Articles by "Λογοτεχνία"

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκδήλωση στην οποία συμμετέχουν σύγχρονοι Κωνσταντινουπολίτες συγγραφείς καθώς και η Ομάδα Όρχησης ΕΚΠΑ του Εργαστηρίου Φιλοσοφίας και Τέχνης που λειτουργεί στο ιστορικό Θέατρο «Δόρα Στράτου», θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 22 Ιουνίου 2022, στις 7 το απόγευμα, με ελεύθερη είσοδο, στο Βυζαντινό Αθλητικό Κέντρο (Μεγάλη του Γένους Σχολής 10, Άλιμος, Τηλ. 210 993 2702).

Στην εκδήλωση αυτή κάθε μέλος της ομάδας σύγχρονων συγγραφέων από την Κωνσταντινούπολη, με πλούσιο πολιτιστικό και πνευματικό έργο, θα διαβάσει στο κοινό αποσπάσματα από το συγγραφικό του έργο, θα απαντήσει σε πιθανές ερωτήσεις και θα συνομιλήσει με το κοινό.

Επίσης, στην ίδια εκδήλωση θα παρουσιαστούν χορογραφίες από την Ομάδα Μελέτης Αρχαίας Όρχησης ΕΚΠΑ του Εργαστηρίου Φιλοσοφίας και Τέχνης, που λειτουργεί στο ιστορικό Θέατρο «Δόρα Στράτου». Οι χορογραφίες βασίζονται στο βιβλίο της Αγγλίδας συγγραφέως Ρόζμαρι Ιντ, που μελετά τα σπίτια των Ελλήνων της Μ. Ασίας. Σκηνοθετεί η κ. Άννα Λάζου-επίκουρη καθηγήτρια ΕΚΠΑ.

Ολόκληρη την ευθύνη της οργάνωσης της εκδήλωσης, όπως και κατά το παρελθόν, ανέλαβε η Δρ. Αιμιλία Ξανθοπούλου εκ μέρους του πολιτιστικού και φιλανθρωπικού σωματείου «Νέος Κύκλος Κωνσταντινουπολιτών», σε συνεργασία με την Δρ. Ελίζα Φερεκύδου εκ μέρους της ΟΙ.ΟΜ.ΚΩ.


Η εκδήλωση της Τετάρτης 22 Ιουνίου 2022 της ομάδας «Σύγχρονοι Κωνσταντινουπολίτες Συγγραφείς» και της Ομάδας Όρχησης ΕΚΠΑ εντάσσεται στο 5ο Φεστιβάλ Κωνσταντινουπολιτών το οποίο
 θα   οργανώνεται κλιμακωτά κατά την περίοδο 2022-2023.


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

«Εθελοντής ενός δικαιότερου κόσμου, 
για το οποίο πρόσφερε τη ψυχή του»

Nικηφόρος Βρεττάκος

Στη βιοπάλη

Σαν σήμερα, γεννήθηκε πριν 110 χρόνια ο Δημήτρης Μπαλάσογλου στην Αγία Κυριακή Γιάλοβας στις νότιες ακτές της Θάλασσας του Μαρμαρά. Προσφυγόπουλο στην Ελλάδα με την Μικρασιατική Καταστροφή, η πτώχευση της οικογένειας του τον ανάγκασε σε ηλικία 10 ετών να δούλεψει σκληρά.
Λαντζέρης, λούστρος, εργάτης στα τούβλα σε χωριά της Αλμωπίας και τα καλοκαίρια γκαρσόνι σε 2 καφενεία στα Λουτρά της Αιδηψού όπως περιγράφει στο βιβλίο του «Κραυγή στα πέρατα.» 
Αλλά πάνω απ’όλα, ήταν ποιητήςκαι πήρε το καλλιτεχνικό όνομα Μενέλαος Λουντέμης. 
Η πολιτική του δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και η στράτευσή του στον αγώνα του λαού του στοίχησε, μαθητής της Δ’ Γυμνασίου, την αποβολή απ όλα τα Γυμνάσια της Ελλάδας και τη στέρηση της εγκύκλιας μόρφωσης που τόσο πολύ λαχταρούσε. Δεν χάρηκε την απόκτηση πτυχίου της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών που ονειρευόταν.

«Tα πλοία δεν άραξαν»

Στο Βόλο, ο νεαρός Λουντέμης αναζήτησε το 1936 δουλειά ως υπάλληλος στο γραφείο του αείμνηστου δικηγόρου Γιώργου Κ. Αβτζή. Στην οδό Κοραή, νύχτες ολόκληρες, έγραψε και δακτυλογράφησε το πρώτο του βιβλίο διηγημάτων «Τα πλοία δεν άραξαν» που έμελλε να του χαρίσει το A’ Κρατικό Βραβείο πεζογραφίας. Ακούραστος και με περιφρόνηση στις στερήσεις, η φτώχεια, η ανέχεια ενδυνάμωναν τον λογοτέχνη. Στην Κατοχή, ο Λουντέμης πήρε ενεργό μέλος στην Εθνική Αντίσταση από τη θέση του Γραμματέα της οργάνωσης διανοούμενων του ΕΑΜ.

Εξορία

Καταδικάστηκε σε θάνατο το 1947 για την πολιτική του δράση στο λαϊκό κίνημα. Αλλά, η ποινή δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ’αυτoύ, εξορίστηκε για 11 χρόνια διαδοχικά σε Ικαρία, Σάμο, Μακρόνησο, ΑήΣτράτη. Από το στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων στο κολαστήριο της Μακρονήσου γράφει το 1947 στον ποιητή Ναζίμ Χικμέτ που ζει τη δίκη του κόλαση μέσα στο μπουντρούμι της Κωνσταντινούπολης: « … Ναζίμ, ομοθάνατε αδελφέ μου, η φυλακή μας είναι ξέσκεπη εδώ. Γκρεμότοπος που τον ζώνει ολοτρόγυρα η πίσσα.»
Στο βιβλίο του «Οδός Αβύσσου αριθμός 0», ο Λουντέμης μαρτυράει «Εκείνο το βράδυ, σώπαιναν οι λύκοι διότι ούρλιαζαν άνθρωποι», μια κραυγή κατά των φρικτών βασανιστηρίων που υπέστησαν χιλιάδες πολιτικοί εξόριστοι που πίστευαν σε ένα καλύτερο κόσμο. Την ίδια εποχή, εξορίστηκαν στη Χίο η σύζυγος του Έμυ και η ηλικίας μόλις 3 χρόνων κορούλα τους. Η Μυρτώ είχε γεννηθεί στην Αθήνα, εκείνο το ηρωϊκό Δεκέμβρη του 1944, κάτω από τις βόμβες των εισβολέων του άγγλου στρατηγού Σκόμπυ που στήριζαν τον αγγλοκουβαλημένο υποτελή Πρωθυπουργό Γεώργιο Α. Παπανδρέου. Τον ίδιο μήνα, ο Λουντέμης εκφράζεται κριτικά για τη στάση που κράτησε η Σοβιετική Ένωση στα Δεκεμβριανά. Tο εξόριστο κοριτσάκι του στο νησί Τρίκερι θυμάται συγκινητικά ο εξόριστος ποιητής από τη μαρτυρική Μακρόνησο όταν, το 1949, γράφει το ποίημα του «Καλημέρα τριανταφυλλάκι.» Με την τετραλογία του Μέλιου, αλλά και με τόσα άλλα αριστουργήματα, οΛουντέμης ήταν, είναι και θα είναι ο συγγραφέας της παιδικής μας ψυχής.

Δίκη, ξανά εξορία, επαναπατρισμός

Επί Πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή (1956-1959) έγινε στην Αθήνα η δίκη κατά του Λουντέμη, τότε εξόριστος στον ΆηΣτράτη, σχετικά με τα περιεχόμενα του βιβλίου του «Βουρκωμένες Μέρες». Αυτόχαρακτηρίστηκε από την Ασφάλεια και την Εισαγγελία «αντεθνικό, επαναστατικό και αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη εσχάτης προδοσίας.» 
Κατά τη διάρκεια της 18χρόνης εξορίας του στη Ρουμανία, από το 1958 μέχρι το 1976 του αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια. Στο Βουκουρέστι έγραψε 30 βιβλία και αγαπήθηκε και από το ρουμάνικο κοινό. Έφερε την Ελλάδα στη ξενιτιά και την έκανε βιβλίο. Αφού επανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια το 1976 με την βοήθεια του τότε αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιώργου Μαύρου, του εκδότη της «Ελευθεροτυπίας» Χρήστου Τεγόπουλου και πλήθους δημοκρατών συγγραφέων, επέστρεψε στη πατρίδα από την εξορία στη Ρουμανία. Στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού ήταν όλοι τους εκεί, χιλιάδες λαού, δημοκράτες, νέες και νέοι, άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων, για να τον καλωσορίσουν. Έτσι, όπως του άξιζε.


Η Ελλάδα φτωχότερη

Έγραφε ο ίδιος σε ποίημα του: «Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης, ένας αποσταμένος περπατητής που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς, να ακούσει το τραγούδι των γρύλων. Κι αν θέλεις, έλα να το ακoύσουμε μαζί.» O μεγάλος συγγραφέας της κοινωνικής αδικίας, ο εκφραστής του μόχθου του μεροκαματιάρη, ο ποιητής του έρωτα μας αποχαιρέτησε τούτο το μήνα πριν 45 χρόνια από ανακοπή καρδιάς στο τιμόνι του αυτοκινήτου του στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης.

Ο δικός μας Μαξίμ Γκόρκι μας άφησε όμως πλουσιότερους πνευματικά και δυνατότερους πολιτικά για να κατανοήσουμε και να αντισταθούμε στη καταπίεση, στην αδικία που βιώνουμε καθημερινά. Οι κοινωνικές ανισότητες εκτινάχθηκαν στην Ελλάδα τα τελευταία 45 χρόνια με το, πολιτικά σχεδιασμένο από την άρχουσα τάξη, ξεπούλημα της χώρας μας στους ξένους και στα αρπακτικά τους ταμεία που ακολούθησε την ισοπέδωση της εργατικής και μεσαίας τάξης.

Σ’αυτά τα 45 χρόνια, επτά πρωθυπουργοί μας με πτυχία και μεταπτυχιακά από υποτίθεται τα καλύτερα Πανεπιστήμια του κόσμου (Harvard, Tufts, London School of Economics και ΕΜΠ) κατόρθωσαν να ρίξουν την Ελλάδα στα βράχια, πέταξαν το λαό στην ανεργία και διώξανε τα νιάτα στη ξενιτιά.


« Ένα παιδί μετράει τ άστρα»

Φαναράκια ελπίδας για μια καλύτερη, δημοκρατική, ελεύθερη, ανεξάρτητη Ελλάδα με κοινωνική δικαιοσύνη, μερικά από τα 45 βιβλία του Λουντέμη κοσμούν σήμερα οικογενειακές και δημόσιες βιβλιοθήκες. T’άστρα που μετρούσε ο μικρός ήρωάς του, ο Μέλιος, είναι δικά του. Μας φωτίζουν το δρόμο για ένα ανθρώπινο, δικαιότερο, ειρηνικό και βιώσιμο μέλλον. Με ιδανικά, κοινωνικές αξίες, κοινωνική παιδεία, αγώνα για αξιοπρεπή ζωή, δουλειά, μόρφωση και πολιτισμό για όλους, ισότητα και αλληλεγγύη.

Για μια ανθρωπότητα χωρίς εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο.


Kαλά Νερά Πηλίου, 14 Γενάρη 2022

του Ντίνου Βαρδάκη - e-thessalia.gr


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου



Όταν ο Λέων Τολστόι συνάντησε τον Μαξίμ Γκόρκι στο εξοχικό κτήμα του Γιάσναγια Πολιάνα το 1900, ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή συνάντηση δύο μεγάλων συγγραφέων.

Αντιπροσώπευε τη συνένωση δύο διαφορετικών Ρωσιών και δύο διαφορετικών αιώνων. Επιστολές, φωτογραφίες και ντοκουμέντα της εποχής βγαίνουν σε διαδικτυακή δημοπρασία από τις 17 Νοεμβρίου μέχρι την 1η Δεκεμβρίου από τον οίκο Christie's. (Exiles and Idealists: A Private Collection of Russian Literary Manuscripts).

Σε ένα άγνωστο γράμμα σε έναν φίλο του, ο επαναστάτης νεαρός συγγραφέας περιγράφει την ημέρα που τον διασκέδασε ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος του κόσμου και φωτογραφήθηκε μαζί του.

