της Σοφίας Βασιλειάδου *
Στην τιμολογιακή πολιτική για το πόσιμο νερού πρέπει αρχικά να ξεκαθαριστούν δυο βασικά σημεία:
Α) το νερό αντιμετωπίζεται σαν κοινωνικό αγαθό ή εμπόρευμα ;
Β) ότι κάθε απόφαση για τη διαχείριση ή τιμολόγηση του νερού πρέπει να εναρμονίζεται με την Ευρωπαϊκή οδηγία πλαίσιο 2000/60.
Αν δεχθούμε ότι το νερού μπορεί να είναι εμπόρευμα, τότε δεχόμαστε και την πιθανή παραχώρηση της διαχείρισης του στον ιδιωτικό τομέα με όλες τις συνέπειες.
Όπως:
-πολύ υψηλό κόστος υπηρεσιών.
-Μειωμένους ελέγχους , απόκρυψη προβλημάτων στην ποιότητα, ειδικά όταν ο ιδιώτης διαθέτει τρόπους πίεσης της πολιτικής εξουσίας (δήμων, νομαρχιών, περιφέρειας ή και κυβέρνησης).
-Κατασπατάληση των φυσικών πόρων γιατί ο ιδιώτης ενδιαφέρεται μόνο για το άμεσο κέρδος.
Και αν ελπίζουμε σε υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων εταιρειών παροχής υπηρεσιών πόσιμου νερού, θα πρέπει να ξέρουμε ότι διεθνώς σήμερα τα κέρδη διαχείρισης του νερού τα μονοπωλούν 4-5 πολυεθνικές με τις θυγατρικές τους, οι οποίες μόνο ανταγωνιστικά δεν λειτουργούν (καρτέλ). Το δε νερό, ειδικά με τα αναμενόμενα προβλήματα ξηρασίας στη γη, θεωρείται για το μέλλον περισσότερο κερδοφόρο προϊόν και από το πετρέλαιο.
Αν δεχθούμε ότι το νερό είναι κοινωνικό αγαθό και όλοι έχουμε δικαίωμα πρόσβασης σε μια επαρκή για τις βασικές μας ανάγκες ποσότητα, , τότε ο μόνος διαχειριστής του θα πρέπει να είναι ένας δημόσιος φορέας.
Ο δημόσιος φορέας μπορεί να λειτουργήσει άριστα με γνώμονα την κοινωνική προσφορά , την προστασία του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, αρκεί να υπάρχει πολιτική βούληση.
Η Ε.Ε σήμερα έχει δυστυχώς κατευθύνσεις νεοφιλελεύθερες. Όμως η άνευ περιορισμών ιδιωτικοποίηση στη διαχείριση του νερού, έφερε τέτοια κοινωνική αναστάτωση, όπου εφαρμόστηκε (π.χ Τοσκάνη Ιταλίας) ώστε να αναζητηθεί και να προωθείται τώρα, μια ενδιάμεση λύση λιγότερο επώδυνη αλλά το ίδιο ύπουλη, αυτή της σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ;).
Τιμολογιακή πολιτική της ΕΕ. Οδηγία πλαίσιο 2000/60
Σύμφωνα με την οδηγία 2000/60 η τιμολόγηση του νερού πρέπει να περιλαμβάνει:
-το κόστος των υπηρεσιών
-το κόστος των αρνητικών συνεπειών στο περιβάλλον
-το κόστος έργων προστασίας των υδατικών αποθεμάτων των πηγών.
Επομένως για να προσδιοριστεί επακριβώς το κόστος και το ποσοστό του που αναλογεί στον κάθε καταναλωτή, πρέπει να προηγηθούν εκτενείς έρευνες καταγραφής των αποθεμάτων , του ρυθμού μείωσης τους, των προβλημάτων ρύπανσης, του κόστους απομάκρυνσης και επεξεργασίας των υγρών λυμάτων.
Επίσης πρέπει να διαμορφωθούν συγκεκριμένες προτάσεις για μέτρα εξοικονόμησης στην ποσότητα και βελτίωσης στην ποιότητα του πόσιμου νερού. Σε αυτές πρέπει να αναφέρεται το ακριβές κόστος για την βελτίωση των υποδομών και των παρεχομένων υπηρεσιών, για τα έργα εξοικονόμησης (πχ. κατασκευή φραγμάτων), για τα συγκεκριμένα μέτρα στην γεωργία, μέτρα που θα αποβλέπουν στην μείωση της κατανάλωσης , την προστασία της ποιότητας του νερού, αλλά ταυτόχρονα και στην προστασία του αγροτικού εισοδήματος..
Και επειδή η αντιμετώπιση γίνεται σε λεκάνη απορροής , επιβάλλεται συνεργασία δήμων που συνυπάρχουν στην ίδια λεκάνη ( όπως στην κοιλάδα του Ανθεμούντα) ..
Αυτές όλες οι διαδικασίες καθοριστικές στον προσδιορισμό του κόστους και επομένως της τιμολόγησης, σύμφωνα πάντα με την οδηγία, απαιτούν την κοινωνική συναίνεση .
Χρειάζεται δηλαδή η κοινωνική διαβούλευση, η διαφάνεια, η δυνατότητα ελέγχου από τον κάθε πολίτη , η εκστρατεία ενημέρωσης των κοινωνικών φορέων
Η Ευρωπαϊκή νομοθεσία, κατ’επέκταση και η εθνική νομοθεσία, στη βάση της αρχής « ο ρυπαίνων πληρώνει» κάνει σαφές ότι ο καταναλωτής θα επιφορτιστεί ολόκληρο το κόστος.
Αν αυτό το κόστος κατανεμηθεί κύρια στον Δημόσιο φορέα (ουσιαστικά παραμείνει ενσωματωμένο, όπως τώρα συμβαίνει, στην φορολογία του κάθε πολίτη) η κατάσταση θα είναι ελεγχόμενη, και το κόστος λογικό. Αν όμως η διαχείριση περιέλθει στον ιδιωτικό τομέα, τότε η κατάσταση θα είναι ανεξέλεγκτη και η κοινωνική διαβούλευση άνευ σημασίας.
Η κοινωνική διαβούλευση κινδυνεύει και τώρα στην αρχή της εφαρμογής της, να εκφυλιστεί σε μια τυπική διαδικασία, αν οι πολίτες παραμείνουν αμέτοχοι και αδιάφοροι.
Το έδαφος για την παραχώρηση στις πολυεθνικές προετοιμάζεται συστηματικά σήμερα. Ήδη πολυεθνικές έχουν αποκτήσει μετοχές σε Ελληνικούς οργανισμούς Ύδρευσης-αποχέτευσης (π.χ Σουέζ στη Θες/νικη) και προς το παρόν είναι παρατηρητές.
Μερικοί Δήμοι , αναδεικνύουν την ανευθυνότητα τους, περιοριζόμενοι μόνο στην εύκολη λύση αυξήσεων μέχρι και 80% στην τιμή παροχής νερού. Χωρίς καμία τεκμηρίωση με μόνη αναφορά σε νόμο παλαιότερο της οδηγίας, και με την παραδοχή αναγκαστικά κακής διαχείρισης λειτουργίας της ΔΕΥΑ.. Μετατρέπονται έτσι σε απλούς φοροεισπράκτορες, και μη έχοντας μια συγκεκριμένη πολιτική για το νερό, δηλώνουν στη συνέχεια αδυναμία να αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις διαχείρισης,.
Και οι πολίτες; Αυτοί δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί τι παίζεται στο όνομα του ελλείμματος των υδάτινων πόρων. Μήπως πρέπει να προλάβουμε όλα αυτά και να γίνουμε τώρα ενεργοί πολίτες, διεκδικώντας αυτό που μας ανήκει με ταυτόχρονη όμως ευαισθησία απέναντι στην υποβάθμιση του φυσικού μας περιβάλλοντος;
* Η Σοφία Βασιλειάδου είναι Φυσικός –περιβαλλοντολόγος
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου