Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη * "Θεωρία του Πολέμου" (Εκδόσεις Θεμέλιο 1997).
Στη συγκαιρινή μας Τουρκία δεν υπάρχει η παραμικρή ή σοβαρή ένδειξη ότι τμήματα του λαού αποδοκιμάζουν με οποιονδήποτε τρόπο την εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων του, και ιδιαίτερα στο Αιγαίο και την Κύπρο, όλες οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο.
Δεν του είναι γνωστή καμία ομαδική διαμαρτυρία για την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο, την Τένεδο, ούτε για τον εποικισμό της βορείου Κύπρου. Αυτό διόλου δεν σημαίνει ότι κάθε Τούρκος μισεί κάθε Έλληνα, το ίδιο όπως και διόλου δεν μισεί προσωπικά κάθε Έλληνας τον κάθε Σκοπιανό όταν του αρνείται να ονομάζει το κράτος του «Μακεδονία».
Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, για αυτό και υποπίπτουν σε μια σοβαρή οφθαλμαπάτη όσοι μετά από μία εγκάρδια προσωπική επαφή ή μετά από μία κοινή μπουζουκοκατάνυξη με Τούρκους βγάζουν εσπευσμένα πολιτικά συμπεράσματα – χωρίς βέβαια να έχουν ποτέ αποσπάσει από τους συνομιλητές, συμπότες ή συμπαίκτες τους μία δεσμευτική δήλωση υπέρ μιας συγκεκριμένης ελληνικής και εναντίον μιας συγκεκριμένης τουρκικής θέσεως.
Η αρχή ότι «οι λαοί δεν έχουν να μοιράσουν τίποτε μεταξύ τους» αποτελεί εφεύρεση όχι των λαών, αλλά των διανοούμενων, γι’ αυτό άλλωστε δεν αποσύρεται ποτέ, όσο κι αν την διαψεύδει η εμπειρία. Αντίθετα, η εμπειρία μεθερμηνεύεται κατάλληλα, έτσι ώστε να παραμένει αλώβητη η αρχή.
Η τιθάσευση της Τουρκίας μέσω της εντάξεως της στην «Ευρώπη» συνδέεται στενά με τις ελπίδες και τα σφάλματα της ελληνικής πολιτικής. Το πόσο φρούδες είναι οι ελπίδες το ομολογεί συνεχώς και άθελα της η ίδια η ελληνική πλευρά, όταν από τη μία μεριά ισχυρίζεται ότι η αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» θα κάνει την Τουρκία «πολιτισμένο» και φιλειρηνικό κράτος, ενώ συνάμα από την άλλη είναι υποχρεωμένη να διαπιστώνει στην πράξη ότι οι Ευρωπαίοι φορείς των «αξιών» τις μεταχειρίζονται πολύ επιλεκτικά και τις προσπερνούν με άνεση όποτε το κρίνουν συμφέρον, άρα η αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» δεν φαίνεται να βελτιώνει καθ’ εαυτήν τα ήθη.
Τα σφάλματα, πάλι, προκύπτουν από μιαν κακή εκτίμηση της σημασίας της «Ευρώπης» για την ανερχόμενη Τουρκία. Επειδή η Ελλάδα, αδυνατώντας να σταθεί μοναχή στα πόδια της, περιμένει τα πλείστα ή τα πάντα από τους άλλους, τείνει εύλογα να προβάλλει τη δική της κατάσταση και διάθεση στην κατάσταση και διάθεση άλλων, νομίζοντας π.χ. ότι η «Ευρώπη» έχει για την Τουρκία την ίδια απόλυτη σημασία όσο για την Ελλάδα. Για την Ευρασιατική Τουρκία η Ευρώπη είναι μόνον ένα πεδίο δραστηριοτήτων ανάμεσα σε άλλα, ενώ για την Ελλάδα αποτελεί το μοναδικό, γιατί στα Βαλκάνια δεν μπορεί να παίξει ηγεμονικό ρόλο και αυτός βέβαια δεν επιτυγχάνεται επειδή δέκα μικρομεσαίοι κάνουν κέρδη στη Ρουμανία.
Η Τουρκία θα προσπαθήσει να προσαρμόσει την Ε.Ε στις επιδιώξεις της, να κερδίσει τη μάζα.
Στο μελλοντικό πολυετές παζάρι – διελκυστίδα μεταξύ Ε.Ε – Τουρκίας, η Ευρώπη δεν θα μπορεί να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της Τουρκίας
Κατά πάσαν πιθανότητα τα σπασμένα του παζαριού θα τα πληρώσει η Ελλάδα. Γιατί τα ισχυρότερα μέλη της ΕΕ θα επιδιώκουν να κατευνάζουν την Τουρκία με ελληνικά έξοδα (Αιγαίο, Κύπρο, κλπ).
Αν αυτό πράγματι συμβεί τότε θα δούμε μια ακόμη από τις τραγικές εκείνες ειρωνείες, τις οποίες τόσο συνηθίζει η Ιστορία. Ενώ δηλαδή η Ελλάδα προσανατολίσθηκε ψυχή τε και σώματι στην «Ευρώπη» για να διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της θα μεταβληθεί σε όργανο de facto μετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας.
Η τουρκική επιρροή θα ασκείται στην Ελλάδα «μετριασμένη» μέσω ευρωπαϊκών και αμερικανικών αγωγών και τότε η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να θεωρεί τις «παραχωρήσεις» και την ενδοτική πολιτική ως αυτονόητο καθήκον του «εξευρωπαϊσμού» της (ποιος ασχολείται άλλωστε με ξεπερασμένους εθνικιστικούς απαβισμούς;).
Η λύση βέβαια για την εθνική βιωσιμότητα σε παραγωγική βάση αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής. Οι εθνικοί πόροι πρέπει να αντιμετωπίζονται με γεωπολιτικά και στρατηγικά κριτήρια. Το 1% του εθνικού εισοδήματος που προέρχεται από τον τουρισμό δεν είναι το ίδιο με το 1% που δίνει μια σύγχρονη εξοπλιστική βιομηχανία.
Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, ενώ η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική.
Η πορεία δορυφοροποιήσεως της Ελλάδος προς της Τουρκία μέσω του «ευρωπαϊκού» δρόμου της Τουρκίας είναι το εύγλωττο επιφαινόμενο μιας βαθύτερης ιστορικής κοπώσεως, μιας προϊούσας, ηδονικής μάλιστα παραλύσεως. Η πορεία των πραγμάτων είναι αντικειμενικά τρομακτική και ψυχολογικά αφόρητη: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση.
Δυστυχώς οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν προβλήματα τέτοιας εκτάσεως και τέτοιου βάθους.
* Ο Παναγιώτης Κονδύλης (Panagiotis ή Panajotis Kondylis), γεννήθηκε στην Αρχαία Ολυμπία το 1943 και πέθανε αιφνιδίως στην Αθήνα το 1998. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλοσοφία, νεότερη ιστορία και πολιτικές επιστήμες στα Πανεπιστήμια Φρανκφούρτης και Χαϊλδεμβέργης. Στη Χαϊλδεμβέργη αναγορεύτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Για το έργο του βραβεύτηκε με το μετάλλιο Γκαίτε και το βραβείο Χούμπολτ. Ήταν εταίρος του Ιδρύματος Ανωτάτων Σπουδών του Βερολίνου. Διηύθυνε τη "Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη" των εκδόσεων "Γνώση" και τη σειρά "Ο Νεώτερος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός" των εκδόσεων "Νεφέλη". Βιβλία του στην ελληνική γλώσσα: "Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη" 1983, "Ο Μαρξ και η αρχαία Ελλάδα" 1984, "Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός" Ι-ΙΙ 1987, "Ο νεοελληνικός διαφωτισμός" 1988, "Ισχύς και απόφαση" 1991, "Η παρακμή του αστικού πολιτισμού" 1991, "Πλανητική πολιτική μετά το ψυχρό πόλεμο 1992, "Η ηδονή, η ισχύς, η ουτοπία" 1992 κ.ά. Επιπλέον έχει γράψει πολλά βιβλία στη γερμανική γλώσσα. Βιβλία του στα γερμανικά: "Die Entstehung der Dialektik" (1979), "Die Aufklaerung" (1981, β΄ έκδ. 1986), "Macht und Entscheidung" (1984), "Konservativismus" (1986), "Marx und die griechische Antike" (1987), "Theorie des Krieges" (1988), "Die neuzeitliche Metaphysikkritik" (1990), "Der Niedergang der buergerlichen Denk- und Lebensform" (1991), "Planetarische Politik nach dem Kalten Krieg" (1992), "Montesquieu und der Geist der Gesetze" (1996), "Das Politische und der Mensch. Grundzuge der Sozialontologie" (1999), "Das Politische in 20. Jahrhundert" (2001).
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου