Articles by "Παντελακάκης"

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παντελακάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
του Δημήτρη Παντελακάκη

Το τελευταίο διάστημα, γύρω από τη θυελλώδη (εκ)τροπή της συζήτησης που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της ριζοσπαστικής Αριστεράς, σχετικά με την ενδεχόμενη συμπόρευση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το Σχέδιο Β’, στη βάση ενός μεταβατικού προγράμματος, ξεδιπλώθηκε στον τύπο και στο διαδίκτυο μία σειρά προβληματικών. Μέσα από την ανάγνωσή τους, μπορούμε να σταθμίσουμε το επίπεδο της τρέχουσας φάσης της διαλεκτικής διάδρασης των συλλογικών υποκειμένων του χώρου με το ιστορικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η ιδιαίτερη επιμονή για ξεκαθάρισμα σε – προγραμματικό επίπεδο – αιχμών που άπτονται σε προωθημένα, πεφρασμένα ή δυνητικά, αιτήματα του εργατικού κινήματος, καθώς και η ταύτισή τους με το ζήτημα της εξουσίας (η εξουσία συνήθως γίνεται αντιληπτή, όχι ως σχέση αλλά ως κάποιο αντικείμενο που σήμερα το έχει μια τάξη και αύριο μία άλλη μπορεί να της το πάρει αν κατοχυρώσει νομικά κάποιον άλλο τρόπο διαχείρισης των επιχειρήσεων) ανοίγουν εντέλει ζητήματα με οποία αναμετράται το σύνολο της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής Αριστεράς.

Κρίση της Ευρώπης ή Καπιταλιστική κρίση;

Οι δυνάμεις του Σχεδίου Β’ έχουν κατηγορηθεί πως υπερτονίζουν το ρόλο της Ευρώπης και πιο συγκεκριμένα της κοινής νομισματικής πολιτικής, σε σχέση με τη συνέχεια της κρίσης, όπως τη βιώνει η εργαζόμενη πλειοψηφία στην Ελλάδα, πως δεν κάνουν συνολική, εις βάθος κριτική στις ρίζες αυτού του φαινομένου, οι οποίες βρίσκονται στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Είναι γεγονός ότι για τα δεινά της χώρας, μα και της τάξης συνολικά, για τα δεινά εντέλει κάθε ανθρώπου που μοχθεί για μια ζωή με αξιοπρέπεια και διαρκώς σκοντάφτει στις αλυσίδες του, ευθύνεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και με τις απαιτήσεις για άμεση απόσπαση υπεραξίας να μεγαλώνουν, οι όροι ύπαρξης και κοινωνικής αναπαραγωγής των καταπιεζόμενων στρωμάτων δυσχεραίνουν. Σε τελική ανάλυση δηλαδή τα βάρη που σήμερα λυγίζουν την πληττόμενη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας είναι παράγωγα του καπιταλισμού και της καπιταλιστικής κρίσης. Αυτή η διαπίστωση όμως είναι στοιχειώδης και όσο μένει ξεκομμένη από τη συγκεκριμένη ανάγνωση της συγκεκριμένης κατάστασης, δεν είναι παρά μία ανεπεξέργαστη και εκνευριστικά αφαιρετική θέση, δίχως καμία αναλυτική χρησιμότητα.

Κάθε υποκείμενο που έχει οδηγηθεί από το ειδικό των επιμέρους διαπιστώσεων που κωδικοποιούν την εμπειρία του, στο γενικό αυτής της μαρξιστικής θέσης, οφείλει να επιτρέψει στο στοχασμό του να κατέλθει εκ νέου στο ειδικό: δηλαδή να συζητήσει με ποιον τρόπο και μέσα από ποιες μορφές, εκφράζεται η καπιταλιστική κρίση και επίσης μέσα από ποιες διαδικασίες επιδρά στον κοινωνικό σχηματισμό, τι κόστος έχει για το υλικό συμφέρον κάθε τάξης το προχώρημα ή η διακοπή της κάθε μίας από αυτές τις διαδικασίες, σε ποιο βαθμό η μία ή η άλλη δομική αναδιάρθρωση βοηθά εντέλει στην επίλυση, ή συμβάλει στην αναπαραγωγή της αντίθεσης που προκάλεσε την κρίση κλπ. Σε αυτή την κάθοδο προς το ειδικό είναι που εντοπίζουμε το συγκεκριμένο, αυτοτελή και κομβικό ρόλο των μηχανισμών της ευρωπαϊκής περιφερειακής ολοκλήρωσης, αλλά και της ιδιαίτερης εφαρμοσμένης εντός τους μνημονιακής πολιτικής.

Η ειδική αξία του αιτήματος για έξοδο από την Ε.Ε.

Είναι ολότελα σωστή η θέση πως η ιδιαίτερα οξεία μορφή που έλαβε η κρίση στις χώρες της Ε.Ε. αντανακλά τον αντιδραστικό χαρακτήρα ενός εγχειρήματος περιφερειακής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Θα πρέπει να προσθέσουμε εδώ, την πρόσθετη αδυναμία ενός τέτοιου εγχειρήματος να αναπαράγει τα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά του, μέσω αγοραίας αυτορρύθμισης στην εσωτερική οικονομία σε συνθήκες κρίσης. Υπό τις δοσμένες συνθήκες, η επιστροφή σε κεϋνσιανά μοντέλα δεν μπορεί, ή μπορεί σε εξαιρετικά μειωμένο βαθμό, να διατηρήσει ανοδική την πορεία του ποσοστού κέρδους. Αυτό ωθεί γραμμικά το ευρωπαϊκό κεφάλαιο σε αναζήτηση διεξόδων ιμπεριαλιστικής επέκτασης, προσδίδοντάς του όλο και περισσότερο επιθετικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, σε μεγάλο βαθμό η «νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη» της Ε.Ε, στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά η φυσιολογική αντίδραση του Οργανισμού απέναντι στις κρίσεις της δεκαετίας του ‘70 καταρχήν και στην καταλυτική επίδραση του ανοίγματος των νέων αγορών, σε συνδυασμό με τη γιγάντωση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού ανταγωνισμού στη δεκαετία του ’90, σε ένα επόμενο στάδιο. Προκύπτουν λοιπόν σοβαρά ερωτηματικά, σχετικά με την πραγματική έκταση των δυνατοτήτων αναπαραγωγής του εγχειρήματος περιφερειακής ολοκλήρωσης καθεαυτού, τουλάχιστον στη βάση σχέσεων καλής εταιρικότητας και των θεμελιωδών κανόνων του διεθνούς δικαίου.

Αφήνοντας όμως στην άκρη το εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό ερώτημα, μπορούμε ήδη να σκιαγραφήσουμε τη μία πλευρά στην οποία εξειδικεύεται το ζητούμενό μας. Είπαμε ότι για τη ζοφερή πραγματικότητα την οποία καλείται να αντιμετωπίσει ο ελληνικός λαός σε ένα αφαιρετικό επίπεδο ευθύνεται όντως η καπιταλιστική κρίση. Όμως, η αιτία του ριζώματός της και του ιδιαίτερα οξύ χαρακτήρα της, είναι το γεγονός ότι η χώρα μας αποτελεί τμήμα ενός νεοφιλελεύθερου μηχανισμού περιφερειακής ολοκλήρωσης, ο οποίος αδυνατεί να ανταπεξέλθει στο διεθνή ανταγωνισμό, λόγω δομικών εσωτερικών δυσλειτουργιών.

Η κομμουνιστική Αριστερά στην Ελλάδα στάθηκε για πολλά χρόνια με συνέπεια απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Καταδίκασε δίχως μισόλογα την ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχ, το ευρωσύνταγμα, τη διεύρυνση της Ένωσης. Είναι κυριολεκτικά εγκληματική για το παρόν και το μέλλον του λαϊκού κινήματος, η υποχώρηση από αυτή την οξυδερκή και τίμια στάση, στο χυλό του γενικόλογου αριστερού οπορτουνισμού, όπου κάθε κίνηση αποδέσμευσης από την καπιταλιστική κρεατομηχανή της Ε.Ε, κρίνεται άνευ σημασίας εάν δε συνοδεύεται από πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του λαού (ή της παραγωγής σε εργατικό έλεγχο σύμφωνα με άλλη εκδοχή, της ίδιας ουσιαστικά μηχανιστικής αναλυτικής). Η θέση αυτή σπέρνει τη σύγχυση στις γραμμές του κινήματος, δημιουργεί ψευδή δίπολα, πάνω στα οποία αναπαράγεται η διαίρεση του επαναστατικού δυναμικού και βαλτώνει το άρμα της ανατροπής.

