Articles by "Κοντογιώργης"

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κοντογιώργης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων



Αυτό που συμβαίνει με τα ελληνοτουρκικά την τελευταία περίοδο δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Η τουρκική στρατηγική μορφοποιείται πολύ πιο συγκεκριμένα με βάση την αρχή ότι οι διακρατικές σχέσεις διαμορφώνονται με όρους ισχύος. Το διεθνές δίκαιο που διαμορφώνεται με τη συνέργεια των κρατών για να υπάρχει μια σχετική διεθνής τάξη, το επικαλούνται οι ασθενέστεροι, αλλά παραμερίζεται από τους ισχυρούς. Επομένως το ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει να κάνει με σχέσεις δύναμης.

Εν προκειμένω, η Τουρκία δεν επιδιώκει μόνο τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό είναι ένα νέο ζήτημα που έχει επισυναφθεί στο “πακέτο” της τουρκικής στρατηγικής έναντι της Ελλάδας. Πριν από αυτό αξίωνε τον έλεγχο του μισού Αιγαίου, προκειμένου –όπως έλεγε– να διαφυλάξει την ασφάλεια της Τουρκίας από τις απειλές που προέρχονταν από τη Δύση. Στην πραγματικότητα, η Τουρκία επιδιώκει την ανάδειξή της σε μείζονα περιφερειακή δύναμη και επιχειρεί να δημιουργήσει έναν εξωτερικό ζωτικό χώρο.
Η συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης δημιουργεί εκ των πραγμάτων τετελεσμένο. Είναι μια προσημείωση της Τουρκίας επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, παρότι κινείται έξω από τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου. Στηρίζεται, όμως, στην ισχύ. Επομένως, το κρίσιμο ερώτημα αφορά την Ελλάδα: είναι διατεθειμένη να θεωρήσει ότι η βούληση της Τουρκίας αποτελεί για αυτήν τετελεσμένο ή όχι; Σε ποιον βαθμό έχει τη θέληση και τη δύναμη να επιτύχει την ανάσχεση των τουρκικών επιδιώξεων;
Η Άγκυρα δεν επιδιώκει γενικό πόλεμο με την Ελλάδα. Στόχος της είναι να εξαναγκάσει την Αθήνα να διαπραγματευθεί επί των δικών της κυριαρχικών δικαιωμάτων, εντέλει επί της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας. Η Τουρκία προσπαθεί να επιτύχει τους στόχους της χωρίς να πέσει τουφεκιά. Έχει πεισθεί, άλλωστε, ότι μπορεί να το επιτύχει.
Με τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και έως τα Ίμια (1996) έχει δημιουργήσει βεβαρημένο ιστορικό στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, έχει κερδίσει πόντους σε βάρος του Ελληνισμού. Σήμερα, η Άγκυρα προετοιμάζει το έδαφος για να εξαναγκάσει την Ελλάδα να οδηγηθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Πουθενά η άρχουσα τάξη

Οι επόμενες διαπραγματεύσεις θα έχουν μενού τη διευθέτηση των μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας. Όμως, η δύσκολη σημερινή κατάσταση δεν συνιστά ζήτημα που σχετίζεται αποκλειστικά με την Τουρκία. Συνιστά και εσωτερικό πρόβλημα της Ελλάδας, συγκεκριμένα της ελληνικής άρχουσας τάξης, όλων των πεδίων της, με αιχμή του δόρατος την πολιτική τάξη. Στο ερώτημα εάν η άρχουσα τάξη είναι διατεθειμένη να αναλάβει τις ευθύνες της και να υπερασπιστεί τη χώρα η απάντηση είναι ότι η ιστορία της δεν το επιβεβαιώνει.
Πρόσφατα είδαμε άρθρο του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ενδεικτικό αυτής της νοοτροπίας. Δεν είναι, άλλωστε, ο μόνος που κινείται σ’ αυτό το μήκος κύματος. Έχουμε και πολλούς άλλους, οι οποίοι δημόσια καλλιεργούν το έδαφος και προετοιμάζουν το κλίμα για εθνικές υποχωρήσεις. Θυμάστε τη δήλωση του πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, με την οποία χαρακτήρισε τους Έλληνες «μοναχοφάηδες».
Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις είναι πάρα πολλοί στους κόλπους της άρχουσας τάξης που λένε ότι οφείλουμε να εκχωρήσουμε στην Τουρκία μέρος της εθνικής μας κυριαρχίας για να ησυχάσουμε. Η πολιτική τάξη έχει ενθυλακώσει την αντίληψη της συνθηκολόγησης έναντι της Τουρκίας.
Όταν δημόσια δηλώνει ένας Έλληνας αξιωματούχος ή μη την αδυναμία του, τον φόβο του απέναντι στον άλλον, στο βάθος δηλώνει τη βούλησή του να μην σφυρηλατήσει την αντίσταση της Ελλάδας απέναντι στις επεκτατικές επιδιώξεις της Τουρκίας. Με άλλα λόγια, σημαίνει ότι ήδη μέσα του έχει αποφασίσει να παραδώσει ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην Άγκυρα.

Ελληνική άρχουσα τάξη αντιμέτωπη με την κοινωνία

Η ελληνική πολιτική ηγεσία (η σημερινή και οι προηγούμενες) αναγγέλλει την παράδοση συμφερόντων της χώρας χωρίς καν να διαπραγματευτεί. Το είδαμε αυτό στην περίπτωση των Σκοπίων και πιο πριν των Ιμίων, το βλέπουμε και τώρα. Μιλάνε τώρα Έλληνες πολιτικοί, μεγαλοεπιχειρηματίες, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι για συνεκμετάλλευση, η οποία ισοδυναμεί στην πράξη με μια άκρως επικίνδυνη εκχώρηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, χωρίς καν να μπουν σε διαδικασία διαπραγμάτευσης! Εκτός κι αν έχουν συμφωνήσει και δεν το ομολογούν.
Ο φόβος της ελληνικής πολιτικής τάξης είναι ότι εάν ομολογήσουν τον σκοπό τους, θα έρθουν αντιμέτωποι με την ελληνική κοινωνία. Τώρα την έχουν σε ύπνωση. Η πρόσφατη παρέμβαση του Κώστα Σημίτη μας θυμίζει ότι το “πνεύμα” του κυριαρχεί σε όλο το φάσμα της πολιτικής τάξης. Είναι αυτός ο οποίος έδωσε δείγμα γραφής για τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτές οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η υπόθεση των Ιμίων δεν είναι υπόθεση μιας βραχονησίδας, είναι πολύ γενικότερο ζήτημα με κρίσιμες επιπτώσεις στην ίδια την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Όταν λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι θεωρούν ότι έπραξαν το καθήκον τους απέναντι στο εθνικό συμφέρον, σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά...


πηγή, το είδαμε εδώ


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Πριν χρόνια ο Θόδωρος Πάγκαλος είχε δηλώσει στον Σκάι: «Δεν φταίει η Siemens και η Novartis, οι Έλληνες είναι διεφθαρμένος λαός». Εάν εξαναγκάσει κάποιος μια γυναίκα να είναι σε πορνείο και ας υποθέσουμε ότι εκτός από τον χρόνο που είναι εξαναγκασμένη να είναι εκεί, αρχίσει και της αρέσει, ποιος φταίει; Αυτή η δυστυχής που την εξανάγκασε κάποιος ασκώντας βία επάνω της;
Διότι αν όσοι ισχυρίζονται αυτά είχαν διαβάσει έστω και λίγο, όχι τους ολιγογράμματους που δεν αποκρύπτουν της απέχθειά τους προς την κοινωνία, αλλά έστω τους ολιγαρχικούς της αρχαιότητας, τον Πλάτωνα, ή ακόμη τον δημοκρατικό Αριστοτέλη, θα γνώριζαν ότι το πολιτικό σύστημα είναι αυτό που δημιουργεί το ήθος και το έθος της κοινωνίας.
Σήμερα, το πολιτικό σύστημα λέει εμμέσως στον πολίτη ότι για να φτιάξει ένα σπίτι πρέπει να λαδώσει. Του λέει ότι για να φοροδιαφύγει πρέπει να λαδώσει. Του λέει ότι για να διορίσει το παιδί του πρέπει να ζητήσει από τον πολιτικό ρουσφέτι. Ένας υπουργός δεν τιμωρείται πολιτικά εάν βάζει τη γυναίκα του με ξεχωριστή εταιρεία να κάνει δουλειές με το κράτος, τις επιλογές του οποίου ο ίδιος επηρεάζει άμεσα ή συνήθως εμμέσως. Ούτε εάν κάνει κουμπαριές με μεγαλοεπιχειρηματίες και εξασφαλίζει χρήμα για τις προεκλογικές δαπάνες του κι όχι μόνο.
Το πραγματικό ερώτημα, λοιπόν, είναι τι επιλογές έχει η κοινωνία. Το πολιτικό σύστημα διαφθείρει την κοινωνία, τής καλλιεργεί τη διαπλοκή και μετά την κατηγορεί γι’ αυτό που της έκανε. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στην κρίση οι δανειστές δεν άγγιξαν ούτε το πολιτικό σύστημα, ούτε τη νομοθεσία που αφήνει περιθώρια για διαπλοκή και διαφθορά.
Διεφθαρμένος λαός κατά την κομματοκρατία
Έτσι, οι πολιτικοί μας συνεχίζουν να εθίζονται στην έννοια της κομματοκρατίας, δηλαδή του ιδιοτελούς συμφέροντος που τους κρατάει στον αφρό. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η επανεκλογή τους, το πως θα αποκτήσουν αξιώματα και βέβαια πώς θα διαχύσουν την ευθύνη, πως θα ενοχοποιήσουν την κοινωνία για να έχουν ελαφρυντικά σε ό,τι διαπράττουν.
Το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα πρέπει να εκλείψει. Από την άλλη πλευρά, όμως, έχουμε πρόβλημα με τι θα το αντικαταστήσουμε. Αν αναζητήσουμε ένα νέο σωτήρα, αυτός θα βγει από το ίδιο σύστημα, ή το σύστημα θα τον αφομοιώσει, ή θα τον καταλύσει πολιτικά. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν μπορεί να αναδειχθεί ένα νέο σχήμα, ένας ηγέτης και μία πολιτική δύναμη, η οποία θα προτείνει και θα εμπνεύσει ένα πρόταγμα μετάβασης σε μια άλλη εποχή. Σε μία εποχή, στην οποία θα αλλάξει ριζικά η θεσμική σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, έτσι ώστε να αναγκαστούν οι πολιτικοί να πολιτεύονται για χάρη του δημόσιου συμφέροντος.
Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Αν κάποια πολιτική δύναμη επιχειρήσει να το επιβάλει μέσα από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, τότε κατά πάσα πιθανότητα θα συσπειρωθούν όλοι και θα την ακυρώσουν. Γύρω από το παρόν σύστημα έχουν υφανθεί νοοτροπίες και ισχυρά συμφέροντα που το κάνουν δύσκολο αντίπαλο, αλλά και μη ανατάξιμο. Γι’ αυτό θεωρώ ότι η αλλαγή μπορεί να προκύψει ή από κατάρρευση ή από ανατροπή, υπό τον όρο ότι υπάρχει ένα πρόταγμα, ότι θα ξέρουμε πως θέλουμε να πάμε στο μέλλον και εμείς, όπως πηγαίνουν ήδη κυρίως στη Δύση.
Μας κλωνοποίησαν στο όνομα του “εξευρωπαϊσμού”
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να συνεκτιμήσουμε όχι μόνο την καταστροφή που έχει υποστεί η Ελλάδα από τα μνημόνια και την εξάρτησή της, αλλά και το γεγονός ότι είμαστε σε έναν επικίνδυνο γεωπολιτικό χώρο. Όπως έχουν διαμορφωθεί οι συσχετισμοί, κινδυνεύουμε να αποτελέσουμε εύκολο θήραμα για την Τουρκία. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα για την Ελλάδα, γιατί δεν μπορείς να λειτουργήσει πολιτικά, έχοντας κατά νου ότι βρίσκεσαι στον Καναδά ή στη Σουηδία που δεν υπάρχουν οι γεωπολιτικές συνθήκες της περιοχής μας.
Πάντως, αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν βλέπω να υπάρχει η αναγκαία συνείδηση και γνώση, ούτε καν σε επίπεδο διανοουμένων. Η ελληνική διανόηση είναι κατά κανόνα μηρυκαστική. Δεν διαθέτει αυτονομία σκέψης. Παπαγαλίζει ό,τι τής σερβίρεται από τη Δύση, το οποίο δεν είναι υποχρεωτικά αυτό που έχει ανάγκη η ελληνική κοινωνία. Δεν είναι ούτε καν αυτό που αρχίζει να διαμορφώνεται δειλά στη Δύση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όσες φορές δοκιμάζει κάποιος να υποδείξω μία λύση για κάποιο πρόβλημα, η απάντηση είναι: «έχει γίνει αυτό πουθενά αλλού; Το έχει πει κάποιος άλλος;». Θεωρούν αδιανόητο να παραχθεί πρωτότυπη σκέψη από Έλληνα! Οφείλεις να προτείνεις λύσεις που θα είναι εναρμονισμένες με το πολιτικώς ορθό, δηλαδή με τον δυτικό κανόνα. Γιατί; Το μυστικό βρίσκεται στην εποχή που μάς επέβαλλαν την απολυταρχία και μας κλωνοποίησαν, στο όνομα του “εξευρωπαϊσμού”. Μας δίδαξαν πώς να μην έχουμε αυτοεκτίμηση και αυτονομία σκέψης.


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

του Γιώργου Κοντογιώργη
Το ζήτημα της Αριστεράς συνδέθηκε ιστορικά με μια εκδοχή της προόδου η οποία προέκρινε την επιτάχυνση της ενσωμάτωσης των σε ανθρωποκεντρική υστέρηση κοινωνικών στρωμάτων (ιδίως των δυνάμεων της εργασίας) ή και κοινωνιών (όπως η ρωσική) στη νέα εποχή. Σε θεωρητικό επίπεδο, το πρόταγμα της Αριστεράς, το πρόταγμα του σοσιαλισμού, αξιολογήθηκε ως μέτρο, και μάλιστα ως η αρχετυπική εκδοχή της μετάβασης της ανθρωπότητας σε μια μετακαπιταλιστική φάση, που άγγιζε ουσιαστικά το ιδεώδες της ανθρώπινης κατάστασης.
Η Αριστερά, έως σήμερα, δεν έπαψε να προβάλλει τον ιστορικό της προορισμό ως την ειμαρμένη που προόρισται να φέρει την ανθρωπότητα στην μετακαπιταλιστική εποχή, και όχι ως έναν εναλλακτικό δρόμο για τη μετάβαση από τη δεσποτεία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο για την κατανόηση της Αριστεράς στις ημέρες μας, η οποία επιπλέον αναδεικνύει το έλλειμμα γνωσιολογίας και προτάγματος που τη διατρέχει.
Η Αριστερά της κρίσης, τα αριστερά κόμματα των χωρών της νότιας Ευρώπης, αποτελεί από την άποψη αυτή το εργαστήρι που επιμαρτυρεί την αντινομία, η οποία συνοδεύει την πολιτική πράξη της Αριστεράς σε όλη τη διάρκεια της νεοτερικότητας. Θα έλεγα, με μεγαλύτερη ακρίβεια, την αδυναμία του κόσμου της να ανασυνδεθεί με την πρόοδο. Η εμπειρία της ελληνικής Αριστεράς είναι εξόχως αποδεικτική της πολιτικής πράξης της Αριστεράς στη νότια Ευρώπη, θα λέγαμε μάλιστα της δυτικής Αριστεράς στο σύνολό της.
Η οβιδιακή μετάλλαξη
Η κρίση που ενέσκηψε στον δυτικό, και ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό κόσμο, από το 2008 έφερε στην επικαιρότητα το ζήτημα της Αριστεράς, ως ιδεολογίας και ως πολιτικής πρότασης. Ο διάλογος που ακολούθησε, εντούτοις, ανέδειξε μάλλον την αδυναμία της να αρθρώσει ένα αξιόπιστο πρόταγμα που να δείχνει ότι έχει επίγνωση των φαινομένων που πρωτοστατούν στην εποχή μας, μια ερμηνεία του παρόντος και μια πρόταση για την έξοδο από την κρίση.
Η παραδοχή αυτή έφερε αντιμέτωπη την Αριστερά με τη Δεξιά στο πεδίο του πολιτικού γίγνεσθαι. Η Αριστερά έχει ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία να διαφοροποιηθεί με τη Δεξιά σε κοσμοθεωρητικό, πραγματολογικό και οπωσδήποτε οντολογικό επίπεδο. Πράγμα που εγείρει ένα μείζον ερώτημα σε ό,τι αφορά στην ανάγκη να καταδειχθούν οι διαφορές της αριστερής ρητορικής από εκείνη της δεξιάς – και προφανώς το προοδευτικό της πρόσημο.
Η συζήτηση για τη φυσιογνωμία της Αριστεράς είναι απολύτως αναγκαία, προκειμένου να αντιληφθούμε τι κομίζει στην ανθρωποκεντρική εποχή μας. Για να κατανοήσουμε εν τέλει την έννοια του αριστερώς πολιτεύεσθαι στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Από τη δεκαετία του 1980, εμφανίζεται ενώπιόν μας μια νέα Αριστερά. Σπεύδω να επισημάνω πως, ενώ αποστασιοποιείται από το παρελθόν, αδυνατεί να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της μαζί του. Και, σε κάθε περίπτωση, δεν δείχνει ότι έχει βρει έναν κάποιο βηματισμό ως προς τον χαρακτήρα της κρίσης που διέρχεται η εποχή μας και την κατεύθυνση του μέλλοντος.
Αυτή ακριβώς η απουσία προοπτικής, μιας ιδέας για την κοινωνία της επόμενης ημέρας, την οδηγεί σε έναν ασφυκτικό εναγκαλισμό με ένα παρελθόν που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, εν προκειμένω τον Διαφωτισμό. Ένα παρελθόν που ταξινόμησε ως το αυθεντικό παράγωγο της αστικής ή -ορθότερα- της φιλελεύθερης οπτικής της νεοτερικότητας.
Πράξη διαμαρτυρίας
Το γεγονός αυτό εξηγεί ευρέως γιατί η απήχηση της αριστερής ρητορικής στο εκλογικό σώμα των χωρών του δυτικού κόσμου έχει πάψει να έχει ως επίκεντρο τη σοσιαλιστική ιδεολογία, με την οποία σταδιοδρόμησε στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Η εκλογική της επιτυχία, εκεί όπου επισημαίνεται, ιδίως στις χώρες της νότιας Ευρώπης, έχει ομολογηθεί ότι εγγράφεται ως τυπική πράξη διαμαρτυρίας, και όχι ως απόρροια της ιδεολογίας ή του προγράμματός της.
Συνέχεται, δηλαδή, με την απόρριψη των φιλελευθέρων κυβερνήσεων, οι οποίες ενοχοποιήθηκαν στα μάτια του εκλογικού σώματος για τη μετάλλαξή τους σε παρακολούθημα της διεθνούς των αγορών. Και κατ’ επέκταση, για την υιοθέτηση πολιτικών που έπληξαν ευρύτατα κοινωνικά στρώματα.
Δεύτερη, συνακόλουθη προς την ανωτέρω, διαπίστωση είναι ότι ο πολιτικός λόγος της Αριστεράς έχει αποβεί θεμελιωδώς καθεστωτικός. Η κοινωνία που ευαγγελίζεται δεν διαφέρει σε τίποτε από εκείνη οποιασδήποτε άλλης ιδεολογίας/πολιτικής δύναμης, από την Άκρα Δεξιά έως την Άκρα Αριστερά. Η διαπίστωση αυτή επαληθεύεται πλήρως ως προς το πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό σύστημα που προτάσσει.
Είναι, όμως, εξίσου ισχυρή και ως προς τις προτεινόμενες πολιτικές που εισηγείται. Το αδιέξοδο αυτό της Αριστεράς έχει βαθιές ρίζες στην ιστορική φυσιογνωμία της και στη φιλοσοφική της βάση. Όντως, μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι, τόσο η Αριστερά, όσο και η Δεξιά, ταξινομούνται στην εποχή της μετάβασης από τη δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό, δηλαδή από την απολυταρχία στο λεγόμενο κράτος-έθνος. Και στο πλαίσιο αυτό, η συγκριτική αποτίμηση της Αριστεράς με τη Δεξιά μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι συναντώνται στα θεμελιώδη.
Αριστερά και φιλελευθερισμός
Η Αριστερά, εν προκειμένω, υιοθετεί εξ ολοκλήρου το πολιτικό σύστημα του φιλελευθερισμού, δηλαδή της ενσάρκωσής του από το νομικό πλάσμα του κράτους. Θα έλεγα ότι υιοθετεί πλήρως και την αρχή της απολύτως διαφοροποιημένης ιδιοκτησίας του οικονομικού συστήματος από τους συντελεστές του. Η διαφορά της έναντι της Δεξιάς έγκειται στο ότι απευθυνόταν σε ένα διαφορετικό κοινωνικό ακροατήριο, την κοινωνία της εργασίας, έναντι της αστικής κοινωνίας.
Μια εκδοχή της Αριστεράς επιχείρησε να διαφοροποιηθεί στο πεδίο του φορέα της ιδιοκτησίας του οικονομικού συστήματος: αντί να το κατέχει ουσιωδώς ο ιδιώτης, το απέδιδε στο κράτος. Είναι δεδομένη η παραδοχή της Αριστεράς (όπως και της Δεξιάς) ότι το κράτος ως νομικό πλάσμα, και επομένως ο κάτοχός του, κατέχει αδιαιρέτως το σύνολο του πολιτικού συστήματος, της δημόσιας διοίκησης, της Δικαιοσύνης κ.λπ. Με την προσκύρωση σε αυτό και της ιδιοκτησίας της οικονομίας, οδήγησε στον ολοκληρωτισμό.
Το σημείο συνάντησης επομένως της Αριστεράς με τη Δεξιά, έγκειται στο ότι αμφότερες συμφωνούν ότι στην κοινωνία επιφυλάσσεται μια θέση ιδιώτη, έξω από το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα. Κατά τούτο, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι στη διάρκεια του 20ού αιώνα, η αντιπαράθεση μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού συμπυκνώθηκε στο διακύβευμα εάν η ιδιοκτησία του οικονομικού συστήματος θα περιήρχετο κατά κύριο λόγο στον ιδιώτη ή στο κράτος.
Η κοινωνία εκτός
Και στις δύο ιδεολογίες, η κοινωνία παρέμενε, αυτονοήτως, έξω από το οικονομικό σύστημα. Η σύμβαση, που εκαλείτο να συνάψει ο φορέας της εργασίας με τον ιδιοκτήτη του συστήματος, εμπεριείχε το περιεχόμενο της πώλησης εργασίας με αντίτιμο την αποτίμησή της σε χρήμα. Στο μέτρο, επομένως, που η σύμβαση αυτή υπονοεί την παραίτηση του συμβαλλομένου πολίτη από τη συμμετοχή του στη διοίκηση του συστήματος, υποκρύπτει εκχώρηση ελευθερίας.
Οίκοθεν νοείται ότι η διελκυστίνδα για την οικονομική ιδιοκτησία ανάμεσα στο κράτος και στον ιδιώτη δεν υπεισέρχεται στο ζήτημα του πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτό όλοι ομοφωνούν ότι παραμένει αυτονοήτως στην αποκλειστική ιδιοκτησία του νομικού πλάσματος του κράτους, δηλαδή στους νομείς του. Και η σχέση αυτή είναι μέσα στη φύση του πράγματος, άρα δεν προορίζεται να αλλάξει στον ιστορικό χρόνο.
Στην αντιπαράθεση αυτή διαπιστώνεται -όντως και στις ημέρες μας- η απόλυτη ομοφωνία ιδίως σε ό,τι αφορά στο πολιτικό σύστημα: Το ενσαρκώνει απολύτως το κράτος, εγκαθιδρύοντας μια σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που εγκιβωτίζει την πρώτη στην ιδιωτεία, μεταβάλλοντάς τη σε υποκείμενο κυριαρχίας. Το κράτος-σύστημα αντιτείνεται στην κοινωνία-ιδιώτη, πράγμα που σημαίνει ότι απουσιάζει από αυτό η σχέση εντολέα-εντολοδόχου.
Το πολιτικό προσωπικό κατέχει αδιαιρέτως τόσο την ιδιότητα του εντολέα όσο και την ιδιότητα του εντολοδόχου. Η προσχηματική αναφορά στην πολιτισμική έννοια του “λαού”, που ανακηρύσσεται κυρίαρχος, αλλά δίκην αυτομάτου η πολιτική κυριαρχία εκχωρείται και ασκείται από την πολιτική εξουσία, στο όνομα ενός “γενικού συμφέροντος”. Το περιεχόμενό του το ορίζει αυθεντικά ο πολιτικός ηγέτης, επιβεβαιώνοντας τον προ-αντιπροσωπευτικό και καταφανώς μη δημοκρατικό χαρακτήρα του.
του Γιώργου Κοντογιώργη

Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ανέδειξε τη γύμνια του σε όλα τα επίπεδα. Ομολόγησε αυτό που ήταν γνωστό εδώ και πολλές δεκαετίες, ότι δηλαδή η Αριστερά, και προεχόντως ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει τίποτε να πει για τον κόσμο της εποχής μας και για το μέλλον. Επιπλέον, ομολόγησε ότι ομοιάζει ομοθετικά με τη Δεξιά και ότι βεβαίως έχει μεταβληθεί σε μια τυπικά αντιδραστική συνιστώσα του δυτικού Διαφωτισμού και αυθεντικό παρακολούθημα της διεθνούς των αγορών.
Το χειρότερο εξ όλων είναι ότι ομολόγησε ότι ήταν τόσο βαθιά εγκιβωτισμένος στην πλέον απεχθή εκδοχή της κομματοκρατίας ώστε τα στελέχη του, μολονότι παρασιτόβια του δημοσίου κορβανά επί πολλές δεκαετίες, αγνοούσαν απολύτως τα ζητήματα του κράτους, και -το χειρότερο- τα διεθνή και τα ευρωπαϊκά δρώμενα. Αποκαλύφθηκε δηλαδή ότι δεν διέθετε εξαρχής ούτε καν το «ηθικό πλεονέκτημα».
Η γενικότερη αιτία της έκπτωσης αυτής του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι η Αριστερά, ο σοσιαλισμός εν γένει, δεν αποτέλεσε μια διαφορετική φάση έναντι της Δεξιάς και του φιλελευθερισμού, όπως διατεινόταν. Αντιπροσώπευσε απλώς έναν διαφορετικό δρόμο στην έξοδο από τη δεσποτεία, που αφορούσε κυρίως τα κοινωνικά στρώματα της εργασίας (στη Δύση) ή ολόκληρες κοινωνίες, οι οποίες βρίσκονταν σε υστέρηση έναντι άλλων.
Ο δρόμος που επέλεξε, ωστόσο, ήταν εξ αντικειμένου αδιέξοδος διότι, για λόγους που έχω αναλύσει αλλού: αναιρούσε μεν την απολυταρχία (κρατική δεσποτεία), οδηγούσε όμως στον ολοκληρωτισμό. Εξ ου και η, ως ασύμβατη με την εποχή της, αύτανδρη κατάρρευση του ολοκληρωτικού σοσιαλιστικού πειράματος.
Ετεροθαλείς αδελφές
Η δεκαετία του 1980 ολοκλήρωσε τον κύκλο αυτόν, πράγμα που έκαμε άνευ αντικειμένου τόσο την Αριστερά όσο και την κλασική εθνοκρατική Δεξιά. Με τη διαφορά ότι η φιλελεύθερη Δεξιά μεταλλάχθηκε ευθέως σε θεραπαινίδα της «νέας τάξης», της διεθνούς των αγορών. Αντιθέτως, η Αριστερά, εγκαταλείποντας ακόμη και τον μαρξισμό, επέστρεψε στην εποχή του φιλελεύθερου Διαφωτισμού, αφενός για να συγκαλύψει τη γύμνια της, αφετέρου για να τεκμηριώσει ιδεολογικά την οβιδιακή στροφή της σε διαχειριστή των απόβλητων και ιδεολογική συνιστώσα της διεθνούς των αγορών.
Έχω πολλές φορές διατυπώσει την άποψη ότι η ομοιότητα της Αριστεράς με τη Δεξιά μπορεί να συγκριθεί με τις ετεροθαλείς αδελφές. Στο πολιτικό σύστημα, στην ιδεολογική του προσημείωση ως δήθεν δημοκρατίας, στις πολιτικές τους, στη σημειολογία της άσκησης της εξουσίας και της εκφοράς του πολιτικού λόγου.
Δεν είναι τυχαίο ότι πριν από λίγα χρόνια η Αριστερά επιχείρησε να συγκαλύψει την ιδεολογική της γύμνια, την απουσία μιας οργανικής σχέσης με την κοινωνία, με τον εναγκαλισμό του «περιβάλλοντος». Η Συριζαία Αριστερά, συνηγορούσης και της απέχθειάς της προς την κοινωνική συλλογικότητα και το πολιτισμικό της απόβαρο, προέκρινε ως σημαία της την ιδεολογία των «δικαιωμάτων» ως δήθεν απόρροια της προσημείωσής της στις ανθρωπιστικές αξίες.
Παρένθετη σχέση
Με διαφορετική διατύπωση, η σχέση της με την κοινωνία των πολιτών, από αυτοσκοπός έγινε παρένθετη. Είναι παρακολουθηματική του θεμέλιου σκοπού της Συριζαίας Αριστεράς που είναι η ενασχόλησή της με τα απόνερα του διεθνούς καπιταλισμού/ιμπεριαλισμού. Δεν αποβλέπει στην αντιμετώπιση ή ακόμη και στην ανάσχεση του διεθνούς καπιταλισμού, αλλά στην απορρόφηση των επιπτώσεών του. Το κόστος αυτών των επιπτώσεων καλείται να καταβάλλει, ωστόσο, ο απόβλητος, η εθνική κοινωνία των πολιτών.
Με άλλα λόγια, για τη Συριζαία Αριστερά, η ταξινόμηση ενός εκάστου με την πρόοδο ή με την συντήρηση, με την Αριστερά ή με την Ακροδεξιά (οι ενδιάμεσες δυνάμεις υποχωρούν στον διάλογο αυτόν) κρίνεται από την τοποθέτησή του με την κοινωνία των πολιτών ή με τα απόνερα της διεθνούς των αγορών.
Ακροδεξιός, στο πλαίσιο αυτό, είναι όποιος αναφέρεται στην κοινωνική και πολιτισμική συνοχή, στην πολιτική ελευθερία της κοινωνίας, στο συμφέρον της και ιδίως στη βούλησή της. Δηλαδή στην αντιπροσωπευτική ή δημοκρατική μεθάρμοση της πολιτείας, στην εθνική συνείδηση κοινωνίας και στη συνέχεια του Ελληνισμού.
Και αντιστοίχως, ως αριστερός αξιολογείται εκείνος που ορθώνει το ανάστημά του προς όλα αυτά, που αρνείται να αποδώσει στην κοινωνία την ιδιότητα του εντολέα, ή να συνομολογήσει εν τέλει ότι η κοινωνία και οι κληρονομιές της αποτελούν την αιτία της ίδιας της ύπαρξής τους. Αυτός, λοιπόν, που συντάσσεται κατ’ αυτάς με την πολιτική «ανοιχτών συνόρων» και ουσιαστικά με τη μεταβολή της χώρας σε χώρο.
Ελεγχόμενες μεταναστευτικές ροές
Χωρίς να υπεισέλθω στα μείζονα αυτά ζητήματα, απαιτείται νομίζω να διευκρινισθεί ότι ανάμεσα, ειδικότερα, στα «ανοιχτά σύνορα», που αναιρούν τη θεμέλια βάση του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι της εποχής της μεγάλης κλίμακας, και στα «κλειστά σύνορα», που ανάγονται σε ένα παρελθόν που παρήλθε ανεπιστρεπτί, υπάρχει η πολιτική των ελεγχόμενων μεταναστευτικών ροών.
Η τελευταία συνεκτιμά σημαίνουσες πτυχές του ζητήματος, όπως η κοινωνική και πολιτισμική συνοχή, η ασφάλεια, η δυνατότητα της κοινωνίας να σηκώσει το βάρος μιας αξιοπρεπούς διαχείρισης του ανθρώπινου πόνου και να ενσωματώσει το εθνικώς διαφορετικό, με όρους πολιτισμικής πολυσημίας. Να λάβει υπόψη τη θέση της χώρας στο ευρωπαϊκό περιβάλλον και, στο πλαίσιο αυτό, την ανάγκη η Ελλάδα να μη μεταβληθεί σε παίγνιο των γεωπολιτικών εξελίξεων που αναπτύσσονται στο διεθνές σύστημα.
Συριζαιϊκή «τυφλότητα»
Σε τελική ανάλυση, η παρασιτική διαβίωση της Συριζαίας Αριστεράς στον κορμό της ελληνικής κοινωνίας δεν της επέτρεψε να διακρίνει τις κρίσιμες μεταβολές που σημειώνονται ήδη στον δυτικό πολιτικό χάρτη. Μεταβολές που έχουν στείλει στο μαυσωλείο της Ιστορίας την μόλις προ ολίγων ετών δεσπόζουσα αντιλογία μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλισμού. Μεταβολές, που έχουν οδηγήσει στη σύμπτυξη ενιαίου μετώπου των καθεστωτικών δυνάμεων της Αριστεράς και της Δεξιάς με πρόσημο τον σκοπό των αγορών, κατέναντι στη λόγω μεν αντισυμβατική, έργω δε διακινητή του κλασικού φιλελευθερισμού νέα «Ακροδεξιά».
Ωστόσο, θέλω να συγκρατήσω από τις ανωτέρω επισημάνσεις, αυτό που προσποιείται ότι αγνοεί η Συριζαία Αριστερά: ότι η σήμανση μιας ιδεολογίας ή μιας πολιτικής δύναμης ως συντηρητικής ή προοδευτικής κρίνεται από την ιδέα ή τη σχέση της με την εθνική κοινωνία. Ο διεθνισμός αποτελεί παρελκόμενη επιλογή και ως τέτοια αποβλέπει στην ενίσχυση των εσωτερικών συσχετισμών έναντι του αντιπάλου, εν προκειμένω του «καπιταλισμού».
Η μονοσήμαντη επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ, εντούτοις, εάν συνεκτιμηθεί και η σεσημασμένη απέχθειά του προς την ελληνική εθνική συλλογικότητα, ομολογεί ότι αποβλέπει να συγκαλύψει διάφορα ζητήματα: Αφενός τον αντιδραστικό του εναγκαλισμό με τις ολιγαρχικές αξίες και το ομόλογο σύστημα του Διαφωτισμού. Αφετέρου την προσαρτηματική προσέγγιση της χώρας. Και, τέλος, τη στοχευμένη υπονόμευση της πολιτισμικής συνοχής της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή την πηγή της αντίστασής της προς την πολιτική εξουσία, ώστε να διατηρηθούν οι εξαρτήσεις της.
Πράγματι, το δίλημμα δεν είναι εξ αντικειμένου τα «ανοιχτά» ή τα «κλειστά» σύνορα, αλλά η πολιτειακή θωράκιση της εθνικής συλλογικότητας, έτσι ώστε να διατηρεί τη συνοχή της και να μη γίνεται παίγνιο στα χέρια της διεθνούς των ηγεμόνων και των εσωτερικών της παραφυάδων.

του Γιώργου Κοντογιώργη

Η στροφή μέρους του εκλογικού σώματος προς τη Χ.Α. έγινε μετά από τριάμισι χρόνια, αφότου εισήλθε η χώρα στην κρίση, και αφού η ελληνική κοινωνία δοκίμασε όλους τους τρόπους (μαζικές διαδηλώσεις, κίνημα αγανακτισμένων, ατομικές αυτοδικίες, κλπ) για να συνετίσει την πολιτική τάξη, να αποκηρύξει το απεχθές παρελθόν της, και να την εξαναγκάσει να εναρμονισθεί με το συμφέρον του τόπου.
Σήμερα, η πολιτική τάξη χρησιμοποιεί το επιχείρημα “Χρυσή Αυγή” για να ανακτήσει νομιμοποίηση και όχι γιατί κόπτεται για τη “δημοκρατία”.
Απόδειξη, ότι ούτε άλλαξε στο παραμικρό ούτε και προτίθεται να αλλάξει τα διεθνώς προκλητικά προνόμια ασυλίας που έχει οικοδομήσει και προφανώς τις λεηλατικές “πολιτικές” της.
Είναι εμφανές ότι η επιλογή της Χ.Α. από μέρος του εκλογικού σώματος δεν συμβαδίζει με την ιδεολογία του.
Συνομολογεί, όμως, ότι η κοινωνία στο σύνολό της δεν έχει ακόμη αντιληφθεί ότι το πρόβλημα είναι ο ολοκληρωτικός αποκλεισμός της από το πολιτικό σύστημα -από τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων- που αφήνει στους πολιτικούς το έδαφος ελεύθερο να ποδοπατούν και να καταστρέφουν τη χώρα.
Διότι εντέλει η Χ.Α. είναι αυτάδελφο κόμμα, δηλαδή παράγωγο της κομματοκρατίας, που χρησιμοποιεί άλλωστε τα όπλα που η ίδια έχει θεσμοθετήσει. Εάν οι μεν τα χρησιμοποιούν για να αυτοδικούν επί των πολιτών, οι δε για να λεηλατούν και να υποτάσσουν τη χώρα δεν τους κάνει διαφορετικούς.Η κοινωνία των πολιτών ένα μόνο δρόμο έχει να επιλέξει: να υπερβεί το παρόν πολιτικό σύστημα και να αξιώσει ςτην επέκταση της πολιτείας δικαίου στην πολιτική τάξη και την ανάκτηση μέρους (του αντιπροσωπευτικού μέρους) της πολιτικής της κυριαρχίας. Να γίνει θεσμός της πολιτείας και όχι παράκλητος της κομματοκρατίας και δρομοδιαδηλωτής.