν εμφανιστεί και στην Ελλάδα). Η μία αποδέχεται τις μετρητοίς ότι της σερβίρει το πολιτικό και εκδοτικό κατεστημένο, η δε βυθίζεται σε έναν κόσμο παράνοιας, τροφοδοτημένο από τα παγκόσμια ιντερνετικά δίκτυα της άκρας δεξιάς, όπου συνυπάρχουν έλλογη αμφισβήτηση με εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας. Αμφότερες ζουν στις δικές τους, εν πολλοίς εικονικές πραγματικότητες, έστω και αν η δεύτερη είναι πλέον πιο προχωρημένη ως προς τον παράλογο χαρακτήρα της δικής της «πραγματικότητας». Τα δύο στρατόπεδα δεν διαλέγονται μεταξύ τους, έχει καταργηθεί δηλαδή ο βασικότερος τρόπος αναζήτησης της αλήθειας, η αντίθεση, αλλά και δεν υπάρχει πλέον όχι συμφωνία για το νόημα των γεγονότων, ούτε καν για το ποια είναι τα γεγονότα.
Οι Δημοκρατικοί και τα μέσα ενημέρωσης επιτίθενται στον Τραμπ κατηγορώντας τον ότι εστράφη κατά του αμερικανικού κράτους και των θεσμών του (ενίοτε με τον ακόμα πιο γελοίο ισχυρισμό ότι τα έκανε αυτά ως πράκτωρ της Ρωσίας. Εξίσου γελοίος είναι βέβαια και ο ισχυρισμός Τραμπ ότι τον κυνηγάει η «ριζοσπαστικής αριστερά» ή ότι οι Δημοκρατικοί έγιναν όργανό της). Το πρόβλημα είναι ότι εκατομμύρια Αμερικανοί πιστεύουν εδώ και καιρό ότι το αμερικανικό κράτος συμπεριφέρεται ως εχθρός τους και ο Τραμπ ως φίλος τους, ενώ για τους «δημοκρατικούς θεσμούς» έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι λειτουργούν εναντίον τους, πράγμα που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, αφού αυτοί οι θεσμοί είναι, εδώ και καιρό, τυφλά όργανα του Κεφαλαίου.
Αν αυτοί οι άνθρωποι πήγαν στη νεοφασιστική (έστω και αν δεν θέλει να τη λέμε έτσι) άκρα δεξιά του Τραμπ, είναι γιατί η ίδια η αμερικανική εξουσία τους έχει προ πολλού αποξενώσει μεταχειριζόμενη μεγάλο αριθμό των πολιτών της ως αναλώσιμα και περιφρονητέα σκουπίδια. Προφανώς ο νεοφασισμός συνιστά απειλή για τους «δημοκρατικούς θεσμούς», αλλά είναι σημαντικό ότι οι Δημοκρατικοί δεν κατηγορούν τον Τραμπ για αυτό που πραγματικά είναι, αλλά μάλλον για πράγματα που δεν είναι – ούτε καν τον όρο «άκρα δεξιά» δεν χρησιμοποιούν.
Στην πραγματικότητα όμως, αυτό που κάνει τους οπαδούς του Τραμπ, ή ένα μέρος τους, αντιπάλους των «δημοκρατικών θεσμών», στο μέτρο που τους κάνει, είναι η αίσθησή τους ότι αυτοί οι θεσμοί δεν είναι στην πραγματικότητα δημοκρατικοί, δεν λειτουργούν υπέρ του Δήμου, αλλά εναντίον του και προς όφελος του Χρήματος.
Νά’σου και η Τρομοκρατία…
Ο Μπάιντεν έσπευσε να περιγράψει τους διαδηλωτές που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο ως «τρομοκράτες». Μπορεί κάποιος να πει τους διαδηλωτές «φασίστες» ή να τους επικρίνει για την ενέργειά τους, είναι φανερό όμως ότι δεν είναι τρομοκράτες με την έννοια που αποδίδει το δίκαιο και η κοινή λογική. Όλος ο κόσμος έχει δει τρομοκρατικές πράξεις και ξέρει να τις αναγνωρίζει.
Η χρήση όμως ενός τέτοιου ψευδούς και παραπλανητικού όρου από τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ συνιστά εξαιρετικά επικίνδυνο προηγούμενο και αρχή διολίσθησης προς την ποινικοποίηση της διαφορετικής άποψης και της πολιτικής διαφωνίας. Κινδυνεύει να συμβάλλει στην οικοδόμηση ενός κατασταλτικού οπλοστασίου, προορισμένου να ασκήσει το ίδιο τρομοκρατία κατά της άκρας δεξιάς σήμερα, κατά οποιουδήποτε άλλου αύριο.
Πόσο μάλλον που μιλάμε για τις Ηνωμένες Πολιτείες που, επικαλούμενες την ανάγκη καταπολέμησης της τρομοκρατίας, άρχισαν τη μετατροπή τους σε ολοκληρωτικό κράτος, με τα Γκουαντάναμο και τα συστήματα παρακολούθησης όλου του πληθυσμού τους. Ο ίδιος μάλιστα ο Μπάιντεν συνέβαλε προσωπικά σε αυτό υπερψηφίζοντας την Patriot Act την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου. Μήπως στην ίδια κατεύθυνση δεν κινείται άλλωστε όλη η Δύση, με πρωτοπορούσα τη Γαλλία των Φρανσουά Ολλάντ και Εμμανουέλ Μακρόν;
Η διαφορά στη μεταχείριση του Ντάνιελ Έλσμπεργκ των Pentagon Papers (που «ανατίναξε» στην εποχή του με τις αποκαλύψεις του την αμερικανική πολιτική στο Βιετνάμ), με αυτή της Τσέλσι Μάννινγκ και του Τζούλιαν Ασάνζ, μας δίνει το ακριβές μέτρο της εξέλιξης του αμερικανικού και δυτικού καπιταλισμού προς τον ολοκληρωτισμό.
Ειρήσθω εν παρόδω, η σαφής, διακριτή αυταρχική στροφή της δικής μας κυβέρνησης (και είμαστε μόνο στην αρχή πιθανώς) μπορεί να μην γίνεται από μόνη της, όπως και τίποτα στην Ελλάδα, αλλά να είναι και αυτή προϊόν εισαγωγής από τις ΗΠΑ. Μια σειρά άρθρων για την ελληνική άκρα δεξιά και τους Αμερικανούς έχει δημοσιεύσει το περιοδικό CovertAction Magazine. Δεν γνωρίζουμε αν ευσταθούν τα όσα αναγράφονται εκεί, αλλά το σημειώνουμε με ανησυχία.
Δεν είδαμε επίσης τους Δημοκρατικούς να εξεγείρονται (το αντίθετο) για την προσπάθεια να δολοφονηθεί ο Ασσάνζ, χωρίς να αναλάβουν την ευθύνη για αυτό το βρετανικό και το αμερικανικό κράτος. Δεν τους είδαμε να εξεγείρονται, όταν ο Τραμπ έδωσε χάρη στους φρικτούς εγκληματίες της Blackwater, που έδρασαν για λογαριασμό του αμερικανικού κράτους στο Ιράκ, μια χάρη που πέντε εισηγητές και ειδικοί εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ χαρακτήρισαν ως παραβίαση των συνθηκών της Γενεύης για τον πόλεμο. (Αυτό βεβαίως ισχύει και για τους οπαδούς του Τραμπ, που εξακολουθούν και σήμερα να θεωρούν τον Αμερικανό Πρόεδρο ως αντίπαλο των πολέμων. Μήπως μπορούν να μας εξηγήσουν τι τον ώθησε σε αυτή τη χάρη; Ποια εξήγηση δίνουν επίσης στο γεγονός ότι τις τελευταίες μέρες της παραμονής της στην εξουσία, η κυβέρνησή του έβαλε την Κούβα στη λίστα των «χωρών που υποστηρίζουν την τρομοκρατία» και κατηγόρησε τον Ομπάμα ότι ήταν soft με τους Ρώσους, σε αντίθεση με την ίδια που κατήργησε τη συνθήκη INF για τους ευρωπυραύλους, μια από τις σημαντικότερες συνθήκες για τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων; Για μια πιο αναλυτική περιγραφή της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ βλ. το άρθρο μας O Τραμπ έχασε, ζήτω ο τραμπισμός! Η παγκόσμια σημασία της σύγκρουσης στις ΗΠΑ και επίσης την έξοχη ανάλυση των Michael Klare και Tom Engelhardt).
Βλέπουμε με άλλα λόγια έναν σαφή κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου ως πρόσχημα για περαιτέρω στροφή της Αμερικής προς τον αυταρχισμό. Υπάρχει πάντως, οφείλουμε να σημειώσουμε, και μια κατ’ αρχήν θετική εξέλιξη, μια σειρά μέτρων που προωθεί μια ομάδα Δημοκρατικών βουλευτών που θέλουν να περιορίσουν τη δυνατότητα Προέδρων να απονέμουν χάρη, να υποχρεώνονται να δημοσιοποιούν τις φορολογικές τους δηλώσεις, να διευρύνουν τις ελεγκτικές εξουσίες ανεξάρτητων υπηρεσιών και να επιβάλλουν ισχυρότερες απαγορεύσεις πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων, χωρίς όμως, από ό,τι έχει γίνει γνωστό μέχρι τώρα, να περιορίζουν τις υπερεξουσίες που έχουν περιβληθεί σε θέματα έκτακτης ανάγκης. (Θετική επίσης πρέπει μάλλον να θεωρηθεί και η τοποθέτηση του Ουίλιαμ Μπερνς ως επικεφαλής της CIA).
Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι μόνο να εμποδιστεί η κατάχρηση των προεδρικών εξουσιών, έστω και αν τα προαναφερθέντα μέτρα θα συνιστούν τη μεγαλύτερη αναθεώρηση του αμερικανικού προεδρικού συστήματος από την εποχή του Watergate. Θετικά όλα αυτά, αλλά σταγόνα στον ωκεανό της καταλυτικής επίδρασης των Βαρόνων του Χρήματος στην αμερικανική θεσμική λειτουργία.
Από τα πραξικοπήματα δια των τραπεζών στα πραξικοπήματα δια του Ίντερνετ
Εδώ και καιρό έχει επισημανθεί ότι, χωρίς να εγκαταλειφθεί εντελώς η μέθοδος των πραξικοπημάτων με τα τανκς (που γνώρισαν τόσο καλά στην ιστορία τους Ελλάδα και Κύπρος), μπήκαμε στην εποχή των πραξικοπημάτων δια των banks, των τραπεζών. Και εδώ άλλωστε είμαστε, Ελλάδα και Κύπρος πρωτοπορία, με τα Μνημόνια και τις Δανειακές στην Ελλάδα, με τη δήμευση των καταθέσεων και, εμμέσως, των ίδιων των τραπεζών, στην Κύπρο.
Με αφορμή όμως τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, μπαίνουμε πλέον και πανηγυρικά στην εποχή των πραξικοπημάτων δια των social media, με τους γίγαντες του Ίντερνετ να διεκδικούν ρόλο Μεγάλου Ιεροεξεταστή, στις ΗΠΑ και παγκοσμίως, εκμεταλλευόμενοι την μονοπωλιακή τους θέση στο σύστημα πληροφόρησης. Η 6η Ιανουαρίου τους έδωσε την ευκαιρία να κάνουν το δικό τους εν εξελίξει πραξικόπημα, με την λογοκρισία του ίδιου του προέδρου των ΗΠΑ.
Η λογοκρισία είναι καλό να αποφεύγεται σε κάθε περίπτωση, ούτε και είναι αποτελεσματική σε τελική ανάλυση, μάλλον συνιστά εκδήλωση πολιτικής αδυναμίας και αμηχανίας. Ακόμα και αν δεχθούμε όμως ότι είναι απαραίτητη, υπό πολύ εξαιρετικές συνθήκες, είναι αρμοδιότητα κρατικών οργάνων, δεν μπορούν να αποφασίζουν αν και πως θα την ασκήσουν δύο δισεκατομμυριούχοι από την Καλιφόρνια, ο Τζακ Ντόρσεϊ του Twitter και ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ του Facebook, οι οποίοι μάλιστα στο παρελθόν δεν έδειξαν να έχουν κανένα πρόβλημα με την άκρα δεξιά και με τον Τραμπ. Aν σήμερα λογοκρίνουν τον πρόεδρο των ΗΠΑ, ποιος θα τους εμποδίσει να λογοκρίνουν αύριο τον Σάντερς, τον Τσόμσκυ ή οποιονδήποτε άλλο; Το κάνει ήδη η Google λογοκρίνοντας, στις μηχανές αναζήτησης, αριστερά αμερικανικά σάιτ, ενώ και το Twitter εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να πολλαπλασιάσει τις δραστηριότητές του. Αποφάσισε να κατεβάσει ένα άρθρο που ανήρτησε η κινεζική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον απαντώντας στις κατηγορίες κατά του Πεκίνου για τους Ουιγούρους και λογόκρινε αξιωματούχους και πολιτικούς της Ουγκάντα. Ακόμα και οι New York Times ανησύχησαν και δημοσίευσαν στην πρώτη σελίδα τους άρθρο με τίτλο «Που βρίσκεται η εξουσία». Ανησυχία εξέφρασε ακόμα και η καγκελάριος Μέρκελ.
Το ζήτημα δεν αφορά μόνο τη βιομηχανία του Ίντερνετ. Αυτή τη στιγμή ελάχιστος αριθμός χρηματοπιστωτικών οργανισμών και πολυεθνικών εταιρειών (όπως και διαδικτυακών πλατφορμών) έχουν συγκεντρώσει κάθε είδους εξουσία σε θέματα που άπτονται του ίδιου του μέλλοντος του ανθρώπινου πολιτισμού και της ζωής πάνω στη Γη, από το κλίμα έως τα φάρμακα και τα εμβόλια και από τα πειράματα με το DNA έως τη χειραγώγηση και τον έλεγχο ολόκληρων χωρών και κοινωνιών.
Μέτρα εθνικοποίησης με κοινωνικό και διεθνή έλεγχο αυτών των τεράτων, που αναπτύσσονται όπως οι καρκινικοί όγκοι στο σώμα της ανθρωπότητας επιβάλλονται εδώ και καιρό, και γίνονται όλο και περισσότερο αναγκαίος όρος σωτηρίας της ανθρωπότητας.
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Όσο περνάνε οι μέρες, τόσο συσκοτίζεται αντί να διευκρινίζεται, η εικόνα του τι πραγματικά συνέβη στις 6 Ιανουαρίου στη Ουάσιγκτον, ενώ παραμένουν αναπάντητα κρίσιμα ερωτηματικά για τον ρόλο της Αστυνομίας του Καπιτωλίου, του Πενταγώνου και του FBI, στις επτά ώρες που διήρκεσαν τα γεγονότα, τα οποία οι Δημοκρατικοί χαρακτηρίζουν τώρα ως εξέγερση.
Στο μεταξύ οι Δημοκρατικοί, με επικεφαλής τη Νάνσυ Πελόζι, προχωρούν με διαδικασίες «fast track» τη διαδικασία καθαίρεσης του Τραμπ με την κατηγορία της «υποκίνησης σε στάση» και επιχειρούν ταυτόχρονα να αποκλείσουν ισοβίως τον ίδιο και τους συνεργάτες του από την κατοχή δημόσιου αξιώματος και να διασπάσουν το κόμμα του. ‘Εχουν δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα όπου πας διαφωνών με τις αποφάσεις τους θεωρείται περίπου οπαδός του Τραμπ και εχθρός της δημοκρατίας. Όταν ο Δημοκρατικός βουλευτής Kurt Schrader από το Όρεγκον τόλμησε να διαφωνήσει με τη διαδικασία δεύτερης προσπάθειας καθαίρεσης του Τραμπ, λέγοντας ότι ισοδυναμεί με λιντσάρισμα, ήταν τέτοια η κατακραυγή που σηκώθηκε ώστε αναγκάστηκε να ζητήσει δημόσια συγγνώμη.
H αντιπαράθεση προς τον Τραμπ γίνεται όμως χωρίς κανένα πολιτικό επιχείρημα, που να αναιρεί τους λόγους για τον οποίο τον υποστήριξαν, ή και συνεχίζουν να τον υποστηρίζουν, εκατομμύρια Αμερικανών. Είναι αλήθεια ότι η καμπάνια αυτή έχει μετατοπίσει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας εναντίον του. Ο «αντι-τραμπισμός» έχει τώρα κυριαρχήσει στην ατμόσφαιρα, ταυτόχρονα όμως αυτή η επίθεση, με τον τρόπο που γίνεται, «τσιμεντώνει» στην πραγματικότητα τον σκληρό πυρήνα των οπαδών του, εντείνει την αίσθησή του ότι ο Τραμπ είναι και ήρωας και θύμα και τον εγκλωβίζει όλο και περισσότερο στην δική του «εικονική πραγματικότητα».
Η κοινή γνώμη στην Αμερική αλλά και παγκοσμίως, χωρίζεται όλο και περισσότερο σε δύο ακραίες παρατάξεις (που έχουν εμφανιστεί και στην Ελλάδα). Η μία αποδέχεται τις μετρητοίς ότι της σερβίρει το πολιτικό και εκδοτικό κατεστημένο, η δε βυθίζεται σε έναν κόσμο παράνοιας, τροφοδοτημένο από τα παγκόσμια ιντερνετικά δίκτυα της άκρας δεξιάς, όπου συνυπάρχουν έλλογη αμφισβήτηση με εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας. Αμφότερες ζουν στις δικές τους, εν πολλοίς εικονικές πραγματικότητες, έστω και αν η δεύτερη είναι πλέον πιο προχωρημένη ως προς τον παράλογο χαρακτήρα της δικής της «πραγματικότητας». Τα δύο στρατόπεδα δεν διαλέγονται μεταξύ τους, έχει καταργηθεί δηλαδή ο βασικότερος τρόπος αναζήτησης της αλήθειας, η αντίθεση, αλλά και δεν υπάρχει πλέον όχι συμφωνία για το νόημα των γεγονότων, ούτε καν για το ποια είναι τα γεγονότα.
Οι Δημοκρατικοί και τα μέσα ενημέρωσης επιτίθενται στον Τραμπ κατηγορώντας τον ότι εστράφη κατά του αμερικανικού κράτους και των θεσμών του (ενίοτε με τον ακόμα πιο γελοίο ισχυρισμό ότι τα έκανε αυτά ως πράκτωρ της Ρωσίας. Εξίσου γελοίος είναι βέβαια και ο ισχυρισμός Τραμπ ότι τον κυνηγάει η «ριζοσπαστικής αριστερά» ή ότι οι Δημοκρατικοί έγιναν όργανό της). Το πρόβλημα είναι ότι εκατομμύρια Αμερικανοί πιστεύουν εδώ και καιρό ότι το αμερικανικό κράτος συμπεριφέρεται ως εχθρός τους και ο Τραμπ ως φίλος τους, ενώ για τους «δημοκρατικούς θεσμούς» έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι λειτουργούν εναντίον τους, πράγμα που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, αφού αυτοί οι θεσμοί είναι, εδώ και καιρό, τυφλά όργανα του Κεφαλαίου.
Αν αυτοί οι άνθρωποι πήγαν στη νεοφασιστική (έστω και αν δεν θέλει να τη λέμε έτσι) άκρα δεξιά του Τραμπ, είναι γιατί η ίδια η αμερικανική εξουσία τους έχει προ πολλού αποξενώσει μεταχειριζόμενη μεγάλο αριθμό των πολιτών της ως αναλώσιμα και περιφρονητέα σκουπίδια. Προφανώς ο νεοφασισμός συνιστά απειλή για τους «δημοκρατικούς θεσμούς», αλλά είναι σημαντικό ότι οι Δημοκρατικοί δεν κατηγορούν τον Τραμπ για αυτό που πραγματικά είναι, αλλά μάλλον για πράγματα που δεν είναι – ούτε καν τον όρο «άκρα δεξιά» δεν χρησιμοποιούν.
