Ούρλιαζαν τα σκυλιά μας, περασμένα μεσάνυχτα, και δεν μας κόλλαγε ο ύπνος. «Τώρα περνάει ο λύκος» έλεγε ο πατέρας. Η λάμπα πετρελαίου έκαιγε κρεμασμένη μπροστά στο τζάκι και το καντήλι κρεμασμένο κι αυτό, κάτω από το τζάκι όμως, γιατί καπνίζει. Το χιόνι έξω μισό μέτρο, παγωμένο. Η αχνή αντιφεγγιά του φεγγαριού τα έκανε όλα περίεργα, σαν βάζαμε το κεφάλι μας στο παραθύρι να κοιτάξουμε, να δούμε τι συμβαίνει. Η αναστάτωση, ανακατεμένη περιέργεια με φόβο, ο παιδικός ο φόβος. Πόσα δεν περνούσαν από το παιδικό μυαλό, αν και είχαμε σκληραγωγηθεί και ατσαλωθεί με τον τρόπο ζωής που κάναμε εκεί στην ερημιά.
Το σπίτι μας ήταν μια ώρα περίπου μακριά απέναντι από το χωριό, κοντά στα τρία χιλιόμετρα, μονοπάτι. Ήμασταν καταγεγραμμένοι ως «εξοχίτες» και το πιο κοντινό σπίτι ήταν στα πεντακόσια μέτρα. Αγροτοκτηνοτροφική οικογένεια με ιδιοπαραγωγή για ιδιοκατανάλωση και αυτάρκεια με ελάχιστο εμπόριο. Να πουλήσουμε κανένα ζωντανό στο χασάπη για να πάρουμε τα απαραίτητα σε ρούχα, λάδι, αλάτι, ζάχαρη, φάρμακα και ό,τι δεν παρήγαγε το δικό μας οικονομικό μοντέλο. Κάναμε και ανταλλακτικό εμπόριο. Δίναμε κάστανα και καρύδια στον Κλειτσό και παίρναμε πατάτες ή μαλλιά και παίρναμε κουβέρτες.
Οχτώ νοματαίοι ήμασταν. Ο παππούς και η γιαγιά, ο πατέρας και η μάνα και τέσσερα παιδιά. Τρία αγόρια «στο χρόνο» αμέσως μετά τον εμφύλιο, και η αδερφή μας μεγαλύτερη. Τα βράδια του χειμώνα κοιμόμασταν νωρίς, αφού νύχτωνε νωρίς, κι έπρεπε να κάνουμε οικονομία στο πετρέλαιο της λάμπας. Το απαραίτητο διάβασμα για το σχολείο έπρεπε να τελειώσει γρήγορα και τα εξωσχολικά και περιττά τα διαβάζαμε σκύβοντας στο φως, που έδιναν τα ξύλα στο τζάκι. Στο τζάκι έκαιγαν πάντα τα κούτσουρα. Ξυπνούσαμε καμιά φορά τη νύχτα και ανακατεύαμε τη θράκα με το ξυθάλι. Ο πατέρας φρόντιζε να τροφοδοτεί τη φωτιά με κούτσουρα. Πώς να περάσει τόση ώρα μέχρι το πρωί. Και ήταν αμέτρητες οι κρύες νύχτες του χειμώνα...
Ο λύκος είχε σύρτη, πέρασμα στη Χουλιαρόραχη. Κατέβαινε από το Βελούχι, περνούσε το ποτάμι κι ανεβαίνοντας τη Χουλιαρόραχη συνέχιζε στον ΑηΛιά και το Γλα, να περάσει από τα Γραδέτσια και τα Αλέξα για το Χοχλίτικο Βάλτο και τα Κόκαλα. Αυτή τη φορά φαίνεται δεν ήταν μόνος του. Ήταν σε μικρή αγέλη και τα σκυλιά μας πανικοβλήθηκαν. Δεν τόλμησαν να κάνουν ούτε «εξακρίβωση στοιχείων» για τους περαστικούς φίλους και αρκέστηκαν να εκφράσουν το φόβο τους με το ουρλιαχτό. Το ουρλιαχτό είναι τόσο διαπεραστικό και μονότονο, που προκαλεί το δέος. Αυτή τη φορά ούρλιαζαν και τα τρία μαζί! Ο φόβος και η υποταγή απέναντι στον ισχυρό.
Είχαμε πάντα τρία σκυλιά, ποιμενικούς, κυρίως άσπρα στο χρώμα με μεγάλες μαύρες βούλες. Ήταν οι φύλακες του σπιτιού και του κοπαδιού. Κυρίως όμως ζούσαν γύρω από το σπίτι, «ενημέρωναν» για τους επισκέπτες - δεν πλησίαζε ποτέ άνθρωπος χωρίς την άδειά τους, που την έδιναν μετά από δική μας παρότρυνση - «ενημέρωναν» για τα ξένα ζώα που πιθανόν να πλησίαζαν στο σπίτι ή και ακόμα πρόσεχαν τις κότες από τις αλεπούδες και τα γεράκια. Κάποιες φορές τα βλέπαμε στα δύο πόδια να γαυγίζουν στα γεράκια. Πρόσεχαν και το καλαμπόκι μας από τους ασβούς και τα κοράκια. Δεν έμπαιναν ποτέ στο σπίτι και το φαγητό τους ήταν κυρίως ψωμί, που τους το πετάγαμε από απόσταση. Δεν πλησίαζαν εύκολα άνθρωπο. Τα ταΐζαμε δύο φορές τη μέρα, πρωί και βράδυ. Η ερώτηση ήταν: «τα τάισες τα σκυλιά;» Δεν έπρεπε ποτέ να μείνουν νηστικά. Τα ίδια φρόντιζαν να συμπληρώνουν την τροφή τους με διάφορους τρόπους. Ακόμα και με ακρίδες το καλοκαίρι… ή και φρούτα, εκτός από τα τυχερά, ψοφίμια ή κανένα μικρό αγρίμι.
Ο φόβος για το λύκο ήταν κάτι απροσδιόριστο. Μεταφέρονταν σε μας τα παιδιά ως μόνιμη απειλή που ήταν για τα ζώα. Αν και ήταν πολλά τα ζώα, αφού κάθε σπίτι είχε το κοπάδι του, μικρό ή μεγάλο, ο λύκος έτρωγε κάθε χρόνο. Συνήθως έτρωγε από τα μεγάλα κοπάδια, που έβγαιναν στο βουνό και στα θερινά λιβάδια. Εμάς που τα είχαμε κοντά μας, δεν μας έτρωγε ποτέ. Μόνο όταν τα πηγαίναμε το καλοκαίρι στον μπαρπα-Γιώργο, τον αδερφό της μάνας, που είχε πολλά πρόβατα, παίρναμε πίσω 2-3 λιγότερα. Μας έλεγε «τα έφαγε ο λύκος». Ήταν η φύρα.
«Άει, να σε φάει ο λύκος» ήταν μια μόνιμη έκφραση, όταν «συζητούσαμε» με τα ζώα μας για κάθε λόγο, ως απειλή και κατάρα. Ναι, συζητούσαμε με τα ζώα μας και είχαμε αλληλοσυνεννόηση, όσο κι αν φαίνεται παράξενο. Υπάρχει η γλώσσα για τους ανθρώπους της βουκολικής ζωής. Δεν μπορεί να συμβαίνει διαφορετικά, γιατί ακόμα και η ίδια η μοναξιά το επιβάλει, όταν τα ζώα για πολλές ώρες είναι η μόνη σου παρέα.
Ο λύκος περνούσε πολλές φορές, αλλά εγώ ποτέ δεν τον είδα. Μπορεί αυτός να με είδε, φοβήθηκε το αντάμωμα και κρύφτηκε. Γιατί όλα τα άγρια ζώα φοβούνται τον άνθρωπο και ποτέ δεν πρόκειται να επιτεθούν, αν δεν νιώσουν άμεσο κίνδυνο για τη ζωή τους.
Μια στοίβα μνήμες παιδικές, αυτές τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Λαμία, Δεκέμβρης 2019
Στέφανος Σταμέλλος(δρυοκολάπτης)
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου