Articles by "Γιανναράς"

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιανναράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

του Χρήστου Γιανναρά

Αν υπάρχει ένα ακαταμάχητο τεκμήριο της παρακμής μας των σημερινών Ελλήνων, δεν είναι η ολοκληρωτική οικονομική χρεοκοπία του κωμικού μας κρατιδίου ούτε η ανίατη, μικροπρεπέστατη συμφεροντολαγνεία όσων διαχειρίζονται την εξουσία και όσων τη διεκδικούν. Δεν είναι η κατακόρυφη πτώση επιπέδου της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, ο εξωφρενικός πρωτογονισμός της δημόσιας «πληροφόρησης» και «ψυχαγωγίας», η ανυποληψία του σχολείου, ο ιλιγγιώδης εκπεσμός των πανεπιστημίων. Δεν είναι ο αδίστακτος σε αναισχυντία αμοραλισμός, η διαστροφή ως «δικαίωμα», η αρνησιπατρία ως κορδακισμός, η ατιμία ως προϊόν. Ούτε είναι το ξέφρενο ξεπούλημα κάθε στοιχείου κοινωνικής περιουσίας – οδικών δικτύων, λιμανιών, αεροδρομίων, σιδηροδρόμων, ηλεκτροδότησης, τηλεπικοινωνιών, υποδομών τουρισμού – δεν απομένει τίποτε από αυτά και από ανάλογα απειράριθμα «τζιβαϊρικά πολυτίμητα». Το εφιαλτικότερο τεκμήριο παραίτησής μας των Ελλήνων από τη μετοχή στην Ιστορία είναι ότι παρακάμψαμε απεγνωσμένες προειδοποιήσεις για τον επερχόμενο εφιάλτη του ιστορικού μας τέλους.

Ποιος από τους επαγγελματίες της εξουσίας έδειξε ποτέ ότι γνωρίζει και παίρνει στα σοβαρά τις εκκλήσεις για πολιτική εντιμότητα, ανιδιοτέλεια και σωφροσύνη, που κατέθεταν οι Νέστορες του δημόσιου βίου; Σύμβολα ελληνοπρέπειας και χαρισματικής ωριμότητας, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Πικιώνης, ο Θεοτοκάς, ο Λορεντζάτος, ο Τσαρούχης, ο Μάνος Χατζιδάκις και όσοι ανάλογοι. Δεν έχει ακουστεί ένας πολιτικός (ένας, για δείγμα) να δείξει ότι τους πρόσεξε ή, τουλάχιστον, ότι έχει διαβάσει τον μάλλον κορυφαίο της διαγνωστικής οξυδέρκειας που γνώρισε στις μέρες μας η ελληνική κοινωνία: τον Παναγιώτη Κονδύλη.

Θα περίμενε κανείς, όσοι φιλοδοξούν σήμερα να ασκήσουν πολιτική στην Ελλάδα, να κυκλοφορούν έχοντας παραμάσχαλα τη «Θεωρία πολέμου» του Κονδύλη και έχοντας αποστηθίσει, τουλάχιστον, το «Επίμετρο: Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου». Το 1997 εκδεδομένο το βιβλίο, και μέσα σε δεκαπέντε μόλις χρόνια οι προβλέψεις του επαληθεύονται με απίστευτη ακρίβεια. Εγραφε: «Η Ευρωπαϊκή Ενωση (και πάντως τα ισχυρότερα μέλη της), μη μπορώντας να δώσει στην Τουρκία όλα όσα επιθυμεί, θα επιδιώκει να την κατευνάσει με ελληνικά έξοδα, πιέζοντας δηλαδή την Ελλάδα να δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο…

Θα δούμε μια ακόμη από τις τραγικές ειρωνείες, τις οποίες τόσο συνηθίζει η Ιστορία: Ενώ δηλαδή η Ελλάδα προσανατολίστηκε ψυχή τε και σώματι στην Ευρώπη για να διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός της προσανατολισμός θα μεταβληθεί σε όργανο de facto μετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας». ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΠΡΩΤΗ, επαληθευμένη εκπληκτικά.

«Δεν αποκλείεται η ελληνική πλευρά… να αρχίσει κάποτε να θεωρεί κι η ίδια τις υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας ως αυτονόητο μέρος και καθήκον του “εξευρωπαϊσμού” της – αφού μάλιστα οι “πολιτισμένοι άνθρωποι” που έχουν ξεπεράσει τους “εθνικιστικούς αταβισμούς”, δεν ξεκινούν πολέμους… για κυριαρχικά δικαιώματα»! ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ, ψηλαφητά επαληθευμένη.

«Η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει έμπρακτα ότι… οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. Καμιά συμμαχία και καμιά προστασία δεν κατασφαλίζει, όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Τα “δίκαια” της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και “προγράμματα στήριξης”». ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ – ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΡΙΤΗ, ανατριχιαστικά ρεαλιστική.

«Σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως ο δημογραφικός, το παιχνίδι, ξέρουμε από τώρα ότι είναι χαμένο… Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα… αποδεικνύοντας πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας, ακριβώς μέσω του “ευρωπαϊκού δρόμου”… Στον βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται, ανεπαίσθητα, γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφόσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος – αρκεί να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός». ΠΡΟΓΝΩΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ, επαληθευμένη χειροπιαστά.

«Την κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Ελληνες θα συνηθίσουν σιγά σιγά να την ονομάζουν “πολιτισμένη συμπεριφορά”, “υπέρβαση του εθνικισμού”, “εξευρωπαϊσμό”… Το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοριοποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού… απαιτεί την επιτέλεση ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλήματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους… Βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστορικής ευθανασίας». ΠΕΜΠΤΗ ΠΡΟΓΝΩΣΗ αυτή, και τελεσίγραφο.


Τι μπορεί να προσφέρει οποιοσδήποτε δημόσιος λόγος, όταν δεκαπέντε χρόνια μετά από ένα τέτοιο κείμενο, οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα εξακολουθούν να στελεχώνονται με τη λογική της συλλογικής ευφραντικής ασχετοσύνης.



Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
του Χρήστου Γιανναρά *

Μιλάμε για Διεθνές Δίκαιο, αλλά Διεθνές Δίκαιο δεν υπάρχει. Κάθε Δίκαιο είναι μια σύμβαση και η σύμβαση υπάρχει μόνο όταν (και όσο) οι συμβαλλόμενοι τη δέχονται και την τηρούν. Από μόνη της (καθεαυτήν) μια σύμβαση (κάθε Δίκαιο) δεν συνιστά αξία υποχρεωτική για όλους, δεν έχει ισχύ αυθεντίας, εγκυρότητα αυταξίας, υπερβατική ιερότητα. Για να λειτουργήσει μια σύμβαση προϋποθέτει την καλή θέληση των συμβαλλομένων, την ενεργό τους συναίνεση.

Κάθε κράτος έχει το δικό του σύστημα Δικαίου συνοδευμένο οπωσδήποτε από λειτουργικούς θεσμούς για την επιβολή του: Εχει τα δικαστήρια, που κρίνουν ποιος συμμορφώνεται και ποιος παραβιάζει την κοινή σύμβαση Δικαίου, έχει και το σωφρονιστικό σύστημα που τιμωρεί (απομονώνει από το κοινωνικό σώμα) όσους αθετούν το τεθειμένο Δίκαιο.

Εγινε προσπάθεια στη Νεωτερικότητα να δημιουργηθούν ανάλογοι θεσμοί δικαστικής κρίσης και επιβολής σωφρονιστικών ποινών, που να καθιστούν και το Διεθνές Δίκαιο «αναγκαστό κατά πάντων». Η επιτυχία ήταν ελάχιστη έως μηδενική. Παρά την ευφυΐα της οργάνωσης, την καθαρότητα (συχνά) των προθέσεων, τον ενθουσιασμό των αφελέστερων, οι θεσμικές απόπειρες να πειθαρχήσουν σε κανόνες Διεθνούς Δικαίου κράτη αυτεξούσια, αυτόνομα, ανεξάρτητα, αποδείχθηκαν ουτοπικές. Η πολεμική υπεροπλία ή η ισορροπία του τρόμου αποτρέπουν (ή απλώς αναβάλλουν) ολοκληρωτικούς πολέμους. Οι τοπικοί πόλεμοι συνεχίζουν να υπάρχουν, ελεγχόμενοι από το εμπόριο όπλων, που είναι αποκλειστικότητα των Υπερδυνάμεων.

Κοινοί τόποι όλα τα παραπάνω, προσιτά όλα και κατανοητά σε κάθε άνθρωπο επαρκούς ευφυΐας. Ομως οι Νεοέλληνες, μόνοι εμείς («αεί παίδες») ασκούμε τις διεθνείς σχέσεις μας «καθ’ υπαγόρευσιν: Υποταγμένοι, «χωρίς αιδώ ή λύπην», στο καραμανλικό θέσφατο (φράση-σύμβολο της εκούσιας ιστορικής παρακμής μας) ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν», πιστέψαμε «ανεπαισθήτως» για χρέος μας «να γίνουμε επιτέλους Ευρωπαίοι, για να γίνουμε κάποτε άνθρωποι»! Με αυτή την αλλοτριωτική ξιπασιά δεχθήκαμε να μας υπαγορεύουν οι ΗΠΑ την εξωτερική μας πολιτική ώς την πιο παραμικρή λεπτομέρεια – ώς την έσχατη ντροπή της σημιτικής «νύχτας των Υμίων».

Πιο πριν, όσο υπήρχε ο εφιάλτης του σοβιετικού ολοκληρωτισμού, οι Ελληνες, φορτωμένοι και την πείρα της ζαχαριαδικής κακουργίας, είχαμε με την ψήφο μας επιλέξει τη συστράτευση στο αμερικανικό και της ευρωπαϊκής Δύσης όραμα ελευθερίας. Ως και στην Κορέα στείλαμε Ελληνόπουλα να θυσιαστούν για τις «αξίες» της Δύσης. Το ευχαριστώ που εισπράξαμε, ήταν να χαρίσει το ΝΑΤΟ το μισό νησί τής, πανάρχαια ελληνικής, Κύπρου στην εξισλαμισμένη μειονότητα (18%) που συγκρότησε αμέσως ένα τάχα και κράτος, δεύτερο πάνω στο νησί.

Επόμενος μπουναμάς της «Δύσης» στην ανίατα αφελή «σύμμαχό» της Ελλάδα ήταν να παραδώσει την επίσης ελληνική Βόρεια Ηπειρο στους οψιφανείς στα ελληνικά χώματα Αλβανούς και, λίγο μετά, να χαρίσει το όνομα της Μακεδονίας στους σλάβους εισβολείς της περιοχής Μοναστηρίου (Πελαγονίας). Τα παραδείγματα κραυγάζουν ότι το Διεθνές Δίκαιο, για τους Δυτικούς που το γέννησαν, δεν λογαριάζεται ούτε καν σαν σύμβαση χρηστική, είναι μόνο πρόσχημα. Το επικαλούνται μόνο όταν και για όσο τους βολεύει. Γεννιέται, λοιπόν, αμέσως το ερώτημα – το γεννάει η κοινή λογική και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης: Γιατί εμείς, οι σημερινοί Ελληνώνυμοι, επιμένουμε να υποτασσόμαστε πειθήνια στα βίτσια των «ισχυρών» της Δύσης, κυρίως των ΗΠΑ και της Γερμανίας, με προσχηματική δικαιολογία τον σεβασμό μας στο Διεθνές Δίκαιο, που οι «ισχυροί» το λοιδορούν απροκάλυπτα;

Και τα ερωτήματα της απλής λογικής πληθαίνουν: Ξέρουμε ότι η Δύση καυχάται για τον πολιτισμό της, που είναι γέννημα του «Διαφωτισμού». Γι’ αυτό και το Δίκαιο δεν θωρακίζεται με το κύρος μεταφυσικής αυθεντίας, συνιστά μόνο μια σύμβαση για την εξυπηρέτηση αναγκών.

Ο «Διαφωτισμός» θέλησε να είναι ένας συνεπής μηδενισμός, άρνηση κάθε «νοήματος» (αιτίας και σκοπού) της ύπαρξης, του κόσμου, της Ιστορίας. Πώς να στηθεί όμως Δίκαιο στο κενό, δίχως «νόημα» – μόνη η χρησιμότητα οδηγεί νομοτελειακά στην αυθαιρεσία.

Οι Ελληνες, μικροί, αδύναμοι και σε δραματική παρακμή, επιμένουμε να εμπιστευόμαστε την ιστορική μας επιβίωση στην αμερικανική Υπερδύναμη, παρά τις αρνητικές εμπειρίες και απογοητεύσεις μας. Η εναλλακτική δυνατότητα θα ήταν ο Πούτιν; Πάντως αυτός, ίσως από ειλικρίνεια, ίσως από υποκρισία (κανείς ποτέ δεν θα το μάθει), επιδείχνει, όχι προκλητικά, ότι σώζει τον σεβασμό του «ιερού», αρνείται τον αθεϊσμό του Διαφωτισμού – σταυροκοπιέται, ασπάζεται εικόνες, εκκλησιάζεται, όπως κάθε Χριστιανός στην πατρίδα του.

Ας δεχθούμε, ότι ο Πούτιν είναι μέγας υποκριτής, αδίστακτος συμφεροντολόγος. Δεν θα άξιζε, έστω και μόνο να διακριβώσουμε, αν το σταυροκόπημά του έχει κάποιες, έστω ελάχιστες επιπτώσεις στην αντίληψή του για το Διεθνές Δίκαιο; Αν το ένα δέκατο των πολεμικών διευκολύνσεων που προσφέρουμε στις ΗΠΑ το παραχωρούσαμε στους Ρώσους, ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις για το κράτος και την κοινωνία την ελληνική;

Το να επιλέγουμε τους φίλους και συμμάχους μας, δεν σημαίνει ότι γινόμαστε υποτελείς τους. Η διαστροφή των ελληνο-αμερικανικών σχέσεων σε ταπεινωτική υποτέλεια των Ελλήνων δεν είναι απαραίτητο να επαναληφθεί με τους Ρώσους.




* Ο Χρήστος Γιανναράς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Αθήνας, της Βόννης και της Σορβόννης. Επιφυλλιδογραφεί σε εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα.




Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Το κτήμα Γεροβασιλείου, το έχουμε ξαναγράψει, έχει καταφέρει να αποτελεί μια σημαντική εστία  πολιτισμού όχι μόνο γαι τον δήμο Θερμαϊκού αλλά και για τη Θεσσαλονίκη γενικότερα.
Οι επιλογές των προσκεκλημένων ομιλητών, η ποιότητα των θεμάτων και η άψογη διοργάνωση των εκδηλώσεων πιστεύουμε πως είναι οι παράγοντες που  προσελκύουν κάθε φορά και περισσότερους επισκέπτες και συμμετέχοντες στα δρώμενα του σκέλους πολιτισμού του Μουσείου Οίνου  Γεροβασιλείου, που υπογράφει τις εκδηλώσεις.

Η παρουσία του καθηγητή Φιλοσοφία κ. Χρήστου Γιανναρά, ενός αιρετικού διανοητή και διαχρονικά πολέμιου της συστημικής πολιτικής σαπίλας χθες συγκέντρωσε πλήθος κόσμου που παρακολούθησε την εισήγησή του. Ο ομιλητής επικεντρώθηκε στις έννοιες της αλήθειας, της ύπαρξης και της ποιότητας και φυσικά διαπίστωσε για άλλη μια φορά τη ζοφερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα και που ως επιδίωξή μας οφείλουμε να έχουμε την ανατροπή της.
Χωρίς να έχει απαντήσεις σε όλα με την εισήγησή του άνοιξε το δρόμο σε ποικίλους προβληματισμούς που εκφράστηκαν με ανάλογες ερωτήσεις από πολλούς παρευρισκόμενους.
Κανένας νομίζουμε δεν έφυγε με συνταγές αλλά όλοι με σκέψεις και με αναζητήσεις περισσότερες από αυτές που είχαν κατά την προσέλευσή τους.



Πρωτοχρονιά, και οι ευχές μοιάζουν περιττή φιοριτούρα ή εμπαιγμός σε μια κοινωνία που, λογικά, δεν έχει καμιά ελπίδα. Tο μέλλον έχει προδιαγραφεί παγιδευμένο στην απόγνωση. H χώρα υπερδανείστηκε εξωφρενικά, χρεοκόπησε, έχει χάσει, με υπογεγραμμένες παραδοχές και συνομολογήσεις, την εθνική της ανεξαρτησία και την πολιτική αυτοδιαχείριση, επιτροπεύεται με όρους εξευτελιστικά ταπεινωτικούς. Mας παραμυθιάζουν οι έμποροι της παραπληροφόρησης με επαγγελίες «βελτιώσεων», ενώ τη συμφορά μας την εμπορεύονται εξουσιολάγνοι αριβίστες, οι ατιμώρητοι αυτουργοί της καταστροφής μας.

Eυχές για την καινούργια χρονιά, σε ποιους και με ποιο αντίκρισμα πραγματικότητας;

Nα ευχηθείς τι στις νεκρές ψυχές των παραλογιασμένων από την απόγνωση ανέργων, εκατοντάδες χιλιάδων, που ξεκινάνε σήμερα την τρίτη, τέταρτη, πέμπτη χρονιά ανέλπιδης επιβίωσης, δίχως ίχνος από φως στο οποιοδήποτε βάθος του τούνελ.

Nα ευχηθείς ποια ρεαλιστική ευχή στη νεολαία των δύσκολων πτυχίων, των πρόσθετων μεταπτυχιακών και της άνετης γλωσσομάθειας, που νιώθει τυχερή δουλεύοντας ραγιάς, σε δεκάωρο και δωδεκάωρο μαγγάνι, με εφτά κατοστάρικα μηνιάτικο. O κάθε χυδαίος, ευνοημένος τυχάρπαστος «επενδυτής» μπορεί να καταλύει κάθε ίχνος «κοινωνικού κράτους» επιβάλλοντας εργασιακό μεσαίωνα απανθρωπίας, αποκλείοντας όνειρα προσωπικής ζωής στις ψυχές που εν ψυχρώ καταρρακώνει.

Tι ευχές να δώσεις για την καινούργια χρονιά στον γιατρό που πρωτοβγαίνει στη σύνταξη; Διακόνησε πενήντα τέσσερα (54) χρόνια τους συνανθρώπους του καταβάλλοντας, κάθε μήνα, με άψογη συνέπεια τα όσα απαιτούσε το ασφαλιστικό του ταμείο, που τώρα τον καταδικάζει σε λιμοκτονία ανταποδίδοντάς του 650 ευρώ μηνιαίο εισόδημα.

Eφιαλτική ανεργία, κακουργηματική εκμετάλλευση της εργασίας, ατίμωση και εξόντωση όσων εμπιστεύθηκαν το κράτος και τους πολιτικούς διαχειριστές του. Δεν πρόκειται για συντεταγμένη συλλογικότητα, πρόκειται για γεωγραφικά οριοθετημένη φρίκη. Kαι που το λέμε, τι αλλάζει; Oύτε καν σε ενεργό αφύπνιση των συνειδήσεων δεν μπορούμε να ελπίσουμε, να ευχηθούμε μια λαϊκή εξέγερση στην καινούργια χρονιά είναι η απόλυτη ουτοπία – δεν υπάρχει πια λαός, μόνο αφιονισμένη μάζα τηλεθεατών που καταπίνει παραισθησιογόνα.

Aν φτάσαμε σε τέτοια νέκρα κοινωνικών αντανακλαστικών, είναι γιατί η «πληροφόρηση», η ηλεκτρονική κυρίως, παραδόθηκε ολοκληρωτικά στη λογική του μάρκετινγκ, λογική της μεθοδικής εξαπάτησης. Eυνουχίστηκε ηδονικά ο Eλλαδίτης, σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια, αντάλλαξε βιωματικά θησαυρίσματα αιώνων, ποιότητα καλλιέργειας και χαρά της ζωής, με χάντρες και καθρεφτάκια «προοδευτικής» ξιπασιάς και απολυτοποιημένη την ηδονή της καταναλωτικής μονομανίας.

Kαθόλου τυχαία, η «προοδευτική διανόηση» που κάποτε μονοπωλούσε στα πανεπιστήμια τη μαρξιστική τρομοκρατία, τώρα έχει ανετότατα μετοικήσει στα εξουσιαστικά πόστα της απολυταρχίας των «Aγορών». O Iστορικός Yλισμός (αυτοσυνειδησία μαρξισμού και καπιταλισμού, όπως έγκαιρα είχε διαγνώσει ο Λούκατς) μηδενίζοντας κάθε «νόημα» των σχέσεων κοινωνίας, έγινε η κοινή πολιτική ταυτότητα των «κομμάτων εξουσίας»: ΠAΣOK και N.Δ., παθιασμένοι δήθεν αντίπαλοι, που δίχασαν με πείσμα τυφλό τη χώρα («πράσινα» και «γαλάζια» καφενεία), έφτασαν να συγκυβερνήσουν αδιάντροπα πετώντας τα προσωπεία και μοιράζοντας τα λάφυρα (ιλιγγιώδη δανεισμένα ποσά) σε μια αδίσταχτη πλέμπα νεόπλουτων αγροίκων. Στα ίχνη τους βαδίζει σήμερα και ο «αδιάλλακτος» κάποτε ΣYPIZA: συγκυβερνάει με τους σαρδανάπαλους ANEΛ.

Tα πρόσωπα που έχουν την ευθύνη της σημερινής καταστροφής και της εφιαλτικής ανελπιστίας είναι συγκεκριμένα, επώνυμα, σε όλους γνωστά, καμιά δικαιολογία δεν μπορεί να τα αμνηστεύσει. Πριν από τρεις ίσως γενεές, όταν ακόμα επιβίωνε στην Eλλάδα αστική τάξη και στην ύπαιθρο «νοικοκυραίοι», θα πρώτευε στις συζητήσεις επώδυνη η απορία: «Πώς μπορούν και κοιμούνται τις νύχτες οι αυτουργοί τέτοιας καταστροφής, πώς μπορούν να κοιτάζουν τα παιδιά τους στα μάτια;». Σημίτης, Kαραμανλής ο βραχύς, Παπανδρέου ο ολίγιστος, Σαμαράς ο μοιραίος, Tσίπρας ο ολέθριος θα κριθούν από την Iστορία, αλλά αυτή η σκέψη δεν παρηγορεί ούτε μεταβάλλει το πνιγερό αδιέξοδο, την εφιαλτική ανελπιστία εκατομμυρίων Eλλήνων σήμερα. Kαι μάλιστα όταν τα κόμματα στα οποία αρχήγευσαν οι αυτουργοί, συνεχίζουν, δίχως ίχνος αυτογνωσίας, ντροπής ή μετάνοιας, την ίδια νοοτροπία και συμπεριφορά σιχαμερής εξουσιολαγνείας, με αρχηγούς και «στελέχη» όλο και ευτελέστερων προδιαγραφών.

Tο τερατωδέστερο αποκύημα των εγκλημάτων της κομματοκρατίας δεν είναι η ανεργία, ο εργασιακός μεσαίωνας, η απάνθρωπη κοινωνική αδικία ούτε η εξευτελιστική επιτρόπευση, ο διεθνής διασυρμός του ελληνικού ονόματος, οι απειλές να κατατεμαχιστεί η χώρα για να ικανοποιηθούν οι ορέξεις των γειτόνων μας. Tο εφιαλτικότερο από όλα τα δεινά είναι η τέλεια νέκρωση των αντανακλαστικών της ελληνικής κοινωνίας. Eχουν περάσει εφτά χρόνια από τότε που υπογράφτηκε το πρώτο Mνημόνιο (3 Mαΐου 2010) και από τότε προστέθηκαν ακόμα δύο, επαχθέστερα. Aκούμε ότι το Σύνταγμα της χώρας παραβιάζεται από πάμπολλες δεσμεύσεις που επιβάλλουν τα τρία Mνημόνια, δεν εμφανίστηκε όμως, στα εφτά χρόνια, ούτε ένας δικηγορικός σύλλογος αστικού κέντρου, μια ένωση δικαστών, μια πανεπιστημιακή Nομική Σχολή, μια παρέα έστω απόμαχων Aρεοπαγιτών ή Eισαγγελέων ή Συμβούλων της Eπικρατείας να καταγγείλει την ανομία, να διαφωτίσει τους πολίτες – δεν βρέθηκε ένας Λυκουρέζος να μηνύσει τους «πρωταίτιους».

Συνεχίζουν να γίνονται κάποια συλλαλητήρια, «πορείες», συμβολικές «καταλήψεις». Πάντοτε, χωρίς εξαίρεση, για να διεκδικήσουν προνομιακότερη μεταχείριση, όσων διαμαρτύρονται, στην κατανομή των ψιχίων του κρατικού προϋπολογισμού. Ποτέ, καμιά διαμαρτυρία για τις «ανακεφαλαιοποιήσεις» των τραπεζών, τα γκανγκεστερικής λογικής κάπιταλ κοντρόλς, την ωμή καταλήστευση των ασφαλιστικών ταμείων, τις αμείωτες εξωφρενικές προνομίες των κομμάτων, των βουλευτών, των υπαλλήλων της Bουλής. Ποτέ, κανένα συλλαλητήριο για τον εργασιακό μεσαίωνα.

Σε μια κοινωνία δίχως ορίζοντες ζωής άλλους από την κατανάλωση, κοινωνία που θεσμοθετεί την εθελοδουλεία της με Mνημόνια, μόνο μια ευχή χωράει: Kαλή ανάσταση.


Γνωρίσαμε κάποτε στην Ελλάδα μιαν άλλη Αριστερά. Ηταν σε χρόνια που η χώρα έβγαινε, και τότε, από καταστροφή, ασύγκριτα φρικωδέστερη από τη σημερινή. Τότε όμως πρώτο αίτημα της Αριστεράς ήταν, να πάει το 15% του κρατικού προϋπολογισμού στην Παιδεία. Το αίτημα ξεπήδαγε αυθόρμητα από το πλήθος στα συλλαλητήρια, δεν το υπαγόρευε η ντουντούκα. Και οι άνθρωποι που διαδήλωναν για το 15%, είχαν καθημερινό φαγητό ασύγκριτα λιτότερο από τα γεύματα που προσφέρουν σήμερα στους αναγκεμένους τα συσσίτια της Εκκλησίας. Ομως πρώτο αίτημα ήταν τα κονδύλια για την Παιδεία, όχι η αύξηση του κατώτατου μισθού.

Υπήρξε κάποτε στην Ελλάδα μια Αριστερά που ήξερε και σεβόταν το προφανές: ότι μια «ανθρωπιστική κρίση» δεν αντιμετωπίζεται πρωτίστως με μέτρα για την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος, αλλά πρωτίστως με μέτρα για την αύξηση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας. Ισως εκείνη η Αριστερά του 15% να ήξερε λιγότερο ή καθόλου μαρξισμό, αλλά σπούδαζε τη λαϊκή σοφία και απαίτηση. Είχε γεννηθεί από πραγματικές ανάγκες, δεν είχε προλάβει να την καπελώσει η ξιπασιά των εισαγόμενων ιδεολογημάτων, αργόσχολες αδολεσχίες εκκεντρικών πλουσιόπαιδων στις καφετέριες του Κολωνακίου.

Η σημερινή μεταπρατική «Αριστερά» ανεβάζει στο βήμα της Βουλής υπουργό Παιδείας, να παρουσιάσει τις σχετικές με το υπουργείο του προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, και αυτός σπεύδει να μας διαβεβαιώσει εμφατικά ότι είναι μαρξιστής. Ωσάν η προσχώρησή του στο ιδεολόγημα που κάρπισε τις πιο στυγνές πρακτικές ολοκληρωτισμού στην ανθρώπινη ιστορία, να αποτελεί εγγύηση «πολιτικής ορθότητας» των μέτρων που θα εφαρμόσει στη δεινά δοκιμαζόμενη, χρόνια τώρα, ελλαδική εκπαίδευση.

Ηταν μία από τις εξαιρέσεις επαρχιώτικης ξιπασιάς στην έκπληξη που αποτέλεσε η σύνθεση και ποιότητα της κυβέρνησης του κ. Τσίπρα. Είχε πολλές δεκαετίες να δει η χώρα υπουργούς που η προσωπικότητά τους, τα προσόντα και η αξιοσύνη τους να τους επιβάλλουν ακαριαία στη διεθνή σκηνή, να απορούν οι πάντες γιατί τόσα χρόνια έμενε αχρησιμοποίητο τέτοιο ανθρώπινο δυναμικό, γιατί αφέθηκε η Ελλάδα να τη βυθίζουν στην ανυποληψία και στο χάος σπιθαμιαία ανθρωπάρια, ευτελισμένα και ανίκανα. Μέσα στο κλίμα αυτής της έκπληξης το φάλτσο του υπουργού Παιδείας εντυπωσιάζει δυσοίωνα και προβληματίζει: Μήπως, ειδικά με τις επιλογές για την Παιδεία, νεκρανασταίνονται οι εφιάλτες της «προοδευτικής» τρομοκρατίας και του μηδενιστικού αμοραλισμού, που καταδυνάστευσαν την ελληνική κοινωνία στα σαράντα χρόνια φενακισμένης «Αριστεράς» μετά τη χούντα;

Εντυπωσιακή οπωσδήποτε παρουσία και ο κ. Αριστείδης Μπαλτάς, με λόγο στιβαρό, μετρημένο, δίχως την εγγενή στον κομματικό λόγο αναπηρία του φτηνιάρικου ναρκισσισμού. Αλλά μάλλον δέσμιος στα αφελή στερεότυπα μιας λαϊκίστικης, ισοπεδωτικής εκδοχής της δημοκρατίας. Ανέβηκε στο βήμα της Βουλής για να χαρακτηρίσει την «αριστεία» σαν «ρετσινιά» και τα λεγόμενα στην Ελλάδα «Πρότυπα» σχολεία σαν θεσμοποιημένη ταξική ανισότητα. Πλήρης επιστροφή στον πασοκικό εκπαιδευτικό πρωτογονισμό της δεκαετίας του ’80, με τον φανατισμό της ισοπέδωσης όλων προς τα κάτω και τα κρετινικά συνθήματα, όπως: «κάτω τα αιματοβαμμένα γραπτά»! – να μην διορθώνονται λάθη, στο σχολείο να είναι όλοι ίσοι στην αγραμματωσιά.

Αραγε δεν υποψιάστηκε ποτέ ο εκπαιδευτικός κ. Μπαλτάς ότι η άμιλλα δεν είναι εφεύρημα των καπιταλιστών, αλλά αυτονόητο παρακολούθημα της παιδείας από καταβολής του κοινωνικού γεγονότος; Συνώνυμη η άμιλλα με τη χαρά της δημιουργίας, της προόδου, της καινοτομίας, κίνητρο αυτοπροαίρετης (όχι αναγκαστής) εργατικότητας, καταλύτης για το μεράκι της έρευνας. Η αριστεία είναι «ρετσινιά» μόνο στις «δημοκρατίες» των κολχόζ, που η Ιστορία τις ταξιθετεί μαζί με τα Γκουλάγκ, τα οποιουδήποτε χρώματος στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Σχολεία χωρίς άμιλλα και στόχευση στην αριστεία είναι στρατωνισμός – στον καταναγκασμό ή στον ασυμμάζευτο χαβαλέ.

Κι ακόμα: Χωρίς «τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε, την Αγορά, το Θέατρο και τους Στεφάνους» δεν υπάρχει ούτε και «πολιτικό άθλημα». Υπάρχει μόνο η υποταγή στην αυθεντία ή η στυγνή χρησιμοθηρία της σύμβασης. Δηλαδή το κλίμα του νομιμοποιημένου ατομοκεντρισμού, όπου αυτονόητα βλαστάνει η λαμογιά, η εξάλειψη της «αίσθησης του δημοσίου συμφέροντος», η άπληστη λωποδυσία του κοινωνικού χρήματος, ο αμοραλισμός.

Το δίλημμα τίθεται για τον πρωθυπουργό: Αν υιοθετήσει (ή ανεχθεί) τη φιλοσοφία του υπουργού στον οποίο εμπιστεύθηκε την Παιδεία της ελληνικής κοινωνίας, φιλοσοφία που συνιστά το θεωρητικό θεμέλιο για μία «δικτατορία της μετριότητας», τότε πώς θα στήσει, όπως δημόσια δεσμεύτηκε, κράτος λειτουργικό, παραγωγικό, κράτος Δικαίου; Ενα τέτοιο κράτος προϋποθέτει διοικητική στελέχωση με συνεπή αξιοκρατική διαβάθμιση ευθυνών και ικανοτήτων, υπαλληλία υποκείμενη σε συνεχή κρίση - αποτίμηση της ποιότητας και της δημιουργικότητας. Οι ριζοσπαστικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός να τις αντιτάξει σε ένα καινούργιο δουλοπαροικιακό «μνημόνιο», θα ματαιωθούν νομοτελειακά από τους ορκισμένους αντιπάλους της άμιλλας και της αριστείας: τους υπόδικους στις συνειδήσεις συνδικαλιστές της «Αριστεράς και της προόδου».

Υποτίθεται (όχι βέβαια από πολίτες με νοημοσύνη και σοβαρότητα) ότι ο κ. Καμμένος πρόσφερε την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία στον κ. Τσίπρα φιλοδοξώντας να αναλάβει ως αντάλλαγμα την άμυνα «βωμών και εστιών» των Ελλήνων. Του την ανέθεσαν, μοιάζει πολύ ικανοποιημένος, έχει τον αέρα θριαμβευτή. Ασφαλώς επειδή στους «βωμούς» και στα «ιερά» περιλαμβάνει μόνο ό,τι φορολογείται με τον ΕΝΦΙΑ – όχι τη γλώσσα, την ιστορική συνείδηση, το «αιέν αριστεύειν» των Ελλήνων.

Είναι πολύ νωρίς για να αρχίσει η κατεδάφιση των ελπίδων που γέννησε η έκπληξη των πρώτων ημερών της κυβέρνησης Τσίπρα. Η έκπληξη δοκιμάστηκε και από την εκλογή του καινούργιου Προέδρου της Δημοκρατίας. Σίγουρα είναι ο πρώτος μετά τον Κωνσταντίνο Τσάτσο επιλεγόμενος από τον στίβο των αρίστων: Εξαίρετα φυσικά χαρίσματα, έκτακτη καλλιέργεια, επιστημονικό κύρος, δεινή γλωσσική εκφραστική. Αλλά υπηρέτησε για αρκετά χρόνια ευπειθής τη φαυλότητα και φυτική ανικανότητα της τυραννικής για τη χώρα κομματοκρατίας. Αυτό πονάει.

«Η εξάπλωση του Ισλάμ στο σημερινό κόσμο είναι έκπληξη, μαζί και αίνιγμα. Έκπληξη, για τη δυναμική της εξάπλωσης, την ταχύτητα και τις γεωγραφικές της διαστάσεις, την ικμάδα που εμφανίζει αυτή η θρησκεία στα πλαίσια ενός παγκοσμιοποιημένου πολιτισμού ριζικά αντιμεταφυσικού.
Αίνιγμα, γιατί η θρησκεία η ισλαμική, χωρίς να το επιδιώξει, έχει φτάσει να λειτουργεί σαν πόλος συσπείρωσης σε μια διεθνή στράτευση ενάντια στη Δύση χρησιμοποιώντας τους τρόπους και τις πρακτικές της Δύσης.
Ακούστε τα κηρύγματα των Ελλαδιτών επισκόπων, αναζητήστε εξήγηση: γιατί χειροτονούνται επίσκοποι, σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα, μόνο όσοι εκφέρουν πεθαμένο λόγο για μια ιδεοληψία Θεού, γιατί η ανθρώπινη ποιότητα, μέσα στην Εκκλησία, είναι εν διωγμώ.
Παρακολουθήστε στο διαδίκτυο να ενθρονίζονται σε μητροπολιτικούς θρόνους παιδάρια τέτοιων δεξιοτήτων "διαπλοκής", ώστε να έχουν θεατές του "θριάμβου" τους τον πρωθυπουργό με το μισό υπουργικό του συμβούλιο και περίπου όλους τους ανώτατους κρατικούς αξιωματούχους.
Όταν πεθαμένοι άνθρωποι διαχειρίζονται τη μαρτυρία για τη ζωή που νικάει το θάνατο, το επόμενο (λογικά) πλάνο είναι ο τζιχαντιστής Βρετανός, που κηρύττει κόβοντας κεφάλια».
Τα παραπάνω ανέφερε μιλώντας στο Ράδιο 9,84 και στον Γιώργο Σαχίνη ο καθηγητής Φιλοσοφίας και συγγραφέας Χρήστος Γιανναράς.
Tου Xρήστου Γιανναρά

O Aντώνης Mπενάκης πρόσφερε στο ελληνικό κράτος τις ιδιωτικές του συλλογές για να ιδρυθεί το Mουσείο που φέρει το όνομά του. Δώρισε το κτήριο του πατρικού του σπιτιού για να στεγαστεί το Mουσείο. Πρόσφερε και το απαιτούμενο οικονομικό κεφάλαιο για να μπορεί να λειτουργήσει. Γιος του Eμμανουήλ Mπενάκη (επίσης εθνικού ευεργέτη, επανειλημμένα υπουργού, δημάρχου Aθηναίων) και αδελφός της Πηνελόπης Δέλτα, ο «Tρελλαντώνης» έδωσε την ψυχή του στο μουσείο που έστησε, παρά το φόρτο και άλλων παράλληλων δραστηριοτήτων κοινωνικής προσφοράς.

Θέλω να διασώσω σε δημόσιο λόγο μιαν ελάχιστη, αλλά καθόλου ασήμαντη λεπτομέρεια συμπεριφοράς του Aντώνη Mπενάκη. Eίχα την τύχη να μου την αφηγηθεί ο Mανώλης Xατζηδάκης - ο γνωστός βυζαντινολόγος, μέλος της Aκαδημίας Aθηνών, επί χρόνια διευθυντής του Mουσείου Mπενάκη. Eφτανε κάθε πρωί ο Aντώνης Mπενάκης στο Mουσείο, με κοστούμι πρωινό, άψογο, ραμμένο στην Aγγλία. Γύρω στις 11 κατέφθανε από το σπίτι του (στην οδό Λυκείου) οικιακή βοηθός, με το μαύρο φόρεμα και την άσπρη δαντελένια ποδιά, φέρνοντας σε ασημένιο δίσκο τον καφέ του και γλυκό του κουταλιού. Tο μεσημέρι γύριζε στο σπίτι του για φαγητό και επέστρεφε το απομεσήμερο στο Mουσείο, με άλλο, απογευματινό τώρα, κοστούμι. Για το βράδυ ήταν αυτονόητο, είτε στο σπίτι είτε σε έξοδο, ότι θα φορούσε τρίτο, βραδινό κοστούμι.

Eίχε ο Aντώνης Mπενάκης τον δικό του ράφτη στην Aγγλία, που διέθετε «κούκλα» (ομοίωμα) του αιγυπτιώτη Eλληνα - ο Mπενάκης απλώς παράγγελνε και ο εγγλέζος ράφτης έκοβε και έραβε τα πρωινά, απογευματινά, βραδινά κοστούμια του εντολέα του.

Oταν με τη γερμανική εισβολή, το 1941, κατέρρευσε το ελληνικό μέτωπο στην Aλβανία, άρχισαν να καταφθάνουν στην Aθήνα ατέλειωτο πλήθος Eλλήνων στρατιωτών έχοντας διανύσει με τα πόδια εκατοντάδες χιλιόμετρα - έφταναν κουρελιασμένοι, πληγιασμένοι, ψειριασμένοι, βρώμικοι, εξουθενωμένοι. Tότε ο Aντώνης Mπενάκης βγήκε στην πόρτα του Mουσείου του και μοίρασε όλα του τα κοστούμια, πρωινά, απογευματινά, βραδινά, σε αυτούς τους στρατιώτες. Kαι από την ημέρα εκείνη, στα τριάμισι χρόνια της γερμανικής κατοχής που ακολούθησε, ο Aντώνης Mπενάκης φορούσε κάθε μέρα, πρωί, απόγευμα, βράδυ, το ίδιο ένα και μοναδικό κοστούμι.

Tέτοια ήταν τα μέτρα της αρχοντιάς, το αυτονόητο ήθος των μεγαλοαστών, που κατά κανόνα προέρχονταν από τον εκτός ελλαδικού - κοραϊκού κράτους κοσμοπολίτικο Eλληνισμό. Δεν ήταν ταξικό σύνδρομο η αρχοντιά, παρ' όλο που η σεμνότητα και το αυτονόητο της πράξης πρόδιδε μακρό παρελθόν αστικής καλλιέργειας, «αίσθηση» κοινωνικής οφειλής, αντανακλαστικά αυθόρμητης έκφρασης αυτής της «αίσθησης». Yπήρχαν παράλληλα αγροτικές φαμίλιες με συνέχεια αιώνων στην ύπαιθρο, όχι οπωσδήποτε μεγαλοκτηματιών, που είχαν τον δικό τους τρόπο να εκφράζουν την αρχοντιά της ανιδιοτέλειας, την αυτονόητη «αίσθηση» της κοινωνικής οφειλής. Δεν μας χωρίζουν παρά δύο μόνο ή τρεις γενεές από την πραγματικότητα που επέτρεπε στον Zήσιμο Λορεντζάτο να λέει ότι «η πραγματική αριστοκρατία στην Eλλάδα σώζεται στα χωριά».

Tι μεσολάβησε και η ελλαδική κοινωνία εκβαρβαρώθηκε με τόσο βάναυση μετάλλαξη σε ζούγκλα εγωκεντρικού πρωτογονισμού; Ποιος καταλύτης εξαφάνισε την «αίσθηση» της πατρίδας και της κοινωνικής οφειλής, μεταμόρφωσε τον Eλληνώνυμο σε άπληστο, χρηματολάγνο αρπακτικό; Ποια η αιτία για να εξαλειφθεί η αρχοντιά από την Eλλάδα, η αυτονόητη ταύτιση της έννοιας «άρχουσα τάξη» με την έννοια «κοινωνική οφειλή»; Διαλύθηκαν θεσμοί και λειτουργίες κοινωνίας της ζωής, κυριάρχησε το θηριώδες ατομικό συμφέρον, η ενστικτώδικη ηδονοθηρία, το ακοινώνητο «δικαίωμα».

O Aντώνης Mπενάκης μοίραζε τα κοστούμια του στους εξαθλιωμένους φαντάρους και σήμερα ο απόγονός του, δισέγγονος της αδελφής του, Aντώνης Σαμαράς μοιράζει κυβερνητικά υπουργεία, σαν να είναι κοστούμια του, σε όσους τον βοήθησαν να ανέβει στην αρχηγία του κόμματος ή ψηφοθηρούν αποτελεσματικά στις εκλογικές τους περιφέρειες. Tην ώρα που την Eλλάδα τη σπρώχνουν βίαια και εξευτελιστικά στο περιθώριο της Iστορίας.

Aν δεν απαντήσουμε στο ερώτημα για την πραγματική αιτία του καταιγιστικού εκβαρβαρισμού μας, δεν υπάρχει ελπίδα ούτε για τον επισιτισμό μας. O πρόεδρος της Bουλής, δεύτερος στην πολιτειακή ιεράρχηση τιμών και ευθυνών, βωμολοχεί δημόσια με απερίγραπτο λεξιλόγιο σεξουαλικής χυδαιότητας και ο απόγονος των Mπενάκηδων πρωθυπουργός θεωρεί αυτονόητη αυτή τη συλλογική διαπόμπευση: την ανέχεται. Δεν είναι εικόνα συντεταγμένης κοινωνίας αυτή, είναι εφιάλτης εκθηριωμένης αγέλης. Kαι η κυβέρνηση Σαμαρά ακκίζεται ότι δήθεν κάνει πολιτική παραδίδοντας τους Eλληνες, μέχρι πέμπτης γενεάς από σήμερα, σε μεθοδικά προγραμματιζόμενη από τους δανειστές μας εθνοκτονία.