Έξοδος από την ευρωζώνη: Συστράτευση με το… «λόμπι της δραχμής»;


Από εκεί και πέρα, είναι σαφές ότι η είσοδος – υπαγωγή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, έπαιξε και παίζει έναν επιπλέον ρόλο στην κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Η ύπαρξη παρασιτικού αστικού κατεστημένου είναι πραγματική. Είναι συγκεκριμένοι καναλάρχες, τραπεζίτες, εργολάβοι και μεγαλοεπιχειρηματίες που συγκροτούν το λόμπι του ευρώ και οι οποίοι «βολεύτηκαν» και συνεχίζουν να πλουτίζουν μέσα από τη φτώχεια, την εξαθλίωση και το θάνατο των καταπιεσμένων μαζών. Η έξοδος από το ευρώ κατά το πρόγραμμα των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων που την υπερθεματίζουν, στρέφεται ενάντια σε αυτά τα συμφέροντα, τα οποία φέρουν μεγάλο, συγκεκριμένο και μετρήσιμο βάρος ευθυνών, αλλά είναι σαφέστατο ότι δε λειτουργούν προς συμφέρον της μερίδας του μεγάλου κεφαλαίου που συναλλάσσεται σε διαφορετικά νομίσματα. Καταρχήν γιατί αυτές οι δυνάμεις εμπλέκονται σε ενιαίο δίκτυο συμφερόντων, με πολύ σχετικά όρια αυτονομίας. Δεύτερον, διότι η λογική της εξόδου από την ευρωζώνη συνοδεύεται με ένα σχέδιο συνολικής ανασυγκρότησης σε κατεύθυνση που αν μη τι άλλο αμφισβητεί τη σύγχρονη θέση της χώρας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η έξοδος από το ευρώ (και την Ε.Ε), σε συνδυασμό με τον τερματισμό του ελέγχου της τρόικα σημαίνει δυνατότητα χάραξης αυτόνομης νομισματικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Οι όροι αυτοί είναι εκ των ουκ άνευ για τη χάραξη αυτόνομης εξωτερικής πολιτικής και διεθνούς στρατηγικής, έξω από τις επιδιώξεις της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας και εντέλει σε σύγκρουση μαζί τους.

Εάν αυτά αποτελέσουν συνθήκες, το τι περιεχόμενο θα λάβει η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, θα είναι ζήτημα άμεσα εξαρτημένο από τους ταξικούς συσχετισμούς στο εσωτερικό του ελληνικού σχηματισμού, τον οποίο κανείς δεν μπορεί να προκαταβάλει. Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει διά μέσω διακηρύξεων την πορεία της ταξικής πάλης και ένα συλλογικό υποκείμενο με αναφορά σε μία κοινωνική τάξη δεν μπορεί να επιβάλει τη νίκη της τάξης αυτής, παρά μόνο να δημιουργήσει το πεδίο στο οποίο η τάξη θα μπορούσε να διεκδικήσει τη νίκη με καλύτερους όρους. Το σίγουρο είναι ότι τα μέτρα που συζητήσαμε πλήττουν τα διεθνή ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, αλλά και αποτελούν από μόνα τους σκληρό χτύπημα στη λοκομοτίβα του εγχώριου κεφαλαίου. Δίνουν κατ’ αυτόν τον τρόπο, το προβάδισμα στις δυνάμεις της εργασίας. Το προβάδισμα αυτό ενισχύεται, από μία σειρά μέτρων αναδιοργάνωσης του κοινωνικού κράτους, που κάθε κυβέρνηση με αριστερή προοπτική θα επιδιώξει και σαφώς πολύ πιο εύκολα θα υλοποιήσει έξω από τη μέγγενη των μνημονίων και των μηχανισμών που τα επιβάλουν.