Ο Τολστόι ήταν τότε εβδομήντα ετών, ο Γκόρκι μόλις τριάντα δύο, και η σχέση τους εκείνη την εποχή θα μπορούσε να περιγραφεί ως «άβολη». Μιλώντας για τον Γκόρκι στον κοινό τους φίλο και συνάδελφο συγγραφέα Άντον Τσέχοφ, ο Τολστόι είπε: «Έχει μύτη σαν το ράμφος της πάπιας - και μόνο άτυχοι και κακομαθημένοι άνθρωποι την έχουν».

Ο Τσέχοφ υπέθεσε ότι αυτή η κακία είχε τις ρίζες της στην επαγγελματική ζήλια. Χάρη στη δημοτικότητα διηγημάτων όπως το «Τσελκά» και το «Η γριά Ιζεργκήλ», ο πρωτοεμφανιζόμενος Γκόρκι είχε καταφέρει να έχει πωλήσεις που συναγωνιζόταν μόνο ο σεβάσμιος Τολστόι.

Υπήρχαν, ωστόσο, περισσότερα στη σχέση του διδύμου απ' όσα πίστευε ο Τσέχοφ - όπως αποκαλύπτεται από μια επιστολή που θα δημοπρατηθεί, η οποία γράφτηκε από τον Γκόρκι μετά τη συνάντησή του με τον Τολστόι το 1900 και ήταν άγνωστη στους μελετητές πριν από αυτήν τη δημοπρασία.
Ο Τολστόι ήταν τότε εβδομήντα ετών, ο Γκόρκι μόλις τριάντα δύο, και η σχέση τους εκείνη την εποχή θα μπορούσε να περιγραφεί ως «άβολη». Μιλώντας για τον Γκόρκι στον κοινό τους φίλο και συνάδελφο συγγραφέα Άντον Τσέχοφ, ο Τολστόι είπε: «Έχει μύτη σαν το ράμφος της πάπιας - και μόνο άτυχοι και κακομαθημένοι άνθρωποι την έχουν».
Γεννημένος στην πόλη Νίζνι Νόβγκοροντ το 1868, ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πεσκόφ υιοθέτησε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Γκόρκι (που σημαίνει «πικρός») για να αντικατοπτρίσει τον θυμό του για τα δεινά των φτωχών της Ρωσίας. Ήξερε τα πάντα για τη φτώχεια, έχοντας χάσει και τους δύο γονείς του μέχρι την ηλικία των 11 ετών και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να αναζητήσει την τύχη του κάνοντας όποια δουλειά έβρισκε.

Οι ιστορίες, τα παραμύθια κι η τρυφερή παρουσία της γιαγιάς του άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω του. Δούλεψε ως βοηθός υποδηματοποιού, βοηθός αγιογράφου, λαντζέρης σε καράβι, αχθοφόρος στην Οδησσό, νυχτοφύλακας σε ψαράδικο, φούρναρης, καθαριστής καμινάδων, εργάτης στα χωράφια. Ρακένδυτος, πεζός και πεινασμένος, γυρνά όλη τη Ρωσία, γνωρίζει τους ανθρώπους και τη δυστυχία τους για πάνω από 5 χρόνια, κάτι που ήταν εξίσου καθοριστικό για τη μετέπειτα λογοτεχνική αλλά και την πολιτική του πορεία.

Ο παππούς του συνήθιζε να τον χτυπάει βάναυσα και μετά τον θάνατο της γιαγιάς του το 1887 αυτοπυροβολήθηκε μ' ένα παλιό πιστόλι στο στήθος με τη σφαίρα να μένει στα πνευμόνια του για τα επόμενα σαράντα χρόνια.

Όταν ξεκίνησε να γράφει για βιοποριστικούς λόγους επιφυλλίδες σ' επαρχιακές εφημερίδες, εργαζόταν και στην εφημερίδα «Τιφλίς» του Καυκάσου κι ακόμα χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Jehudiel Khlamida», αλλά από κείνη τη χρονιά και μετά επιλέγει το «Γκόρκι». Τρία χρόνια μετά, γνωρίζεται με τον συγγραφέα Βλαντιμίρ Κορολένκο που του δημοσιεύει το διήγημα «Τσελκάς» και από τότε τα έργα του αρχίζουν να γνωρίζουν καταπληκτική επιτυχία.

Ο Γκόρκι σε φωτογραφία του 1898 με αφιέρωση στον Λεονίντ Αντρέεφ | courtesy Christie’s


Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Ανρί Τρουαγιά, ο κύριος στόχος του Γκόρκι ως συγγραφέα ήταν «να καταγγείλει τα ελαττώματα της κοινωνίας». Έβλεπε την τσαρική Ρωσία ως ένα ντροπιαστικό μέρος, γεμάτο στερήσεις και παρακμή - και ήταν ο πρώτος Ρώσος συγγραφέας που αντιμετώπισε τη ζωή των κατώτερων τάξεων με αυθεντικότητα που γνώριζε από πρώτο χέρι.

Μέχρι την αλλαγή του αιώνα, είχε γίνει επίσης φίλος του Λένιν και έδινε τακτικά κεφάλαια στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα - την επαναστατική μαρξιστική κολεκτίβα από την οποία αργότερα θα αναδύονταν οι Μπολσεβίκοι.

Το φόντο της ζωής του ήταν άκρως αντίθετο με αυτό μέσα στο οποίο γεννήθηκε ο Τολστόι, ο γεννημένος το 1828, σε μια αριστοκρατική οικογένεια που είχε τις ρίζες της αιώνες πίσω, γιος μιας πριγκίπισσας και ενός κόμη. Πριν παντρευτεί τη Σοφία Αντρέγεβνα Μπερς, έζησε μια ζωή με γυναίκες, ποτό και τζόγο και οι χαρακτήρες των αριστουργημάτων του Πόλεμος και Ειρήνη και Άννα Καρένινα προέρχονταν κυρίως από τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας, όπως και ο ίδιος.

Ο Τολστόι κατάφερε να απεικονίσει με απαράμιλλο τρόπο τη ρωσική κοινωνία της εποχής του και τη ζωή της τσαρικής Ρωσίας του 19ου αιώνα και με την αναπαραστατική δύναμη της τέχνης του να δώσει εκπληκτικούς πίνακες από τη ζωή της τσαρικής Ρωσίας.

Αν και καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αφοσιώθηκε με μεγάλη αγάπη στους μουζίκους, βοηθώντας τους και μελετώντας τη ζωή τους. Γεμάτος θρησκευτική έξαρση και δεμένος με τα προβλήματα της εποχής του, προσπάθησε να βρει γιατί υποφέρουν οι άνθρωποι και προσπάθησε να απελευθερώσει τον άνθρωπο και να αποκαταστήσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.


Ο Τσέχοφ στη Γιάλτα το 1900 | courtesy Christie’s

Η συνάντησή τους δείχνει και το φοβερό ρήγμα που υπήρχε στη χώρα τους. Ο Τολστόι, αριστοκρατικός χρονικογράφος της ιμπεριαλιστικής Ρωσίας του 19ου αιώνα, έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον επίδοξο επαναστάτη, τον Γκόρκι, συγγραφέα με ταπεινές ρίζες και ταπεινούς αναγνώστες, που θα ευθυγραμμιζόταν με την κομμουνιστική Ρωσία του 20ού αιώνα.

Η χρονιά που συναντήθηκαν είναι επίσης αξιοσημείωτη, στο κατώφλι της αλλαγής του αιώνα.

Είχαν ήδη συναντηθεί δύο φορές στο παρελθόν - τον Ιανουάριο και τον Μάιο του 1900, και τις δύο φορές στη Μόσχα. Η συνάντηση η οποία περιγράφεται στην επιστολή του Γκόρκι που απευθυνόταν στον φίλο του ζωγράφο Βίκτορ Βασνέτσοφ πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο και ήταν η τρίτη, στο κτήμα του Τολστόι.

«Μόλις πρόσφατα επισκέφτηκα τον Λεφ Νικολάγιεβιτς» γράφει. «Πέρασα όλη τη μέρα μαζί του. Ένας σπουδαίος άνθρωπος! Είναι 73 χρονών και πηδά πάνω από χαντάκια σαν κατσίκι, παλεύει σαν διάβολος με τις γροθιές του και σκέφτεται όλη την ώρα». Ο Τολστόι, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, ήταν ακόμα πολύ δραστήριος σωματικά και ψυχικά.

Ο Γκόρκι συνεχίζει λέγοντας ότι ο Τολστόι «χειρίζεται τον Θεό με έναν απλό και εύκολο τρόπο και τον ορίζει μάλλον χαλαρά. «Ο Θεός», δηλώνει, «είναι… αυτό που επιθυμώ».


Πορτρέτο του Τολστόι, 1901| courtesy Christie’s

Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Τολστόι θεωρούσε την άποψη της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τον χριστιανισμό ψευδή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1890, έγραψε ακόμη και τη δική του εκδοχή των Ευαγγελίων, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς δεν ήταν ο γιος του Θεού, αλλά ένας σοφός άνθρωπος που είχε φτάσει σε μια ουσιώδη περιγραφή της ζωής.

Ο Τολστόι εγκατέλειπε όλο και περισσότερο τη μυθοπλασία εκείνη την εποχή για να γράψει έργα σχετικά με τη θρησκεία, στα οποία εκφράζεται η ιδιότυπη θρησκευτικότητά του, όπως Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς (1884), Αφέντης και δούλος (1895), Τι πιστεύω, Τι να κάνουμε λοιπόν και την περίφημη πραγματεία του Τι είναι τέχνη;. Το 1901 η Εκκλησία της Ρωσίας τον αφόρισε.

Ο Γκόρκι γράφει στη συνέχεια ότι «γενικά μιλώντας, είναι πολύ πιο ευχάριστο να κοιτάς τον Λεβ Νικολάγιεβιτς παρά να τον ακούς». Αλλά παραδέχεται ότι «ο άσβεστος σχηματισμός ιδεών του -αν και αρκετά λανθασμένος μερικές φορές- εξακολουθεί να είναι πολύ ζωηρός και γενναίος: τόσο δελεαστικός όσο μια πηγή νερού».

Ο Γκόρκι προσθέτει ότι «όταν ο Τολστόι αρχίσει να μιλάει για την τέχνη και τη λογοτεχνία του, θα μπορούσα να ακούω ατελείωτα! Μου έδωσε τη σύνοψη του μυθιστορήματος που σχεδιάζει να γράψει - Πατήρ Σέργιος είναι ο τίτλος. Όχι μόνο μιλάει για αυτό, αλλά κυριολεκτικά το σμιλεύει, σου το ζωγραφίζει! Είναι όλα τόσο υπέροχα! Μπορείς να αγαπάς (τον Τολστόι) μέχρι τρέλας και ταυτόχρονα να τον αντιπαθείς πολύ, πάρα πολύ».

Αυτό είναι ένα περίεργο απόσπασμα, καθώς ο «Πατήρ Σέργιος» ήταν στην πραγματικότητα ένα διήγημα που ο Τολστόι είχε ολοκληρώσει (αν και δεν δημοσιεύτηκε) το 1898. Το έδειξε ως έργο σε εξέλιξη για να προσποιηθεί στον νεαρό αντίπαλό του ότι ήταν ικανός να συνθέσει μια ιστορία λίγο πολύ επιτόπου;

Η επιστολή στην οποία ο Γκόρκι γράφει για τη συνάντηση με τον Τολστόι, 1900 | courtesy Christie’s


Προσχέδιο για το τέλος του «Χατζή Μουράτ», περίπου 1896-1904 | courtesy Christie’s

Σε αυτή την αλληλογραφία υπερισχύει ο θαυμασμός και η αγάπη, παρά τις ιδεολογικές τους διαφορές. Στην επιστολή του προς τον Βασνέτσοφ, ο Γκόρκι δεν το λέει ρητά, αλλά φαίνεται ότι θαύμαζε την πρωτοτυπία σκέψης του Τολστόι, ακόμα κι αν δεν συμφωνούσε με μεγάλο μέρος του περιεχομένου της. Αποδεικνύεται ότι αυτοί οι δύο εκπρόσωποι των διαφορετικών Ρώσων είχαν περισσότερα κοινά από ό,τι ίσως και οι ίδιοι υποπτεύονταν. Και συναντήθηκαν πολλές φορές ακόμα μέχρι τον θάνατο του Τολστόι το 1910.

Το βιβλίο του Τολστόι του 1897 Τι είναι τέχνη; προσφέρει ένα καλό παράδειγμα. Εδώ, ο Τολστόι απέρριψε ένα τεράστιο μέρος του δυτικού πολιτισμικού κανόνα - από τον Σαίξπηρ μέχρι τον Βάγκνερ, καθώς και σχεδόν όλο το δικό του έργο. Υποστήριξε ότι η τέχνη δεν πρέπει να κρίνεται από την αισθητική, αλλά από το πόσο άμεσα και αυθεντικά επικοινωνεί με το συναίσθημα.

Ένα απόσπασμα δύο σελίδων από το χειρόγραφο του Τολστόι για αυτό το βιβλίο θα παρουσιαστεί και θα δημοπρατηθεί μαζί με άλλα λογοτεχνικά ντοκουμέντα της εποχής. Περιλαμβάνει περίπου το μισό του ένατου κεφαλαίου, στο οποίο ο συγγραφέας προωθεί τη θεωρία ότι η τέχνη γινόταν ολοένα και πιο φτωχή καθώς έπαψε να είναι θρησκευτική και το φάσμα των συναισθημάτων της περιορίστηκε δεόντως.


πηγή: lifo



Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Art by Raskolnick

Η πείνα τρέφεται από το φόβο. Ο φόβος από τη σιωπή, που ζαλίζει τους δρόμους. Ο φόβος απειλεί. 

Αν αγαπάτε, θα πάθετε AIDS. Αν καπνίζετε, θα πάθετε καρκίνο. Αν αναπνέετε, θα μολυνθείτε. Αν πίνετε, θα έχετε ατυχήματα. Αν τρώτε, θα πάθετε χοληστερίνη. Αν μιλάτε, θα μείνετε άνεργος. Αν περπατάτε, θα νιώσετε βία. Αν σκέφτεστε, θα νιώσετε αγωνία. Αν αμφιβάλλετε, θα τρελαθείτε. Αν νιώθετε, θα είστε μόνος. 

Αυτοί που δουλεύουν φοβούνται ότι θα χάσουν τη δουλειά τους. 

Αυτοί που δεν δουλεύουν, φοβούνται ότι ποτέ δεν θα βρουν δουλειά. Όποιος δεν φοβάται την πείνα, φοβάται το φαγητό. 

Οι αυτοκινητιστές φοβούνται να περπατήσουν και οι πεζοί φοβούνται μην τους πατήσουν. 

Η δημοκρατία φοβάται να θυμηθεί και η γλώσσα φοβάται να πει. 

Οι άμαχοι φοβούνται τους στρατιωτικούς. 

Οι στρατιωτικοί φοβούνται την έλλειψη όπλων. 

Τα όπλα φοβούνται την έλλειψη πολέμων. Είναι καιροί φόβου. 

Φόβο της γυναίκας στη βία του άντρα και φόβος του άντρα στη γυναίκα που δεν φοβάται. 

Φόβος στους κλέφτες και φόβος στην αστυνομία. 

Φόβο στην πόρτα χωρίς κλειδαριά. Στο χρόνο χωρίς ρολόγια. Στο παιδί χωρίς τηλεόραση. 

Φόβος στη νύχτα χωρίς υπνωτικά χάπια και στο πρωινό, χωρίς χάπια για το ξύπνημα. 

Φόβο στη μοναξιά και φόβο στο πλήθος. 

Φόβο σε ό,τι ήταν. 

Φόβο σε ό,τι θα είναι. 

Φόβο να πεθάνεις, φόβο να ζήσεις.



Εντουάρντο Γκαλεάνο / 1940- 2015 / «Γενικευμένη φοβία» από το «Ένας κόσμος ανάποδα».

Μετάφραση: Γεωργία Ζακοπούλου

πηγή: https://raskolnick.medium.com/


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου



του Haruki Murakami *

Έχω έρθει στην Ιερουσαλήμ σήμερα ως μυθιστοριογράφος, δηλαδή επαγγελματίας κλώστης ψεμάτων.

Φυσικά, οι μυθιστοριογράφοι δεν είναι οι μόνοι που λένε ψέματα. Οι πολιτικοί το κάνουν επίσης, όπως όλοι γνωρίζουμε. Οι διπλωμάτες και οι στρατιώτες λένε περιστασιακά τα δικά τους ψέματα, όπως και οι πωλητές μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, οι κρεοπώλες και οι κατασκευαστές. Τα ψέματα των μυθιστοριογράφων διαφέρουν από των άλλων, ωστόσο, κανείς δεν επικρίνει τον μυθιστοριογράφο ως ανήθικο που τα εξιστορεί. Πράγματι, όσο μεγαλύτερο και καλύτερο είναι το ψέμα του και όσο πιο έξυπνα τα δημιουργεί, τόσο περισσότερο επαινείται από το κοινό και τους κριτικούς. Γιατί γίνεται ;

Η απάντησή μου θα ήταν αυτή: Δηλαδή, λέγοντας επιδέξια ψέματα –δηλαδή, φτιάχνοντας μυθοπλασίες που φαίνεται να είναι αληθινές– ο μυθιστοριογράφος μπορεί να φέρει μια αλήθεια σε μια νέα τοποθεσία και ρίχνει ένα νέο φως πάνω της. Στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι σχεδόν αδύνατο να κατανοήσουμε μια αλήθεια στην αρχική της μορφή και να την απεικονίσουμε με ακρίβεια. Γι 'αυτό προσπαθούμε να την αρπάξουμε από την ουρά της δελεάζοντας την αλήθεια και τραβώντας από την κρυψώνα της, μεταφέροντάς την σε μια φανταστική τοποθεσία και αντικαθιστώντας την με μια φανταστική φόρμα. Για να το πετύχουμε, ωστόσο, πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε πού βρίσκεται η αλήθεια μέσα μας. Αυτό είναι μια σημαντική προϋπόθεση για την αποκατάσταση καλών ψεμάτων.

Σήμερα, ωστόσο, δεν έχω καμία πρόθεση να πω ψέμματα. Θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο ειλικρινής μπορώ. Υπάρχουν μερικές μέρες το χρόνο που δεν λέω ψέματα, και σήμερα τυχαίνει να είναι μία από αυτές.

Επιτρέψτε μου λοιπόν να σας πω την αλήθεια. Πολλοί άνθρωποι με συμβούλευαν να μην έρθω εδώ για να αποδεχτώ το Jerusalem Prize (Βραβείο της Ιερουσαλήμ). Μερικοί μάλιστα με προειδοποίησαν ότι θα υποκινήσουν μποϊκοτάζ των βιβλίων μου αν έλθω.

Ο λόγος για αυτό, φυσικά, ήταν η σκληρή μάχη που μαίνονταν στη Γάζα. Ο ΟΗΕ ανέφερε ότι περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στην αποκλεισμένη πόλη της Γάζας, πολλοί από αυτούς άοπλοι πολίτες - παιδιά και ηλικιωμένοι.

Όταν ειδοποιήθηκα για το βραβείο, αναρωτήθηκα αν το ταξίδι στο Ισραήλ σε μια τέτοια εποχή και η αποδοχή ενός λογοτεχνικού βραβείου ήταν το κατάλληλο πράγμα, αν αυτό θα δημιουργούσε την εντύπωση ότι υποστήριξα μια πλευρά στη σύγκρουση, ότι υποστήριξα τις πολιτικές ενός έθνους που επέλεξε να απελευθερώσει τη συντριπτική στρατιωτική του δύναμη. Αυτή είναι μια εντύπωση, φυσικά, που δεν θα ήθελα να δώσω. Δεν εγκρίνω κανέναν πόλεμο και δεν υποστηρίζω κανένα έθνος. Φυσικά, ούτε θα ήθελα να δω μποϊκοτάζ τα βιβλία μου.

Τελικά, όμως, μετά από προσεκτική εξέταση, αποφάσισα να έρθω εδώ. Ένας λόγος για την απόφασή μου ήταν ότι πάρα πολλοί άνθρωποι με συμβούλευαν να μην το κάνω. Ίσως, όπως πολλοί άλλοι μυθιστοριογράφοι, τείνω να κάνω ακριβώς το αντίθετο από αυτό που μου λένε. Αν οι άνθρωποι μου λένε - και ειδικά αν με προειδοποιούν - "μην πας εκεί", "μην το κάνεις αυτό", τείνω να "πάω εκεί" και "να το κάνω αυτό." Είναι στη φύση μου, μπορείτε να πείτε, ως μυθιστοριογράφος. Οι μυθιστοριογράφοι είναι μια ειδική φυλή. Δεν μπορούν να εμπιστευτούν πραγματικά τίποτα που δεν έχουν δει με τα μάτια τους ή να αγγίξουν με τα χέρια τους.

Και γι 'αυτό είμαι εδώ. Επέλεξα να έρθω εδώ αντί να μείνω μακριά. Επέλεξα να δω για τον εαυτό μου παρά να μην δω. Επέλεξα να σας μιλήσω παρά να μην πω τίποτα.

Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι εδώ για να παραδώσω ένα πολιτικό μήνυμα. Η κρίση για το σωστό και το λάθος είναι φυσικά ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα του μυθιστοριογράφου.


Εναπόκειται σε κάθε συγγραφέα, ωστόσο, να αποφασίσει για τη μορφή με την οποία αυτός ή αυτή θα μεταφέρει αυτές τις κρίσεις σε άλλους. Προσωπικά προτιμώ να τις μετατρέψω σε ιστορίες - ιστορίες που τείνουν προς το σουρεαλιστικό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν σκοπεύω να σταθώ ενώπιον σας σήμερα, δίνοντας ένα άμεσο πολιτικό μήνυμα.
Ωστόσο, επιτρέψτε μου να παραδώσω ένα πολύ προσωπικό μήνυμα. Είναι κάτι που πάντα θυμάμαι ενώ γράφω μυθιστοριογραφία. Δεν έχω φτάσει ποτέ στο σημείο να το γράψω σε ένα κομμάτι χαρτί και να το επικολλήσω στον τοίχο: Μάλλον, είναι χαραγμένο στον τοίχο του μυαλού μου, και πηγαίνει κάπως έτσι:


"Μεταξύ ενός ψηλού, συμπαγούς τοίχου και ενός αυγού που σπάει πάνω του, θα στέκομαι πάντα στην πλευρά του αυγού."


Ναι, ανεξάρτητα από το πόσο σωστός μπορεί να είναι ο τοίχος και πόσο λάθος να είναι το αυγό, θα σταθώ με το αυγό. Κάποιος άλλος θα πρέπει να αποφασίσει τι είναι σωστό και τι είναι λάθος. Ίσως ο χρόνος ή η ιστορία αποφασίσει. Αν υπήρχε ένας μυθιστοριογράφος που, για οποιονδήποτε λόγο, έγραψε έργα που στέκονταν με τον τοίχο, ποια αξία θα είχαν αυτά τα έργα;


Ποια είναι η σημασία αυτής της μεταφοράς; Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι πολύ απλό και σαφές. Τα βομβαρδιστικά και τα άρματα μάχης και οι πύραυλοι και τα λευκά φώσφορα είναι τόσο ψηλός, συμπαγής τοίχος. Τα αυγά είναι οι άοπλοι πολίτες που συνθλίβονται και καίγονται και πυροβολούνται από αυτά. Αυτό είναι ένα νόημα της μεταφοράς.


Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό. Έχει ένα βαθύτερο νόημα. Σκεφτείτε το έτσι. Ο καθένας από εμάς είναι, λίγο πολύ, ένα αυγό. Ο καθένας μας είναι μια μοναδική, αναντικατάστατη ψυχή που περικλείεται σε ένα εύθραυστο κέλυφος. Αυτό ισχύει για μένα και ισχύει για τον καθένα από εσάς. Και ο καθένας μας, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αντιμετωπίζει έναν υψηλό, συμπαγή τοίχο. Ο τοίχος έχει ένα όνομα: Είναι το σύστημα. Το Σύστημα υποτίθεται ότι μας προστατεύει, αλλά μερικές φορές παίρνει τη δική του ζωή, και στη συνέχεια αρχίζει να μας σκοτώνει και να μας κάνει να σκοτώνουμε άλλους - ψυχρά, αποτελεσματικά, συστηματικά.


Έχω μόνο έναν λόγο να γράψω μυθιστορήματα, και αυτός είναι να φέρω την αξιοπρέπεια της ατομικής ψυχής στην επιφάνεια και να ρίξω φως επάνω της. Ο σκοπός μιας ιστορίας είναι να ακουστεί ένας συναγερμός, να διατηρείται ένα φως εκπαιδευμένο στο ΣΥΣΤΗΜΑ, προκειμένου να αποφευχθεί να μπλέξει τις ψυχές μας στον ιστό του και να τις υποβαθμίσει. Πιστεύω πλήρως ότι είναι έργο του μυθιστοριογράφου να συνεχίζει να προσπαθεί να αποσαφηνίσει τη μοναδικότητα κάθε μεμονωμένης ψυχής γράφοντας ιστορίες - ιστορίες ζωής και θανάτου, ιστορίες αγάπης, ιστορίες που κάνουν τους ανθρώπους να κλαίνε και να τρέμουν από φόβο και να κλωνίζονται από τα γέλια. Γι 'αυτό συνεχίζουμε, μέρα με τη μέρα, δημιουργώντας φαντασίες με απόλυτη σοβαρότητα.


Ο πατέρας μου πέθανε πέρυσι σε ηλικία 90 ετών. Ήταν συνταξιούχος δάσκαλος και βουδιστής ιερέας μερικής απασχόλησης. Όταν αποφοίτησε από το σχολείο, κλήθηκε στο στρατό και στάλθηκε να πολεμήσει στην Κίνα. Ως παιδί που γεννήθηκε μετά τον πόλεμο, τον συνόδευα κάθε πρωί πριν από το πρωινό, προσφέροντας μακριές, βαθιές προσευχές στο βουδιστικό βωμό στο σπίτι μας. Μια φορά τον ρώτησα γιατί το έκανε αυτό και μου είπε ότι προσευχόταν για τους ανθρώπους που είχαν πεθάνει στον πόλεμο.


Προσευχόταν για όλους τους ανθρώπους που πέθαναν, είπε, τόσο συμμάχους όσο και εχθρούς. Κοιτώντας την πλάτη του καθώς γονάτιζε στο βωμό, αισθάνθηκα τη σκιά του θανάτου να αιωρείται γύρω του.


Ο πατέρας μου πέθανε και μαζί του πήρε τις αναμνήσεις του, τις αναμνήσεις που δεν μπορώ ποτέ να ξέρω. Αλλά η παρουσία θανάτου που κρυβόταν σ' αυτόν παραμένει στη μνήμη μου. Είναι ένα από τα λίγα πράγματα που κουβαλάω από αυτόν, και ένα από τα πιο σημαντικά.


Έχω μόνο ένα πράγμα που ελπίζω να σας μεταφέρω σήμερα. Είμαστε όλοι άνθρωποι, άτομα που ξεπερνούν την εθνικότητα, τη φυλή και τη θρησκεία, εύθραυστα αυγά που αντιμετωπίζουν ένα συμπαγές τείχος που ονομάζεται ΣΥΣΤΗΜΑ. Σε όλες τις περιπτώσεις, δεν έχουμε καμία ελπίδα να κερδίσουμε. Ο τοίχος είναι πολύ ψηλός, πολύ δυνατός - και πολύ κρύος. Αν έχουμε κάποια ελπίδα νίκης, αυτή θα πρέπει να προέλθει από την πίστη μας στην απόλυτη μοναδικότητα και την αναντικαταστασιμότητα των ψυχών μας και των άλλων και από τη ζεστασιά που κερδίζουμε ενώνοντας τις ψυχές μας μαζί.


Αφιερώστε λίγο χρόνο για να το σκεφτείτε. Ο καθένας μας έχει μια απτή, ζωντανή ψυχή. Το ΣΥΣΤΗΜΑ δεν έχει κάτι τέτοιο. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο σύστημα να μας εκμεταλλευτεί. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στο Σύστημα να πάρει τη δική του ζωή. Το Σύστημα δεν έκανε εμάς: Εμείς δημιουργήσαμε το Σύστημα.


Αυτό είναι το μόνο που έχω να σας πω.


Είμαι ευγνώμων που μου απονεμήθηκε το Βραβείο Ιερουσαλήμ. Είμαι ευγνώμων που τα βιβλία μου διαβάζονται από ανθρώπους σε πολλά μέρη του κόσμου. Και χαίρομαι που είχα την ευκαιρία να σας μιλήσω εδώ σήμερα.


* Ο Haruki Murakami είναι Ιάπωνας συγγραφέας. Τα βιβλία και οι ιστορίες του έχουν γίνει μπεστ σέλερ στην Ιαπωνία αλλά και διεθνώς, με το έργο του να μεταφράζεται σε 50 γλώσσες και να πουλά εκατομμύρια αντίτυπα εκτός της πατρίδας του.
Η παραπάνω ομιλία του έγινε το 2009 με την ευκαιρία της απονομής του Jerusalem prize


πηγή, επιμέλεια - μετάφραση: ακτιβιστής

Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου



«Α! Αι εκλογαί, αυτή είναι η μόνη επί εβδομήκοντα έτη ασχολία μας, αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδὴ μετηλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους δια των εκλογών φανταζόμεθα, ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον, όπως μη αποδειχθή ψευδές το δημώδες λόγιον – «Άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχ’ αλλοιώς».

Έζησε 60 χρόνια. Σαν σήμερα πριν από 110 χρόνια πέθανε «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη, ο γνωστός και ως «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων», ίσως ο σημαντικότερος Έλληνας λογοτέχνης, ο ασκητικός και λιτός ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ.
Με το παρακάτω σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα, ο ίδιος εξιστορεί την ζωή του:

Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ' ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, καὶ ἐδοκίμαζα νὰ συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη Ἡ Μετανάστις ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν Σωτῆρα. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν εἰς τὸ Μὴ χάνεσαι. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδας.




Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στα 1851 στη Σκίαθο· ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά (τα τέσσερα κόρες) του ιερέα Αδαμαντίου Εμμανουήλ και της Γκιουλώς Μωραΐτη. Μονότροπος και αισθητής και απείθαρχος από παιδί περιπλανήθηκε από σχολείο σε σχολείο και τελικά αποφοίτησε στα 1874 από το Βαρβάκειο. Για μερικούς μήνες διέμεινε με τον εξάδελφό του, τον Τίμο Μωραϊτίδη, στο Άγιον Όρος και ύστερα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά απαξίωσε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Από το 1887 εγκαταστάθηκε μονίμως στην Αθήνα. Κατά αραιά χρονικά διαστήματα επισκεπτόταν την ιδιαιτέρα του πατρίδα, όπου και πέθανε από πνευμονία το 1911.

M.Z. Κοπιδάκης, «Εν λόγω ελληνικώ…», Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 2003, 229.



Ο Παπαδιαμάντης ζει στην Αθήνα τη μεταβατική εποχή των πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών και της ανάπτυξης του Τύπου, οι οποίες ανέδειξαν έναν νέο τύπο λογίου (όχι τον αριστοκράτη, μεγαλοαστό, θεσμικό παράγοντα που περιστασιακά ασχολείται με τη λογοτεχνία, τύπου Ραγκαβή, Καλλιγά και Βλάχου, ούτε τον λογοτέχνη που εξαρτάται από τον πάτρωνα, όπως ο Αχιλλεύς Παράσχος ή ο Βιζυηνός), και ανανέωσαν τη σχέση των λογοτεχνών με το κοινό. Η σχέση μεταξύ καθημερινής εφημερίδας και λογοτεχνίας, η οποία ενθάρρυνε την παραγωγή έργων με ημι-βιομηχανικές μεθόδους (επιφυλλιδογραφικό μυθιστόρημα) ή την καλλιέργεια λογοτεχνικών ειδών, όπως το διήγημα και το χρονογράφημα, συμπίπτει με την επέκταση του αναγνωστικού κοινού που προέκυψε από την επέκταση της εκπαίδευσης. Ο λογοτέχνης απελευθερώνεται από την εξουσία του πάτρωνα, αλλά ειρωνικά υποτάσσεται στους νόμους της αγοράς.
[…]
Ο Παπαδιαμάντης ξεκινά τη σταδιοδρομία του ως συγγραφέας, μπαίνοντας καθυστερημένα στον χώρο του (επιφυλλιδογραφικού) μυθιστορήματος, και αργότερα εξίσου καθυστερημένα στο χώρο του διηγήματος σε εφημερίδες και περιοδικά. Θεωρητικά θεραπεύει είδη και τρόπους που ανήκουν στην ονομαζόμενη λογοτεχνία της ευρείαςκατανάλωσης, με την έννοια ότι δεν ακολούθησε τους κανόνες, τις ενδεδειγμένες συνταγές ή τη γλώσσα των συγκεκριμένων ειδών. Ποτέ του δεν χρησιμοποίησε τη θητεία του στη μετάφραση και τη δημοσιογραφία για την προώθηση του έργου του, ούτε διέθετε την επιχειρηματικότητα και τη συστηματικότητα του επαγγελματία συγγραφέα (nulla dies sine linea, το δόγμα του Ζολά), και αποτιμούσε και την πρωτότυπη και τη μεταφραστική του εργασία χαμηλότερα από όσο του προσέφεραν οι εργοδότες του.

Δεν επέλεξε, εξάλλου, ποτέ τον ρόλο του συγγραφέα των θεσμών και των διακρίσεων. Δεν μετείχε σε διαγωνισμούς, δεν ζήτησε την προστασία παλαιοτέρων συναδέλφων του, δεν αφιέρωσε σε κανέναν μυθιστόρημα ή διήγημά του, προσπάθησε, αλλά μάλλον δεν είχε τον χρόνο και την ικανότητα, να εκδώσει βιβλίο, δεν διεκδίκησε βραβεία (παρασημοφορήθηκε σε μια ομαδική απονομή την προηγουμένη του θανάτου του), και δεν μετήλθε στρατηγικές για να κατασκευάσει το λογοτεχνικό του status. […]



Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Ο Παπαδιαμάντης στην εποχή του. Φυλλομετρώντας τα τεκμήρια αλλιώς». Το σχοίνισμα της γραφής. Παπαδιαντ(ολογ)ικές μελέτες, Gutenberg, Αθήνα 2014, 295 & 297.


Ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συγγραφική του πορεία με περιπετειώδη ιστορικά μυθιστορήματα, αλλά εγκαίρως στράφηκε προς το «ρεαλιστικόν» διήγημα, όπου και διέπρεψε. Η στροφή αυτή οφείλεται στην ευτυχή συγκυρία περιρρέουσας ατμόσφαιρας και εσωτερικής παρόρμησης. Η προκήρυξη από την Εστία στα 1883 του διαγωνισμού για το «ελληνικόν διήγημα» που θα έτερπε, θα δίδασκε και θα εξήγειρε το αίσθημα της προς τα πάτρια αγάπης, […] ενεθάρρυνε τους νέους διηγηματογράφους να ασχοληθούν με θέματα από τον λαϊκό βίο και πολιτισμό. Ο αποφασιστικός ωστόσο παράγοντας για τη στροφή στάθηκε η ανάγκη του συγγραφέα, που ένιωθε εγκλωβισμένος μέσα στην αποπνικτική αστική ζωή της Αθήνας, να ξαναβρεί τον παράδεισο των παιδικών του χρόνων, να αναζητήσει μέσα από λυρικές αναδρομές τον χαμένο χρόνο της αθωότητας.

M.Z. Κοπιδάκης, «Εν λόγω ελληνικώ…», Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 2003, 230.



Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας συγγραφέας που διαμένει επί μεγάλα διαστήματα στην Αθήνα χωρίς να γίνεται αστός. Για να κερδίσει, πάντως, τη ζωή του ασχολείται κατά την περίοδο 1887-1910 με τη μετάφραση και το διήγημα, τα οποία δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά. Γράφει για ένα αστικό, ως επί το πλείστον, αναγνωστικό κοινό, το οποίο όμως, κατά τεκμήριο, δεν έχει χάσει ολοκληρωτικά τον δεσμό του με την επαρχία. Περιγράφει τη μικρή κοινωνία του νησιού του, όπως την θυμάται στην πόλη, και τις περισσότερες φορές ανεπαισθήτως φέρνει σε αντιπαραβολή τον απλό αγροτικό κόσμο του κειμένου με τον αστικό και «εξευρωπαϊσμένο» κόσμο του αναγνώστη. Ο αστός αναγνώστης προσλαμβάνει την αντίθεση αυτή και όλες τις άλλες που απορρέουν απ’ αυτήν (παρελθόν vs παρόν / απλότητα vs περιπλοκότητα), συγκρίνει το παρελθόν με το παρόν του και ενδεχομένως ασκεί κριτική στο δικό του παρόν. Η απλή κοινωνία της Σκιάθου «ερμηνεύεται» από την προοπτική της Αθήνας. Το περιεχόμενο του διηγήματος είναι ρεαλιστικό, η προοπτική παρουσίασής του ειδυλλιακή. Το ειδυλλιακό, δηλαδή, είναι λιγότερο θέμα περιεχομένου και περισσότερο θέμα προοπτικής από την οποία παρουσιάζεται και κατ’ επέκταση σημασιοδοτείται το περιεχόμενο αυτό.


[…]

[…] ένας συγγραφέας ο οποίος από την πρωτεύουσα που εξευρωπαΐζεται και εκμοντερνίζεται εστιάζει τη ματιά του σε μια συγκεκριμένη περιοχή, τοπικά (εγγύς αγροτοποιμενικό παρελθόν της Σκιάθου) και αργότερα και χρονικά περιορισμένη (παιδική ηλικία), προκειμένου να αναδημιουργήσει έναν «μικρόκοσμο», μέσω του οποίου συλλαμβάνει ό,τι θεωρείται κάθε φορά γι’ αυτόν πρόσφατη εκδοχή του Παραδείσου ή της Χρυσής Εποχής. Με αυτόν τον τρόπο, το παπαδιαμαντικό κείμενο γίνεται ένα ταξίδι μέσω της μνήμης για την ανα-από-κάλυψη της χαμένης ενότητας του ανθρώπινου προσώπου και του φυσικού κόσμου.


Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Η ειδυλλιακή διάσταση της διηγηματογραφίας του Παπαδιαμάντη. Μερικές παρατηρήσεις και προτάσεις». Το σχοίνισμα της γραφής. Παπαδιαντ(ολογ)ικές μελέτες, Gutenberg, Αθήνα 2014, 26 & 50.


Από την πληθωρική παραγωγή του Παπαδιαμάντη πρέπει να αποκλείσουμε πολλά διηγήματα που μόλις φτάνουν ή ξεπερνούν το μέτριο. Πριν από το 1900 ξεχωρίζουν «Η νοσταλγός», το «Ολόγυρα στη λίμνη» (με έναν υποβλητικό, ποιητικό τόνο), το εκτεταμένο και πλατύ αφήγημα «Βαρδιάνος στα σπόρκα» (σαν ένας πολυπρόσωπος πίνακας, όπου όμως κυριαρχεί το κεντρικό πρόσωπο της μητέρας και η μητρική στοργή), ο «Έρωτας στα χιόνια» με τη λυρική του μελαγχολία. Μετά το 1900 ο λυρικός τόνος κυριαρχεί περισσότερο: εδώ ανήκουν, το πολυδιαβασμένο «Όνειρο στο κύμα», ο «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου» και το εκτενέστερο, σαν λυρική εξομολόγηση, «Ρόδινα ακρογιάλια». Αλλά το έργο της τελευταίας δεκαετίας, αν όχι το πιο αντιπροσωπευτικό, πάντως το πιο δυνατό του Παπαδιαμάντη είναι Η Φόνισσα (1903). Κεντρική μορφή στο μεγάλο αυτό αφήγημα είναι η Φραγκογιαννού (η φόνισσα)· εξήντα χρονών πια, καθώς αναλογίζεται τα περασμένα της, διαπιστώνει πως η γυναίκα είναι πάντα σκλάβα: των γονιών της, ανύπαντρη, του άντρα της, παντρεμένη, ύστερα των παιδιών και στο τέλος των παιδιών των παιδιών της. Έτσι συλλαμβάνει την ιδέα να σκοτώνει τα μικρά κορίτσια, για να τα σώσει από τα βάσανα. Και με την έμμονη αυτή ιδέα, θα διαπράξει μια σειρά από φόνους, και κυνηγημένη από την αστυνομία θα πνιγεί την ώρα που ζητά καταφύγιο σε μια εκκλησιά κοντά στη θάλασσα, «εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης». Η Φόνισσα είναι ένα δυνατό έργο ψυχογραφικό· η γυναίκα αυτή με την αβυσσαλέα ψυχολογία, που τοποθετείται έξω από την ανθρώπινη κοινωνία, είναι ένα πρόσωπο αινιγματικό και ολότελα ξένο από τους αφελείς (πονηρούς πολλές φορές, αλλά καλόκαρδους πάντα) νησιώτες που γεμίζουν τα άλλα του διηγήματα. Η ψυχολογική περιγραφή δίνεται με τελείως διαφορετική αδρότητα· και η σύνθεση είναι επίσης πυκνή και η λογοτεχνική εκτέλεση περισσότερο προσεγμένη.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 205-206.



Σύμφυτη με την πεποικιλμένη θεματολογία και με τη γενικότερη θεώρηση των πραγμάτων είναι και η γλώσσα. Η καθαρεύουσα εμφανίζεται σε διάφορες μορφές (πάντοτε όμως αβρά και χαρίεσσα) στο λόγο του αφηγητή και των προσώπων που έχουν κάποια μόρφωση. Στις περιγραφές τοπίων και ψυχών αυτή η απλή καθαρεύουσα συνοφρυούται σε αυστηρή αρχαΐζουσα. Η δημοτική χρησιμοποιείται στους περισσότερους τίτλους των διηγημάτων […], στην εσωτερική αφήγηση, σε διαλόγους και ενίοτε στον λόγο του κύριου αφηγητή. Σε ένα τρίτο επίπεδο συνωθούνται διάλεκτοι (ιδίως το σκιαθίτικο ιδίωμα) και ιδιόλεκτα.

Ό,τι θαυμάζουν οι μεν στον Παπαδιαμάντη, οι άλλοι το κατακρίνουν. Ορισμένοι κριτικοί τού προσάπτουν αδυναμίες καλλιτεχνικής φύσης: στοιχειώδης πλοκή, έλλειψη σχεδίου, παρεμβολές στη ροή της αφήγησης, σχοινοτενείς επίπεδες περιγραφές, αναιμικοί επαναλαμβανόμενοι και τυποποιημένοι χαρακτήρες, προχειρογραφία. Άλλοι πάλι (ή και οι ίδιοι) ψέγουν τον συγγραφέα για παρακμιακό βυζαντινισμό, για οπισθοδρομική νοοτροπία, για μοιρολατρία, για στρουθοκαμηλισμό αναφορικά με τα ουσιώδη προβλήματα που ταλάνιζαν την εποχή του, για θρησκοληψία, για τον πεσιμιστικό του νατουραλισμό που ενίοτε φτάνει στα άκρα (Η φόνισσα). […]


Mιχάλης Z. Κοπιδάκης, «Εν λόγω ελληνικώ…», Ίκαρος, Αθήνα 2003, 231-232.






Άμα διαβάσει κανείς ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη, θέλγεται και από το υλικό και από το παρουσίασμα· άμα διαβάσει δύο, η εντύπωση ελαττώνεται· άμα διαβάσει κανείς πολλά, η αγαθή εντύπωση σβήνει, όχι μόνο εξαιτίας της μονότροπης τεχνικής, αλλά γιατί ξαναβρίσκει συχνά τα ίδια θέματα και τα ίδια μοτίβα: ούτε εξέλιξη, ούτε καν ανανέωση. Ένας κόσμος κλειστός, ευχάριστος στην πρώτη επαφή και αποπνικτικός στην διάρκειά του. […] Ύφος, έκφραση, γλώσσα σχεδόν τυχαία· καμιά επίτευξη στην κατεύθυνση αυτή. Η παρεμβολή του αφηγητή γίνεται βαριά και αδέξια: ψυχρά λογοπαίγνια, αναφορές σε περιστατικά που πρόκειται να ακολουθήσουν, πρωθύστερα, παρενθέσεις, αποσιωπητικά, επιφωνήματα, όλες οι ουλές όσες αφήνει στον λόγο η προχειρογραφία, ξαναβρίσκονται αδιάκοπα στο έργο του. […]

[…] Ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται εύκολα από ανθρώπους που δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα και δεν απαιτεί κανενός είδους προπαρασκευή· η γενιά, που τιμούσε τον Σουρή για μεγάλο ποιητή, επόμενο είταν να τιμήσει για μεγάλο πεζογράφο τον Παπαδιαμάντη: το νόημα της τέχνης υπάρχει μόνο στην άλλη παράταξη, που μοχθεί για να δημιουργήσει, που παλεύει ανεβαίνοντας αργά ανάμεσα στην αδιαφορία του κοινού και στην αποδοκιμασία των λογίων όσοι νομίζουν πως κρατούν την παράδοση. […]


Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας, Εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 2000 (9η έκδ.), 501-502.


Τι απομένει λοιπόν από το έργο τούτο σήμερα; Ασφαλώς, η εποχή του άκριτου θαυμασμού και του λαϊκισμού, των γλωσσικών φανατισμών και των μεταφυσικών δογματισμών, των μεγάλων ναι και των μεγάλων όχι, μοιάζει κιόλας αρκετά μακρινή και, οπωσδήποτε, δεν είναι πια η δική μας. Σιγά-σιγά, με τα χρόνια και με τη συμβολή μιας απαιτητικότερης κριτικής, ο συγγραφέας μας έχασε την πρώτη λάμψη του θρύλου του και αντιμετωπίστηκε με πιο νηφάλιο τρόπο. Σήμερα ξέρουμε πως το έργο του δεν διαθέτει όλες εκείνες τις εγγυήσεις που εξασφαλίζουν ένα απρόσκοπτο ταξίδι μέσα στο χρόνο: ούτε η προχειρογραφία, ούτε η στατικότητα, ούτε η αφέλεια αποτελούν αξίες ικανές να προστατέψουν από τις φουρτούνες, αν όχι από το ναυάγιο. Ο διασαλπισμένος ρεαλισμός του Παπαδιαμάντη, άκριτος και χωρίς δυναμικές προεκτάσεις, δεν είναι στην ουσία του, παρά ένας ηθογραφικός νατουραλισμός, συνδεδεμένος με το πνεύμα και με το γράμμα μιας ορισμένης εποχής.[…] Η σκέψη του συγγραφέα μας, γεμάτη κοινούς τόπους, ελάχιστα μαρτυρεί τον άνθρωπο που χρησιμοποιεί το δικό του μυαλό· τα ψυχρά του λογοπαίγνια δεν προδίδουν μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ· η δημοσιογραφική του γραφή μεταβάλλει τα περισσότερα διηγήματά του σε ανολοκλήρωτα ρεπορτάζ, σταματημένα σχεδόν αυθαίρετα ή συνεχιζόμενα δίχως λόγο.

Κι όμως, παρόλα τα ολοφάνερα ελαττώματά του, το έργο του Παπαδιαμάντη δεν παύει ν’ ασκεί επάνω μας μιαν ιδιότυπη γοητεία. Πολλές φορές, κάτι από το ρίγος που μας δίνουν οι μεγάλοι ποιητές αναδύεται πίσω από τη νοσταλγία του και την ακαταμέτρητη, αρχαϊκή του θλίψη. […] Γιατί εδώ, σ’ αυτήν την ποιητική και λυρική διάσταση, τη διαποτισμένη με πολλή βυζαντινή υμνογραφία και με ακόμη περισσότερο ανθρώπινο πόνο, μπορούμε, θαρρώ, ν’ αναζητήσουμε το μυστικό της γοητείας του Παπαδιαμάντη, ή, με άλλα λόγια, την ειδοποιό διαφορά του από μιαν ηθογραφία τύπου Δροσίνη και Χρήστου Χρηστοβασίλη. Αν υπάρχει ένα μέρος του παπαδιαμαντικού έργου που ν’ αποτελεί πραγματικά ένα ποιοτικό άλμα —ας πούμε: καμιά εικοσαριά διηγήματα, εκτός από τη Φόνισσα— είναι ακριβώς το μέρος αυτό που φορτίζεται, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, με το ποιητικό δυναμικό του δημιουργού του. Δεν είναι αποτέλεσμα εξέλιξης ή ωρίμανσης (οι λέξεις αυτές δεν έχουν θέση στον κόσμο του Παπαδιαμάντη). Είναι αποτέλεσμα ψυχικών εντάσεων κι ευνοϊκών στιγμών. […] Είναι οι στιγμές όπου το αυτοβιογραφικό στοιχείο εισβάλλει με όλη την αμεσότητά του και η ποιητική ένταση ταυτίζει την ποιότητα με τη μαρτυρία.


Παναγιώτης Μουλλάς, «Εισαγωγή». Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αυτοβιογραφούμενος, Ερμής, Αθήνα 1974, σ.ξγ΄- ξδ΄.


Πού όμως ακριβώς θα μπορούσε να τοποθετηθεί και επομένως να αναζητηθεί η ποιητικότητα του έργου του Παπαδιαμάντη […];

[…] Μπορούμε […] γενικά να πούμε ότι η ποιητικότητα του παπαδιαμαντικού έργου εντοπίζεται στον μη αναπαραστατικό χαρακτήρα του, στην άρνηση δηλαδή του Παπαδιαμάντη να δει τον κόσμο με το μάτι του απλού θεατή και του κοινού παρατηρητή και να τον περιγράψει σύμφωνα με την κοινή εμπειρία, τις ταξινομήσεις και τις κατηγοριοποιήσεις που μας προσφέρει και τελικά επιβάλλει η κοινή εμπειρία. Η ποιητικότητα του Παπαδιαμάντη συνίσταται σ’ αυτόν τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο θεάται τον κόσμο, τρόπο που κάνει ώστε στο έργο του «τα πάντα συμβαίνουν σα να επρόκειτο η πραγματικότητα να αναδυθεί ως νέα κατηγορία», για να θυμηθούμε για την περίπτωση τα λόγια του Παστερνάκ. Γιατί παράλληλα με τον υπαρκτό κόσμο της Σκιάθου, ποιος είναι αυτός ο «άλλος» κόσμος που μας παρουσιάζει και ο Παπαδιαμάντης και στον οποίο συμβαίνουν πολλά που αντιβαίνουν στην κοινή λογική και στην κοινή εμπειρία; Σ’ αυτή τη νέα κατηγορία πραγμάτων προσπαθεί επομένως να δώσει ένα όνομα.

Αν μάλιστα είμαστε πιο προσεχτικοί θα αντιληφθούμε ότι ο «διασαλπισμένος ρεαλισμός του», οι διαβεβαιώσεις του ότι απλώς καταγράφει πιστά και τίποτα δεν επινοεί, αυτήν την άλλη πραγματικότητα υπερασπίζονται, την απίθανη, και δεν αποτελούν κατά κανένα τρόπο ομολογία ότι συμμορφώνεται με τις αρχές, τις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις υποδείξεις της σύγχρονής του ρεαλιστικής πεζογραφίας. Οι φανερές διαβεβαιώσεις για ρεαλισμό στην πραγματικότητα υπονομεύουν τον αναπαραστατικό χαρακτήρα του έργου του και λειτουργούν τελικά ως κριτική της ρεαλιστικής γραφής. Όπως ακριβώς το ίδιο κάνει και με τις τολμηρές παρεμβάσεις του συγγραφέα στο Έρως-Ήρως και στη Νοσταλγό, που κι αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως δείγματα απελευθέρωσης της συγγραφικής πράξης από τις δεσμεύσεις που επιβάλλει η δημιουργία ενός αποδεκτού με τα τρέχοντα ειδολογικά κριτήρια πεζογραφήματος. […]


Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η ποιητικότητα του παπαδιαμαντικού έργου», περ. Διαβάζω, τχ. 165 (8 Απρ. 1987) 53-54.




[…] τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη παρουσιάζουν έντονα τα κυριότερα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού ρομαντισμού, καίτοι συνήθως θεωρείται ο ίδιος ηθογράφος-ρεαλιστής. […]

[…] δύο θέματα […] παρουσιάζονται συχνά στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία είναι θεμελιώδη και στο πεζογραφικό και ποιητικό έργο της ευρωπαϊκής ρομαντικής εποχής […]. Τα θέματα αυτά είναι πρώτον ο προέχων ρόλος της φύσης και δεύτερον ο ανέφικτος έρωτας. […]

Αυτή η παρατήρηση μας φέρνει σε άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό που συνδέει τον Παπαδιαμάντη με τους Ευρωπαίους ρομαντικούς: τον τρόπο που παρουσιάζει τον έρωτα. Αυτό που διακρίνει το μεγάλο μέρος των ερωτικών ιστοριών της ρομαντικής εποχής από τις παλαιότερες είναι πρώτα η λεπτομερής περιγραφή της αγωνίας και της εσωτερικής διαταραχής του ερωτευμένου και, δεύτερον, η συχνή παρουσίαση του έρωτα ως ανέφικτου ή ανεκπλήρωτου. Ο κατάλογος των ηρώων και ηρωίδων που δυστυχούν στην ερωτική τους ζωή είναι όπως ξέρουμε πολύ μακρύς στη ρομαντική λογοτεχνία. Στον Παπαδιαμάντη πάνω από δέκα διηγήματα ασχολούνται με το θέμα του ανέφικτου έρωτα. […] Στον «Έρωτα-Ήρωα» την αγαπημένη την παντρεύουν με άλλο, στην «Νοσταλγό» η αγαπημένη είναι κιόλας παντρεμένη, στο «Ολόγυρα στη Λίμνη» ο ήρωας είναι πολύ μικρός (μικρότερος και από το βοσκόπουλο στο «Όνειρο στο Κύμα»), στον «Έρωτα στα Χιόνια» η προχωρημένη ηλικία του ήρωα και οι περιστάσεις της ζωής του γίνονται ανυπέρβλητα εμπόδια. Στο «Για την Περηφάνια» και η κοπέλα και η μητέρα της δεν θέλουν το συνοικέσιο. Τον Σημαδιακό στο ομώνυμο διήγημα τον περιπαίζει η εμπνεύστρια της αγάπης του, και στο «Απόλαυσις στη Γειτονιά», ένα από τα αθηναϊκά διηγήματα, ο ερωτευμένος αυτοκτονεί γιατί τον απορρίπτει η κοπέλα. Στον «Έρωτα-Ήρωα», τον «Έρωτα στα Χιόνια», στην «Φαρμακολύτρια», και στα «Ρόδιν’ Ακρογιάλια» βρίσκουμε τις χαρακτηριστικές για τον ρομαντισμό περιγραφές της αγωνίας και της απελπισίας του ερωτευμένου που δεν βρίσκει ανταπόκριση.

Η αφήγηση όλων των διηγημάτων αυτών (εκτός από το «Απόλαυσις στη Γειτονιά») γίνεται από τη σκοπιά του άντρα. Ο Παπαδιαμάντης δεν περιγράφει τα ερωτικά πάθη των γυναικών. Γενικά, […] ο Παπαδιαμάντης εξιδανικεύει τη νέα γυναίκα. […]


Ελισάβετ Κωνσταντινίδου, «Ο Παπαδιαμάντης και η παράδοση του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού». Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Δόμος, Αθήνα 1996, σ. 387-388 & 393-394.




Αν δει κανείς τον Παπαδιαμάντη μόνον αισθητικά, χάνει την ουσία του. Αν τον δει μόνον θρησκευτικά, τότε χάνεται η μοναδικότητά του και μετατρέπεται σε ένα είδος λογοτεχνίας «με θέση». Στην πρώτη περίπτωση μάλλον θα προσληφθεί μέσα στο πλαίσιο του διηγήματος του 1880 ή όποιου λογοτεχνικού είδους είναι πλησιέστερα στον ορίζοντα των νέων αναγνωστών, στη δεύτερη αποτιμάται θετικά ή αρνητικά ανάλογα με τη γενικότερη ιδεολογική τοποθέτηση του αναγνώστη. Μπορεί να πει κανείς, μάλιστα, ότι όλες οι μέχρι τώρα αξιολογικές κρίσεις για τον Παπαδιαμάντη είναι απόρροια των ποικίλων συνδυασμών των δύο αυτών αξόνων. Όποιοι παραδέχονται τις πεποιθήσεις του, βρίσκουν ιδιοφυή και τη μορφή του κειμένου. Όποιοι διαφωνούν με τις πεποιθήσεις του, βρίσκουν ελαττώματα και στη μορφή. Είναι πολύ λιγότερες οι περιπτώσεις (και νεότερες στην ιστορία της πρόσληψης), που η διαφωνία με τις πεποιθήσεις δεν ακυρώνει την αισθητική απόλαυση του κειμένου […], ή που ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται με τέτοιον τρόπο ώστε οι πεποιθήσεις του κειμένου να μοιάζουν με τις πεποιθήσεις του αναγνώστη […]. Όπως με μοναδική ευστοχία το διατύπωσε ο [Κωστής] Παπαγιώργης: «Αν υπάρχουν δύο Παπαδιαμάντηδες, πάντα ο ένας θα θυσιάζεται εν ονόματι του άλλου» […].


Γεωργία Φαρίνου-Μαλαματάρη, «Μικρή εισαγωγή στην πρόσληψη του Παπαδιαμάντη». Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη. Επιλογή κριτικών κειμένων, επιμ. Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005, 33-34.


Ας προσέξουμε κάποιες από τις ρήσεις του  Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:

«Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος».

«Θα έλεγε τις ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, διά να αποδειχθή, ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν».

«Άνευ ψεύδους ουδεμία υπόθεσις ευοδούται».

«Αχ! κάθε αμαρτία έχει και τη γλύκα της».

«Ζωή είναι αυτό, πόλεμος είναι».

«Ο κόσμος θα εξακολουθή πάντοτε να βαδίζη εμπρός, πότε κούτσα – κούτσα, πότε σήκω – πέσε με σκιρτήματα μονοπόδαρα, με σκοντάμματα, ή με βήματα καρκίνου. Και αλλοίμονον εις τους όσοι εγήρασαν κι εκουράσθησαν και δεν δύνανται να παρακολουθήσουν».

«Αυτός ο κόσμος είναι μάταιος. Ανόητος είναι όστις περιμένει ευτυχίαν εδώ».

«Α! Αι εκλογαί, αυτή είναι η μόνη επί εβδομήκοντα έτη ασχολία μας, αφότου ηλευθερώθημεν, αφότου δηλαδὴ μετηλλάξαμεν τυράννους, τους οποίους δια των εκλογών φανταζόμεθα, ότι αντικαθιστώμεν τάχα συχνότερον, όπως μη αποδειχθή ψευδές το δημώδες λόγιον – «Άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχ’ αλλοιώς».

«Πας άνθρωπος εργάζεται δι’ εαυτόν, επί τη προφάσει, ότι εργάζεται δια τους άλλους».

«Πώς δύναταί τις να γίνει ανήρ χωρίς ν’ αγαπήσει δεκάκις τουλάχιστον, και δεκάκις ν’ απατηθεί ;».

Με πληροφορίες από εδώ κι εδώ


Ο Αλεξάντρ Πούσκιν ήταν ρώσος ποιητής, δραματουργός και πεζογράφος. Θεωρείται ο μεγαλύτερος ποιητής που ανέδειξε η Ρωσία και ο θεμελιωτής της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας. 
«Ο Πούσκιν είναι ένα φαινόμενο, σπάνιο, μοναδικό ίσως φαινόμενο του ρωσικού πνεύματος. Είναι ο κοινός Ρώσος στην πορεία της ανάπτυξής του, όπως θα παρουσιαστεί, πιθανόν, ύστερα από διακόσια χρόνια» είχε πει ο λογοτεχνικός του διάδοχος Νικολάι Γκόγκολ.

Στα πρώτα έργα του, που εντάσσονται στη ρομαντική λογοτεχνική παράδοση, είναι εμφανής η επίδραση του λόρδου Βύρωνα, αλλά πολύ γρήγορα ο Πούσκιν βρήκε το στίγμα του και άντλησε έμπνευση από τη ρωσική φύση και την ψυχή του ρωσικού λαού, όχι μόνο της πόλης, αλλά και του χωριού και της στέπας. Εκτός του Γκόγκολ, άσκησε τεράστια επίδραση σε σπουδαίους ρώσους συγγραφείς, όπως ο Τουργκένιεφ, ο Ντοστογιέφσκι και ο Τολστόι.

Ο Αλεξάντρ Πούσκιν γεννήθηκε στη Μόσχα στις 26 Μαΐου 1799 (6 Ιουνίου με το νέο ημερολόγιο). Ο πατέρας του Σεργκέι Πούσκιν καταγόταν από παλαιά οικογένεια βογιάρων και η μητέρα του Νάντια Χάνιμπαλ ήταν εγγονή του Αμπράμ Χάνιμπαλ, ενός αιθίοπα ευγενή που υιοθετήθηκε από τον Μέγα Πέτρο και πολέμησε μαζί του. Ο Πούσκιν απαθανάτισε τον προπάππου του στο ημιτελές μυθιστόρημά του «Ο Αράπης του Μεγάλου Πέτρου», που εκδόθηκε μετά τον πρόωρο θάνατό του.



Τα πρώτα χρόνια

Ο νεαρός Πούσκιν μεγάλωσε ακούγοντας από τη γιαγιά του διηγήσεις για τους προγόνους του και λαϊκά παραμύθια από την γκουβερνάντα του. Διάβαζε πολύ στη βιβλιοθήκη του πατέρα του και δέχτηκε πολλά ερεθίσματα από τους διανοουμένους που επισκέπτονταν συχνά την οικογένειά του.
Το δωμάτιο του Πούσκιν όταν ήταν μαθητής στο Αυτοκρατορικό Λύκειο του Τσάρσκογε Σελό

Το 1811 άρχισε να φοιτά στο Αυτοκρατορικό Λύκειο του Τσάρσκογε Σελό (αργότερα μετονομάστηκε σε Πούσκιν), όπου η εκπαιδευτική αντίληψη διαπνεόταν από τις ιδέες του Διαφωτισμού και τις φιλελεύθερες τάσεις των πρώτων χρόνων της βασιλείας του Αλεξάνδρου Α’. Την εποχή εκείνη άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία, γράφοντας ποιήματα στο ύφος του ρομαντισμού.

Ενώ φοιτούσε ακόμη στο Λύκειο άρχισε να γράφει το πρώτο του μεγάλο έργο, το ρομαντικό ποίημα «Ρουσλάνος και Λουντμίλα», που εκδόθηκε το 1820 και αργότερα αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον συνθέτη Μόντεστ Μουσόργκσκι στην ομώνυμη όπερά του. Ο ήρωας του ποιήματος αντιμετωπίζει διάφορες περιπέτειες μέχρι να απελευθερώσει την αγαπημένη του Λουντμίλα, κόρη του πρίγκιπα του Κιέβου Βλαδίμηρου, η οποία τη νύχτα του γάμου της είχε απαχθεί από τον κακό μάγο Τσερνομόρ.

Η εξορία και τα ποιήματα

Το 1817 ο Πούσκιν αποφοίτησε από το Λύκειο και διορίστηκε ως γραμματέας στο Υπουργείο Εξωτερικών. Παράλληλα, συμμετείχε σε διάφορες λογοτεχνικές εταιρείες («Αρζαμάς», «Πράσινη Λάμπα»). Την περίοδο εκείνη κυκλοφόρησε διάφορα ποιήματα με πολιτικό περιεχόμενο και φιλελεύθερο προσανατολισμό. Το περιεχόμενο των ποιημάτων αυτών προκάλεσε την αντίδραση του τσαρικού περιβάλλοντος και ο νεαρός υπάλληλος μετατέθηκε στη Νότια Ρωσία τον Μάιο του 1820. Ουσιαστικά ήταν μία μορφή εξορίας για τον ενοχλητικό Πούσκιν.

Εκεί άντλησε υλικό για τα ποιήματά του «Ο δεσμώτης του Καυκάσου» (1821), «Οι ληστές αδελφοί» (1822) και «Η Κρήνη του Μπαχτσί Σαράι» (1823), που ενίσχυσαν τη φήμη του ως του μεγαλύτερου ποιητή της εποχής του και εκφραστή της ρομαντικής και φιλελεύθερης γενιάς του 1820.


«Ευγένιος Ονέγκιν»

Ο ίδιος δεν ήταν ευχαριστημένος από τις έως τότε λογοτεχνικές επιδόσεις του και τον Μάιο του 1823 άρχισε να γράφει το έμμετρο μυθιστόρημα «Ευγένιος Ονέγκιν», που θεωρείται το αριστούργημά του και αργότερα έγινε όπερα από τον Τσαϊκόφσκι. Το έργο του αυτό αποτελεί μία πανοραμική εικόνα της ρωσικής ζωής της εποχής του, με ήρωες τον απογοητευμένο σκεπτικιστή Ονέγκιν, τον ρομαντικό και φιλελεύθερο ποιητή Λένσκι και την Τατιάνα «το ανεκτίμητο ιδανικό», όπως τη χαρακτήριζε ο ίδιος.
Ο Πούσκιν αποχαιρετά τη θάλασσα (Ivan Aivazovsky & Ilya Repin, 1877)

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Κισνόβιο της Μολδαβίας έζησε έντονα την τοπική κοσμική ζωή, η οποία περιστρεφόταν γύρω από εφήμερους έρωτες, μεθύσια και χαρτοπαιξία. Στην Οδησσό, ο Πούσκιν ερωτεύτηκε με πάθος τη σύζυγο του κυβερνήτη της επαρχίας κόμη Βοροντσόφ, Ναταλία και ενεπλάκη πολλές φορές σε μονομαχίες, με αποτέλεσμα ο κυβερνήτης να ζητήσει τη λήξη της εξορίας του. Μία επιστολή του προς ένα φίλο του, την οποία υπέκλεψε η αστυνομία, προκάλεσε την εκ νέου εξορία του, αυτή τη φορά στα κτήματα της μητέρας του στο Πσκοφ.

Κατά την εκεί παραμονή του ολοκλήρωσε το ποίημα «Τσιγγάνοι», έγραψε κάποια επεισόδια του «Ευγένιου Ονέγκιν» κι έγραψε ένα από τα σημαντικότερα έργα του, την ιστορική τραγωδία «Μπόρις Γκοντούνοφ». Το έργο γράφτηκε λίγο πριν από την Εξέγερση των Δεκεμβριστών (1825) και διαπερνά το καυτό θέμα των σχέσεων ανάμεσα στην άρχουσα τάξη με επικεφαλής τον τσάρο και τις λαϊκές μάζες.

Μετά την καταστολή της εξέγερσης, ο νέος τσάρος Νικόλαος Α’, έχοντας επίγνωση της δημοτικότητας του Πούσκιν, του επέτρεψε να επιστρέψει στη Μόσχα το φθινόπωρο του 1826. Παρά την υπόσχεση του τσάρου για επείγουσες μεταρρυθμίσεις, η λογοκρισία έγινε πιο πιεστική, όπως και ο περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας του ποιητή. Επιπλέον είχε να αντιμετωπίσει και τις κατηγορίες φίλων του ότι είχε αποστεί από τις ιδέες του. Τότε αναγκάστηκε να τους απαντήσει με το ποίημα «Στους φίλους μου» (1828).

Το 1831, ύστερα από ένα πολυτάραχο δεσμό και παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του, νυμφεύτηκε τη Ναταλία Γκοντσάροβα (1812-1863), με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη και ο Πούσκιν διορίστηκε και πάλι σε δημόσια θέση, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να γράψει τη βιογραφία του Μεγάλου Πέτρου. Παράλληλα, συνέχισε τη λογοτεχνική του παραγωγή. Σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου ήταν το μυθιστόρημα «Η Κόρη του Λοχαγού» (1836) και τα θεατρικά «Μότσαρτ και Σαλιέρι» (1831) και «Ντάμα Πίκα» (1834) που μεταφέρθηκε στην όπερα από τον Τσαϊκόφσκι.

Η μονομαχία τιμής και το πρόωρο τέλος

Εν τω μεταξύ, φήμες που κυκλοφορούσαν στο παλάτι ήθελαν τη σύζυγό του να έχει σχέση με τον γάλλο αξιωματικό Ζορζ Ντ’ Αντέ, θετό γιο του πρεσβευτή της Ολλανδίας. Η τιμή του Πούσκιν θίχτηκε κι έστειλε ένα υβριστικό γράμμα προς τον ολλανδό διπλωμάτη. Μόλις έλαβε γνώση της επιστολής ο Ντ’ Αντέ ζήτησε σε μονομαχία τον Πούσκιν, την οποία αποδέχθηκε.

Η μονομαχία έγινε στις 27 Ιανουαρίου 1837. Από την ανταλλαγή των πυροβολισμών ο Πούσκιν τραυματίστηκε σοβαρά στην κοιλιακή χώρα και δυο ημέρες μετά, στις 29 Ιανουαρίου 1837 (8 Φεβρουαρίου με το νέο ημερολόγιο) εξέπνευσε σε νοσοκομείο της Αγίας Πετρούπολης, σε ηλικία 37 ετών. Ο Ντ’ Αντέ με επιπόλαια τραύματα επέζησε και πέθανε το 1895.


πηγή 





Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου


Θλίψη στον λογοτεχνικό κόσμο από τον χαμό της Άλκης Ζέη, σε ηλικία 97 ετών.
Η Άλκη Ζέη ήταν Ελληνίδα συγγραφέας και πεζογράφος. Βραβεύτηκε για το έργο της από την Ακαδημία Αθηνών, ενώ βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες.



Μέσα στα έργα της, η συγγραφέας μετέτρεπε προσωπικά της βιώματα σε μυθιστορηματικές καταστάσεις, κρατώντας πάντα την απαραίτητη απόσταση από το αυτοβιογραφικό στοιχείο, αλλά επιτρέποντας στους ήρωές της να βλέπουν τα πράγματα με τη δική της θεώρηση.

Η Άλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα τo 1925 και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια στη Σάμο, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα της. Όταν άρχισε το σχολείο, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στο Μαρούσι και στη συνέχεια στην Αθήνα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο της Μόσχας. 

Η σχέση της με το γράψιμο ξεκίνησε από τα γυμνασιακά της χρόνια, γράφοντας έργα για το κουκλοθέατρο, διηγήματα και νουβέλες, που δημοσιεύονταν σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. 

Παράλληλα με το γράψιμο, αγωνίστηκε ενεργά για την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία, συμμετέχοντας στο αριστερό κίνημα από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Η συμμετοχή της σ’ αυτό τον αγώνα καθόρισε την προσωπική ζωή της.



Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Έξι γυναίκες συναντιούνται τυχαία στο αεροδρόμιο του Μονάχου. Λόγω της κακοκαιρίας οι πτήσεις τους καθυστερούν... Γνωρίζονται κάτω από περίεργες συνθήκες.

Είναι ευχαριστημένες από τη ζωή τους; Ζουν ευτυχισμένες; Σταγόνες ζωής... η ζωή τους! Σταγόνες έρωτα, φιλίας, αγάπης, ευχαρίστησης... Ποτάμι οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες τους, θάλασσα τα "θέλω" τα "πρέπει", και τα "μη"...

Περίεργα συμβάντα τις οδηγούν στο ιατρείο τουαεροδρομίου. Κι από εκεί κάπου αλλού... Δένονται μεταξύ τους μετά από όλα αυτά που θα τους συμβούν στο αεροδρόμιο; Θα αντέξει άραγε αυτό το δέσιμο στον χρόνο; Ποιος θα είναι ο ρόλος της γνωστής και πλούσιας πρωταγωνίστριας του θεάτρου Ηλέκτρας Λέκκα στη ζωή των έξι αυτών γυναικών;


Πρόκειται για ένα συλλογικό έργο των συγγραφέων: Αγγελίδης - Γκέντζος Τάσος, Αμπατζή Κωνσταντίνα, Θεοχαροπούλου Ανθή, Λαπουρίδου Σοφία, Παλληκαρίδου Ολυμπία, Στόικου Εύα, Σωτήρκου Στέλλα. Το βιβλίο επιμελήθηκε ο συγγραφέας Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος και παρουσιάστηκε το απόγευμα της Δευτέρας 4 Νοεμβρίου στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη στη Βέροια.

Το βιβλίο παρουσίασε η Νανά Γιαννοπούλου ενώ αποσπάσματα διάβασαν η Ελένη Κουπίδου και η Έλενα Τσακαλίδου.




Βιβλιοθήκη Βέροιας - Παρουσίαση βιβλίου "Σταγόνες ζωής" 4-11-2019



Ο Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος μεγάλωσε στην Καβάλα και σπούδασε Κλασική και Νεότερη Ελληνική Φιλολογία στο Α.Π.Θ. Διδάσκει στο Πρώτο Λύκειο του Αμερικανικού Κολλεγίου Ανατόλια. Εισηγητής σεμιναρίων δημιουργικής γραφής στη Χ.Α.Ν.Θ., επιμελητής στις εκδόσεις ΡΩΜΗ, υπεύθυνος λογοτεχνικής σειράς στις εκδόσεις ΤΟ ΣΚΑΘΑΡΙ, ραδιοφωνικός παραγωγός στο Δημοτικό Ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης fm 100,6 και αρθρογραφεί σε πολλές ηλεκτρονικές εφημερίδες. Είναι συγγραφέας αρκετών βιβλίων.

Η Ανθή Θεοχαροπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Διαβατό της Βέροιας. Σπούδασε φυσικοθεραπεία στο Α.Τ.Ε.Ι.Θ. Επέστρεψε στη γενέτειρά της και άνοιξε στο κέντρο της Βέροιας το δικό της φυσικοθεραπευτήριο, εργαζόμενη για πάνω από σαράντα χρόνια σε αυτό. Είναι παντρεμένη, έχει έναν γιό και έναν εγγονό. Παράλληλα με την εργασία της ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. Έργα της βρίσκονται σε δημόσια κτήρια και σε ιδιωτικές συλλογές. Γράφοντας σε μια τοπική εφημερίδα μικρά διηγήματα της γεννήθηκε η επιθυμία να γράψει το πρώτο της βιβλίο.

πηγή



Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου

Όταν το Μάϊο του 1941 κατακτήθηκε η Ελλάδα από τις Μεραρχίες της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Βουλγαρίας και της Αλβανίας, μια τεράστια δύναμη κατοχής απλώθηκε σε όλη την χώρα.

Ο στρατός κατοχής αποτελείτο απο έντεκα ιταλικές μεραρχίες, εννέα γερμανικές, τρεις βουλγαρικές και δύο νομίζω αλβανικές.

Μεραρχία ονομάζεται μεγάλος στρατιωτικός σχηματισμός του στρατού ξηράς με δυνατότητα διεξαγωγής μεγάλων σε έκταση πολεμικών επιχειρήσεων, που συνεπικουρείται απο θαλάσσιες δυνάμεις και εναέριες. Αποτελείται τουλάχιστον απο 10.000 άνδρες.

Αρα 250.000 ένστολοι με όλα τα μεσα, μαζι με 150.000 γραφειοκρατες, συνολο 400.000, ήλθαν να καθυποτάξουν και να ελέγξουν ενα Λαό, εξουθενωμένο απο τον πόλεμο, ο οποίος παρ' ολ' αυτά αμέσως άρχισε να προπαρασκευάζεται για να αποτινάξει την δουλεία απο πάνω του.

Διαβάζοντας αυτά μου ήλθε στο νου ο Ηδονικός Ελπήνωρ του Σεφέρη.

''Για τη σεφερική ιδεολογία, τη λεγόμενη «Πανάρχαιο δράμα», κατά τον M. Vitti, ο άνθρωπος μηδενίζει την ύπαρξή του ανάμεσα στη σύγχρονη θλίψη και το χαμένο παρελθόν και αυτομηδενίζεται, ως άβουλο θύμα της τραγικότητας του εαυτού του και των καιρών, γιατί τα πιο πολλά τα δέχεται απαθής και δεν αντιδρά, δεν επαναστατεί.

Αυτό το κατάντημα, αυτό το δράμα δίχως κάθαρση σύμφωνα με τον ποιητή, εκφράζει ο μέσος άνθρωπος που επιδιώκει το βόλεμα στη ρουτίνα της καθημερινότητας, τη γαλήνη, την ησυχία του να μην “είσαι τίποτα”, να μην παίρνεις θέση στα πράγματα που διαδραματίζονται γύρω σου.

Αυτοί οι άνθρωποι κατά το Σεφέρη είναι οι νικημένοι της θάλασσας και της αγάπης, αυτοί δηλαδή που δεν ταξίδεψαν ποτέ στα βάθη της ουσίας των πραγμάτων με το νου ή στους μυχούς της ψυχής τους και της αγάπης.

Αυτοί που δεν έχουν μέσα τους τίποτα, δε συναισθάνονται, δεν μπορούν να πάρουν και να δώσουν, μένοντας βουβοί και σκοτεινοί, και έτσι δεν αλλάξουν τον εαυτό τους και τον κόσμο.

Αυτοί οι μεγάλοι ουδέτεροι – η σιωπηλή πλειονότητα, η συνενοχή είναι σκοτάδι. Αυτοί οι άνθρωποι είναι στο “Φως” ένα νυχτερινό ζώο στη δημοσιά του κόσμου που γυαλίζουν τα μάτια του, έρμοι και μόνοι.''

Ηδονικέ μου Έλληνα Ελπήνωρα πόσο την πάτησες!

Σπύρος Στάλιας

Σχετικά με τον Ελπήνορα

Στην ελληνική μυθολογία ο Ελπήνορας ή Ελπήνωρ ήταν σύντροφος του Οδυσσέα, αναφερόμενος στην Οδύσσεια.

Ο Ελπήνορας δεν διακρινόταν για τη δύναμη ή την ευφυία του, ωστόσο επέζησε του Τρωικού Πολέμου. Μεταμορφώθηκε από την Κίρκη σε γουρούνι, αλλά, όπως και οι άλλοι σύντροφοι του Οδυσσέα, επαναφέρθηκε στην ανθρώπινη μορφή του. Την παραμονή της αναχωρήσεώς τους από το νησί της Κίρκης, όταν όλοι συγκεντρώθηκαν και «το γλέντησαν», ο Ελπήνορας, μεθυσμένος, αποκοιμήθηκε στη στέγη του ανακτόρου της Κίρκης. Το πρωί, όταν τον φώναξαν για να φύγουν, εκείνος ξύπνησε, αλλά ξεχνώντας ότι βρισκόταν στην οροφή, έπεσε κάτω από ψηλά και σκοτώθηκε. Οι άλλοι δεν το πρόσεξαν και απέπλευσαν.

Ο Οδυσσέας τον συνάντησε όταν επισκέφθηκε τον Άδη, και μάλιστα ήταν ο πρώτος που συνάντησε στον κάτω κόσμο. Εκεί ο Ελπήνορας του υπενθύμισε ότι του όφειλε μια κανονική κηδεία, οπότε επιστρέφοντας ο Οδυσσέας στον επάνω κόσμο εκπλήρωσε την υποχρέωσή του: επέστρεψε στην Αιαία, έκαψε τη σορό του Ελπήνορα και μετά την έθαψε μαζί με την πανοπλία του, σημαδεύοντας τον τάφο με ένα κουπί του πλοίου του.

Ο θάνατος του Ελπήνορα από δυστύχημα εξ απροσεξίας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα και επιστέγασμα της απερίσκεπτης συμπεριφοράς των συντρόφων του Οδυσσέα σε όλο το έπος, συμπεριφορά που έρχεται σε αντίθεση με την παροιμιώδη εξυπνάδα του ίδιου του Οδυσσέα, η οποία έτσι τονίζεται περισσότερο.

Ο χαρακτήρας του Ελπήνορα έχει εμφανιστεί ή εμπνεύσει έργα πολλών Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών, όπως οι Έζρα Πάουντ, Ζαν Ζιρωντού, Τζέιμς Τζόυς, Γιώργος Σεφέρης (Ο ηδονικός Ελπήνωρ), Γιάννης Ρίτσος , Ιάκωβος Καμπανέλλης ( Οδυσσέα γύρισε σπίτι) και Τάκης Σινόπουλος


Γιώργος Σεφέρης

B΄ Ο ηδονικός Ελπήνωρ

Τον είδα χτες να σταματά στην πόρτα
κάτω από το παράθυρό μου· θα ’ταν
εφτά περίπου· μια γυναίκα ήταν μαζί του.
Είχε το φέρσιμο του Ελπήνορα, λίγο πριν πέσει
να τσακιστεί, κι όμως δεν ήταν μεθυσμένος.
Μιλούσε πολύ γρήγορα, κι εκείνη
κοίταζε αφηρημένη προς τους φωνογράφους·
τον έκοβε καμιά φορά να πει μια φράση
κι έπειτα κοίταζε μ’ ανυπομονησία
εκεί που τηγανίζουν ψάρια· σαν τη γάτα.
Αυτός ψιθύριζε μ’ ένα αποτσίγαρο σβηστό στα χείλια:

— Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς1 — τ’ αγάλματα·
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.

— Είναι το φως… ίσκιοι της νύχτας…

— Ίσως η νύχτα που άνοιξε, γαλάζιο ρόδι,
σκοτεινός κόρφος, και σε γέμισε άστρα
κόβοντας τον καιρό.
Κι όμως τ’ αγάλματα
λυγίζουν κάποτε, μοιράζοντας τον πόθο
στα δυο, σαν το ροδάκινο· κι η φλόγα
γίνεται φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κι έπειτα φύλλο δροσερό που παίρνει ο άνεμος·
λυγίζουν· γίνουνται αλαφριά μ’ ένα ανθρώπινο βάρος.
Δεν το ξεχνάς.
— Τ’ αγάλματά ειναι στο μουσείο.

— Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις;
θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους,
με την αλλοτινή μορφή τους που δε γνώρισες
κι όμως την ξέρεις.
Όπως όταν
στα τελευταία της νιότης σου αγαπήσεις
γυναίκα που έμεινε όμορφη, κι όλο φοβάσαι,
καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι,
τη μνήμη που ξυπνά στην αγκαλιά σου·
φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει
σ’ άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα
που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν
τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν’ αναστήσουν
είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που ήταν μια φορά·
την ηδονή τους.2
Όπως όταν
γυρίζεις απ’ τα ξένα και τύχει ν’ ανοίξεις
παλιά κασέλα κλειδωμένη από καιρό
και βρεις κουρέλια από τα ρούχα που φορούσες
σε όμορφες ώρες, σε γιορτές με φώτα
πολύχρωμα, καθρεφτισμένα, που όλο χαμηλώνουν
και μένει μόνο το άρωμα της απουσίας
μιας νέας μορφής.
Αλήθεια, τα συντρίμμια
δεν είναι εκείνα· εσύ ’σαι το ρημάδι·
σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά
στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις
των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου·
μιλούν για περιστατικά που θά ηθελες να μην υπάρχουν
ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,
κι αυτό είναι δύσκολο γιατί…

— Τ’ αγάλματά ειναι στο μουσείο.
Καληνύχτα.
— …γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς. Τ’ αγάλματα λυγίζουν αλαφριά… καληνύχτα.

Εδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε
την ανηφόρα που τραβάει κατά την Άρκτο3
κι αυτή προχώρεσε προς το πολύφωτο ακρογιάλι
όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου:

ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ
«Πανιά στο φύσημα του αγέρα
ο νους δεν κράτησε άλλο από τη μέρα.
Άρωμα πεύκου και σιγή
εύκολα θ’ απαλύνουν την πληγή
που έκαμαν φεύγοντας ο ναύτης
η σουσουράδα ο κοκωβιός κι ο μυγοχάφτης.4
Γυναίκα που έμεινες χωρίς αφή,
άκουσε των ανέμων την ταφή.

»Άδειασε το χρυσό βαρέλι
ο γήλιος έγινε κουρέλι
σε μιας μεσόκοπης λαιμό
που βήχει και δεν έχει τελειωμό·
το καλοκαίρι που ταξίδεψε τη θλίβει
με τα μαλάματα στους ώμους και στην ήβη.
Γυναίκα που έχασες το φως,
άκουσε, τραγουδά ο τυφλός.

»Σκοτείνιασε· κλείσε τα τζάμια·
κάνε σουραύλια με τα χτεσινά καλάμια,
και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν·
φωνάζουν μα δεν έχουν τί να πουν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα απ’ την άμμο, κι απ’ τη θάλασσα ανεμώνες·
γυναίκα που έχασες το νου,
άκου, περνά το ξόδι του νερού…»

"Αθήναι. Ανελίσσονται ραγδαίως
τα γεγονότα που ήκουσε με δέος
η κοινή γνώμη. Ο κύριος υπουργός
εδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός…"
«…πάρε κυκλάμινα… πευκοβελόνες…
κρίνα απ’ την άμμο… πευκοβελόνες…
γυναίκα…»
"υπερτερεί συντριπτικώς.
Ο πόλεμος…"
ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ.5

Γιώργος Σεφέρης. 1947. Κίχλη. Αθήνα: Ίκαρος. Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Γιώργος Σεφέρης. [1972] 1985. Ποιήματα. 15η έκδ. Αθήνα: Ίκαρος.
1. στ. 12-14: Η Κίρκη ήταν, σύμφωνα με την παράδοση, σεληνιακή θεά. Το φαντασμαγορικό φως του φεγγαριού, που αλλάζει την ύλη, ευκολύνει την παρομοίωση.
2. Σ’ αυτό το σημείο γίνεται μια μνεία, σκόπιμη πρέπει να προσθέσω, του Καβάφη, που είναι για μένα ο ποιητής που κοίταξε την ηδονή από το παράθυρο της φθοράς και του τάφου.
3. κατά την Άρκτο: κατά το βοριά.
4. στ. 64–66: Πρβλ. Δυο πράσινα μάτια/ με μπλε βλεφαρίδες/ μ’ έχουνε κάνει τρελό… (τραγούδι του συρμού).
5. ψυχαμοιβός: κοίταξε αντίστοιχα: "Ὁ χρυσαμοιβὸς δ’ Ἄρης σωμάτων", Αγαμέμνων 438.


Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου