Με κομψές εξισώσεις επιχειρήθηκε στο χθεσινοβραδινό Eurogroup να διασκεδαστεί το αδιέξοδο της Ελλάδας, εξαιτίας της απολύτως εσφαλμένης οικονομικής φιλοσοφίας των «προγραμμάτων διάσωσης» (μνημονίων) που υιοθετήθηκαν, νομοθετήθηκαν και εφαρμόζονται κουτσά-στραβά στην πράξη.
Η συμφωνία στο Eurogroup, για το τέλος του προγράμματος (: για το τέλος των μνημονίων) αποτελεί στην ουσία την επιτομή ενός νέου μνημονίου χωρίς πρόσθετη χρηματοδότηση από τον λεγόμενο επίσημο τομέα. Με περαιτέρω παράταση της περιόδου χάριτος για τα δάνεια του EFSF κατά 10 χρόνια και επιμήκυνση της μέσης διάρκειας λήξης τους επίσης για 10 χρόνια, όπως και με την πρόβλεψη για χρησιμοποίηση της τελευταίας δόσης για την δόμηση ενός «μαξιλαριού ρευστότητας» για κάτι περισσότερο από έναν χρόνο, επιχειρείται να απαντηθεί μαθηματικώς η ανάγκη για νέα δάνεια, για την εξυπηρέτηση των προηγούμενων.
Δηλαδή, αντί για νέα δάνεια, προτάχθηκε μια οριακή ρύθμιση του χρέους, ώστε αυτό να εμφανίζεται θεωρητικώς και βραχυχρονίως «βιώσιμο». Μακροπρόθεσμα είναι προφανές πως ούτε αυτό επιτυγχάνεται, όπως με σαφήνεια διαπιστώνει και δηλώνει το ΔΝΤ, το οποίο συνεχίζει να είναι τεχνικός σύμβουλος στο νέο πρόγραμμα που δεν αποκαλείται πλέον έτσι, ενώ είναι ασφαλώς έτσι, θεσπίζοντας ανελαστικές δεσμεύσεις σε ο, τι αφορά στα χρηματοοικονομικά, δημοσιονομικά και στο κοινωνικό μοντέλο, όπως και συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα.
Με την έννοια αυτή και καθώς ελληνική κυβέρνηση και δανειστές αγωνίζονται τα τελευταία χρόνια να μεταβάλλουν την πραγματικότητα που διαμορφώνει η στρατηγική τους στα ελληνικά πράγματα, αλλάζοντας τις λέξεις, αυτό το νέο πρόγραμμα πολλαπλών φάσεων θα μπορούσε κανείς να το ονομάσει «Νέο Πρότζεκτ» για την Ελλάδα. Όχι, λοιπόν, νέο πρόγραμμα αλλά νέο πρότζεκτ. Όχι νέα Μνημόνια, αλλά αυξημένη επιτήρηση για την διατήρηση των μνημονιακών προνοιών, για την επέκτασή τους και για την πιθανή θέσπιση νέων μέτρων στο πλαίσιο του αυτόματου μηχανισμού διόρθωσης των αποκλίσεων από τις κομψές εξισώσεις που «επικύρωσε» το Eurogroup.
Τι σημαίνει αυτό πολιτικά; Πως η εμφανιζόμενη ως «βιωσιμότητα του χρέους» με συνέχιση της λιτότητας και με, στην ουσία, αντιαναπτυξιακό προφίλ, προδηλώνει όχι απλώς για την επόμενη δεκαετία, αλλά μάλλον για πολύ περισσότερα χρόνια, ένα περιβάλλον «αβίωτης ζωής» στην πατρίδα μας.
Τώρα, αν κάποιος θεωρεί ότι αυτό αποτελεί επιτυχία της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, διαμορφώνοντας επιπρόσθετα το κλίμα και τις αντικειμενικές συνθήκες για προσέλκυση επενδύσεων για τις οποίες διψά η ελληνική οικονομία, είναι ασφαλώς δικαίωμά του! Μόνον μετά από οκτώ χρόνια εμπειρίας πάνω σε αυτήν την ίδια «φιλοσοφία» για την προσαρμογή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, απαιτείται πολύ μεγάλη δόση αυταπάτης και υπέρβασης της πραγματικότητας για να εκφράσει κανείς μία τέτοια αισιοδοξία.
Ας μην είμαστε μίζεροι, ωστόσο! Με κριτήριο το ότι η Ελλάδα αποτελεί ένα αυθεντικό μετανεωτερικό φαινόμενο «αποικίας χρέους» και έτσι θα παραμείνει μέχρις ότου εξοφλήσει τουλάχιστον τα δύο τρίτα των δανείων που έχει λάβει από τον λεγόμενο επίσημο τομέα της Ευρωζώνης, θα πρέπει να είμαστε… ικανοποιημένοι! Πάντα θεωρητικά και για τον επόμενο ενάμιση χρόνο, η πιθανότητα νέας πτώχευσης, ασύντακτης αυτή τη φορά, αποκλείεται. Άρα, στις επόμενες εκλογές το δίλημμα δεν θα είναι – και αυτή τη φορά – «πάση θυσία στο ευρώ» ή «δραχμή». Το νέο δίλημμα θα είναι «ποιος μπορεί να διασφαλίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις του Νέου Πρότζεκτ προσαρμογής της Ελλάδας, για να μην γίνει ξανά επίκαιρη η συζήτηση για την δραχμή».
Σε τι διαφέρει αυτό από το παλαιότερο απειλητικό και ταυτόχρονα λυτρωτικό αφήγημα στο οποίο στηρίχθηκαν όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις της κρίσης μέχρι σήμερα; Στην πραγματικότητα σε τίποτε, αν και τώρα πια υπεισέρχεται μεγαλύτερος βαθμός δημιουργικής ασάφειας! Και μάλιστα με την πρωτοτυπία που αποτελεί κορυφαία πολιτική παραδοξότητα στον καιρό μας: όσο οι αριθμητικές απεικονίσεις και οι συναρτήσεις εμφανίζονται σαφέστερες, τόσο η ζωή στην Ελλάδα μέλλεται ασαφέστερη! Με άλλα λόγια, το Νέο Πρότζεκτ για την Ελλάδα μεγεθύνει την ανασφάλεια στη χώρα.
Ενισχύει ή αποδυναμώνει τη σταθερότητα αυτό; Κατά ένα παράδοξο τρόπο και υπό τις αντικειμενικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στο πολιτικό σύστημα, την ενισχύει, αν και με όρους αμιγώς γεωοικονομικούς και γεωπολιτικούς την αποδυναμώνει.