Καθώς η ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά συνθέτει και ανασυνθέτει το αυτονόητο μέσα σε ένα λαβύρινθο αφαιρέσεων και γενικεύσεων, η ανεργία στη χώρα αυξάνει, η νεολαία φυτοζωεί είτε μεταναστεύει, πρόσφυγες εκτελούνται στα σύνορα, το πρεκαριάτο αναζητά συσσίτια, οι φασίστες σηκώνουν κεφάλι και ολόκληρη η γερασμένη ήπειρος μυρίζει μπαρούτι, καθώς το ιμπεριαλιστικό κτήνος γυαλίζει τις σάλπιγγες του πολέμου. Είναι σε αυτή τη συγκυρία που η πρωτοπορία του ελληνικού αντικαπιταλιστικού κινήματος αποδεικνύει, με εμμονική πλέον επιμονή, την ανεπάρκειά της να σηκώσει την ευθύνη που της χρέωσε η Ιστορία. Είναι πραγματικά λυπηρό ότι χρειάζεται να μπαίνουμε επαναληπτικά σε διαδικασίες, διεξοδικής ανάλυσης εγκεφαλικών καταστάσεων – δυνατοτήτων, που δε βαίνουν εντέλει προς υλοποίηση εξαιτίας της εγκληματικής αναλγησίας της κομμουνιστικής ηγεσίας και μίας διάχυτης μυωπικής αντίληψης για την ιστορική πραγματικότητα. Η στάση αυτή της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι που αφήνει τελικά τη δεξιά σοσιαλδημοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ να σέρνει μόνη της το μέλλον του λαού μας προς ένα πιο βαθύ και επικίνδυνο αδιέξοδο. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε, ότι η συμπίεση του χρόνου που προκαλεί η νέα φάση της κρίσης σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο, μαζί με την καλή παρακαταθήκη που αφήνουν οι όποιες ζυμώσεις έγιναν το τελευταίο διάστημα, θα δημιουργήσουν ένα γόνιμο έδαφος για τη συγκομιδή των αναγκαίων συμπερασμάτων στο σύντομο μέλλον. Ίσως εντέλει αύριο να μην είναι αργά.
του Δημήτρη Παντελακάκη

«Υπάρχουν τέσσερις ή πέντε θεμελιώδεις ημερομηνίες που κάθε άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του τις έχει πάντα κατά νου, […] έτη που μοιάζουν σαν βουνά στα οποία η ανθρωπότητα αναρριχήθηκε ακαριαία, φτάνοντας σε έναν νέο κόσμο, εισερχόμενη σε μία νέα ζωή.»1 
Με αυτές τις προτάσεις περιέγραφε ο Γκράμσι την ακατανίκητη δύναμη της ιστορικής μάζας την οποία συγκεντρώνουν συγκεκριμένα στιγμιότυπα, που αναδρώντας εκρηκτικά με το προτσές στο οποίο βλάστησαν, εμφανίζουν εκ των υστέρων την εποχή τους στους ιστορικούς παρατηρητές ως φωτεινή ιστορικοκοινωνική σούπερ νόβα που εκτινάσσει βίαια όλη την περιπλοκότητα των αντιθέσεων που συμπίεζε στο εσωτερικό της. Είναι αμφίβολο, κατά πόσο ο ίδιος είχε υπόψη του, ότι τη στιγμή που έγραφε αυτές τις προτάσεις, στις αρχές του 1916, ένα τέτοιο, γιγάντιο κόκκινο αστέρι ετοιμαζόταν να απελευθερώσει δυναμικά τους εκατομμύρια γιγατόνους ιστορικής ενέργειας είχε συσσωρεύσει, επιταχύνοντας ανεπανάληπτα τον ιστορικό χρόνο, δημιουργώντας νέα συστήματα και νέες αφηγήσεις προς σκιαγράφηση του μέλλοντος, μα και προς ανάλυση του παρόντος ενός κόσμου που ποτέ ξανά δε θα ήταν ίδιος με εκείνον που σάρωσε στην έκρηξή του.
Από τις αρχές του 1917 η κοινωνική επανάσταση συνταράσσει την καθυστερημένη αυτοκρατορική Ρωσία που βρίσκεται, επί τρία σχεδόν χρόνια, σε πόλεμο μέχρις εσχάτων με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Καθώς τα αιτήματα των εξεγερμένων δε βρίσκουν διαύλους για να αναδυθούν σε υλική πραγματικότητα μέσα από τους θεσμούς του υπό διαμόρφωση αστικοδημοκρατικού κράτους, νέα κοινωνικά υποκείμενα επιχειρούν να πάρουν την σκυτάλη και να περάσουν στην εμπροσθοφυλακή της επανάστασης. Τα υποκείμενα αυτά που αφορούν το νεαρό και μικρό αριθμητικά προλεταριάτο των πόλεων, τη φτωχή αγροτιά που σταδιακά συντάσσεται μαζί του και τους στρατιώτες, βρίσκουν την οργανωτική τους έκφραση μέσα από τις δομές των εργατικών, στρατιωτικών και αγροτικών συμβουλίων – σοβιέτ. Μέσα από αυτές αναδείχθηκε σε ηγεμονικό κοινωνικά λόγο το οραματικό κοινωνικό πρόταγμα των μπολσεβίκων: κόμματος προλεταριακού και επαναστατικού που στις 25 Οκτωβρίου 1917 κατέλαβε, με τη στήριξη των σοβιέτ των μεγάλων πόλεων, την πολιτική εξουσία, επισφραγίζοντας στο εξής τον προλεταριακό χαρακτήρα της ρωσικής επανάστασης και τη σοσιαλιστική της κατεύθυνση.
Ο απόηχός του συγκλονιστικού αυτού γεγονότος, πυροδότησε με την απελευθερωτική δυναμική του, μία σειρά κινηματικών κύκλων που σε χώρες όπου η ισχύουσα δομική κατάσταση ευνοούσε την εμφάνιση καινοφανών ροών σμίλευσης συλλογικών ταυτοτήτων και το προλεταριάτο ήταν σε θέση να αφουγκραστεί συλλογικά το περιεχόμενο των ευκαιριών που δημιουργούσε η νέα κατάσταση, πήραν το χαρακτήρα κοινωνικής επανάστασης. Από τα πολλά παραδείγματα επαναστατικών εκρήξεων της εποχής, ξεχωρίζει σαφώς η γερμανική επανάσταση, που με την τραγική της κατάληξη επισφράγισε τη διάρκεια στη διάσπαση του εργατικού κινήματος οικουμενικά, την απομόνωση των σοβιετικών Δημοκρατιών της πρώην αυτοκρατορικής Ρωσίας και τη δυνατότητα αυταρχικής άσκησης της εξουσίας από μεριάς του αστικού μπλοκ στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Αν και η διάσπαση του εργατικού κινήματος της Γερμανίας είχε ολοκληρωθεί οργανωτικά κατά τα προηγούμενα χρόνια με τη δημιουργία του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD) και της «Λίγκας Σπάρτακος» στα αριστερά του SPD να διεξάγουν πασιφιστική προπαγάνδα κατά της συμμετοχής της Γερμανίας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο παράλληλα με την προώθηση ενός ριζοσπαστικού προγράμματος κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, η τομή αυτή αποτυπώθηκε υλικά μόνο έπειτα από την εξέγερση του ναυτικού στο Κίελο. Η εξέγερση αυτή ξεκίνησε με αφορμή την παράταση των πολεμικών επιχειρήσεων και προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις των εργατών που ξεκίνησαν με αίτημα τον τερματισμό του πολέμου, τον επισιτισμό τους και την απελευθέρωση των συλληφθέντων ναυτών και αφού εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα πήραν τη μορφή ανοιχτής αμφισβήτησης των της αστικής εξουσίας: τη δημιουργία αντιπαραθετικών θεσμών λαϊκής αυτοοργάνωσης και εντέλει τη συγκρότηση επαναστατικής κυβέρνησης στο Μόναχο στις 7 – 8 Νοεμβρίου. Η δυναμική της εξέγερσης ήταν τέτοια που τα γεγονότα οδήγησαν σε άμεση παραίτηση του αυτοκράτορα και ουσιαστική αποδοχή της ήττας από μεριάς των εκπροσώπων του παλαιού καθεστώτος.
Στο ρευστό έδαφος της νέας κατάστασης οι ηγέτες του SPD, κατάφεραν με διάφορα τεχνάσματα να αποσπάσουν την πλειοψηφία2 στις θέσεις της νέας κυβέρνησης την οποία ήλεγχαν μαζί με το USPD τουλάχιστον μέχρι τις 28 Δεκέμβρη, οπότε οι εκπρόσωποι του τελευταίου αποφασίζουν να αποχωρήσουν, υπό την πίεση του κλιμακούμενου λαϊκού κινήματος και των ίδιων των μελών τους. Η άκρα Αριστερά αρνείται εξ αρχής να συμμετέχει στην κυβέρνηση θεωρώντας πως ο μόνος δρόμος που υπήρχε για την εφαρμογή του προγράμματός της περνούσε μέσα από την ανατροπή της και την επιβολή μίας Δημοκρατίας των συμβουλίων των εργατών3. Προωθεί έτσι αδιάκοπα την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, προπαγανδίζοντας «μπολσεβίκικες» και «αριστερίστικες» θέσεις. Εντωμεταξύ, το Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων, όπως αναφερόταν η προσωρινή κυβέρνηση, ανακοινώνει στις 12 Νοεμβρίου την κατοχύρωση μίας σειράς πολιτικών ελευθεριών, την καθιέρωση του οκταώρου, την επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης κλπ, με απώτερο σκοπό «την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού». Ωστόσο σύντομα θα γίνει φανερό ότι η ηγεσία του SPD δεν ενδιαφερόταν για την εξυπηρέτηση των προωθημένων στόχων του εργατικού κινήματος.



Αν κάπου μπορούμε να εντοπίσουμε με κρυστάλλινη διαύγεια τον ταξικό πρόσημο που έλαβε η κυβερνητική εξουσία αυτού του κόμματος, είναι στην έμμεση άρνησή της να αναγνωρίσει την εξουσία των μορφών έκφρασης της δυαδικής εξουσίας διά της απαξίωσής τους. Η κυβέρνηση όχι απλά δεν προώθησε το πέρασμα της εξουσίας στα συμβούλια που ήδη διαχειρίζονταν επιτυχώς μία μεγάλη γκάμα ζητημάτων της καθημερινής ζωής στις μεγάλες πόλεις, αλλά με την επιμονή του SPD, κάλεσε όλους τους δημόσιους υπαλλήλους να παραμείνουν στις θέσεις τους. Σε αυτή τη βαθειά αντιδραστική – δεδομένης και της κατάστασης – πολιτική εντοπίζουμε δύο ανοιχτά αντεπαναστατικές απολήξεις: Πρώτον την πριμοδότηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης έναντι των εργατικών συμβουλίων και την μετατροπή των συνδικάτων σε όχημα εμβάθυνσης της κορπορατιστικής λειτουργίας του υπό διαμόρφωση κοινωνικού σχηματισμού. Μέσω της Κεντρικής Εργατικής Συμφωνίας (15 Νοέμβρη 1918), οι εργοδότες αναγνώριζαν τα συνδικάτα ως συλλογικούς διαπραγματευτές και αυτά με τη σειρά τους εγκατέλειπαν πρακτικά το στόχο της κοινωνικοποίησης των παραγωγικών μέσων. Επιπλέον έχουμε την απόρριψη της ενίσχυσης της «δημοκρατίας στο στράτευμα», δηλαδή μη αναγνώριση των στρατιωτικών συμβουλίων και διατήρηση του παλιού στρατιωτικού μηχανισμού (πολιτική που ερχόταν σε σύγκρουση με τις θέσεις του ίδιου του SPD). Όπως θα δούμε η επιλογή αυτή, είχε καταστροφικά αποτελέσματα για την επανάσταση, μιας και ο στρατός θα κινηθεί εναντίον της όταν αυτή λάβει και πάλι χαρακτήρα εξέγερσης το Γενάρη του επόμενου χρόνου.

Στα μέσα του Δεκέμβρη και ενώ οι εργατικές κινητοποιήσεις καταστέλλονται με χρήση κλιμακούμενης κατασταλτικής βίας, συγκαλείται το πρώτο Εθνικό Συνέδριο Εργατικών και Στρατιωτικών Συμβουλίων της Γερμανίας. Στα πλαίσια του Συνεδρίου γίνεται σαφής η πόλωση των εκπροσώπων του USPD προς την επαναστατική κατεύθυνση, καθώς η πλειοψηφία τους συμμαχεί στις ψηφοφορίες με το μπλοκ των αριστερών δυνάμεων (σπαρτακιστές και ενωμένοι κομμουνιστές). Ωστόσο η γενική σύνθεση του συνεδρίου δεν επιτρέπει τη λήψη ριζοσπαστικών αποφάσεων και το Συνέδριο, έπειτα από θυελλώδεις διαβουλεύσεις, καταλήγει στην υπερψήφιση των προτάσεων των εκπροσώπων των σοσιαλδημοκρατών και στην παραχώρηση της εξουσίας του στο Συμβούλιο των Επιτρόπων, το οποίο μετά την αποχώρηση των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών από αυτό, στις 28 -29 Δεκεμβρίου, ελέγχεται πλήρως από το SPD.


Εκείνες τις μέρες, ως αντίδραση στο ξεπούλημα του Συνεδρίου, προκύπτουν έντονες αντιδράσεις (κυρίως από επαναστατημένες δυνάμεις του στρατού που αρνούνταν να επιστρέψουν στο προηγούμενο καθεστώς διοίκησης), οι οποίες αντιμετωπίζονται με τα όπλα. Η κατάσταση έχει ήδη οδηγηθεί στα άκρα και για την πλειοψηφία των επαναστατών η μόνη διέξοδος πλέον είναι να παίξουν το τελευταίο τους χαρτί με όσες δυνάμεις καταφέρνουν να συσπειρώσουν… Σε συνθήκες τρομερής πίεσης χρόνου, συγκροτείται λοιπόν υπό την παρότρυνση και την καθοδήγηση του μπολσεβίκου Καρλ Ράντεκ το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD), όπως προέκυψε μέσα από την ένωση της «Λίγκας Σπάρτακος» και των «Διεθνών Κομμουνιστών». Το νεοσύστατο κόμμα, με πλειοψηφία 62 προς 85 θα αποφασίσει κατά την πρώτη συνάντηση των αντιπροσώπων του, την αποχή από τις ερχόμενες εκλογές και την άμεση προώθηση κομμουνιστικής εξέγερσης.4

Με αφορμή την καθαίρεση του νομάρχη του Βερολίνου Eichhorn (μέλος του USPD) στις 4 Ιανουαρίου 1919 και εν μέσω αυθόρμητου λαϊκού ξεσηκωμού ενάντια σε αυτή την κίνηση, οι ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες του Βερολίνου σε συνεννόηση με το KPD και την οργάνωση «ανθρώπων εμπιστοσύνης» συνυπογράφουν έκκληση με την οποία καλούν την εργατική τάξη του Βερολίνου σε εξέγερση. Τις επόμενες μέρες το Βερολίνο θα τυλιχτεί στις φλόγες της επανάστασης, ενώ ένα δυναμικό απεργιακό κύμα συμπαράστασης θα ξεσπάσει σε ολόκληρη τη Γερμανία. Μάλιστα η συνδιάσκεψη συμβουλίων εργατών και στρατιωτών Ρηνανίας – Βεστφαλίας θα θέσει σε εφαρμογή τη λειτουργία των παραγωγικών μονάδων υπό καθεστώς κοινωνικής ιδιοκτησίας. Όμως δίχως προετοιμασία και με ασταθή λαϊκή υποστήριξη, η εξέγερση δεν καταφέρνει να προκαλέσει επιπρόσθετα ρήγματα στο στρατό ή στο εσωτερικό άλλων κόμβων της κρατικής μηχανής ώστε να ανατρέψει τις σχέσεις κυριαρχίας στο εσωτερικό της και να αναλάβει το υποκείμενό της τα ινία της κατάστασης. Φαίνεται έτσι καταδικασμένη να αποτύχει.



