Δυσοίωνες προοπτικές για την ελληνική οικονομία από την άνοδο των επιτοκίων
Τουλάχιστον η ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική ελίτ μπορεί να επαίρεται ότι ασχολείται έστω με το «δέντρο» που είναι τα επιτόκια του ευρώ και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Η ομοβροντία πυρών που δέχεται η επικεφαλής του θεματοφύλακα του ενιαίου νομίσματος, Κριστίν Λαγκάρντ, φέρνει στην επιφάνεια μια αντιπαράθεση που αργά ή γρήγορα θα επηρεάσει την Ελλάδα με σφοδρότητα. Στο επίκεντρο της βρίσκεται η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, με τους επικριτές της να καλούν σε μία εσπευσμένη αυστηροποίηση της. Ειδικότερα, η άνοδος του πληθωρισμού τον Μάρτιο του 2022 στο 7,5% και η αντίστοιχη αύξηση του σε πολλά κράτη με προεξάρχουσα την Γερμανία όπου κατέρριψε ρεκόρ 40ετίας, έδωσε νέα ώθηση σε εκείνες τις φωνές που ζητούν άμεσα να τελειώσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (που οδήγησε στην αγορά ομολόγων συνολικής αξίας 4,9 τρισ. ευρώ!) και αμέσως μετά να τερματιστεί η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων που ξεκίνησε πριν οκτώ χρόνια· τον Δεκέμβριο του 2014!
Ως αποτέλεσμα, θεωρείται βέβαιο ότι στο τέλος του δευτέρου ή του τρίτου τριμήνου του 2022 η αγορά των ομολόγων θα τερματιστεί κι εντός του έτους θα ανακοινωθούν 2 ή 3 αυξήσεις επιτοκίων για να ακολουθήσουν άλλες 3 ή 4 το 2023. Στόχος είναι στο τέλος του επόμενου έτους τα επιτόκια να φτάσουν το 1,25%. Ακόμη κι αν αυτός ο προγραμματισμός αποδειχθεί σχέδιο επί χάρτου, το σίγουρο είναι πώς η ανοχή στις προβληματικές χώρες όπως είναι η Ιταλία και η Ελλάδα (που υπαγόρευε την παράταση της νομισματικής χαλαρότητας) τελειώνει.
Σε ό,τι αφορά τα καθ’ ημάς η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής θα οδηγήσει τα επιτόκια δανεισμού σε άνοδο. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2021, όταν η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου ήταν 0,59%, κάθε μήνα παρατηρείται σταθερή αύξηση για να φτάσει τον Μάρτιο του 2022 στο 2,61%. Το γεγονός ότι η αξιολόγηση των ελληνικών ομολόγων παραμένει στο επίπεδο των σκουπιδιών μέχρι και σήμερα, μειώνει κάθετα τις πιθανότητες ο τερματισμός της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ να βρει την Ελλάδα στην βαθμίδα των επιλέξιμων προς επένδυση. Με δημόσιο χρέος 217% του ΑΕΠ στις 31/12/2021 από 194% το 2019 μόνο οικονομικοί δολοφόνοι συστήνουν την αγορά των συγκεκριμένων ομολόγων…
Συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου
Πηγή: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Περαιτέρω ώθηση στους υπέρμαχους της σφιχτής νομισματικής πολιτικής έδωσε η υποτίμηση του ευρώ, που στις 25/4/2022 έφτασε τα 1,07 δολ. Εντός του 2022 έχει χάσει 5,3% της αξίας του κι από τις 31/12/2020 σχεδόν 12,3%. Την δεινή θέση του ευρώ υπογραμμίζει η άνοδος του δολαρίου όχι μόνο έναντι του ευρώ, αλλά έναντι επίσης ενός καλαθιού έξι ανταγωνιστικών νομισμάτων και το ερώτημα των πολλών δισεκατομμυρίων που τίθεται είναι: Για την υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου ευθύνεται μόνο η απόφαση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια και η ολιγωρία της ΕΚΤ;
Μια σειρά λόγοι υποδεικνύουν το αντίθετο: Η άνοδος του πληθωρισμού στην Ευρώπη που ήρθε για να μείνει, η συρρίκνωση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ, η σταθερή άνοδος του ευρωπαϊκού κόστους παραγωγής ως αποτέλεσμα της υποκατάστασης φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου από ακριβό αμερικανικό εξ αιτίας των κυρώσεων και η μερική αναίρεση της παγκοσμιοποίησης που θα οδηγήσει τα κόστη επίσης σε υψηλότερα επίπεδα υποδεικνύουν ότι η υποτίμηση του ευρώ συμβολίζει κάτι πολύ βαθύτερο: την υποβάθμιση της ευρωζώνης. Και με αυτό το «δέντρο» δεν ασχολείται κανείς ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη…
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.