Articles by "Απεργία πείνας"

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απεργία πείνας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Η δημοσιογράφος Μαρίνα Βήχου μιλά για τους λόγους που την ώθησαν σε απεργία πείνας με μόνο αίτημα την Ελευθερία του Τύπου και την εφαρμογή της…


Το επάγγελμά μας, που η μεγαλύτερη πλειοψηφία των Ελλήνων δημοσιογράφων το υπηρετεί με απόλυτη αίσθηση καθήκοντος, και με δημοκρατικά συναισθήματα, βάλλεται αυτή τη στιγμή, γιατί μετατρέπεται σε ένα είδος σφουγγαρόπανου του Μεγάρου Μαξίμου. Είναι πολλά τα κρούσματα όλο αυτό το διάστημα, η ενημέρωση πλήττεται με πάρα πολύ βίαιο τρόπο, και με βάση τη συνείδηση μου αποφάσισα, επίσης, ότι πρέπει να βγω και να αγωνιστώ».



Η Μαρίνα Βήχου, δημοσιογράφος, μέλος της Ένωσης Συντακτών της Αθήνας (ΕΣΗΕΑ), απεργός πείνας από την Τρίτη 23 Μαρτίου έξω από το κτήριο της Ένωσης, μιλάει με ήρεμη, αποφασισμένη, σταθερή φωνή. Έχει στήσει δύο πανώ και το αντίσκηνό της, έξω από το «σπίτι της», το «σπίτι των δημοσιογράφων» επιζητώντας την αποκατάσταση της χαμένης τιμής του επαγγέλματος.



Στο κρύο της νύχτας και στην δυσκολία και μοναξιά της μέρας, υποστήριξή της οι απλοί συνάδελφοι, «υποστήριξη από συναδέλφους με δημοσιεύματα, κοινοποιήσεις των δικών μου αναρτήσεων, δημοσιεύματα πάρα πολλά στα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπάρχει μεγάλη υποστήριξη… και στο Facebook, σε αυτά που αναρτώ… Σήμερα μάλιστα ήταν αρκετές οι συνεντεύξεις, μου ζητούν να μιλήσω.».



Η απόφασή της, μια απόφαση που πολλοί κρίνουν ακραία, «αυτό που μπορεί να κάνει», μας λέει. «Έχω εξοργιστεί. Έχω φτάσει στα όρια μου. Αν ήμουν μικρότερη ίσως πέταγα πέτρες. Ε, στην ηλικία που είμαι αυτό που μπορώ να κάνω κάνω.».

Πως φτάνει στα όριά του ένας άνθρωπος του χώρου του Τύπου; Τι την οδηγεί σήμερα σε αυτή τη δράση; «Είναι αρκετά χρόνια.. από την εποχή των μνημονίων αρχίζει η μεγάλη κατηφόρα, αλλά τώρα έχουμε φτάσει στο σημείο ναδίρ,. Μιλάμε για παραπληροφόρηση, για κυνήγι της αντίθετης άποψης, στοχοποίηση της αντίθετης άποψης, ρεπορτάζ στημένα, και σε συχνή βάση… [τα συστημικά μέσα] βασιστήκανε στην καλλιέργεια ενός κλίματος μεγάλης τρομοκρατίας, και εγκατέλειψαν τελείως αυτό που λέμε, να δίνουν χώρο στην άλλη άποψη. Αν έχεις και κάπου διαφορετική άποψη αμέσως αυτόματα χαρακτηρίζεσαι τραμπιστής, συνομωσιολόγος, ψεκασμένος…».



Ευτυχώς, τα υγιή κύτταρα της κοινωνίας αντιδρούν. «Υπάρχει και μια κοινωνία, και αυτό είναι το ενδιαφέρον, που αρχίζει και τιμωρεί αυτή την κατάσταση, τα τελευταία γκάλοπ δείχνουνε ότι τα μέσα ενημέρωσης εθνικής εμβέλειας πλέον χάνουνε καθημερινά ακροατήριο, ενώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αυξάνεται το ακροατήριο, υπάρχουν αυτά τα δείγματα, κάτι ελπιδοφόρο κυοφορείται…».



Κυοφορείται όμως εκτός της Ένωσης Συντακτών, όπως φαίνεται. Γιατί εντός, η κίνησή της χαρακτηρίστηκε ως «εκβιασμός». Απαντάει ήρεμη, χωρίς στιγμή να υψώσει τη φωνή της και σε αυτό: «Στη συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ υπήρξε ο ισχυρισμός ότι εγώ κάνοντας αυτή την κινητοποίηση εκβιάζω! Εκβιάζω το διοικητικό συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ! Ξέρετε, είναι η ίδια έκφραση που χρησιμοποίησε ο Μητσοτάκης για την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα. Όμως είναι δύο πράγματα που δε βλέπουν: ότι στην περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα, εκείνος αγωνίστηκε για ένα θέμα που αφορούσε τον ίδιο και το κράτος δικαίου, την ισονομία των πολιτών. Στη δική μου περίπτωση, προσωπικό όφελος από αυτό δεν έχω κανένα, και το έχω δηλώσει, ούτε σε εκλογές πρόκειται να κατέβω, ούτε τίποτε τέτοιο, δεν έχω τέτοιες φιλοδοξίες. Και, δεύτερον, μου είπανε [από το ΔΣ της Ένωσης Συντακτών] «γιατί δεν ήρθες να μας τα πεις τα αιτήματα σου; είναι πολύ λογικά και συμφωνούμε κι εμείς, και ξεκίνησες με την απεργία πείνας;». Απάντησα, αν είναι τόσο λογικά και συμφωνείτε κι εσείς, γιατί εδώ και έναν χρόνο δεν έχετε κάνει τίποτε;

Και το άλλο που θα ήθελα να πω εδώ, είναι πως εκβιασμός, η λέξη εκβιασμός, σημαίνει να κάνεις κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέληση του. Εμένα όμως μου λένε ότι συμφωνούμε απόλυτα, οπότε για ποιό λόγο τους εκβιάζω; ή συμφωνούν και βγάζουν μια ανακοίνωση και σταματάω εγώ την απεργία, ή δε συμφωνούν και ισχυρίζονται ότι τους εκβιάζω…». για ποιό λόγο άλλωστε να εκβιάσει κανείς για το αυτονόητο; Και το αυτονόητο είναι αυτό που τονίζει κλείνοντας την κουβέντα μας η κα Βήχου: «Πρέπει να εφαρμοστεί ο κώδικας δημοσιογραφικής δεοντολογίας, που, σαν κείμενο, είναι ένα εξαιρετικό κείμενο. Ένα τόσο προσεγμένο κείμενο, που πιάνει όλες τις περιπτώσεις παραβιάσεων της Ελευθερίας της Ενημέρωσης…».






Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Μπόμπι Σαντς (1954 – 1981)

O Μπόμπι Σαντς (Bobby Sands) ήταν βορειοϊρλανδός εθνικιστής και ηγετικό στέλεχος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), ενταγμένος στην αριστερή του πτέρυγα. Έγινε παγκοσμίως γνωστός το 1981, όταν ξεκίνησε απεργία πείνας στη φυλακή, διεκδικώντας το καθεστώς του πολιτικού κρατούμενου. Η άρνηση της τότε πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ να ικανοποιήσει το αίτημά του, τον οδήγησε στο θάνατο στις 5 Μαΐου 1981.

Ο Ρόμπερτ Γκέραρντ «Μπόμπι» Σαντς γεννήθηκε στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας στις 9 Μαρτίου 1954. Ήταν το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά του Τζον και της Ροζαλίν Σαντς, δύο πιστών Καθολικών. Από μικρό παιδί, ο Μπόμπι ζούσε και μεγάλωνε με τις έντονες διαμάχες μεταξύ των Καθολικών ή Δημοκρατικών (των Ιρλανδών που ζητούν την ενσωμάτωση της Βόρειας Ιρλανδίας στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας ή Έιρε) και των Προτεσταντών ή Ενωτικών (των Ιρλανδών που παραμένουν πιστοί στο βρετανικό στέμμα).

Σε ηλικία 10 ετών αναγκάστηκε να μετακομίσει με την οικογένειά του σε άλλη γειτονιά του Μπέλφαστ, λόγω της κατατρομοκράτησής τους από τους Προτεστάντες. «Ήμουν ένα αγόρι της εργατικής τάξης από το εθνικιστικό γκέτο, αλλά είναι η καταστολή που μου δημιούργησε το επαναστατικό πνεύμα της ελευθερίας» είχε γράψει ο Σαντς για τα παιδικά του χρόνια. Σε ηλικία 18 ετών, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη δουλειά του ως μαθητευόμενος τεχνίτης αυτοκινήτων και να μετακινηθεί ξανά με την οικογένειά του σε άλλη γειτονιά.


Η συνεχιζόμενη καταπίεση των Καθολικών από τους Προτεστάντες ριζοσπαστικοποίησε τον Σαντς και τον ώθησε να ενταχθεί στον IRA το 1972. Οι δεσμοί του με την οργάνωση, που διεκδικούσε με δυναμικά μέσα την απόσπαση της Βόρειας Ιρλανδίας από τη Μεγάλη Βρετανία, δεν πέρασαν απαρατήρητοι από τις αρχές. Αργότερα, εκείνο το έτος, συνελήφθη για κατοχή πυροβόλων όπλων και καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών ετών.

Στη φυλακή συνάντησε κορυφαία στελέχη του IRA, όπως ο Τζέρι Άνταμς, τα οποία εκτίμησαν τις ικανότητές του, με αποτέλεσμα μετά την αποφυλάκισή του να ανέλθει τάχιστα στην ιεραρχία της οργάνωσης. Ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του IRA και παρότρυνε τους συντρόφους του να υιοθετήσουν σοσιαλιστικές πολιτικές. Ο Σαντς ήταν θαυμαστής της πολιτικής δράσης και του συγγραφικού έργου των Τζορτζ Τζάκσον, Φραντς Φανόν, Τσε Γκεβάρα και του ιρλανδού σοσιαλιστή Τζέιμς Κόνολι. Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του παντρεύτηκε τη φίλη του Τζέραλντι Νόουντ, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Γκέραρντ Σαντς.

Με την απελευθέρωσή του, ο Σαντς επέστρεψε αμέσως στην πολιτική δράση και γρήγορα έγινε δημοφιλής στις τάξεις των Καθολικών. Στα τέλη του 1976, οι αρχές τον συνέλαβαν ξανά, αυτή τη φορά για μία βομβιστική ενέργεια σε μια μεγάλη εταιρεία επίπλων και την επακόλουθη ανταλλαγή πυρών μεταξύ των δραστών και της αστυνομίας. Αφού υποβλήθηκε σε απάνθρωπη ανάκριση και δικάστηκε με αμφισβητούμενα αποδεικτικά στοιχεία, καταδικάστηκε σε κάθειρξη 14 ετών, την οποία άρχισε να εκτίει στη φυλακή υψίστης ασφαλείας του Μέιζ, στα περίχωρα του Μπέλφαστ.

Από την πρώτη μέρα του εγκλεισμού του ανέπτυξε ακτιβιστική δράση, ζητώντας μεταρρυθμίσεις στο σωφρονιστικό σύστημα, με αποτέλεσμα συχνά να βρίσκεται σε κελί απομόνωσης. Ο βασικός ισχυρισμός του ήταν ότι αυτός και οι άλλοι συγκρατούμενοί του μέλη του IRA έπρεπε ν’ αντιμετωπίζονται ως πολιτικοί κρατούμενοι και αιχμάλωτοι πολέμου και όχι τρομοκράτες, όπως επέμενε η βρετανική κυβέρνηση.

Την 1η Μαρτίου 1981, ο Σαντς και άλλοι εννέα συγκρατούμενοί του αποφάσισαν να ξεκινήσουν απεργία πείνας μέχρι θανάτου. Εκτός από το βασικό τους επιχείρημα, ότι έπρεπε ν’ αντιμετωπίζονται ως πολιτικοί κρατούμενοι, τα υπόλοιπα αιτήματά τους κυμαίνονταν από το να επιτρέπεται στους κρατουμένους να φορούν τα δικά τους ρούχα μέχρι να δέχονται επισκέψεις και αλληλογραφία.

Οι αρχές απέρριψαν τα αιτήματά του και ο ίδιος ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει την απεργία πείνας. Σταδιακά η υγεία του άρχισε να επιδεινώνεται και κατά τη διάρκεια των πρώτων 17 ημερών είχε χάσει 8 κιλά. Εν τω μεταξύ, ο Σαντς σε μία προσπάθεια ν’ αναδείξει τον αγώνα του, έθεσε υποψηφιότητα για τη βουλευτική έδρα της εκλογικής περιφέρειας Φέρμανα και Σάουθ Τάιροουν, που θα κρινόταν σε επαναληπτική εκλογή. Στις 9 Απριλίου εξελέγη βουλευτής του Βρετανικού Κοινοβουλίου, επικρατώντας του Προτεστάντη αντιπάλου του, προκαλώντας σοκ στη βρετανική κυβέρνηση και ακυρώνοντας πανηγυρικά το επιχείρημά της ότι ο IRA ήταν μία περιθωριακή τρομοκρατική οργάνωση και δεν τύγχανε λαϊκής υποστήριξης.

Παρά την εκλογή του, ο Σαντς συνέχισε την απεργία πείνας, καθώς η στάση της Θάτσερ δεν άλλαξε. Στις 3 Μαΐου έπεσε σε κώμα και στις 5 Μαΐου 1981 άφησε την τελευταία του πνοή στη φυλακή του Μέιζ. Ο Μπόμπι Σαντς ήταν 27 ετών και είχε αρνηθεί τροφή για 66 ημέρες. Τις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του τις πέρασε σε μία κλίνη νερού για την προστασία του φθαρμένου και εύθραυστου σώματός του.

Ο θάνατος του Σαντς προκάλεσε κύματα αγανάκτησης σ’ όλο τον κόσμο. Οι ΗΠΑ εξέφρασαν «βαθιά λύπη», εφημερίδες σε όλο τον κόσμο καταδίκασαν την «αναισθησία» της Θάτσερ ν’ αφήσει ένα μέλος του κοινοβουλίου να πεθάνει και μεγάλες ταραχές ξέσπασαν στους δρόμους της Βόρειας Ιρλανδίας. Την πομπή της κηδείας του παρακολούθησαν περισσότερα από 100.000 άτομα.

Τους επόμενους μήνες, εννέα ακόμη κρατούμενοι, μέλη του IRA, πέθαναν σε απεργίες πείνας, που σταμάτησαν τελικά στις 3 Οκτωβρίου 1981. Τελικά, η βρετανική κυβέρνηση, υποκύπτοντας και στις διεθνείς πιέσεις, ικανοποίησε τα περισσότερα αιτήματα των φυλακισμένων στελεχών του IRA και πολλοί από αυτούς απελευθερώθηκαν βάσει της λεγόμενης «Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής» (10 Απριλίου 1998), που έθεσε τέλος στις μακροχρόνιες συγκρούσεις στη Βόρεια Ιρλανδία και είναι γνωστή στη βρετανική πολιτική ιστορία ως «Οι Ταραχές» («The Troubles»).

 Σχετικό

Οι τελευταίες μέρες του Μπόμπι Σαντς είναι το θέμα της κινηματογραφικής ταινίας του Στιβ ΜακΚουίν «Hunger», που πρωτοπροβλήθηκε το 2008 με πρωταγωνιστή τον Μάικλ Φασμπέντερ.




Πηγή



Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου