Οι τροχονόμοι κατέφθασαν πρώτοι στον τόπο του δυστυχήματος. Η παλιοβρώμα, δεν είχε δει το «Στοπ»; Ξαπλωμένος ανάσκελα στην καυτή άσφαλτο, την ακούω που ωρύεται.
Είχα βγει για τσιγάρα. Αφόρητη η ζέστη, μα χειρότερη η εξάρτηση απ’ τη νικοτίνη. Σερνόμουν· ο μεσημεριάτικος ήλιος μαστίγωνε ανελέητα.
Περνώντας τη διάβαση, δεν έλεγξα το δρόμο αριστερά, μα χρειαζότανε; Έχουνε προτεραιότητα οι πεζοί, δεν έχουνε; Το στρίγκλισμα των φρένων του αυτοκινήτου, μου έκοψε τη χολή.
Τα πόδια μου δεν τα νιώθω, ούτε μπορώ να κουνήσω τα χέρια μου. Βοήθεια! Βλέπω την πορτοκαλί φιγούρα του διασώστη με τη χειρουργική μάσκα. Τα γαλάζια μάτια του, ψύχραιμα να με κοιτάζουν. Πιέζει με το γαντοφορεμένο χέρι του την καρωτίδα μου. “Τον χάσαμε”, μουρμουρίζει.
Δεν μπορεί να αναφέρεται σ’ εμένα, αδύνατον!
πηγή
Προσθέσετε το σχόλιό σας:
0 comments:
Παρακαλώ αφήστε το μήνυμά σας. Προσπαθήστε να σχολιάζετε χωρίς προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς. Σχόλια που θα θεωρηθούν συκοφαντικά ή θα περιέχουν βωμολοχίες θα απορρίπτονται.