Οι μαυραγορίτες, ήταν ανάμεσα στους "πλουτίσαντες επί Κατοχής"

του Σπύρου Κουζινόπουλου

Υπέφερε τα πάνδεινα ο ελληνικός λαός την περίοδο της ναζιστικής Κατοχής 1941-1944. Εκτελέσεις, πείνα, βασανιστήρια, τρομοκρατία, λεηλασίες, βιασμοί απ' άκρη σε άκρη σε όλη τη χώρα. Ιδιαίτερα βαρύ, το τίμημα που πλήρωσαν η Θεσσαλονίκη και ολόκληρη η Μακεδονία στο χιτλερικό τέρας. Η πρωτεύουσα του Μακεδονικού Ελληνισμού πότισε δυσανάλογα το δέντρο της λευτεριάς. Μόνοι κερδισμένοι οι δωσίλογοι, οι μαυραγορίτες και όσοι είχαν οικονομικές δοσοληψίες με τους κατακτητέςΟι περίπου χίλιοι πεντακόσιοι εκτελεσμένοι από τους Γερμανούς κατακτητές, οι εκατοντάδες δολοφονημένοι από τους δωσίλογους συνεργάτες τους και οι δεκάδες χιλιάδες βασανισμένοι στα άντρα της Γκεστάπο, ο αφανισμός της πολυπληθούς Εβραϊκής κοινότητας με τους 50.000 Ισραηλίτες να μαρτυρούν στα κρεματόρια του Γ΄ Ράϊχ και οι νεκροί από την πείνα, το κρύο, τις στερήσεις, γεμίζουν πλήθος αιματοβαμμένων σελίδων στην ιστορία της Κατοχής.

Λίγο-πολύ είναι γνωστά τα βάσανα που πέρασε η συντριπτική πλειοψηφία των συμπατριωτών μας εκείνη τη μαύρη τετραετία. Όμως ελάχιστα γνωστά στους λίγους, άγνωστα στους περισσότερους, παραμένουν δύο ακόμη μεγάλα εγκλήματα των Ναζί στη Θεσσαλονίκη, οικονομικά τη φορά αυτή, που έμειναν για δεκαετίες στην αφάνεια με ευθύνη δυστυχώς του επίσημου ελληνικού κράτους. Κι αυτό γιατί είχαν ως πρωταγωνιστές αστέρες της οικονομικής ολιγαρχίας, της πλαστής "εθνικοφροσύνης" και του υπερπατριωτισμού. Με λίγα λόγια, όλα εκείνα τα στοιχεία που στήριξαν μετά το τέλος της Κατοχής το μετεμφυλιακό κράτος. Εξάλλου, στη Θεσσαλονίκη, ο «πατριωτισμός» ήταν πάντα ένα καλό διαβατήριο για κάθε είδους ανέλιξη. Σημαντικά τμήματα της χριστιανικής αστικής τάξης άνοιξαν τα σπίτια τους και συνδιασκέδαζαν με τους κατακτητές, ενώ άλλα στρώματα θεώρησαν τις κατοχικές δυνάμεις ως πολύτιμο σύμμαχο στην «ανάκτηση» της πόλης. Οι δυνάμεις κατοχής δεν απογοήτευσαν αυτές τις προσδοκίες. [1]

Επρόκειτο για δύο κατηγορίες: Η μία αφορούσε τους "πλουτίσαντες επί Κατοχής", δηλαδή όσους εκμεταλλεύθηκαν τη δυστυχία των συμπολιτών τους και άρπαξαν το βιός τους, κυρίως τις κατοικίες και τα κάθε είδους ακίνητα που διέθεταν. Και η δεύτερη, όσους πήραν μέρος στο πλιάτσικο με τις περιουσίες των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, όταν αυτοί οδηγήθηκαν βίαια, στοιβαγμένοι σε βαγόνια που προορίζονταν για τη μεταφορά ζώων, στα στρατόπεδα εξόντωσης των Ναζί, όπου βρήκαν τραγικό θάνατο.


Α΄ Οι “πλουτίσαντες επί Κατοχής”



Ιδιαίτερα κατά το χειμώνα του 1941-1942 που οι κατακτητές, καταληστεύοντας τον πλούτο της χώρας, είχαν αρπάξει από τις κρατικές αποθήκες όλα τα αποθέματα τροφίμων με συνέπεια να υπάρξει λιμός, πολλοί ήταν αυτοί που αναγκάζονταν να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους, για να εξασφαλίσουν κυριολεκτικά "μια μπουκιά ψωμί". Η ανθρωπιστική κρίση εκείνου του φρικτού χειμώνα, αποδεκάτισε κυρίως τα μεγάλα αστικά κέντρα. Η κρίση που είχε προκαλέσει η γερμανική κατοχή, είχε πάρει διαστάσεις ολέθρου. Από τη μία, οι Ναζί λεηλατούσαν την αγροτική παραγωγή και από την άλλη, έκλειναν τα μάτια στα εγκλήματα των ληστρικών συνεργατών τους, των μαυραγοριτών, που αντάλλασσαν έναν τενεκέ λάδι με ακριβές μονοκατοικίες στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Υπολογίζεται ότι κάτω από αυτό το καθεστώς της αφόρητης πίεσης, 400 χιλιάδες πολίτες πούλησαν μέρος ή το σύνολο της περιουσίας τους. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Ληξιαρχείου Θεσσαλονίκης, εκείνο το χειμώνα είχαν χάσει τη ζωή τους από ασιτία 3.090 άνθρωποι, δηλαδή το 1,5 του συνολικού πληθυσμού της πόλης που εκείνη την περίοδο ανέρχονταν στους 226.147 κατοίκους. [2]

Μπροστά στην πείνα και την απελπισία όσων είχαν να θρέψουν οικογένεια, κυρίως μικρά παιδιά, άρχισε να παίρνει τρομακτικές διατάσεις η αγοραπωλισία ακινήτων. Χιλιάδες φτωχοί βιοπαλαιστές, αναγκάστηκαν τότε να πουλήσουν τις μικροϊδιοκτησίες τους έναντι μηδαμινού τιμήματος. Οι πωλήσεις είχαν πάρει τέτοιες διαστάσεις, ώστε κι' αυτή ακόμη η κυβέρνηση του Καίρου να πάρει θέση, διακηρύσσοντας σε ραδιοφωνική εκπομπή ότι θεωρεί άκυρες όλες τις μεταβιβάσεις ακινήτων.

Σύμφωνα με τον Σερραίο δικηγόρο Παπαντωνίου, που διετέλεσε διευθυντής του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης εκείνη την περίοδο, ο αριθμός των συμβολαίων για αγοραπωλησίες αυτού του είδους τα τρία χρόνια της Κατοχής, είχε ξεπεράσει τα 7.000 μόνο στην περιφέρεια τιου Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης. Ποιοί ήταν αυτοί που αγόραζαν; Όπως ανέφερε ο ίδιος σε συνέντευξή του τους πρώτους μήνες μετά την απελευθέρωση:

"Ήσαν οι άνθρωποι της εποχής. Αυτοί που είχαν την ευχέρεια, εκείνοι που κολυμπούσαν μέσα στα πολλάκις εκατομμύρια από αστήρευτο πακτωλό των αγαθών της ευτυχίας του χρυσού. Εργολάβοι, μεγάλοι και μικροί. Συνεργάτες των κατακτητών. Μεγαλομαυραγορίτες. Βδέλλες γενικά αχόρταγες, που δεν εννοούσαν να σταματήσουν, που δεν έδειχναν καμία διάθεση να συγκινηθούν μπροστά στο ατέλειωτο δράμα του λαού".

Και ποιά ήταν τα θύματα;

"Άνθρωποι κατ΄εξοχήν της ανάγκης. Ράκη ανθρώπινα. Αρκεί αν λεχθεί ότι όλες γενικά οι πράξεις έγιναν στο ένα τέταρτο της πραγματικής τους αξιας". [3]



Το μέγεθος της απληστίας

Η απληστία όσων είχαν αποφασίσει, διαθέτοντας τις πλάτες των κατακτητών, να αποκτήσουν, πατώντας "επί πτωμάτων" μεγάλες ακίνητες περιουσίες, είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Σύμφωωνα με τα ενδεικτικά στοιχεία που είχε δημοσιεύσει τους πρώτους μήνες μετά την απελευθέρωση η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Πρωϊνή Ώρα, ένας μηχανουργός, είχε αγοράσει 14 ακίνητα, ένας κατασκευαστής υποκαμίσων είχε αποκτήσει με αυτό τον τρόπο 20 ακίνητα και ένας μικρομπακάλης, ο Σάββας Τρυφ. 13 ακίνητα. Ενώ χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση ενός καφετζή, ο οποίος παρά το γεγονός ότι ο καφές είχε εξαφανιστεί την περίοδο της Κατοχής, αυτός κατάφερε να αγοράσει κοψοχρονιάς έξι ακίνητα. Και βέβαια, όλοι αυτοί, έχοντας την εύνοια των κατακτητών. Όπως ο εκδότης της χρηματοδοτούμενης από τους Γερμανούς φιλοναζιστικής εφημερίδας Νέα Ευρώπη Γεώργιος Πολλάτος που είχε αποκτήσει πέντε ακίνητα επί Κατοχής: τρία σπίτια στις 18-5-1942, την 1-9-1942 και στις 26-2-1943, καθως ένα μεγάλο αγρόκτημα στις 7-5-1942 και ένα οικόπεδο στις 17-9-1942. [4]

Λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση, είχε εκδοθεί επί κυβέρνησης Ν.Πλαστήρα ο αναγκαστικός νόμος Α.Ν. 182/45, “Περι ειδικής φορολογίας των κατά την πολεμικήν περίοδον πλουτισάντων, με βάση τον οποίο οι “πλουτίσαντες επί Κατοχής” ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν τους φόρους που θα ορίζονταν. Η τιμωρία που αντιμετώπιζαν ήταν αυστηρή, καθώς προβλεπόταν η εκτόπιση, η φυλάκιση και η δήμευση του συνόλου ή μέρους της περιουσίας τους.

Με βάση το νόμο αυτό, η επιτροπή που είχε συσταθεί στη Θεσσαλονίκη, άρχισε να καλεί διαφόρους, κυρίως άτομα που είχαν συνεργαστεί με τους Ναζί, ζητώντας τους να καταβάλουν στο κράτος χρηματικά ποσά, ως φόρο για τις περιουσίες που σχημάτισαν επί Κατοχής. Στον πρώτο κατάλογο που έδωσε η επιτροπή στη δημοσιότητα τον Ιούλιο του 1945, φιγουράριζαν γνωστά ονόματα του δωσιλογισμού και της συνεργασίας με τους χιτλερικούς, όπως των ιδιοκτητών χαρτοπαικτικών λεσχών και πρακτόρων της Γκεστάπο, Περικλή (Πέρι) ΝΙκολαίδη και Λάσκαρη Παπαναούμ που καλούνταν να καταβάλουν από 150.000.000 δραχμές ο καθένας, του συνεργάτη των Γερμανών μεγαλοεργολάβου δημοσίων έργων Ιωάννη Μύλλερ (1000.000.000 δρχ), των δωσιλόγων δημοσιογράφων της Νέας Ευρώπης Δημήτριου Τσούρκα και Αλέξανδρου Ωρολογά που έπρεπε να καταβάλουν στο κράτος από 25.000.000 δρχ κ.α. [5]

Είκοσι μέρες αργότερα, η επιτροπή αποφάσιζε να αυξήσει τα ποσά που έπρεπε να πληρώσουν στο κράτος οι πλουτίσαντες επί Κατοχής και έτσι καλούνταν να καταβάλουν στην Ε΄ Οικονομική Εφορεία Θεσσαλονίκης 2 δις δραχμές ο Λ.Παπαναούμ, 1.200 εκατ. ο Π.ΝΙκολαίδης, 800 εκατ. οι αδελφοί Χατζηνάκου, 600 εκατ. ο Μύλλερ, 400 εκατ. ένα άλλο "μπουμπούκι' της εθνικοφροσύνης, ο Νικίας Ναούμ, 200 εκατ. ο εκδότης της Νέας Ευρώπης Πολλάτος και από 100 εκατ. δραχ. οι Τσούρκας και Ωρολογάς κ.α. [6]

Η δραστηριότητα της επιτροπής αυτής, που προεδρεύονταν από τον δικαστικό Χαράλαμπο Κάππο, είχε χαιρετιστεί θερμά από τον τύπο της εποχής, με την εφημερίδα Δημοκρατία να σημειώνει:
"Η πόλις μας έχει να επιδείξει πλούσιον πάνθεον πλουτισάντων κατά την Κατοχήν. Φυσιολογική συνέπεια λοιπόν είναι μαζί με το Ειδικόν Δικαστήριον Δωσιλόγων, να έχει και την επιτροπήν εκείνην που ως σοβαρότατον μέλημά της έχει να ανακαλύψει και να φορολογήσει όλους αυτούς που όταν όλος ο κόσμος επαίνετο, συνηγωνίζοντο αδιάφοροι προς όλους, στην αύξησιν του πύργου των χρυσών εικοσαφράγκων των". [7]


Οι δίκες των "πλουτισάντων επί Κατοχής"


Τους τελευταίους μήνες του 1946, είχαν εκδικαστεί στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Θεσσαλονίκης οι υποθέσεις ενός σημαντικού αριθμού οικονομικών δοσιλόγων, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και περιπτώσεις μεγάλων επιχειρήσεων. Οι δίκες αυτές για οικονομική συνεργασία με τους κατακτητές, από 20 που ήταν το 1945 είχαν φτάσει τον αριθμό 59 το 1946.

Ήταν χαρακτηριστική η δίκη δύο εργολάβων που είχαν κατασκευάσει τον Απρίλιο του 1943 την περίφραξη του στρατοπέδου Βαρώνου Χιρς, όπου επρόκειτο να μεταφερθούν όλοι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης πριν αποσταλούν για εξόντωση στα χιτλερικά κρεματόρια. Η προμήθειά για το συγκεκριμένο έργο, σύμφωνα με τους μάρτυρες κατηγορίας, ήταν 20%, ενώ επίσης κατασκεύασαν έναντι αδράς αμοιβής και ένα στρατώνα στο Λαγκαδά για τις ανάγκες του Γερμανικού στρατού. Ο ένας εργολάβος καταδικάστηκε σε δωδεκαετή φυλάκιση και δήμευση της μισής περιουσίας του. [8]

Λίγο νωρίτερα, είχε δικαστεί ερήμην ένας από τους μεγαλοδωσίλογους της Θεσσαλονίκης, ο Παύλος Ντίνας, που είχε συστήσει εταιρία τεχνικών έργων, από την εκτέλεση των οποίων κέρδιζε τεράστια ποσά, σύμφωνα με τους μάρτυρες κατηγορίας. Η ανάθεση των έργων, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων, γινόταν από τους Γερμανούς με τη μορφή ανταμοιβής για την προσφορά του Ντίνα στο έργο της Γκεστάπο, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε απλά οικονομικές δοσοληψίες με τις Αρχές Κατοχής, αλλά συμπεριλαμβανόταν και στους καταδότες των γερμανικών υπηρεσιών. Στο τέλος το Δικαστήριο του επέβαλε την εσχάτη των ποινών, κρίνοντάς τον ένοχο γιατί εκμεταλλεύτηκε την οικονομική συνεργασία με τον εχθρό, κατέδωσε Έλληνες πολίτες και προέβη σε πράξεις βίας μετά τον εξοπλισμό του από τους Γερμανούς. [9]


"Αυτοί που έπιναν το αίμα του λαού"


Για το ποιός ήταν στην πραγματικότητα ο Μύλλερ, ένας από τους μεγαλοπλουτίσαντες επί Κατοχής στον οποίο αναφερθήκαμε πιό πάνω, είναι χαρακτηριστικό ένα εκτενές δημοσίευμα, αμέσως μετά την απελευθέρωση, στη δεξιά εφημερίδα της Θεσσαλονίκης "Το Φως", όπου στα πλαίσια αφιερώματος με τίτλο «Αυτοί που έπιναν το αίμα του λαού», σκιαγραφούσε στις 15 Απριλίου 1945 με τα μελανότερα χρώματα τη δράση του. Κατά την περίοδο του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, ο Μύλλερ με συνεταίρο τον τότε Γενικό Διοικητή Μακεδονίας, ίδρυσε εταιρία μεταφορών με πολλά αυτοκίνητα. Είχαν αναλάβει τη μεταφορά υλικών για την εκτέλεση οχυρωματικών έργων. Μόλις καταλήφθηκε η Θεσσαλονίκη από τους Γερμανούς, πήρε την άδεια του Γερμανού στρατιωτικού διοικητή Φον Κρένσκι, να συγκεντρώσει τα αυτοκίνητα που είχαν επιστρατευθεί από τον ελληνικό στρατό. Στη συνέχεια κατέβηκε στην Αθήνα, όπου συγκέντρωσε τα υλικά αυτοκινήτων, κυρίως ανταλλακτικά, που είχαν αφήσει πίσω τους οι Άγγλοι, τα οποία και πούλησε. Το 1942 πέτυχε την επιστράτευση Εβραίων που εργάστηκαν στα γερμανικά έργα που είχε αναλάβει. Η εταιρία του εκμεταλλεύτηκε επίσης το φυσικό πλούτο Μακεδονίας - Θράκης και την ξυλεία του Ολύμπου. [10]

Κι' όμως στη δίκη του Μύλλερ, που έγινε μεταξύ 3 έως 5 Δεκεμβρίου 1946 στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Θεσσαλονίκης, κατηγορούμενος ότι λόγω των σχέσεων που είχε αναπτύξει με τους χιτλερικούς, αναλάμβανε προνομιακά την εκτέλεση διαφόρων έργων στρατηγικής σημασίας που ευνοούσαν τις κινήσεις των γερμανικών στρατευμάτων, εμφανίστηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης ο περιβόητος άλλοτε Γενικός Διοικητής Μακεδονίας, Αθανάσιος Χρυσοχόου. Καταθέτοντας ότι ο Μύλλερ με τις δραστηριότητές του, τάχα "πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα, προσλαμβάνοντας εφέδρους στα έργα οδοποιίας και δίνοντας σχέδια δεξαμενών για το Στρατηγείο της Μ. Ανατολής". [11] Το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Θεσσαλονίκης όχι μόνο δεν δέχτηκε εκείνους τους ισχυρισμούς, αλλά αντιθέτως καταδίκασε τον ελληνογερμανό μεγαλοεργολάβο σε ειρκτή πεντέμισι ετών και σε δήμευση της μισής περιουσίας του, ενώ το συνεργάτη του Δημήτριο Αμπατέλο τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη και δήμευση ολόκληρης της περιουσίας του.

Δυστυχώς, μετά το τέλος της Κατοχής και στο πλαίσιο του ανώμαλου καθεστώτος που επικράτησε στη διάρκεια του Εμφυλίου και το μετεμφυλιακά κράτος, οι μαυραγορίτες, οι δωσίλογοι και γενικά οι πλουτίσαντες επί Κατοχής, έμειναν ανέγγιχτοι και στο απυρόβλητο. Μάλιστα, προσέφυγαν στον Άρειο Πάγο και κατάφεραν να μπλοκάρουν την άμεση επιστροφή των ακινήτων που κατείχαν. Δυστυχώς, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε τότε ότι ο νόμος περί ακύρωσης αγοραπωλησιών επί κατοχής ήταν… αντισυνταγματικός. Μια απόφαση από την οποία εξαιρέθηκαν ευτυχώς μόνο οι μικροϊδιοκτήτες.


Β΄ Η λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών


Το δεύτερο μεγάλο οικονομικό έγκλημα στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής, ήταν η λεηλασία, η καταλήστευση των περιουσιών, μεγάλων και μικρών, του εβραϊκού στοιχείου της πόλης. Ένα πρωτοφανές πλιάτσικο κάθε κινητού και ακίνητου είδους που οργανώθηκε και διαπράχθηκε από τους χιτλερικούς κατακτητές, με τη συμμετοχή και Ελλήνων συνεργατών τους, οι περισσότεροι των οποίων διαμοιράσθηκαν τα κλοπιμαία, με τις ευλογίες των Ναζί, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που τους πρόσφεραν, κυρίως στην κατάδοση των πατριωτών που μετείχαν στο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης. Μία λεηλασία που άρχισε λίγο μετά την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην πρωτεύουσα του Μακεδονικού ελληνισμού, κορυφώθηκε μετά την έλευση στη Θεσσαλονίκη των λοχαγών των Ες-Ες Αλόϊς Μπρούνερ και Ντίτερ Βισλιτσένι που οργάνωσαν την εξόντωση του ισραηλιτικού πληθυσμού της πόλης και της υπόλοιπης Μακεδονίας και έλαβε εκρηκτικές διαστάσεις ύστερα από την απέλαση στα στρατόπεδα εξόντωσης του Άουσβιτς και αλλού των 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης. [12] Τότε ήταν που επέπεσαν ως μαύρα κοράκια στις περιουσίες των δυσττυχισμένων εκείνων ανθρώπων όλα τα μπουμπούκια του υποκόσμου που είχαν τεθεί στις υπηρεσίες των κατακτητών, ως ταγματασφαλίτες ή καταδότες αλλά και άνθρωποι του “καλού κόσμου” που επιδόθηκαν με πρωτοφανή αρπακτικότητα στην καταλήστευση όσων είχαν υποχρεωθεί να αφήσουν πίσω τους οι κατατρεγμένοι.

Από τους πρώτους κιόλας μήνες κατάληψης της Θεσσαλονίκης από τους χιτλερικούς, είχαν σημειωθεί δημεύσεις περιουσιών ή αυθαίρετες εκδιώξεις Εβραίων από τα σπίτια, τα καταστήματα και τις άλλες επιχειρήσεις τους. Οι κατασχέσεις γίνονταν από την υπηρεσία στεγάσεως αρχών Κατοχής ή τη Γερμανική Στρατιωτική Επιμελητεία, εκ μέρους ορισμένων γερμανών στρατιωτών με την υπόδειξη συχνά χριστιανών. [13]

Ουσιάστικα, ήταν δύο οι κατηγορίες των ανθρώπων που επιδίωκαν να πάρουν την ακίνητη περιουσία που άφηναν πίσω τους οι προς εκτόπιση Εβραίοι. Από τη μία, ήταν πρόσφυγες που είχαν αφιχθεί στη Θεσσαλονίκη από τις βουλγαροκρατούμενες περιοχές της Ανατ. Μακεδονίας και προσπαθούσαν να βρουν στέγη ή να μπορέσουν να ανοίξουν ένα μαγαζάκι για να θρέψουν τις οικογένειές τους. Ο μεγαλύτερος όμως όγκος όσων επεδίωκαν να τοποθετηθούν ως “μεσεγγυούχοι”, με απώτερο στόχο να οικειοποιηθούν τα εβραϊκά ακίνητα, ήταν άνθρωποι που για να πετύχουν το σκοπό τους, επικαλούνταν την εύνοια των κατακτητών. Γιαυτό και τις περισσότερες φορές όταν περιέρχονταν στην κατοχή των επιτήδειων ένα εβραϊκό ακίνητο, αναγράφονταν ότι αυτό γίνονταν «κατόπιν γερμανικής διαταγής».




Δεν γλύτωσαν ούτε οι κινηματογράφοι


Η γερμανική υπηρεσία της Propagandastaffel υποχρέωσε τους εβραίους ιδιοκτήτες κινηματογραφικών επιχειρήσεων να τις μεταβιβάσουν με συμβολαιογραφική πράξη σε χριστιανούς της αρεσκείας των κατακτητών. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του κινηματογραφικού επιχειρηματία Μπ. Σεγούρα, Εβραίου που αργότερα είχε βαφτιστεί χριστιανός, ιδιοκτήτη τριών γνωστών κινηματογράφων της Θεσσαλονίκης, του αριστοκρατικού “Παλάς” στην παραλιακή λεωφόρο, του “Αττικόν” στο Βαρδάρι, όπου συνήθως οργάνωναν τις συγκεντρώσεις τους το ΚΚΕ και τα συνδικάτα και του “Αλκαζάρ” το οποίο στεγάζονταν στους χώρους του πρώην Χαμζά Μπέη Τζαμί. [14]

Καταθέτοντας ως μάρτυρας, το Φεβρουάριιο του 1959 στη δίκη του Μέρτεν, είχε αναφέρει ότι οι Γερμανοί με τρομοκρατικές μεθόδους προσπάθησαν να του πάρουν τους κινηματογράφους “και να τους δώσουν εις δικούς τους”. Και όταν αυτός αρνήθηκε, τον έκλεισαν στη φυλακή. Ένα πρωί, τον οδήγησαν σιδηροδέσμιο στα Γραφεία Προπαγάνδας, όπου περίμεναν εκεί ένας Γερμανός αξιωματικός και ένας συμβολαιογράφος. Ο πρώτος του ζήτησε επιτακτικά να υπογράψει ένα χαρτί ότι παραχωρεί τον ένα από τους κινηματογράφους του για να γίνει θέατρο προς ψυχαγωγία των Γερμανών. Και όταν υπέκυψε, τον άφησαν ελεύθερο. Όμως τον ξανασυνέλαβαν λίγο αργότερα, στις 28 Οκτωβρίου 1942 και τον φυλάκισαν στο στρατόπεδο “Παύλος Μελάς” για να τον εξαναγκάσουν να παραχωρήσει και τους άλλους δύο κινηματογράφους του, σε φιλικά προς τους κατακτητές άτομα. [15]

Η ίδια υπηρεσία, σφράγισε και στη συνέχεια αφαίρεσε τα εμπορεύματα όλων των εβραϊκών χαρτοπωλείων και τυπογραφείων που υπήρχαν στην πόλη. [16] Τα απομνημονεύματα του Γιομτώβ Γιακοέλ αναφέρουν ακόμη ότι λίγο αργότερα ιδρύθηκε η Ελληνογερμανική Εταιρεία Χάρτου, η οποία εκμεταλλεύτηκε όλο αυτό το εμπόρευμα. [17]

Λίγο αργότερα, 15 καταστηματάρχες εκδιώχτηκαν από την κεντρική αγορά της οδού Βασιλέως Ηρακλείου και εγκαταστάθηκαν σε αυτά χριστιανοί έμποροι. [18] Το ενδιαφέρον, λοιπόν, για τις εβραϊκές περιουσίες από τους Γερμανούς και τους Έλληνες συνεργάτες τους παρουσιάστηκε από νωρίς. Ωστόσο, πέρα από αυτούς, οι πολίτες της Θεσσαλονίκης δεν έδειξαν να ενδιαφέρονται. Ίσως επειδή στην αρχή οι αντιεβραϊκές ενέργειες αφορούσαν μεμονωμένα περιστατικά ή πάλι επειδή οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης ήταν ακόμη «μουδιασμένοι» από τη νέα κατάσταση που διαμορφωνόταν με τους Γερμανούς κατακτητές. [19]




Ο ρόλος του Μέρτεν


“Ψυχή” των αντιεβραϊκών μέτρων και της λεηλασίας των περιουσιών τους, ήταν ο Γερμανός ανώτατος εισαγγελέας Μαξ Μέρτεν, σύμβουλος της Κομαντατούρ, που ασκούσε εξουσία στην υπόδουλη Θεσσαλονίκη ανώτερη και από τον Γερμανό στρατιωτικό διοικητή. Και όπως είχε καταθέσει στη δίκη του ο οικονομικός Έφορος Ηλίας Δούρος, ο Μέρτεν “έπαιξεν ενεργόν ρόλον εις την διάθεσιν των Ισραηλινών καταστημάτων, παραχωρών ταύτα εις πρόσωπα φιλικά, παρέχοντα υπηρεσίας ή διαδηλούντα την φιλίαν των προς την Κατοχήν, μεταξύ των οποίων και τον γνωστόν Λάσκαριν Παπαναούμ, προς όν είχε παραχωρήσει τα μεγάλα βυρσοδεψεία Αβαγιού, Αμίρ και Μεβορά. Επίσης μετά του Μάϊσνερ, περιήρχετο τα ισραηλιτικά καταστήματα, παραλαμβάνων τα εμπορεύματα και διαθέτον αυτά ως ίδια”. [20]

Ο Μέρτεν στη δίκη του, που άρχισε στις 11 Φεβρουαρίου 1959, κατηγορούνταν μεταξύ άλλων ότι όχι μόνο οργάνωσε την εξόντωση των 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης και θανάτωσε άλλους 680 Έλληνες πολίτες από πρόθεση, αλλά ακόμη ότι αφαίρεσε “βιαίως και δολίως” από τους Ισραηλίτες της Θεσσαλονίκης τις περιουσίες τους. Που περιλάμβαναν πέρα από τα ακίνητα και χιλιάδες χρυσές λίρες, κοσμήματα, αντικείμενα αξίας, όπως πίνακες ζωγραφικής, εμπορεύματα κλπ. Ανάμεσα στις διάφορες περιπτώσεις αναφέρονταν η λεηλάτηση των ιστορικών καταστημάτων φωτογραφικών ειδών των αδελφών Κούνιο, του καταστήματος σιδηρικών του Σαούλ Άλβο, με σύνολο εμπορευμάτων αξίας 35.000 χρυσών λιρών, του καταστήματος Μπενρουμπή με εμπορεύματα αξίας 60.000 λιρών, της οικίας του Α. Αργυρόπουλου από το οποίο αφαίρεσαν την κινητή περιουσία και τιμαλφή αξίας 2.500 χρυσών λιρών, του καταστήματος σιδηρικών του Λάζαρου Σεφικά με εμπορεύματα 12.000 χρυσών λιρών κλπ. [21]

Από την απληστία των Ναζί δεν ξέφυγαν και χριστιανοί επιχειρηματίες, όπως ο καπνέμπορος Ιωάννης Χατζησταυρόπουλος. Στον οποίο οι κατακτητές λίγο μετά που εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη ανακοίνωσαν ότι τα καπνά ιδιοκτησίας του δεν ανήκουν πλέον στον ίδιο, αλλά στο Γερμανικό κράτος. Υποχρεώνοντάς τον να υπογράψει ένα χαρτί στο οποίο φαίνονταν πως πούλησε στους Γερμανούς τα καπνά του, που ανέρχονταν στους 800.000 οκάδες, αντί του ποσού των μόλις 175 λιρών. Και όταν διαμαρτυρήθηκε ότι το ποσό αυτό ήταν μηδαμινό, τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στο στρατόπεδο “Παύλος Μελάς, ως υπονομευτή του νομίσματος. Ενώ παράλληλα λεηλάτησαν το σπίτι του και το κατέλαβαν εκδιώκοντας τους ιδιοκτήτες του, οι οποίοι τελικά με τα πολλά παρακάλια, για να μη μείνουν στο δρόμο, περιορίστηκαν σε ένα από τα δωμάτιά του. [22]

Η λεηλασία των εβραϊκών περιουσιών, γενικεύτηκε όταν άρχισαν και οι συστηματικές διώξεις εναντίον τους και όταν όλος ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης εξαναγκάστηκε να μεταφερθεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Βαρώνου Χιρς, που οι Γερμανοί είχαν δημιουργήσει στην περιοχή του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού, πριν το μεγάλο ταξίδι προς το Άουσβιτς και το θάνατο. Μία ανακοίνωση του Φρούραρχου Θεσσαλονίκης των κατακτητών, που δημοσιεύθηκε το Μάρτιο του 1943 στο δημοσιογραφικό όργανο των κατακτητών, απαγόρευε αυστηρά την προσέγγιση στα εβραϊκά σπίτια. Υπό τον τίτλο “Τιμωρείται αυστηρότητα η είσοδος εις τας οικίας των Εβραίων”, η διαταγή του Γερμανικού Φρουραρχείου πρόσταζε:

“Ανακοινούται ότι η άνευ αδείας είσοδος εις εκκενωθείσας εβραϊκάς κατοικίας θεωρείται ως λεηλασία και τιμωρείται αναλόγως.

Ο ΦΡΟΥΡΑΡΧΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. [23]

Το διαβατήριο του “πατριωτισμού”


Στη Θεσσαλονίκη, ο «πατριωτισμός» ήταν πάντα ένα καλό διαβατήριο για κάθε είδους ανέλιξη. Σημαντικά τμήματα της χριστιανικής αστικής τάξης θεώρησαν τις δυνάμεις κατοχής ως μια κάποια λύση μπροστά στον κίνδυνο αποκοπής από τον εθνικό κορμό, άνοιξαν τα σπίτια τους και συνδιασκέδαζαν μαζί τους, ενώ άλλα στρώματα θεώρησαν τις κατοχικές δυνάμεις ως πολύτιμο σύμμαχο στην «ανάκτηση» της πόλης δια της λεηλασίας των εβραϊκών περιουυσιών. Οι δυνάμεις κατοχής δεν απογοήτευσαν αυτές τις προσδοκίες. [24]

Το μεγάλο πλιάτσικο, έγινε με τα 1.800 εμπορικά καταστήματα Εβραίων, τα πιο σημαντικά από τα οποία, δόθηκαν από τους Γερμανούς σε πρόσωπα της επιλογής τους, κυρίως καταδότες της Γκεστάπο και μέλη των συμμοριών των Ταγμάτων Ασφαλείας. Ωστόσο το ενδιαφέρον για τη διαχείριση των περιουσιών των εκτοπισμένων ήταν πολύ μεγάλο, μάλιστα υπήρξαν σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ οργανώσεων και φορέων της πόλης που θα λειτουργούσαν ως μεσεγγυούχοι. Οι μεσεγγυούχοι, ή αλλιώς επίτροποι, θα χρησιμοποιούσαν τα ακίνητα και τις επιχειρήσεις των Εβραίων ως πλήρεις ιδιοκτησίες τους μέχρι να επέστρεφαν οι πραγματικοί ιδιοκτήτες, κάτι που ελάχιστα έγινε αργότερα μετά το τέλος του πολέμου. Μάλιστα, εκείνη την περίοδο, σχηματίζονταν ουρές έξω από τα γραφεία των Ναζί από «ενδιαφερόμενους πολίτες». Οι αντιπαραθέσεις για τη διανομή των περιουσιών ήταν τόσο έντονες, ώστε οι Γερμανοί είχαν διορίσει νέες διοικήσεις στο επαγγελματικό και βιοτεχνικό επιμελητήριο.

Ενδεικτική ήταν η περίπτωση του απότακτου αντισυνταγματάρχη Γεώργιου Πούλου, περιβόητου για τα εγκλήματά του στη Μακεδονία της Κατοχής ως αρχηγού ενός από τα «Τάγματα Ασφαλείας», ο οποίος είχε λάβει από τα χέρια του Μαξ Μέρτεν, ως «επιβράβευση» για τις «καλές υπηρεσίες» του, τα κλειδιά του κοσμηματοπωλείου των αδερφών Ισαάκ και Ρόμπερτ Μποτόν επί της οδού Μητροπόλεως και Βασ. Κωνσταντίνου. Ρευστοποιώντας άμεσα τα τιμαλφή, αποκόμισε κέρδος 15.000 χρυσών λιρών τα οποία φημολογείται ότι διοχέτευσε στον αντικομμουνιστικό αγώνα. [25]

Όπως προκύπτει από την έρευνα που διενήργησε η ιστορικός Μαρία Καβάλα, σε 500 δηλώσεις ακίνητης περιουσίας, από ένα σύνολο 5.000 που βρίσκονται στη Βιβλιοθήκη του Αμερικανικού Κολεγίου Θεσσαλονίκης, η ακίνητη περιουσία των Εβραίων της πόλης ήταν της τάξης των 316.100.642 αποπληθωρισμένων δραχμών. Από αυτή, ένα ποσοστό 2% αναλογούσε σε χρυσό, ξένα νομίσματα, κοσμήματα, πολύτιμους λίθους, των οποίων η αξία υπολογίζεται σε περίπου 6,5 εκατ. αποπληθωρισμένες δρχ. «Αυτός ο χρυσός κατατέθηκε στα χρηματιστήρια Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πάτρας για ν' αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός. Μ' αυτή την «ένεση» μπόρεσαν να πληρωθούν οι μισθοί του στρατού Κατοχής», επισήμανε η κ. Καβάλα. [26]

Όταν ξεκίνησε η διανομή των "γερμανικών βραβείων" στις συμμορίες των δωσιλόγων για τις πολύτιμες υπηρεσίες που τους πρόσφεραν στην αντιμετώπιση της Εθνικής Αντίστασης, η πλειοψηφία του κόσμου των Ταγμάτων Ασφαλείας πριμοδοτήθηκε για τη συνεργασία της, ενώ κάποιοι απ' αυτούς αμείφθηκαν πλουσιοπάροχα για τη συνειδητή επιλογή να εκθέσουν τους εαυτούς τους ανεπανόρθωτα στα μάτια των συμπατριωτών τους. Οι υπόγειες διαδρομές πλουτισμού, η μαύρη αγορά, οι επιτάξεις προϊόντων, η λεηλασία περιουσιών, το πλιάτσικο, οι εκβιασμοί, ο χρηματισμός, η απομύζηση των κρατικών υπηρεσιών και των εσόδων τους, ήταν μόνο το "ορεκτικό" μπροστά σε ότι επρόκειτο να επακολουθήσει. Μετά τον εκτοπισμό των Θεσσαλονικέων Εβραίων, οι περιουσίες τους διατέθηκαν για να κορέσουν μια άλλη δίψα που ταλαιπωρούσε πολλούς του κόσμου αυτού: άλλοι χρησιμοποίησαν τις χρυσές λίρες για να χρηματοδοτήσουν το αντικομμουνιστικό τους πάθος, άλλοι για να ικανοποιηθούν για τον μέχρι τότε αγώνα τους εναντίον του κύριου ιδεολογικού εχθρού του Εθνικοσοσιαλισμού, μα κυρίως για να θησαυρίσουν, γεμίζοντας τις αποθήκες με τα προϊόντα του εγκλήματος και τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς με τις χρυσές λίρες και το αίμα των θυμάτων τους. [27]

Σε ένα του σημείωμα ο αναπληρωτής προϊστάμενος της γερμανικής υπηρεσίας προπαγάνδας στη Θεσσαλονίκη, ανέφερε για τον Πούλο ότι “...δια την δράσιν του ως αρχηγού ενόπλων ελληνικών τμημάτων κατά του κομμουνισμού δεν ήμεθα εμείς οι αρμόδιοι να εκφέρωμεν γνώμην. Μέχρι της υπηρεσίας ημών όμως, καταφθάνουν πληροφορίαι ότι ο Πούλος χρηματίζεται ασυστόλως, λεηλατών και αυτάς ακόμη τας προίκας νεαρών κορασίδων εις τα χωρία όπου δρώσι τα τμήματά του. [28]



Προσπαθούσαν να αρπάξουν ότι μπορούσαν

Σε καθεστώς πλήρους ασυδοσίας, λόγω των υψηλών προστατών τους, οι ελληνόφωνοι συνεργάτες των κατακτητών προσπαθούσαν να αρπάξουν ότι μπορούσαν. Ενδεικτική ήταν η περίπτωση του ναζιστή πανεπιστημιακού, Βασίλειου Εξαρχου (1903-1973), τακτικού τότε καθηγητή της Θεολογίας στο ΑΠΘ. Πρώην διερμηνέας της ειδικής μονάδας (Sonderkommando Rosenberg) που το Γ΄ Ράιχ έστειλε το 1941 στην Ελλάδα για την αναζήτηση και κατάσχεση των εβραϊκών αρχείων και βιβλιοθηκών, επικεφαλής αργότερα (1944) του «Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος - Εθνική Ενωσις Ελλάς» της συμπρωτεύουσας, ο Εξαρχος κατηγορήθηκε μεσούσης της Κατοχής, τον Μάιο του 1943, από τον λοχαγό Νικόλαο Νικολάου, πρόσφυγα από τη βουλγαροκρατούμενη Θράκη, ότι αξιοποίησε τις επαφές του στη γερμανική διοίκηση για να τον αποβάλει από το εβραϊκής ιδιοκτησίας σπίτι όπου έμενε, προκειμένου να ιδιοποιηθεί τον χώρο και τα έπιπλα των ιδιοκτητών που μόλις είχαν σταλεί στο Άουσβιτς.

«Τόσο η ελληνική συντεταγμένη πολιτεία όσο και ο ελληνικός λαός, αλλά και η εβραϊκή κοινότητα της χώρας αποσιωπούν το θέμα της αρπαγής των εβραϊκών περιουσιών, προβάλλουν μύθους που καταρρίπτονται εύκολα από τη διερεύνηση του αρχειακού υλικού και το μόνο που διεκδικούν είναι οι αποζημιώσεις από το γερμανικό κράτος», είπε σε παλαιότερη συνέντευξή της η ιστορικός-ερευνήτρια Γαβριέλλα Ετμεκτσόγλου. Απόδειξη αυτής της ύποπτης σιωπής, είναι ότι έως σήμερα λιγότερο από το 20% των εβραϊκών περιουσιών που κατασχέθηκαν ή κλάπηκαν από τους ναζί και τους συνεργάτες τους έχουν επιστραφεί στους δικαιούχους. [29]

Ο ιστορικός Στράτος Δορδανάς, επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, αναφερόμενος στο θέμα της λεηλασίας των εβραϊκων περιουσιών της Θεσσαλονίκης, επισήμανε ότι από την υφαρπαγή τους “αναδείχθηκαν νέες οικονομικές και κοινωνικές ελίτ στη Θεσσαλονίκη, στηριζόμενες στις εβραϊκές περιουσίες και το πιο τραγικό είναι ότι μετά την απελευθέρωση όσοι ελάχιστοι εβραίοι επέστρεψαν στην πόλη αντιμετώπισαν την απόλυτη εχθρότητα και αδιαφορία, είτε σε επίπεδο προσώπων είτε σε επίπεδο θεσμών και κράτους”. Και εύστοχα σχολιάζει το γεγονός ότι οι οικονομικοί δοσίλογοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία μετά την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, διασώθηκαν, δεν καταδικάστηκαν και βρίσκονται στο απυρόβλητο. Καθώς, όπως παρατηρεί, “αν καταδικάζονταν θα έπρεπε το σύνολο σχεδόν της οικονομικής και επιχειρηματικής ζωής της Ελλάδας να καταδικαστεί, άρα η χώρα θα αποκεφαλιζόταν οικονομικά και επιχειρηματικά”. [30]

