Της ΜΑΡΙΑΣ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ-ΔΕΛΙΒΑΝΗ*
Για την εισήγησή μου στο Β’ αυτό συνέδριο της Επιτροπής Ελληνισμού επέλεξα ένα θέμα, που κατά την κρίση μου, θα πρέπει να αναγνωριστεί ως το κυρίαρχο πρόβλημα της πατρίδας μας. Πρόκειται, πιο συγκεκριμένα, για τη συμπεριφορά, που με ελάχιστες εξαιρέσεις χαρακτηρίζει τη θέση της Ελλάδας προς τον έξω κόσμο. Πρόκειται για την παγιωμένη στάση με την οποία η Ελλάδα αντιμετωπίζει, αλλά και αντιμετωπίζεται από φίλους, συμμάχους και εχθρούς. Πρόκειται για κατάσταση, που δεν αρμόζει σε κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, αλλά αντιθέτως σε χώρα που βαρύνεται με δεσμούς ανελευθερίας, απέναντι σε όλους και όλα, σε έθνος με φοβικά σύνδρομα και με εμφανείς ανασφάλειες.
Η αναζήτηση των αιτίων αυτού του ανεπιθύμητου συνδρόμου, ανατρέχει στο μακρινό παρελθόν της ηρωικής Επανάστασης, που έκρυβε ωστόσο και κάποιες γκρίζες σελίδες, οι οποίες από τότε αναπαράγονται συνεχώς, με ασαφείς και δυσδιάκριτες μεθοδεύσεις. Η απελευθέρωση της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία βρήκε ομόφωνες τις Μεγάλες Δυνάμεις, προφανώς γιατί αυτή εξυπηρετούσε συμφέροντά τους, αλλά όχι και την ανεξαρτησία της.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η δήλωση του Μακρυγιάννη στα «Απομνημονεύματα» του ότι «Τους κατάτρεξαν οι Ευρωπαίοι τους δυστυχείς ΄Ελληνες. Εις τις πρώτες χρονιές εφοδίαζαν τα κάστρα των Τούρκων. Τους κατέτρεχαν και τους κατατρέχουν ολοένα δια να μη υπάρχουν. Η Αγγλία θέλει να τους κάμη Άγγλους με την δικαιοσύνην την αγγλική, οι Μαλτέζοι, ξυπόλητους και νηστικούς, οι Γάλλοι Γάλλους, οι Ρώσοι Ρώσους και ο Μέττερνικ της Αούστριας Αουστριακούς και όποιος τους φάγει από τους τέσσερους».
Η κυριαρχία επάνω σε μια Ελλάδα, τυπικά ελεύθερη αλλά όχι ανεξάρτητη υπήρξε το μήλο της έριδος ανάμεσα στις τότε Μεγάλες Δυνάμεις, με την προβολή της αντίθεσης Αλβιώνας και Αυστρίας εναντίον της Ρωσίας. Και είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι τον ρωσσοτουρκικό πόλεμο (1828-29) δεν υπάρχει πηγή, που να αναφέρεται στην ανεξαρτησία της Ελλάδας. Το όραμα του Καποδίστρια ήταν μια ελεύθερη, αλλά και ανεξάρτητη Ελλάδα, που όμως έσβησε με τη δολοφονία του. Και όσο και αν φαίνεται αδιανόητο, αυτό το όραμα στάθηκε αδύνατον να αναζωογονηθεί επί 190 ολόκληρα χρόνια.
Ωστόσο, μέσα σε αυτές κυριαρχεί η γενική διαπίστωση ότι στο μακρύ αυτό διάστημα, δεν υπήρξαν αξιόλογες προσπάθειες ξεριζωμού του. Ότι, δηλαδή, η εξάρτηση έγινε σιωπηρώς αποδεκτή. Για την οικτρή αυτή κατάσταση, στην οποίαν βρίσκεται η πατρίδα μας, ήδη επί δύο αιώνες, υπάρχουν, ασφαλώς, βαρύτατες όσο και ασυγχώρητες ευθύνες. Η υποτέλεια έγινε τρόπος ζωής, εξουδετέρωσε την εθνική υπερηφάνεια και αξιοπρέπειά μας και εγκαθίδρυσε μια αρρωστημένη αδράνεια, που τελικώς αποδέχεται τα πάντα. Η υποτέλεια αυτή φαίνεται να διαιωνίζεται, ενώ κάθε φορά που κινδυνεύει να ανατραπεί, από υγιείς λαϊκές αντιδράσεις, όπως ενδεικτικά αναφέρομαι στην περίπτωση των Πρεσπών, καθώς και σε αυτήν του δημοψηφίσματος του 2015, επιστρατεύονται υπόγειες δυνάμεις, για να τις σιγήσουν, με κάθε μέσον, έστω και με το πιο αδίστακτο. Και πάντοτε βέβαια με τη συμπαράσταση των συμμάχων/φίλων/εταίρων, που έχουν αντικαταστήσει τις πάλαι ποτέ Μεγάλες Δυνάμεις.