Στην πραγματικότητα όμως, αυτό που κάνει τους οπαδούς του Τραμπ, ή ένα μέρος τους, αντιπάλους των «δημοκρατικών θεσμών», στο μέτρο που τους κάνει, είναι η αίσθησή τους ότι αυτοί οι θεσμοί δεν είναι στην πραγματικότητα δημοκρατικοί, δεν λειτουργούν υπέρ του Δήμου, αλλά εναντίον του και προς όφελος του Χρήματος.
Νά’σου και η Τρομοκρατία…
Ο Μπάιντεν έσπευσε να περιγράψει τους διαδηλωτές που εισέβαλαν στο Καπιτώλιο ως «τρομοκράτες». Μπορεί κάποιος να πει τους διαδηλωτές «φασίστες» ή να τους επικρίνει για την ενέργειά τους, είναι φανερό όμως ότι δεν είναι τρομοκράτες με την έννοια που αποδίδει το δίκαιο και η κοινή λογική. Όλος ο κόσμος έχει δει τρομοκρατικές πράξεις και ξέρει να τις αναγνωρίζει.
Η χρήση όμως ενός τέτοιου ψευδούς και παραπλανητικού όρου από τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ συνιστά εξαιρετικά επικίνδυνο προηγούμενο και αρχή διολίσθησης προς την ποινικοποίηση της διαφορετικής άποψης και της πολιτικής διαφωνίας. Κινδυνεύει να συμβάλλει στην οικοδόμηση ενός κατασταλτικού οπλοστασίου, προορισμένου να ασκήσει το ίδιο τρομοκρατία κατά της άκρας δεξιάς σήμερα, κατά οποιουδήποτε άλλου αύριο.
Πόσο μάλλον που μιλάμε για τις Ηνωμένες Πολιτείες που, επικαλούμενες την ανάγκη καταπολέμησης της τρομοκρατίας, άρχισαν τη μετατροπή τους σε ολοκληρωτικό κράτος, με τα Γκουαντάναμο και τα συστήματα παρακολούθησης όλου του πληθυσμού τους. Ο ίδιος μάλιστα ο Μπάιντεν συνέβαλε προσωπικά σε αυτό υπερψηφίζοντας την Patriot Act την επαύριο της 11ης Σεπτεμβρίου. Μήπως στην ίδια κατεύθυνση δεν κινείται άλλωστε όλη η Δύση, με πρωτοπορούσα τη Γαλλία των Φρανσουά Ολλάντ και Εμμανουέλ Μακρόν;
Η διαφορά στη μεταχείριση του Ντάνιελ Έλσμπεργκ των Pentagon Papers (που «ανατίναξε» στην εποχή του με τις αποκαλύψεις του την αμερικανική πολιτική στο Βιετνάμ), με αυτή της Τσέλσι Μάννινγκ και του Τζούλιαν Ασάνζ, μας δίνει το ακριβές μέτρο της εξέλιξης του αμερικανικού και δυτικού καπιταλισμού προς τον ολοκληρωτισμό.
Ειρήσθω εν παρόδω, η σαφής, διακριτή αυταρχική στροφή της δικής μας κυβέρνησης (και είμαστε μόνο στην αρχή πιθανώς) μπορεί να μην γίνεται από μόνη της, όπως και τίποτα στην Ελλάδα, αλλά να είναι και αυτή προϊόν εισαγωγής από τις ΗΠΑ. Μια σειρά άρθρων για την ελληνική άκρα δεξιά και τους Αμερικανούς έχει δημοσιεύσει το περιοδικό CovertAction Magazine. Δεν γνωρίζουμε αν ευσταθούν τα όσα αναγράφονται εκεί, αλλά το σημειώνουμε με ανησυχία.