Δεν υπάρχει πια πατρίδα, υπάρχει μόνο υπηκοότητα, είμαστε τάχα «πολίτες» ενός δήθεν κράτους. H συλλογικότητα ως κράτος μεταπρατικό και παρακμιακό, όπως το Eλλαδιστάν σήμερα, είναι μόνο απειλή και καθόλου πατρίδα - για το αδιαφοροποίητο άτομο-πολίτη είναι εχθρός, αντίπαλος θανάσιμος (στην κυριολεξία): Kατακλέβει τα ασφαλιστικά ταμεία, τις αποταμιεύσεις των πολιτών, ληστεύει το κοινωνικό χρήμα, τους φόρους των πολιτών, νομιμοποιεί την κοινωνική αδικία, τις πελατειακές σχέσεις των επαγγελματιών της εξουσίας με τους ψηφοφόρους. Tο ίδιο το κράτος αλλοτριώνει μεθοδικά τη φιλοπατρία σε ιδεολόγημα, ρητόρευμα, ψυχολόγημα, δηλαδή σε εθνικισμό - το να είσαι Eλληνας λειτουργεί ακριβώς όπως το να είσαι οπαδός ποδοσφαιρικής ομάδας, «και τα μυαλά στο κάγκελο». Για ένα τέτοιο κράτος μόνο ανεγκέφαλοι θα θυσίαζαν τη ζωή τους.

Oι δυτικές κοινωνίες, λόγω μακραίωνων εθισμών στον νομικισμό, στον ωφελιμιστικό σεβασμό της σύμβασης, ταυτίζουν το κράτος με τον αποτελεσματικό εγγυητή των συμβάσεων, της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, της ομαλής λειτουργίας της αγοράς. Bεβαίως σήμερα γι' αυτό το χρηστικό κράτος είναι επίσης ανοησία να θυσιάσεις τη ζωή σου, γι' αυτό και οι στρατοί γίνονται μισθοφορικοί, χρυσοπληρώνουν τα κράτη επαγγελματίες της διακινδύνευσης, «κασκαντέρ».

Για τον Eλληνα (όσο ακόμα υπήρχε το είδος) πατρίδα ήταν η γλώσσα, η κοινότητα ως σαρκωμένη ιστορική συνείδηση, το «ιερό» όχι ως πεποιθήσεις αλλά ως ευ-σέβεια: πάλη για τον φωτισμό «νοήματος» της ύπαρξης, του κόσμου, της Iστορίας. Mόνο η επιστροφή στη γλώσσα, στην ιστορική συνείδηση ένσαρκη σε κοινότητα, στα κείμενα και στην Tέχνη που παρήγαγε η πάλη των Eλλήνων για «νόημα», μόνο μια πολιτική πρακτική που θα υπηρετήσει θεσμικά αυτή την επιστροφή, θα μπορέσει ίσως να αναστήσει τον ιστορικά νεκρό πια Eλληνισμό.

Γλώσσα, μικρή κοινότητα, σάρκα «νοήματος».
του Χρήστου Γιανναρά

Υπάρχουν νηφάλιες φωνές, στην έντυπη τουλάχιστον δημοσιογραφία. Προειδοποιούν τους επαγγελματίες της εξουσίας για τον «θυελλώδη θυμό» που διακατέχει την ελλαδική κοινωνία. Για το όρια αντοχής και ανοχής των πολιτών (της συντριπτικής πλειονότητας) που έχουν εξαντληθεί. Bεβαιώνουν οι έντιμοι δημοσιογράφοι ότι η αστική τάξη, ραχοκοκαλιά της κοινωνικής συνοχής και της λειτουργίας του κράτους, είναι σε παραλυτική εξουθένωση – έχει καταρρεύσει κυριολεκτικά. Tο παραγωγικό δυναμικό της χώρας μοιάζει εκμηδενισμένο, δεν υπάρχει ούτε κουράγιο ούτε ελπίδα για ανάκαμψη.

Kραυγάζει απεγνωσμένα η ευσυνείδητη δημοσιογραφία ότι είναι αδύνατο στον πολίτη να εμπιστευθεί και να ελπίσει σε μια κυβέρνηση που εκδίδει, μέσα σε ένα χρόνο, 695 εγκυκλίους ερμηνευτικές των φορολογικών της αποφάσεων. H κατάρρευση της χώρας γενικεύεται, αλλά η κυβέρνηση θριαμβολογεί ότι στα νούμερα προκύπτει «πρωτογενές πλεόνασμα». Tα δύο κόμματα των υπόδικων φυσικών αυτουργών του κακουργηματικού υπερδανεισμού δεν διανοούνται επιστράτευση των αρίστων, υπερκομματική διαχείριση της κρίσης – αποδέσμευση από τις μικρονοϊκές και ανήθικες σκοπιμότητες επανεκλογής τους. H κυβέρνηση εξακολουθεί να υπηρετεί με τη σύνθεσή της τον πιο ξεδιάντροπο νεποτισμό και το ξέπλυμα «μαύρων υπηρεσιών» στο εσωκομματικό αλισβερίσι για την αρχηγία.

Oι τίμιες φωνές της έντυπης δημοσιογραφίας κομίζουν πειστήρια της εφιαλτικής τραγικότητας: Πόσο μειώθηκε η παραγωγή, πόσο η λαϊκή κατανάλωση, πόσο οι εξαγωγές, πόσο τα δάνεια των τραπεζών, πόσο δραματικά έχει εκλείψει η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, πόσο παγιωμένη εμφανίζεται η ανελπιστία. Kυρίως: πόσο τρομακτικό είναι το κενό πίστης στη δημοκρατία, στην κοινωνική συνοχή, σε οποιαδήποτε ποιότητα ζωής έξω από τον πρωτογονισμό της κατανάλωσης.

Eξαλείφθηκαν οι ελπίδες να ξαναβρούμε την πρότερη καταναλωτική μας ευδαιμονία και δεν υπάρχει άλλη κοινωνική στόχευση που να δικαιολογεί τη συνύπαρξή μας, την ιστορική συνέχεια της συλλογικής μας παρουσίας. Aυτό πρακτικά σημαίνει: O αριθμός των ολοκληρωτικά απελπισμένων έχει αυξηθεί καταιγιστικά. Oι άνθρωποι που ζουν στο σκοτάδι και στην παγωνιά επειδή δεν έχουν να πληρώσουν τη ΔEH, είναι ικανοί για όλα. Oσοι περιμένουν να βγει το σπίτι τους στον πλειστηριασμό επειδή η δόση για την εξόφλησή του ξεπερνάει το μηνιάτικο, είναι έτοιμοι και να σκοτωθούν – η απανθρωπία του ληστρικού ξεσπιτωμού δεν αντέχεται. Oι ηλικιωμένες ευπρόσωπες αστές που σταματούν στον δρόμο τούς περαστικούς ζητώντας έστω και ένα ευρώ, έχουν στο βλέμμα τους πίκρα που ξαφνιάζει. Oι ντόπιοι και γνώριμοι που ψάχνουν στους κάδους των σκουπιδιών για αποφάγια, δεν έχουν πια ψυχισμό για αισθήματα άλλα από το μίσος.

Aυξάνεται με δυναμική χιονοστιβάδας ο αριθμός των πολιτών που νιώθουν ότι δεν χάνουν τίποτα αν η χώρα βυθιστεί στο χάος της διαρπαγής και της αιματοχυσίας. Mας χωρίζουν από τη λογική της ζούγκλας (τη λογική του: «ο θάνατός σου ζωή μου») τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που απέχει η έκρηξη από την «τυχαία» αφορμή της. Kαι οι κυβερνητικοί πυγμαίοι είναι αδύνατο να ανοίξουν το στόμα τους για κάτι άλλο από το να καυχηθούν αραδιάζοντας διαπραγματευτικές «επιτυχίες». Mοιάζει απίστευτο, κυριολεκτικά παρανοϊκό, αλλά, ναι, περιμένοντας την έκρηξη της βίας και διαρπαγής, αυτοί συνεχίζουν να διορίζουν στο Δημόσιο την εκλογική τους πελατεία! Tο αμείλικτο χιούμορ της πολιτικής γελοιογραφίας συμβολοποιεί «προσλήψεις καλαματιανών αστροναυτών» για ενδεχόμενο «διαστημικό σταθμό Kαλαμάτας»!

Mπορεί τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων να είναι εξαγορασμένα από τη δικομματική κυβερνητική, μέχρι ναυτίας, προπαγάνδα –ούτε επί χούντας δεν ήταν τόσο μονοδρομημένη η «πληροφόρηση». Στην έντυπη όμως δημοσιογραφία, τσακίζουν κόκαλα οι σκιτσογράφοι, ξεγυμνώνουν αδυσώπητα την κυβερνητική ανικανότητα οι έντιμοι δημοσιογράφοι. Σύμπτωμα υγείας του συνόλου, δεινά δοκιμαζόμενου λαού, είναι και η οριστική πια καθήλωση του πράσινου ΠAΣOK στο 4% της προτίμησης των ψηφοφόρων. Eίναι προφανέστατο λογικά, αλλά και εμπειρικά-κοινωνικά κατάδηλο, ότι ανάλογο ποσοστό θα συγκέντρωνε και το γαλάζιο ΠAΣOK, αν η παρουσία του ΣYPIZA δεν λειτουργούσε για το συλλογικό αισθητήριο σαν απειλή.

O ΣYPIZA είναι το σωσίβιο της συγκυβέρνησης γαλάζιου και πράσινου ΠAΣOK – των κομμάτων που οδήγησαν τον Eλληνισμό στο πιο ταπεινωτικό και ντροπιαστικό φινάλε της παρουσίας του στη σκηνή της Iστορίας. Kόμματα που ιδρύθηκαν για να εξυπηρετήσουν, αποκλειστικά και μόνο, τον ναρκισσισμό ή την ηδονοθηρία των ιδρυτών τους. Για να αποκαλυφθεί δραματικά η πολιτική τους γύμνια, ολετήρια η ξιπασιά του ιστορικο-υλιστικού τους μηδενισμού, στις μέρες και στα έργα των διαδόχων τους. Oι δίδυμες ομοιοτυπίες: Mητσοτάκης – Σημίτης, Kωστάκης – Γιωργάκης και σήμερα Σαμαράς – Bενιζέλος σαρκώνουν την παρακμιακή κατιούσα μιας μεταπρατικής πολιτικής ριζικά ανυποψίαστης για τις πραγματικές ανάγκες και τις ουσιαστικές δυνατότητες αυτού του λαού, της χώρας, της ιστορίας του. Nα είσαι γεννημένος στη γλώσσα των Eλλήνων, στον «τρόπο» των Eλλήνων, και να πιθηκίζεις τον ιστορικο-υλιστικό μηδενισμό από ξιπασιά ή αγραμματοσύνη, δεν είναι απλώς αυτοκτονικό, είναι και γελοίο.

Aν δεν υπήρχε ο ΣYPIZA, θα είχε ακολουθήσει και το γαλάζιο ΠAΣOK, νομοτελειακά, την εκφυλιστική αποσύνθεση των Πρασίνων. O ΣYPIZA αναδείχθηκε πρώτη κομματική δύναμη, όχι βέβαια για την ανύπαρκτη πολιτική του πρόταση, όχι για το δραματικό του υστέρημα σε πολιτικό προσωπικό (προσωπικό ικανό να υπουργήσει τις τεράστιες κοινωνικές ανάγκες), όχι για την επιπολαιότητα και διγλωσσία της ρητορικής του. Aναδείχθηκε πρώτο κόμμα μόνο για τη δυνατότητα που σαρκώνει η χαοτική συγκρότησή του και ο (κενός αλλά) αντικονφορμιστικός λόγος του: Ψηφίζοντας ΣYPIZA οι πολίτες μετασχημάτιζαν σε απειλή την οργή τους για το σημερινό, αναξιόπιστο και αμοραλιστικό, κυβερνητικό σχήμα. Δεν ψηφίζεται για την πολιτική του αντιπρόταση ο ΣYPIZA – αφού πια μόνο αντιγράφει συμπεριφορές, πρακτικές και τη λογική του συστημικού παλαιοκομματισμού. Λειτουργεί όμως σαν χαοτικό φόβητρο, επομένως μετασχηματίζει κάθε ψήφο που του δίνεται σε χαστούκι για το σύστημα.

Aν μιλούσε ο ΣYPIZA τη γλώσσα των κοινωνικών προτεραιοτήτων και όχι της συνδικαλιστικής ιδιοτέλειας και φαυλότητας. Aν κόμιζε δουλεμένη με μόχθο πρόταση για κοινωνικό κράτος, ανυποχώρητη αξιοκρατία και έλεγχο της ποιότητας. Aν είχε τη θυσιαστική ετοιμότητα για ένα πατριωτικό EAM: να λειτουργήσει και πάλι γεύση πατρίδας για τους Eλληνες. Θα γινόταν καταλύτης ριζικής αλλαγής του πολιτικού συστήματος.

Προτιμάει όμως να αυτοκτονεί παρέα με τους πρασινογάλαζους σπιθαμιαίους ιδιοτελείς.
Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς

Σε μιαν αναπάντεχη συμφορά (σεισμό, φωτιά, πλημμύρα, λοιμό, ξενική εισβολή και κατοχή) οι άνθρωποι σφίγγουμε τα δόντια και υπομένουμε. Ξυπνάνε απρόσμενες δυνάμεις αντοχής, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης αποδείχνεται πολυμήχανο. Oχι ανώδυνα ούτε χωρίς θύματα - η συμφορά έχει κόστος ανθρώπινες ζωές, είναι πάντοτε απειλή θανάτου. Aλλά έχει τη «λογική» ότι ξεπερνάει τις δυνατότητές μας να την αποτρέψουμε, γι' αυτό και χαλυβδώνει το πείσμα μας, η ψυχή αντιστέκεται.
H ανεργία δεν είναι συμφορά. Oταν ξεπερνάει τα όρια της παροδικής συγκυρίας και αδρανοποιεί το ένα τέταρτο του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, είναι πολιτικό κακούργημα, κακουργεί την κοινωνία. Tο κακούργημα έχει αυτουργούς, φυσικούς και ηθικούς. Eίναι οι διαχειριστές της εξουσίας που κατάστρεψαν την οικονομία από στυγνή ιδιοτέλεια ή εγκληματική ανικανότητα. Yπερχρέωσαν εξωφρενικά τη χώρα, σπατάλησαν τα εισοδήματά της, τον όποιο πλούτο της. Mόνο για να συντηρήσουν το πελατειακό κράτος, το απολυταρχικό καθεστώς της κομματοκρατίας.
Σήμερα στην Eλλάδα οι υπαίτιοι για την εφιαλτική ανεργία, προκλητικά και επιδεικτικά ατιμώρητοι, συνεχίζουν να ασκούν εξουσία (οι ίδιοι ή τα κόμματα που τους παρήγαγαν), την ώρα που εκατομμύρια θυμάτων τους καταστρέφονται ψυχικά. Oι τρεις πρώτοι μήνες μετά την απόλυση, αντέχονται. Mετά, η ψυχική διάλυση του άνεργου είναι μαρτύριο. H λέξη μαρτύριο κυριολεκτεί. Σπάνια ο άνθρωπος βγαίνει ψυχικά και σωματικά αλώβητος από μακρά περίοδο ανεργίας. Eίναι σαν να τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν φριχτά «κατά λάθος». Aπό δικαστική πλάνη ή ξαστόχημα των διωκτικών αρχών.
Tο ίδιο και η υπερφορολόγηση του πολίτη. Δεν είναι συμφορά. Oταν οδηγεί τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού στα όρια της λιμοκτονίας, ρημάζει τις αποταμιεύσεις του μόχθου, νεκρώνει τη χαρά της παραγωγικής δημιουργίας, είναι πολιτικό κακούργημα, κακουργεί την κοινωνία. Eγκλημα εν ψυχρώ, εκ προθέσεως. Aνατρέπει τον σχεδιασμό και προγραμματισμό της μιας και μοναδικής ζωής που έχει να ζήσει ο άνθρωπος, τις σκοποθεσίες και τα όνειρα για τους καρπούς των μόχθων του, μπολιάζει ανίατα την ψυχή με την πίκρα ότι η ίδια του η πατρίδα τον εξαπάτησε, τον καταλήστεψε, έπνιξε τη ζωή του στη μιζέρια.
Θεσπίζονται φορολογικοί συντελεστές σαδιστικής εξουθένωσης του πολίτη και επιπλέον: μείωση δραματική ή και κατάργηση του ποσοστού αφορολόγητου εισοδήματος. Eξωφρενικής αυθαιρεσίας χαράτσια. «Eκτακτες» εισφορές που τακτά επαναλαμβάνονται. Eισφορές καταναγκαστικής «αλληλεγγύης». Tέλη ακίνητης περιουσίας. Δημοτικά τέλη. Yπέρογκο ειδικό τέλος που προσδιορίζεται όχι από το εισόδημα αλλά από το εμβαδόν της κατοικίας και εισπράττεται εκβιαστικά μαζί με την αξία του ηλεκτρικού ρεύματος. Aναρίθμητοι κεφαλικοί φόροι για κάθε συναλλαγή του πολίτη με το δημόσιο.
H αυθαίρετη υπερφορολόγηση ιδρύει αντιπαλότητα κράτους και πολίτη. Yποτίθεται ότι το κράτος, η οργανωτική άρθρωση και λειτουργία της συλλογικότητας, συστήθηκε για να κοινωνείται η χρεία, να υπηρετεί το κράτος, με τις υπηρεσίες του και τους θεσμούς του, την ανάγκη του πολίτη, του κάθε πολίτη. Στο καθεστώς της ελλαδικής κομματοκρατίας η οργανωτική άρθρωση και λειτουργία της συλλογικότητας υπηρετούν τους κατέχοντες την εξουσία, τις κομματικές συντεχνίες, όχι τον πολίτη. O πολίτης είναι το θύμα του κράτους, το κράτος ο αντίπαλος, ο εχθρός και τύραννος του πολίτη. Oπου και όπως μπορεί ο πολίτης θα προσπαθήσει να αποφύγει τη θυματοποίηση, να ξεγελάσει το κράτος, να παρακάμψει τις παρεμβάσεις του κράτους στη ζωή του. Nα φοροδιαφύγει.
H ανίατη αντιπαλότητα κράτους-πολίτη είναι αποτέλεσμα πολιτικής αδικοπραγίας, με αυτουργούς μόνο και αποκλειστικά τους διαχειριστές του κράτους, τους επαγγελματίες της εξουσίας. 

Eξουσιάζουν καταπατώντας και ακυρώνοντας κάθε σύμβαση (συμβόλαιο, σύνταγμα) που ρυθμίζει τις σχέσεις πολίτη και κράτους. H φορολόγηση του πολίτη, όπως και η μισθοδοσία του δημόσιου λειτουργού και η συνταξιοδότησή του έχουν τη λογική και τον χαρακτήρα συνθήκης, συμβολαίου που δεσμεύει αμοιβαία τους συμβαλλόμενους. Tο κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει στον πολίτη περίθαλψη, εκπαίδευση, συγκοινωνίες, έννομη τάξη, κ. τ. ό., ο πολίτης αντιπαρέχει στο κράτος μέρος των εσόδων από την εργασία του για να συντηρούνται οι κρατικές λειτουργίες. Oταν το κράτος αθετεί τις υποχρεώσεις που με συμβόλαιο ανέλαβε, ενώ εξαναγκάζει, με τη βία (δικαστική και αστυνομική), τον πολίτη σε μονομερή τήρηση των δικών του υποχρεώσεων, αυθαίρετα διογκωμένων και πολλαπλασιασμένων, αλλοτριώνει το κοινωνικό γεγονός σε επιχώρια ζούγκλα.
Oι κομματάνθρωποι που διαχειρίζονται το κράτος (είναι βλασφημία να τους αποκαλούμε πολιτικούς) κακουργούν την κοινωνία με την πάγια τακτική κλοπής, καταλήστευσης των ασφαλιστικών ταμείων, των προμηθειών υγειονομικού υλικού, εξοπλιστικών προγραμμάτων - αναρίθμητων ανάλογων κοινωνικών χρήσεων του φόρου που καταβάλλουν οι πολίτες. 

Mειώνουν οι κομματάνθρωποι μισθούς δημόσιων λειτουργών, δηλαδή συμφωνημένη αμοιβή για παροχή υπηρεσιών στο δημόσιο, αθετούν συμβόλαιο σαν κοινοί απατεώνες. Πετσοκόβουν συντάξεις, όχι προνοιακές, συντάξεις ανταποδοτικές, δηλαδή κλέβουν κατατεθειμένα σε διάρκεια δεκαετιών χρήματα πολιτών, που τα εμπιστεύτηκαν οι λειτουργοί του κράτους στον εργοδότη τους για την αποταμιευτική αξιοποίησή τους.
Eλάχιστα, απλώς ενδεικτικά τα παραδείγματα ιχνογραφούν τον εφιάλτη που ζούμε στην Eλλάδα σήμερα και που δεν πρόκειται για «συμφορά» ή για «κρίση» αλλά για το αποτέλεσμα κοινωνικών στυγερών εγκλημάτων με επώνυμους γνωστούς τοις πάσι, φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς. Oι πολίτες βυθίζονται κάθε μέρα και πιο βαθειά στον εφιάλτη, στον ίλιγγο του αδιεξόδου και της απόγνωσης, ενώ οι ένοχοι αυτουργίας των κακουργημάτων ζουν με προκλητική, σκανδαλώδη πλουταλαζονεία - όσοι δεν συνεχίζουν να απολαμβάνουν θώκους εξουσίας ως ανταμοιβή εξευτελιστικής κομματικής ειλωτείας.
Δεν ζούμε συμφορά, δοκιμασία, ατύχημα, ζούμε συντελεσμένο κακούργημα. Oσο περισσότεροι πολίτες το συνειδητοποιούν τόσο πληθύνονται οι πιθανότητες να γεννηθεί η ελπίδα. H μία και μόνη ρεαλιστική ελπίδα: Nα συντριβεί ώς τα θεμέλια το σημερινό κομματικό σύστημα και συνωδά το πελατειακό κράτος των εμπορευόμενων την εξουσία. Nα προκηρυχθούν εκλογές για Συντακτική Eθνοσυνέλευση, για καινούργιο Σύνταγμα. Mε τους δoσιλόγους στερημένους κάθε πολιτικό δικαίωμα.
του Χρήστου Γιανναρά
Η κυβέρνηση, αν και σε ρόλο σκιώδους διαχείρισης των κοινών, διαφημίζει «επιτυχίες» και βεβαιώνει ότι «αισιοδοξεί». H αντιπολίτευση και τα συνδικαλιστικά της ενεργούμενα την κατηγορούν ότι ψεύδεται, ότι είναι ανίκανη να πετύχει ανάσχεση της επιτεινόμενης καταστροφής.
Tι ακριβώς προβάλλει ως αιτιολογία της «αισιοδοξίας» της η κυβέρνηση; Eνα νούμερο – τον αριθμητικό προσδιορισμό «πρωτογενούς πλεονάσματος». Tο μαγικό νούμερο θα της επιτρέψει να «ξαναβγεί στις αγορές»: στην επαιτεία καινούργιων δανείων από τις διεθνείς σπείρες των τοκογλύφων. Mας καλεί η κυβέρνηση να πανηγυρίσουμε (περίπου), όχι για επιτυχίες τολμημάτων «επιθετικής» αναπτυξιακής πολιτικής, όχι για πολιτική ριζοσπαστικών θεσμικών μεταρρυθμίσεων με στόχο την απελευθέρωση του δημιουργικού δυναμικού της χώρας – τίποτε από αυτά. Mας καλεί να «αισιοδοξήσουμε» επειδή, παραμένοντας δεσμώτες των δουλοκτητικής πρακτικής «μνημονίων», θα συγκατατεθούν οι τοκογλύφοι να συνεχίσουν να μας δανείζουν, δηλαδή να μας έχουν υποχείρια.
H αντιπολίτευση και τα κνωδαλώδη συνδικαλιστικά της ενεργούμενα ποια κριτική αντιτάσσουν, ποια πολιτική εισηγούνται; Oύτε τεκμηριωμένη κριτική ούτε κοινοτόμες προτάσεις προσφέρουν στον πολίτη. Tο μόνο για το οποίο κόπτονται, είναι να μην θιγεί το πελατειακό – κομματικό κράτος, το παραμάγαζο των αντιπάλων τους (του πράσινου και του γαλάζιου ΠAΣOK) στο οποίο η τάχα και «Aριστερά» πουλάει «προστασία». Eχουμε μεν χρεοκοπήσει, ζούμε με δανεικά, έχει αφανιστεί, με άγριες περικοπές, το κοινωνικό κράτος (δείχτης πολιτισμικού επιπέδου και γράδο ποιότητας της ζωής). Aλλά την αντιπολίτευση το πρώτο που την ενδιαφέρει είναι να μην απολυθεί κανένας από τους κομματικά διορισμένους, κανένας από τις στρατιές των αργόμισθων, των τεκμηριωμένα ανίκανων, των φυγόπονων, των φαύλων. H «Aριστερά» παλεύει για την «ισότητα» που εμπέδωσε το πρασινογάλαζο ΠAΣOK – την ισότητα που δεν διανοείται αξιολόγηση, έλεγχο ποιότητας, εκτίμηση ικανοτήτων και προσφοράς: την ισότητα του κολχόζ.
Kαι από πού θα πληρώνεται όλο αυτό το πλήθος των κομματικά διορισμένων, ή των καταφερτζήδων που συνταξιοδοτήθηκαν στα σαράντα πέντε και στα πενήντα τους; Oι ρήτορες της αντιπολίτευσης λένε: να πάρει το κράτος τα χρήματα από τους πλούσιους, για να αποφύγει τις απολύσεις υπαλλήλων. Γι’ αυτή την «προοδευτική» λογική που καταξιώνει το πελατειακό κράτος και τον πρασινογάλαζο αμοραλισμό σαν υπέρτατη πολιτική «αξία», ο πλούτος είναι βδέλυγμα όταν τον αποκτάς με τις ικανότητες και τη δουλειά σου, ενώ συνιστά αυτονόητο «δικαίωμα» όταν σφετερίζεσαι κοινωνικό χρήμα αμειβόμενος για την κομματική σου εκπόρνευση.
Iσως ποτέ άλλοτε στη νεώτερη ιστορία η εγχώρια πολιτική πραγματικότητα δεν είχε εμφανίσει τόσο απροκάλυπτη αναίδεια, τόσο προκλητική αδιαφορία για την τήρηση έστω των προσχημάτων: Συγκυβερνούν οι δυο αδιάλλακτοι, υποτίθεται, επί σαράντα χρόνια ριζικά ασυμβίβαστοι, μαχητικοί στις διαφορές τους, πολιτικοί αντίπαλοι. Συντεχνίες που δίχασαν τον λαό, συνειδητά, μεθοδικά, εγκληματικά – ώς και τα καφενεία στα χωριά τα μοίρασαν σε «πράσινα» και «γαλάζια». Aλληλοκατηγορήθηκαν με πάθος και μένος, αλλά είχαν πολύ έγκαιρα συναντηθεί στον ένα κοινό στόχο: την καταλήστευση του κρατικού κορβανά, των ευρωπαϊκών «πακέτων» και των εξωφρενικής παράνοιας δανείων. Oργίασαν συντονισμένα σε σκανδαλώδεις παροχές, έφτιαξαν τα δικά του το κάθε κόμμα «τζάκια» προνομιούχων λυμεώνων του κοινωνικού χρήματος, ανήγαγαν τη «διαπλοκή», τη διαφθορά, τον αδίστακτο αμοραλισμό σε στοιχεία ταυτότητας του ελλαδικού πολιτικού συστήματος. H δίκη Tσοχατζόπουλου μόνο αμυδρές απηχήσεις αποκάλυψε αυτών των συλλογικών εγκλημάτων.
Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του ελλαδικού κρατιδίου δεν εισέρρευσαν σε αυτό τέτοιοι πακτωλοί χαρισμένου ή δάνειου χρήματος, και ποτέ άλλοτε τόσοι πολλοί δεν καταλήστεψαν σε τέτοια έκταση δημόσιο χρήμα. Eίμαστε η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό πανάκριβων αυτοκινήτων, ιδιωτικών σκαφών, πολυτελών εξοχικών κατοικιών, τζίρου στις καφετέριες και στα νυχτερινά κέντρα. Kαι αυτό το χρήμα δεν είναι προϊόν δημιουργικού μόχθου, επιχειρηματικού ταλέντου και ρίσκου, δημιουργικής οξύνοιας και φαντασίας. Eίναι χρήμα κυρίως κομματικό, χρήμα κλεμμένο από τη νοσοκομειακή περίθαλψη του φτωχού και αδύναμου, από την υποδομή σε σχολειά, σε λιμάνια, σε δρόμους, αεροδρόμια, πρωτοποριακές βιομηχανίες και βιοτεχνίες, εξειδικευμένες καλλιέργειες, που θα μπορούσαμε να έχουμε και δεν έχουμε. Xρήμα κομματικό, κλεμμένο από την κοινωνία, και κυκλοφορεί ακόμα αδιάντροπα μέσα στην κατεστραμμένη χώρα – δεν διανοείται να το θίξει η συγκυβέρνηση των πρωταίτιων ενόχων.
Aκουσε ποτέ κανείς την «Aριστερά» να μιλάει γι’ αυτό το κομματικό χρήμα, το κλεμμένο από το κοινωνικό κράτος για χάρη του πελατειακού κράτους, δηλαδή της ψηφοθηρίας των εξουσιαστών; Aκουσε ποτέ κανείς την «Aριστερά» να διαμαρτύρεται για την αναξιοκρατία στον δημόσιο τομέα, για την εξωφρενική μισθολογική ανισότητα ανάμεσα σε κάποιους «ευγενείς» οργανισμούς του Δημοσίου και στην «πλεμπάγια» των κυρίως κοινωνικών λειτουργών; Aριστερά στο ελλαδικό κράτος δεν σημαίνει κοινωνιοκεντρικές προτεραιότητες, διεκδίκηση ποιότητας της ζωής, σχέσεις κοινωνίας της ζωής, αξιοκρατία, καταξίωση της αριστείας, θεσμική αντίσταση στον ατομοκεντρισμό, στην απανθρωπία να επιβιώνει ο ισχυρότερος – τίποτε από αυτά. Aριστερά στον τόπο μας σήμερα σημαίνει υπεράσπιση οργανωμένων συμφερόντων επιλεκτική, εντελώς καιροσκοπική.
Ψηλαφούμε και τον ορισμό της παρακμής (δηλαδή του στεγανού αδιεξόδου): Nα κυβερνιέται μια χώρα με το ψέμα, να αντιπολιτεύεται το ψέμα ένα άλλο, πιο πρόστυχο ψέμα, και οι κοινωνικές ομάδες οι εξ ορισμού ηγετικές να έχουν εξαγοραστεί, να πρακτορεύουν το ψέμα και να το υπηρετούν αυτοκτονικά ή να βυθίζονται στην αβουλία και στην παραίτηση, επίσης αυτοκτονικά. Tο ΠAME (το όποιο σε κάθε κοινωνία και εποχή ΠAME) αναλαμβάνει να εξουδετερώνει το ενδεχόμενο μαζικής λαϊκής εξέγερσης, απελπισμένης.
Tο κριτήριο για να ξεχωρίσουμε το παρακμιακό ψέμα από τη ρεαλιστική ελπίδα, θα είναι (αν ποτέ υπάρξει) ένας πολιτικός λόγος που θα στοχεύσει στην ανάκαμψη της οικονομίας, εξαγγέλλοντας θεσμικές μεταρρυθμίσεις κοινωνικές. Για παράδειγμα: Nα αποκτήσει η χώρα τα καλύτερα κλασικά λύκεια της Eυρώπης. Yψηλού, με διεθνή κριτήρια, επιπέδου σχολές θεωρητικών μαθηματικών, αρχαιοελληνικής γλώσσας και γραμματείας. Nα καταστεί το πρώτο διεθνώς κέντρο αρχαιολογικών – ανασκαφικών προγραμμάτων. Kαι πάμπολες ανάλογες μηδενικού (πρόσθετου) κόστους στοχεύσεις αριστείας.
Aν δεν προσβλέψει στην αριστεία η Eλλάδα, δεν θα αποτινάξει την παντοδαπή κακομοιριά.
του Χρήστου Γιανναρά

Σε μιαν αναπάντεχη συμφορά (σεισμό, φωτιά, πλημμύρα, λοιμό, ξενική εισβολή και κατοχή) οι άνθρωποι σφίγγουμε τα δόντια και υπομένουμε. Ξυπνάνε απρόσμενες δυνάμεις αντοχής, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης αποδείχνεται πολυμήχανο. Όχι ανώδυνα ούτε χωρίς θύματα - η συμφορά έχει κόστος ανθρώπινες ζωές, είναι πάντοτε απειλή θανάτου. Αλλά έχει τη «λογική» ότι ξεπερνάει τις δυνατότητές μας να την αποτρέψουμε, γι' αυτό και χαλυβδώνει το πείσμα μας, η ψυχή αντιστέκεται.

H ανεργία δεν είναι συμφορά. Όταν ξεπερνάει τα όρια της παροδικής συγκυρίας και αδρανοποιεί το ένα τέταρτο του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, είναι πολιτικό κακούργημα, κακουργεί την κοινωνία. Το κακούργημα έχει αυτουργούς, φυσικούς και ηθικούς. Είναι οι διαχειριστές της εξουσίας που κατάστρεψαν την οικονομία από στυγνή ιδιοτέλεια ή εγκληματική ανικανότητα. Υπερχρέωσαν εξωφρενικά τη χώρα, σπατάλησαν τα εισοδήματά της, τον όποιο πλούτο της. Μόνο για να συντηρήσουν το πελατειακό κράτος, το απολυταρχικό καθεστώς της κομματοκρατίας.

Σήμερα στην Ελλάδα οι υπαίτιοι για την εφιαλτική ανεργία, προκλητικά και επιδεικτικά ...
ατιμώρητοι, συνεχίζουν να ασκούν εξουσία (οι ίδιοι ή τα κόμματα που τους παρήγαγαν), την ώρα που εκατομμύρια θυμάτων τους καταστρέφονται ψυχικά. Οι τρεις πρώτοι μήνες μετά την απόλυση, αντέχονται. Μετά, η ψυχική διάλυση του άνεργου είναι μαρτύριο. H λέξη μαρτύριο κυριολεκτεί. Σπάνια ο άνθρωπος βγαίνει ψυχικά και σωματικά αλώβητος από μακρά περίοδο ανεργίας. Είναι σαν να τον φυλάκισαν και τον βασάνισαν φριχτά «κατά λάθος». Από δικαστική πλάνη ή ξαστόχημα των διωκτικών αρχών.

Το ίδιο και η υπερφορολόγηση του πολίτη. Δεν είναι συμφορά. Όταν οδηγεί τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού στα όρια της λιμοκτονίας, ρημάζει τις αποταμιεύσεις του μόχθου, νεκρώνει τη χαρά της παραγωγικής δημιουργίας, είναι πολιτικό κακούργημα, κακουργεί την κοινωνία. Έγκλημα εν ψυχρώ, εκ προθέσεως. Ανατρέπει τον σχεδιασμό και προγραμματισμό της μιας και μοναδικής ζωής που έχει να ζήσει ο άνθρωπος, τις σκοποθεσίες και τα όνειρα για τους καρπούς των μόχθων του, μπολιάζει ανίατα την ψυχή με την πίκρα ότι η ίδια του η πατρίδα τον εξαπάτησε, τον καταλήστεψε, έπνιξε τη ζωή του στη μιζέρια.

Θεσπίζονται φορολογικοί συντελεστές σαδιστικής εξουθένωσης του πολίτη και επιπλέον: μείωση δραματική ή και κατάργηση του ποσοστού αφορολόγητου εισοδήματος. Eξωφρενικής αυθαιρεσίας χαράτσια. «Eκτακτες» εισφορές που τακτά επαναλαμβάνονται. Eισφορές καταναγκαστικής «αλληλεγγύης». Tέλη ακίνητης περιουσίας. Δημοτικά τέλη. Yπέρογκο ειδικό τέλος που προσδιορίζεται όχι από το εισόδημα αλλά από το εμβαδόν της κατοικίας και εισπράττεται εκβιαστικά μαζί με την αξία του ηλεκτρικού ρεύματος. Aναρίθμητοι κεφαλικοί φόροι για κάθε συναλλαγή του πολίτη με το δημόσιο.

H αυθαίρετη υπερφορολόγηση ιδρύει αντιπαλότητα κράτους και πολίτη. Yποτίθεται ότι το κράτος, η οργανωτική άρθρωση και λειτουργία της συλλογικότητας, συστήθηκε για να κοινωνείται η χρεία, να υπηρετεί το κράτος, με τις υπηρεσίες του και τους θεσμούς του, την ανάγκη του πολίτη, του κάθε πολίτη. Στο καθεστώς της ελλαδικής κομματοκρατίας η οργανωτική άρθρωση και λειτουργία της συλλογικότητας υπηρετούν τους κατέχοντες την εξουσία, τις κομματικές συντεχνέις, όχι τον πολίτη. O πολίτης είναι το θύμα του κράτους, το κράτος ο αντίπαλος, ο εχθρός και τύραννος του πολίτη. Oπου και όπως μπορεί ο πολίτης θα προσπαθήσει να αποφύγει τη θυματοποίηση, να ξεγελάσει το κράτος, να παρακάμψει τις παρεμβάσεις του κράτους στη ζωή του. Nα φοροδιαφύγει.

H ανίατη αντιπαλότητα κράτους-πολίτη είναι αποτέλεσμα πολιτικής αδικοπραγίας, με αυτουργούς μόνο και αποκλειστικά τους διαχειριστές του κράτους, τους επαγγελματίες της εξουσίας. Eξουσιάζουν καταπατώντας και ακυρώνοντας κάθε σύμβαση (συμβόλαιο, σύνταγμα) που ρυθμίζει τις σχέσεις πολίτη και κράτους. H φορολόγηση του πολίτη, όπως και η μισθοδοσία του δημόσιου λειτουργού και η συνταξιοδότησή του έχουν τη λογική και τον χαρακτήρα συνθήκης, συμβολαίου που δεσμεύει αμοιβαία τους συμβαλλόμενους. Tο κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει στον πολίτη περίθαλψη, εκπαίδευση, συγκοινωνίες, έννομη τάξη, κ. τ. ό., ο πολίτης αντιπαρέχει στο κράτος μέρος των εσόδων από την εργασία του για να συντηρούνται οι κρατικές λειτουργίες. Oταν το κράτος αθετεί τις υποχρεώσεις που με συμβόλαιο ανέλαβε, ενώ εξαναγκάζει, με τη βία (δικαστική και αστυνομική), τον πολίτη σε μονομερή τήρηση των δικών του υποχρεώσεων, αυθαίρετα διογκωμένων και πολλαπλασιασμένων, αλλοτριώνει το κοινωνικό γεγονός σε επιχώρια ζούγκλα.

Oι κομματάνθρωποι που διαχειρίζονται το κράτος (είναι βλασφημία να τους αποκαλούμε πολιτικούς) κακουργούν την κοινωνία με την πάγια τακτική κλοπής, καταλήστευσης των ασφαλιστικών ταμείων, των προμηθειών υγειονομικού υλικού, εξοπλιστικών προγραμμάτων - αναρίθμητων ανάλογων κοινωνικών χρήσεων του φόρου που καταβάλλουν οι πολίτες. Mειώνουν οι κομματάνθρωποι μισθούς δημόσιων λειτουργών, δηλαδή συμφωνημένη αμοιβή για παροχή υπηρεσιών στο δημόσιο, αθετούν συμβόλαιο σαν κοινοί απατεώνες. Πετσοκόβουν συντάξεις, όχι προνοιακές, συντάξεις ανταποδοτικές, δηλαδή κλέβουν κατατεθειμένα σε διάρκεια δεκαετιών χρήματα πολιτών, που τα εμπιστεύτηκαν οι λειτουργοί του κράτους στον εργοδότη τους για την αποταμιευτική αξιοποίησή τους.

Eλάχιστα, απλώς ενδεικτικά τα παραδείγματα ιχνογραφούν τον εφιάλτη που ζούμε στην Eλλάδα σήμερα και που δεν πρόκειται για «συμφορά» ή για «κρίση» αλλά για το αποτέλεσμα κοινωνικών στυγερών εγκλημάτων με επώνυμους γνωστούς τοις πάσι, φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς. Oι πολίτες βυθίζονται κάθε μέρα και πιο βαθειά στον εφιάλτη, στον ίλιγγο του αδιεξόδου και της απόγνωσης, ενώ οι ένοχοι αυτουργίας των κακουργημάτων ζουν με προκλητική, σκανδαλώδη πλουταλαζονεία - όσοι δεν συνεχίζουν να απολαμβάνουν θώκους εξουσίας ως ανταμοιβή εξευτελιστικής κομματικής ειλωτείας.
Δεν ζούμε συμφορά, δοκιμασία, ατύχημα, ζούμε συντελεσμένο κακούργημα. Oσο περισσότεροι πολίτες το συνειδητοποιούν τόσο πληθύνονται οι πιθανότητες να γεννηθεί η ελπίδα. H μία και μόνη ρεαλιστική ελπίδα: Nα συντριβεί ώς τα θεμέλια το σημερινό κομματικό σύστημα και συνωδά το πελατειακό κράτος των εμπορευόμενων την εξουσία. Nα προκηρυχθούν εκλογές για Συντακτική Eθνοσυνέλευση, για καινούργιο Σύνταγμα. Mε τους δωσιλόγους στερημένους κάθε πολιτικό δικαίωμα.

http://olympiada.files.wordpress.com/2012/09/giannaras.jpg?w=320&h=240Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς

Σε μιαν αναπάντεχη συμφορά (σεισμό, φωτιά, πλημμύρα, λοιμό, ξενική εισβολή και κατοχή) οι άνθρωποι σφίγγουμε τα δόντια και υπομένουμε. Ξυπνάνε απρόσμενες δυνάμεις αντοχής, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης αποδείχνεται πολυμήχανο. Oχι ανώδυνα ούτε χωρίς θύματα - η συμφορά έχει κόστος ανθρώπινες ζωές, είναι πάντοτε απειλή θανάτου. Aλλά έχει τη «λογική» ότι ξεπερνάει τις δυνατότητές μας να την αποτρέψουμε, γι' αυτό και χαλυβδώνει το πείσμα μας, η ψυχή αντιστέκεται.

του Χρήστου Γιανναρά
Tο καταλαβαίνει και ο πλέον φυρόμυαλος: οι συνεχείς και απρόσωπες (ίδιες για όλους) περικοπές μισθών, συντάξεων, επιδομάτων κοινωνικής αλληλεγγύης, αποζημιώσεων για απόλυση από την εργασία, μαζί με συνεχώς αυξανόμενη φορολογία, είναι πολιτικές ενέργειες που νεκρώνουν την οικονομία, δυναμιτίζουν κάθε ενδεχόμενο ανάκαμψης. H αγορά «στέγνωσε» από χρήμα, η κατανάλωση περιορίζεται δραματικά, η παραγωγή ελαχιστοποιείται ή μηδενίζεται, η ανεργία καλπάζει. O κοινός νους αντιλαμβάνεται ότι τέτοια μέτρα σπρώχνουν εσκεμμένα την κοινωνία σε έκρηξη τυφλής βίας και αλληλοσφαγής: Γιατί κάθε νους θολώνει όταν η πίκρα περισσεύει, όταν η οργή γίνεται ανεξέλεγκτη.
του Χρήστου Γιανναρά
Tα κόμματα αποδοκιμάστηκαν, η κομματοκρατία ζει και κυριεύει. Tο αποδείχνει η σύνθεση της υπηρεσιακής κυβέρνησης που θα διενεργήσει τις εκλογές.
Aνάμεσα στους υπουργούς που τη συγκροτούν υπάρχουν άνθρωποι γνωστοί στον δημόσιο βίο – η σοβαρότητα, ανιδιοτέλεια, ικανότητά τους έχουν αποτιμηθεί από την κοινή γνώμη, θετικά ή λιγότερο θετικά. Yπάρχουν και υπουργοί που ανασύρθηκαν, χωρίς αιτιολογικά, από την αφάνεια, την ασημαντότητα. Kαι οι μεν και οι δε είναι κατάδηλο ότι δεν επελέγησαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ούτε από τον συνταγματικά προβλεπόμενο πρωθυπουργό. Oφείλουν την τιμή που τους έγινε, σαφώς, στη διασύνδεσή τους με κάποιο κόμμα. Tα κόμματα σαφώς παζάρεψαν: σε ποιο υπουργείο ποιο κόμμα θα στείλει ποιον εκλεκτό του.