Πρόκειται, σίγουρα, για αποφάσεις και ενέργειες, με ψήγματα προδοσίας. Οι ευθύνες για τη χρόνια αυτή ανωμαλία, μέσα στην οποία καθηλώνεται η πατρίδα μας και αδυνατεί έτσι να ανοίξει φτερά σε νέους ορίζοντες, δεν είναι ασφαλώς μονομερείς, αλλά ανακυκλώνονται φράζοντας τα μονοπάτια πιθανών διεξόδων.
Θα ήταν, σίγουρα, ιδιαιτέρως βολικό να αποδοθούν όλα τα κακώς κείμενα στις ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, τότε που η πατρίδα μας σύρθηκε σε ιδιόμορφης μορφής αποικιοκρατικό καθεστώς. Ωστόσο με σύστημα ελεύθερων εκλογών, αλλά και με την επικράτηση κάποιου είδους και βαθμού δημοκρατίας, στη χώρα μας, έστω και με ισχυρή δόση ουτοπίας, είναι δύσκολο να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη ο λαός της, ο οποίος τις ψηφίζει.
Για τη συνέχιση της ανάλυσης θα καταφύγω σε σχετικές πεποιθήσεις μου, που όπως πιστεύω τις συμμερίζονται και πολλοί συμπατριώτες μας. Θα υποστηρίξω δηλαδή ότι, σε πείσμα των ελεύθερων εκλογών, αυτές δεν είναι τελικά ελεύθερες. Η υποτέλεια που μαστίζει τον τόπο δημιουργεί εύκολη πρόσβαση σε επιλογές των έξωθεν εκλεκτών, που θα κυβερνήσουν τη χώρα, και παράλληλα καθιερώνει ένα σχετικά σταθερό σύστημα εναλλαγής τους στην εξουσία, για όσο γίνεται μεγαλύτερο διάστημα. Αυτό σημαίνει ότι σε χρόνο προγενέστερο των εκάστοτε επίσημων εκλογών, και βέβαια με την πολύ αποτελεσματική συμπαράσταση των συστημικών ΜΜΕ, έχουν ήδη οριστικοποιηθεί τα αποτελέσματα, ερήμην της ελεύθερης βούλησης του λαού.
«Θεωρίες συνωμοσίας», θα υποστηρίξουν ορισμένοι. Ωστόσο, αυτή η εκδοχή θα πρέπει να είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις, όπως το πως, το 62% του ΟΧΙ, στο δημοψήφισμα του 2015 έγινε με βελούδινο τρόπο Ναι, δεύτερον την προδοτική συμφωνία των Πρεσπών και τρίτον την αποστολή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία.
Η περιφρόνηση της εκάστοτε βούλησης των ψηφοφόρων, εκτός του ότι είναι επικίνδυνη για κυβερνήσεις που πράγματι εκλέγονται από το λαό, τον απαλλάσσει μέχρι ορισμένου σημείου από ευθύνες κακών επιλογών του, όταν καλείται να δώσει την ψήφο του. Αλλά, και ταυτόχρονα εξηγεί, εν μέρει πάντοτε, το γιατί ο λαός δεν ξεσηκώνεται για να υπερασπιστεί τα δικαιώματά και τις επιλογές του. Διότι προφανώς και δικαιολογημένα κρίνει ότι οι όποιες αντιδράσεις του θα είναι χωρίς αποτέλεσμα.
Η υποτέλεια της χώρας μας διαπιστώνεται, δυστυχώς, σε όλες τις εκφάνσεις των επί μέρους τομέων της ύπαρξής της. Να αρχίσω με την υποτέλεια στα εθνικά μας θέματα και να παρατηρήσω ότι: Στις συνεχείς και κλιμακούμενες εθνικές απειλές, που όμως κυοφορούνται για καιρό και κερδίζουν διεθνή συμπαράσταση με τη μέθοδο της ακατάσχετης επανάληψης, εμείς εμφανιζόμαστε χωρίς στρατηγικό σχέδιο, και προσπαθούμε να τις αναχαιτίσουμε με πυροσβεστικούς τρόπους.
Με το πρώτο χαμόγελο των εταίρων μας ενθουσιαζόμαστε πιστεύοντας ότι τα προβλήματά μας έχουν λυθεί, και χωρίς συνέχεια και συνέπεια οδεύουμε στην επόμενη εθνική περιπέτεια. Αφήνουμε τα εθνικά μας προβλήματα να λιμνάζουν, αδυνατώντας να έχουμε εγκαίρως λύσεις.
Αναφερόμαστε ως παλαιό χαλασμένο γραμμόφωνο και εντελώς αορίστως στο διεθνές δίκαιο, πιστεύοντας αφελώς ότι οι λύσεις του εξασφαλίζονται αυτομάτως, και πολύ συχνά κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας υποστηρίζοντας ότι οι εχθροί μας είναι δήθεν απομονωμένοι, σε αντίθεση με εμάς, που έχουμε δήθεν τη συμπαράσταση της διεθνούς κοινότητας.
Επιπλέον, απέχουμε μεθοδικά από τη χρήση των νομικών μέσων που είναι διαθέσιμα στους διεθνείς οργανισμούς, και τελικώς δεν φαίνεται να μας ενοχλεί το γεγονός ότι μας θεωρούν δεδομένους, και πιόνια για την υποστήριξη της κάθε μορφής υπόθεσης, έστω και όταν αυτή στρέφεται κάθετα εναντίον των εθνικών μας συμφερόντων.
Ικανοποιούμε, αδίστακτα, ό,τι αίτημα μας υποβάλλουν οι εταίροι/σύμμαχοι, χωρίς ουδέποτε να απαιτούμε αντάλλαγμα, έστω και όταν έτσι τίθεται σε κίνδυνο η χώρα μας. Παρότι, ουδέποτε έπαυσαν οι απειλές της Τουρκίας εναντίον μας, και παρότι θα έπρεπε να είναι δεδομένη η συνεχής μας προσπάθεια, με κάθε δυνατή θυσία, για να έχουμε την Ελλάδα αμυντικά απρόσιτη από κάθε εχθρό, αδρανήσαμε. Και, όντως, την ύστατη ώρα σπεύσαμε να αγοράσουμε ότι βρέθηκε μπροστά μας.
Τι έπρεπε να κάνουμε, επί 200 χρόνια που είμαστε ελεύθεροι; Μα, να αξιοποιήσουμε την προνομιακή γεωγραφική μας θέση, το μοναδικό μας πολιτισμό και την ιστορία μας, την πολύτιμη διττή μας υπόσταση, Δύσης και Ανατολής, τον ξύπνιο και εύκολα προσαρμοζόμενο λαό μας, και να μεγαλουργήσουμε, αξιοποιώντας το ανεκτίμητο δώρο που μας έδωσαν οι ήρωες του 1821. Και με όλα αυτά, να βλέπουμε τον υπόλοιπο κόσμο, ας μου επιτραπεί η αδόκιμη έκφραση, αφ' υψηλού, να μη δεχόμαστε μύγα στο σπαθί μας, να απαντάμε στις προκλήσεις με φωνή που να ακούγεται στα πέρατα της υφηλίου. Και να καλλιεργούμε συμμαχίες διττής υφής, αξιοποιώντας το δικό μας ειδικό προνόμιο.
Αλλά, δυστυχώς, μας απορρόφησε η υποτέλεια, η ανυπαρξία, η εξαφάνιση. Και όλα αυτά, επειδή προσπαθήσαμε και μονίμως προσπαθούμε να απεμπολήσουμε την Ανατολή, και να ασπαστούμε αποκλειστικά τη Δύση. Κυρίως, να πείσουμε τη Δύση ότι ανήκουμε σε αυτήν, και ουδεμία έχουμε σχέση με την Ανατολή. Που καταλήγει σε ηθελημένη παραίτησή μας από το ήμισυ της κληρονομιάς μας, με όλα τα δεινά που μας κυνηγούν εξαιτίας του νεοπλουτίστικου θρυλικού «ανήκομεν εις την Δύσιν».
Και μια ματιά στις συνέπειες της υποτέλειας στο χώρο της οικονομίας, που είναι ίσως ακόμη τραγικότερες, από τις εθνικές, καθώς αυτές δεν είναι απλώς απειλές, αλλά δεινά που τα υπέστημεν, τα υφιστάμεθα και θα μας στοιχειώνουν για ατέλειωτα ακόμη χρόνια. Δεν θα επεκταθώ εδώ στο πόσο απάνθρωπες, όσο και αδικαιολόγητες υπήρξαν οι προδιαγραφές που ενσωματώθηκαν στα Μνημόνια, δεδομένου ότι έχω ήδη πολύπλευρα και δια μακρών τοποθετηθεί επί όλων αυτών. Ωστόσο, έγιναν δεκτά αδιαμαρτύρητα, και υπογράφηκαν χωρίς ενδοιασμούς από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων 12 ετών.
Και στο σημείο αυτό πρέπει να αναζητηθούν κάποιες δικαιολογίες, σχετικά με την έλλειψη αντιδράσεων του ελληνικού λαού, στα μαρτύρια στα οποία τον υπέβαλαν για αόριστο χρόνο τα Μνημόνια. Επιβάλλεται, δηλαδή, να αναφερθούμε ειδικότερα στις μεθοδεύσεις απενεργοποίησης των αντιδράσεων του λαού μας, που θα ήταν άλλως απολύτως δικαιολογημένες, όχι βέβαια αορίστως εναντίον των Μνημονίων, που ήταν αναπόφευκτα, εφόσον χρεωστούσαμε, αλλά εναντίον του εγκληματικού τους περιεχομένου.
Προς τούτο χρησιμοποιήθηκαν καταχθόνιες μέθοδοι, που αναλύονται με τρόπο αριστοτεχνικό από τη Ναομί Κλάιν στο γνωστό της βιβλίο «Το δόγμα του σοκ». Με βάση αυτή την ανάλυση ως πρότυπο, κατηγορήθηκαν οι Έλληνες ως τεμπέληδες, ανίκανοι, αλκοολικοί, και ζώντας αναξιοπρεπώς σε βάρος άλλων. Η ευθύνη για ένα χρέος, που σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογούσε την έλευση του ΔΝΤ, με τα γνωστά καταστροφικά του αποτελέσματα από όπου αυτό πέρασε, επέπεσε ακέραια στους ώμους του ελληνικού λαού.
Ακόμη και σήμερα, παρότι έχουν γίνει ευρέως γνωστές οι συνθήκες εξαιτίας των οποίων επιλέχθηκε η πατρίδα μας ως Ιφιγένεια, υπάρχουν συμπολίτες μας που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι φταίγαμε εμείς για το απαράδεκτο περιεχόμενο των Μνημονίων. Πως ήμασταν δήθεν άξιοι μιας τέτοιας τιμωρίας. Ακόμη και μετά την κυκλοφορία των πολύ αποκαλυπτικών απομνημονευμάτων του Μπαράκ Ομπάμα, όπου αναφέρει ότι μέσα από την καταστροφή μας σώθηκαν οι ευρωπαϊκές τράπεζες.
Αλλά, και πέρα από τα Μνημόνια, η υποτέλεια στα οικονομικά, έχει και πολυάριθμες άλλες εκφάνσεις. Αναφέρω την ανεξήγητη, για την οικονομικά ρημαγμένη οικονομία μας, αδράνεια των αρμοδίων να ασχοληθούν με σοβαρό και μακροχρόνιο προγραμματισμό ανάπτυξης.
Η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε απαράδεκτα υψηλό βαθμό από τον τουρισμό, καθώς ο πρωτογενής τομέας της αποδεκατίστηκε από την ΚΑΠ, και ο δευτερογενής της από την παγκοσμιοποίηση. Δυστυχώς οι συζητήσεις και εξαγγελίες για την οικονομία περιστρέφονται γύρω από το πως θα προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις χωρίς όμως να έχουμε καταρτίσει μια εθνική μελέτη, προσαρμοσμένη στις ανάγκες και προτεραιότητες της δικής μας οικονομίας. Με μέτρα βραχυχρόνια, χωρίς συνέχεια και συνέπεια, και με εξάρσεις επιπόλαιων ενθουσιασμών η ελληνική οικονομία βουλιάζει. Και στο μεταξύ, όλα όσα μας ζητά η ΕΕ, που αποβαίνουν προς όφελος του ευρωπαϊκού Βορά και κυρίως της Γερμανίας, σπεύδουμε ακατέργαστα να τα εκτελέσουμε, έστω και αν έρχονται σε σύγκρουση με τα εθνικά μας συμφέροντα. Διστάζουμε να σταθούμε στα δικά μας πόδια και να φροντίσουμε με σοβαρότητα την οικονομία μας. Αναμένουμε, παθητικά, έξωθεν λύσεις. Και, άλλωστε, ακριβώς έτσι εκλιπαρήσαμε πριν 40 χρόνια την ΕΟΚ ώστε να ευαρεστηθεί να μας κάνει δεκτούς, παρότι η οικονομία μας ήταν επικίνδυνα ανέτοιμη για να εκτεθεί στον ανταγωνισμό των βιομηχανικά προηγμένων χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Τότε, η ελληνική οικονομία έθετε τις βάσεις μιας ισορροπημένης ανάπτυξης, και χρειαζόταν χρόνο για να γίνει ανταγωνιστική. Ο χρόνος αυτός δεν της δόθηκε και έτσι η αναπτυξιακή της πορεία πνίγηκε στα μεγαλεία του «ανήκομεν εις την Δύσιν», παραμένοντας πάντοτε ο φτωχός συγγενής μέσα στην ΕΕ.
Το αδιανόητο μέγεθος της υποτέλειας της πατρίδας μας προβάλλει σε όλο του το μεγαλείο, μέσα από το όντως απίστευτο συμβάν των 81 τελευταίων ετών. Στο σχετικά μακρύ αυτό διάστημα η Ελλάδα μας βίωσε τραγικά δύσκολες καταστάσεις, αλλά όμως δεν τόλμησε να απαιτήσει, τουλάχιστον με αποτελεσματικό τρόπο, τα χρέη της Γερμανίας προς την Ελλάδα, τα οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις υπερβαίνουν το 1 τρισεκ. Ευρώ.
Αντιθέτως, δεχθήκαμε να αιμορραγούμε, και να καταβάλουμε ανελλιπώς τα δικά μας χρέη, που αποτελούν μικρό κλάσμα των αντίστοιχων της Γερμανίας απέναντί μας. Να επισημάνω και την υποτέλεια με τη μορφή της πλήρους απέχθειας προς το εθνικό μας νόμισμα, τη δραχμή, και του αλόγιστου πανικού με μόνη τη σκέψη της επαναφοράς του. Δεν χρειάζονται εξηγήσεις, ή και δικαιολόγηση αυτής της απέχθειας, δεν υπεισέρχονται οι αντιτιθέμενοι στην πιθανότητα επιστροφής της δραχμής σε λεπτομέρειες και επεξηγήσεις, γιατί απλώς θεωρείται δεδομένο ότι η δραχμή είναι καταστροφή, ενώ το ευρώ σωτηρία. Και, ακριβώς, εξαιτίας αυτής της αντιμετώπισης του εθνικού μας νομίσματος, κρίθηκε περιττή ή και ορθότερα απαγορευμένη η οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από αυτό, και ακόμη περισσότερο μια σοβαρή συγκριτική μελέτη γύρω από τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των δύο αυτών νομισμάτων.
Αυτής της έκτασης η υποτέλεια συμβαδίζει, αναπότρεπτα και με ανερχόμενο εθνομηδενισμό. Η εύλογη αγωνία του κάθε σκεπτόμενου Έλληνα πολίτη, για το που οδεύει η πατρίδα μας εξαιτίας της γενικευμένης λαίλαπας εθνομηδενισμού, που απειλεί να καταπιεί την πατρίδα μας. Το γενικό, αλλά και βάσει όλων των ενδείξεων, επίσημης προέλευσης σύνθημα αυτής της καταιγίδας είναι η υποβάθμιση και ο χλευασμός του πατριωτικού αισθήματος. Το σύνθημα αυτό επικάλυψε το σύνολο των πατριωτικών αντιδράσεων εναντίον της συμφωνίας των Πρεσπών.
Να θυμηθούμε ότι, τότε η πλειοψηφία των Ελλήνων, που αντιτάχθηκαν στο ξεπούλημα της Μακεδονίας χαρακτηρίστηκαν ως φασίστες, ναζιστές και ανεγκέφαλοι. Έκτοτε, οι αντεθνικές αυτές προκλήσεις συνεχίζονται αδιαλείπτως, με προγραμματισμό και δράση σε ολοένα περισσότερα επίπεδα. Να αναφερθώ και στον πρόσφατο επίσημο εορτασμό των 200 ετών από την Επανάσταση, από την Επιτροπή Ελλάδα 21, που δυστυχώς περιείχε πλήθος αυγών του φιδιού, για την κατά το δυνατόν αντιμετώπιση των οποίων θεώρησα υποχρέωσή μου να ιδρύσω την ΤΙΜΗΣΤΟ 21, οι δραστηριότητες της οποίας κυκλοφορούν στο διαδίκτυο για οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο.
Οι σχετικές ανησυχίες είναι φυσικό να κορυφώνονται όταν στα τόσο επικίνδυνα αυτά συμβάντα για την επιβίωση της πατρίδας μας συμμετέχει και η πρώτη τη τάξει πολίτης της χώρας, η ΠτΔ. Αρκεί να αναφέρω ότι η πρώτη πολίτης της χώρας, η ΠτΔ, υπέδειξε ως λύση την αντικατάσταση του ελληνικού πληθυσμού, που μειώνεται με επικίνδυνους ρυθμούς, από μετανάστες. Υιοθετεί, δηλαδή, το γνωστό όραμα, για καταστροφή της Ευρώπης, του Koudenhove Kalergi. Ούτε σκέψη, λοιπόν, για την ανάγκη λήψης άμεσων μέτρων για την αύξηση των γεννήσεων, που θα ήταν η μοναδική λύση για να μην εξαφανιστεί η Ελλάδα από τον παγκόσμιο χάρτη των ανεξάρτητων κρατών.
Τι θα πρέπει να κάνουμε για την Ελλάδα που αιμορραγεί για να επιβιώσουμε:
*Να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν χρειάζεται να αποδείξουμε το οτιδήποτε, καθώς αρκεί να μην αμαυρώνουμε το αστραφτερό στεφάνι, που μας κληρονόμησαν οι δικοί μας άνθρωποι, πριν χιλιετηρίδες. Η Δύση, είναι η συνέχειά τους, και μπορεί να μεγαλουργήσει για εμάς, αν τη συνδυάσουμε με την υφήλιο, που τότε κατέκτησε ο δικός μας Μέγας Αλέξανδρος. Το «ανήκομεν εις την Δύσιν», μάς περιορίζει, έτσι, γιατί μας στερεί την απεραντοσύνη, στην οποία μπορούμε να έχουμε πρόσβαση, αν την καλλιεργήσουμε δεόντως. Και γι’ αυτό θα έφθανε, αν αντί να αναζητούμε αποδείξεις, για το πόσο «δυτικοί» είμαστε, καταρτίζαμε ένα καλομελετημένο πρόγραμμα δράσης, που να αναδεικνύει τη μοναδικότητα της δικής μας προέλευσης. Ακριβώς, αυτήν, που δυσαρεστεί τη Δύση, επειδή την στερείται.
Η πατρίδα μας θα πάψει να ματώνει αν και όταν:
*Συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έχουμε ανάγκη αναγνώρισης, από πολιτισμούς πολύ μεταγενέστερους του δικού μας. Ιδιαίτερα αυτή την περίοδο, που συντελείται με ταχύτατους ρυθμούς η παρακμή της Δύσης.
*Περιορίσουμε το βαθμό εξάρτησής μας, από έξω, από οπουδήποτε έξω, και ασχοληθούμε με συνέπεια και συνέχεια με όλα όσα χρειάζεται η οικονομία μας. Έχοντας ως οδηγό μας τη γνώση ότι η προσπάθεια εμφύτευσης ακατέργαστων προγραμμάτων, όσο προηγμένα και αν είναι αυτά, συνήθως αποτυγχάνουν παταγωδώς.
*Αναγνωρίσουμε ότι η ελληνική οικονομία είναι πλήρως διαλυμένη, και χωρίς βάσεις. Έτσι, χρειάζεται μακροχρόνιο προγραμματισμό, της μορφής που εφαρμόστηκε στο σύνολο σχεδόν των ήδη προηγμένων οικονομιών, κατά την περίοδο εκβιομηχάνισής τους, προσαρμοσμένο κατά το δυνατόν στις σύγχρονες απαιτήσεις. Περιττό να υπογραμμίσω ότι αυτός ο προγραμματισμός ουδεμία σχέση έχει με τον σοβιετικό.
*Αντιμετωπίσουμε τα μόνιμα και εξαιρετικής επικινδυνότητας εθνικά μας προβλήματα με μακροχρόνιο πρόγραμμα, και με την αποδοχή της υπόθεσης ότι πρόκειται για την επιβίωση του Έθνους και συνεπώς καμία θυσία δεν είναι υπερβολική. Έχουμε το παράδειγμα του Ισραήλ. Ας το ακολουθήσουμε.
*Ελαχιστοποιήσουμε τη διαφθορά και τον νεποτισμό, που λαμβάνουν ανατριχιαστικές διαστάσεις όχι, βέβαια, αποκλειστικά στην Ελλάδα, αλλά ως απεχθής συνέπεια της παρακμής της Δύσης. Να υποστηρίξω την άποψή μου ότι δεν παρέχει λύση, στο πολύ βασικό αυτό πρόβλημα, η συνεχής κατακραυγή εναντίον της λεγόμενης «ελίτ», που κατά την κρίση μου, ουδέν σημαίνει. Το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να προβάλλεται ως πρόβλημα αποκλειστικά πλουτισμού. Πρώτον, διότι όσοι έχουν υψηλά εισοδήματα δεν είναι αναγκαστικά και προδότες, αλλά αντιθέτως συχνά αναδεικνύονται εξαιρετικοί πατριώτες. Δεύτερον, διότι θα πρέπει κάποτε αυτό να ιδωθεί και μέσα από την γενικότερη προσπάθεια περιορισμού των ανισοτήτων κατανομής, μέσω αποτελεσματικής προοδευτικής φορολογίας. Αλλά, και τέλος τρίτον, η διάσταση των «ελίτ», που νομίζω ότι ιδιαιτέρως ενοχλεί, και ιδιαιτέρως βλάπτει τη χώρα μας, είναι η επιπόλαιη χρησιμοποίηση μελών της, σε θέσεις υπεύθυνες, οι οποίες απαιτούν προσόντα τα οποία αυτά δεν διαθέτουν. Δεν είναι δυνατόν να υπεισέλθω εδώ σε αναλύσεις των λόγων, άλλωστε λίγο-πολύ γνωστών, του γιατί βρίθει αυτή η τακτική, ειδικά στη χώρα μας, και πως εξηγείται. Αρκεί να υπενθυμίσω ορισμένες από τις πολύ θλιβερές της συνέπειες, που τις βιώνουμε συνεχώς και που εκτός από επικίνδυνες, συχνά γελοιοποιούν την πατρίδα μας.
*Αντιληφθούμε το αναίτιο και πιθανά καταστρεπτικό σύνδρομο, του να καταφερόμαστε εναντίον της Κίνας. Μιας μεγάλης χώρας, με πανάρχαιο πολιτισμό ανάλογο του δικού μας, με σεβασμό στην πατρίδα μας, και με την προοπτική να ανέλθει στην κορυφή του κόσμου, από όπου θα μπορούσε να μας προσφέρει πολλά.
Η εχθρότητα, εναντίον της Κίνας, δικαιολογείται, τηρουμένων των αναλογιών, μόνο από την πλευρά των ΗΠΑ, εφόσον η Κίνα τις απειλεί με απώλεια της παγκόσμιας κυριαρχίας τους.
Η Ελλάδα δεν έχει τίποτε να κερδίσει ανεβαίνοντας και η ίδια σε αυτό το άρμα του μίσους.
Αντιθέτως, πολλοί λόγοι συνηγορούν στην ανάπτυξη μιας στενότερης και πολυεπίπεδης συνεργασίας με την Κίνα, μεταξύ άλλων και ως προετοιμασία για τη νέα διεθνή τάξη που, εκτός απροόπτου, αναμένεται πολύ προσεχώς.
*Εισήγηση ΣΤΟ Β’ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ 5-9 /08/2022
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.