Ο αραχνιασμένος φάκελος της λεηλασίας των εβραϊκών περιουσιών, όπως και των πλουτισάντων επι κατοχής, πρέπει επιτέλους κάποτε να ανοίξει. Το οφείλουν η Θεσσαλονίκη, η Ελλάδα ολόκληρη στους δεκάδες χιλιάδες Εβραίους συμπατριώτες μας, οι οποίοι όχι μόνο υπέστησαν τα μαρτύρια της κόλασης και οι περισσότεροι από αυτούς θανατώθηκαν στα κρεματόρια του ναζιστικού θηρίου, αλλά είδαν κιόλας, ανήμποροι να αντιδράσουν, ότι λεηλατήθηκε το βιός τους. Το Νοέμβριο του 2014, ο τότε δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, στα εγκαίνια του μνημείου για το εβραϊκό νεκροταφείο που ισοπεδώθηκε το 1942, είχε πει: «Η πόλη άργησε αδικαιολόγητα να σπάσει την άδικη και ένοχη σιωπή της, αλλά τώρα μπορεί να λέει ότι ντρέπεται για αυτή τη στάση».



Παραπομπές

1. Δημοσθένης Δώδος, "Η Θεσσαλονίκη και οι δωσίλογοι", Εφημερίδα των Συντακτών 24 Ιανουαρίου 2016

2. Μαρία Καβάλα, "Επιβίωση βιολογική και πνευματική", στο Βασίλης Γούναρης - Πέτρος Παπαπολυβίου Ο φόρος του αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 15-40

3. εφημερίδα Θεσσαλονίκης Δημοκρατία, 29 Μαρτίου 1945

4. εφημερίδα Θεσσαλονίκης Πρωϊνή Ώρα, 20 Μαίου 1946


5. εφημερίδα Θεσσαλονίκης Δημοκρατία, 19 Ιουλίου 1945


6. εφημερίδα Θεσσαλονίκης Δημοκρατία, 7 Αυγούστου 1945

7. εφημερίδα Θεσσαλονίκης Δημοκρατία, 25 Ιουλίου 1945

8. Δίκη Ειδικού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης αριθμ. 95, 10 Ιουλίου 1945

9. Σπύρος Κουζινόπουλος, “Οι "πλουτίσαντες επί Κατοχής" τα καταναγκαστικά έργα των Εβραίων και ο Χρυσοχόου”, https://farosthermaikou.blogspot.com/2019/04/blog-post_43.html , 23 Απριλίου 2019

10. εφημερίδα Το Φως, 15 Απριλίου 1945

11. Ελένη Χαϊδιά, "Ειδικό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης 1945-1946: Η περίπτωση των οικονομικών δωσιλόγων", στο συλλογικό Μετά τον πόλεμο, επιμέλεια Μαρκ Μαζάουερ, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2003, σελ. 208

12. Σπύρος Κουζινόπουλος, Υπόθεση Αλόϊς Μπρούνερ, ο δήμιος των 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 30

13. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου (εισ.-επιμ.), Γιομτώβ Γιακοέλ. Απομνημονεύματα 1941-1943, Παρατηρητής. Ίδρυμα Ετς Αχαΐμ, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 53.

14. Κώστας Τομανάς, Οι κινηματογράφοι της παλιάς Θεσσαλονίκης, Νησίδες, χ.η.ε., σ. 16 και 24

15. εφημερίδα Μακεδονία, 17 Φεβρουαρίου 1959

16. Μαρία Καβάλα, Η καταστροφή των Εβραίων της Ελλάδας 1941-1944, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγραμματα Καλλίπολις, Αθήνα 2015, σ.61

17. Ελένη Χαϊδιά, "Οι Έλληνες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης: από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στις αίθουσες των ειδικών δικαστηρίων", στο συλλογικό έργο Οι Εβραίοι της Ελλάδας στην Κατοχή,
Πρακτικά του Γ' Συμποσίου Ιστορίας της Εταιρείας Μελέτης Ελληνικού Εβραϊσμού, Θεσσαλονίκη, 8 Νοεμβρίου 1996, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 43-52. Επίσης, Αμπατζοπούλου, Γιομτώβ… ό.π., σ. 98.

18. Αμπατζοπούλου, Γιομτώβ… ό.π., σ. 98.

19. Μαρία Καβάλα, Η καταστροφή των Εβραίων της Ελλάδας, ό.π., σ. 61-62

20. εφημερίδα Μακεδονία, 19 Φεβρουαρίου 1959

21. εφημερίδα Μακεδονία, 12 Φεβρουαρίου 1959

22. εφημερίδα Μακεδονία, 13 Φεβρουαρίου 1959

23. εφημερίδα Νέα Ευρώπη, 29 Μαρτίου 1943

24. Δημοσθένης Δώδος, Η Θεσσαλονίκη και οι δωσίλογοι, Εφημερίδα των Συντακτών, 24 Ιανουαρίου 2016

25. Ζώγια Κουταλιανου, “Σιωπή για τις περιουσίες των Εβραίων”, εφημερίδα Καθημερινή, 23 Μαίου 2009

26. εφημερίδα Καθημερινή, 23 Μαίου 2009

27. Στράτος Δορδανάς, 'Ελληνες εναντίον Ελλήνων, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 524

28. Εφετείο Θεσσαλονίκης, Δικογραφίες Δοσιλόγων: Υπηρεσιακόν Σημείωμα του αναπληρωτού προϊσταμένου της Προπαγάνας, Υπολοχαγού Άρεντ προς την Στρατιωτικήν Διοίκησιν-Εις χείρας του ανωτέρου Επιθεωρητού Βάγμερ, “Πούλος”, Θεσσαλονίκη 4 Μαίου 1944

29. εφημερίδα Καθημερινή, 23 Μαίου 2009

30. http://www.ww2wrecks.com/portfolio/οι-έλληνες-συνεργάτες-των-ναζί-στράτο



πηγή

Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Axact

Ακτιβιστής

Μπορείτε να επικοινωνήσετε σχετικά με το παρόν άρθρο ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστοσελίδα του "ακτιβιστή" ή ακόμη και για άρθρα ή απόψεις σας που επιθυμείτε να δημοσιεύσουμε στο email: chrivanovits@gmail.com

Προσθέσετε το σχόλιό σας:

0 comments:

Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.