Δεν είδαμε επίσης τους Δημοκρατικούς να εξεγείρονται (το αντίθετο) για την προσπάθεια να δολοφονηθεί ο Ασσάνζ, χωρίς να αναλάβουν την ευθύνη για αυτό το βρετανικό και το αμερικανικό κράτος. Δεν τους είδαμε να εξεγείρονται, όταν ο Τραμπ έδωσε χάρη στους φρικτούς εγκληματίες της Blackwater, που έδρασαν για λογαριασμό του αμερικανικού κράτους στο Ιράκ, μια χάρη που πέντε εισηγητές και ειδικοί εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ χαρακτήρισαν ως παραβίαση των συνθηκών της Γενεύης για τον πόλεμο. (Αυτό βεβαίως ισχύει και για τους οπαδούς του Τραμπ, που εξακολουθούν και σήμερα να θεωρούν τον Αμερικανό Πρόεδρο ως αντίπαλο των πολέμων. Μήπως μπορούν να μας εξηγήσουν τι τον ώθησε σε αυτή τη χάρη; Ποια εξήγηση δίνουν επίσης στο γεγονός ότι τις τελευταίες μέρες της παραμονής της στην εξουσία, η κυβέρνησή του έβαλε την Κούβα στη λίστα των «χωρών που υποστηρίζουν την τρομοκρατία» και κατηγόρησε τον Ομπάμα ότι ήταν soft με τους Ρώσους, σε αντίθεση με την ίδια που κατήργησε τη συνθήκη INF για τους ευρωπυραύλους, μια από τις σημαντικότερες συνθήκες για τον έλεγχο των πυρηνικών όπλων; Για μια πιο αναλυτική περιγραφή της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ βλ. το άρθρο μας O Τραμπ έχασε, ζήτω ο τραμπισμός! Η παγκόσμια σημασία της σύγκρουσης στις ΗΠΑ και επίσης την έξοχη ανάλυση των Michael Klare και Tom Engelhardt).
Βλέπουμε με άλλα λόγια έναν σαφή κίνδυνο να χρησιμοποιηθούν τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου ως πρόσχημα για περαιτέρω στροφή της Αμερικής προς τον αυταρχισμό. Υπάρχει πάντως, οφείλουμε να σημειώσουμε, και μια κατ’ αρχήν θετική εξέλιξη, μια σειρά μέτρων που προωθεί μια ομάδα Δημοκρατικών βουλευτών που θέλουν να περιορίσουν τη δυνατότητα Προέδρων να απονέμουν χάρη, να υποχρεώνονται να δημοσιοποιούν τις φορολογικές τους δηλώσεις, να διευρύνουν τις ελεγκτικές εξουσίες ανεξάρτητων υπηρεσιών και να επιβάλλουν ισχυρότερες απαγορεύσεις πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων, χωρίς όμως, από ό,τι έχει γίνει γνωστό μέχρι τώρα, να περιορίζουν τις υπερεξουσίες που έχουν περιβληθεί σε θέματα έκτακτης ανάγκης. (Θετική επίσης πρέπει μάλλον να θεωρηθεί και η τοποθέτηση του Ουίλιαμ Μπερνς ως επικεφαλής της CIA).
Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι μόνο να εμποδιστεί η κατάχρηση των προεδρικών εξουσιών, έστω και αν τα προαναφερθέντα μέτρα θα συνιστούν τη μεγαλύτερη αναθεώρηση του αμερικανικού προεδρικού συστήματος από την εποχή του Watergate. Θετικά όλα αυτά, αλλά σταγόνα στον ωκεανό της καταλυτικής επίδρασης των Βαρόνων του Χρήματος στην αμερικανική θεσμική λειτουργία.
Από τα πραξικοπήματα δια των τραπεζών στα πραξικοπήματα δια του Ίντερνετ
Εδώ και καιρό έχει επισημανθεί ότι, χωρίς να εγκαταλειφθεί εντελώς η μέθοδος των πραξικοπημάτων με τα τανκς (που γνώρισαν τόσο καλά στην ιστορία τους Ελλάδα και Κύπρος), μπήκαμε στην εποχή των πραξικοπημάτων δια των banks, των τραπεζών. Και εδώ άλλωστε είμαστε, Ελλάδα και Κύπρος πρωτοπορία, με τα Μνημόνια και τις Δανειακές στην Ελλάδα, με τη δήμευση των καταθέσεων και, εμμέσως, των ίδιων των τραπεζών, στην Κύπρο.
Με αφορμή όμως τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, μπαίνουμε πλέον και πανηγυρικά στην εποχή των πραξικοπημάτων δια των social media, με τους γίγαντες του Ίντερνετ να διεκδικούν ρόλο Μεγάλου Ιεροεξεταστή, στις ΗΠΑ και παγκοσμίως, εκμεταλλευόμενοι την μονοπωλιακή τους θέση στο σύστημα πληροφόρησης. Η 6η Ιανουαρίου τους έδωσε την ευκαιρία να κάνουν το δικό τους εν εξελίξει πραξικόπημα, με την λογοκρισία του ίδιου του προέδρου των ΗΠΑ.
Η λογοκρισία είναι καλό να αποφεύγεται σε κάθε περίπτωση, ούτε και είναι αποτελεσματική σε τελική ανάλυση, μάλλον συνιστά εκδήλωση πολιτικής αδυναμίας και αμηχανίας. Ακόμα και αν δεχθούμε όμως ότι είναι απαραίτητη, υπό πολύ εξαιρετικές συνθήκες, είναι αρμοδιότητα κρατικών οργάνων, δεν μπορούν να αποφασίζουν αν και πως θα την ασκήσουν δύο δισεκατομμυριούχοι από την Καλιφόρνια, ο Τζακ Ντόρσεϊ του Twitter και ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ του Facebook, οι οποίοι μάλιστα στο παρελθόν δεν έδειξαν να έχουν κανένα πρόβλημα με την άκρα δεξιά και με τον Τραμπ. Aν σήμερα λογοκρίνουν τον πρόεδρο των ΗΠΑ, ποιος θα τους εμποδίσει να λογοκρίνουν αύριο τον Σάντερς, τον Τσόμσκυ ή οποιονδήποτε άλλο; Το κάνει ήδη η Google λογοκρίνοντας, στις μηχανές αναζήτησης, αριστερά αμερικανικά σάιτ, ενώ και το Twitter εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να πολλαπλασιάσει τις δραστηριότητές του. Αποφάσισε να κατεβάσει ένα άρθρο που ανήρτησε η κινεζική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον απαντώντας στις κατηγορίες κατά του Πεκίνου για τους Ουιγούρους και λογόκρινε αξιωματούχους και πολιτικούς της Ουγκάντα. Ακόμα και οι New York Times ανησύχησαν και δημοσίευσαν στην πρώτη σελίδα τους άρθρο με τίτλο «Που βρίσκεται η εξουσία». Ανησυχία εξέφρασε ακόμα και η καγκελάριος Μέρκελ.
Το ζήτημα δεν αφορά μόνο τη βιομηχανία του Ίντερνετ. Αυτή τη στιγμή ελάχιστος αριθμός χρηματοπιστωτικών οργανισμών και πολυεθνικών εταιρειών (όπως και διαδικτυακών πλατφορμών) έχουν συγκεντρώσει κάθε είδους εξουσία σε θέματα που άπτονται του ίδιου του μέλλοντος του ανθρώπινου πολιτισμού και της ζωής πάνω στη Γη, από το κλίμα έως τα φάρμακα και τα εμβόλια και από τα πειράματα με το DNA έως τη χειραγώγηση και τον έλεγχο ολόκληρων χωρών και κοινωνιών.
Μέτρα εθνικοποίησης με κοινωνικό και διεθνή έλεγχο αυτών των τεράτων, που αναπτύσσονται όπως οι καρκινικοί όγκοι στο σώμα της ανθρωπότητας επιβάλλονται εδώ και καιρό, και γίνονται όλο και περισσότερο αναγκαίος όρος σωτηρίας της ανθρωπότητας.
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.