Η κυβέρνηση θα κάνει έκκληση στους σπαρτακιστές να υποχωρήσουν και όταν εκείνοι αρνηθούν θα τους αντιμετωπίσει με εξαπόλυση τμημάτων του στρατού καθώς και εξοπλισμένων από αυτόν μονάδων των Freikorps, μίας μαζικής παραστρατιωτικής οργάνωσης με αντιδραστικό προσανατολισμό στην οποία δραστηριοποιήθηκαν πολλά από τα εξέχοντα μέλη του μετέπειτα Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Εργατών Γερμανίας (NSDAP). Στις 14 Γενάρη οι μάχες στο Βερολίνο λήγουν με νίκη των αντεπαναστατικών δυνάμεων και βαρύ φόρο αίματος για τους επαναστάτες. Οι σπαρτακιστές ηγέτες Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ δημοσιεύουν εκείνη τη μέρα τα τελευταία τους άρθρα δηλώνοντας με αποφασιστικότητα ότι το επαναστατικό πνεύμα του Σπάρτακου παραμένει ζωντανό παρά την ήττα και θα επιβιώσει μέχρι την τελική του νίκη κόντρα στην προδοσία των σοσιαλδημοκρατών.5 Την επομένη θα συλληφθούν από μέλη των Freikorps,θα βασανιστούν άγρια και θα εκτελεστούν δίχως δίκη…
Αυτή ήταν η τραγική κατάληξη της πρώτης φάσης του επαναστατικού κύκλου στη Γερμανία. Ήταν μία κατάληξη που άφησε βαριά σημάδια πάνω στη νεοσύστατη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ήταν επίσης, μία κατάληξη που επισφράγισε την πραγματική φύση του ρήγματος που είχε προκύψει στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος, αποτυπώνοντας υλικά τις απολήξεις του πάνω στο σώμα της Ιστορίας.
Σύγχρονοι σοσιαλδημοκράτες ιστορικοί έχουν επιχειρήσει μία αριστερή κριτική απέναντι στη στάση του SPD6. Δηλώνοντας πως το SPD θα μπορούσε να ελέγξει αντί να καταστείλει το εργατικό κίνημα, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η πραγματική τραγωδία του 1918 – 1919 δεν ήταν η αποτυχία της σοσιαλιστικής επανάστασης, που άλλωστε θα απαιτούσε βαρύ φόρο αίματος για να αποδώσει αμφίβολα αποτελέσματα, μα η αδυναμία του μαζικότερου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος να προχωρήσει σε τολμηρές μεταρρυθμίσεις, που θα ικανοποιούσαν τα λαϊκά αιτήματα δίχως να φτάνουν στο να βαυκαλίζουν το λαό με ανέφικτες ουτοπίες... Θα μπορούσε έτσι να στηθεί ένα καθεστώς, που αν δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε σοσιαλιστικό, θα ήταν πάντως συμμετοχικό ως προς τη μορφή του και πραγματικά δημοκρατικό ως προς το περιεχόμενο, το οποίο θα πρόσφερε επίσης εκτεταμένες παραχωρήσεις στα λαϊκά στρώματα σε σύγκρουση με τις δυνάμεις του παλαιού καθεστώτος: το πρώτο κοινωνικό κράτος. Το κράτος αυτό μάλιστα θα στόχευε προς το σοσιαλισμό και θα παρείχε στην εργατική τάξη τις θεσμικές δικλείδες για να εξασφαλίζει την μη παρέκκλιση από μία τέτοια κατεύθυνση.


Είναι πραγματικά γοητευτική η αφέλεια μίας τέτοιας θέσης, η οποία προϋποθέτει ότι μία κοινοβουλευτική κυβέρνηση θα υλοποιούσε με την ησυχία της ένα πρόγραμμα κοινωνικών μεταρρυθμίσεων αλλά και βαθύτατων θεσμικών αναδιαρθρώσεων σε καθεστώς οικονομικής κρίσης, επαναστατικού αναβρασμού και στρατιωτικής πανωλεθρίας σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Πως η αστική τάξη της χώρας της θα καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα, να κοιτά, δίχως πολλές αντιδράσεις, την κοινωνικοποίηση του πλούτου της, ή έστω μέρους του πλούτου της και γιατί όχι, το πέρασμα του στρατού και της αστυνομίας από τους έμπιστους φρουρούς της εξουσίας της σε δημοκρατικά εκλεγμένους και ελεγχόμενους κόκκινους εκπροσώπους. Τέλος, πως οι όποιες αντιδράσεις της θα αντιμετωπίζονταν με ψυχραιμία και διάθεση συναίνεσης από την πλειοψηφία των εργατικών συμβουλίων και των ένοπλων απεργιακών φρουρών τους…
Ας είμαστε σοβαροί: Το SPD έμεινε στην εξουσία κατά τη διάρκεια της επανάστασης ακριβώς επειδή ήταν το μόνο κόμμα που μπορούσε να εγγυηθεί τη συνέχεια της αστικής κυριαρχίας, μέσα σε κοινοβουλευτικό καθεστώς, με μικρό σχετικά κόστος σε χρήμα και σε αίμα. Αν όμως έβλεπε τα κουτσουρεμένα της κεφάλαια να κινδυνεύουν να κοινωνικοποιηθούν, η γερμανική αστική τάξη δε θα δίσταζε ούτε στιγμή να ανατρέψει την κυβέρνηση και να αντικαταστήσει το χρηματικό κόστος με φόρο αίματος – είχε αποδείξει με ποια σειρά ιεραρχούσε τέτοια ζητήματα πολύ πρόσφατα. Ταυτόχρονα όμως, ίσως μάλιστα προτού μία βοναπαρτιστική κίνηση φώτιζε τον επαναστατικό μονόδρομο για τα λαϊκά στρώματα, αυτά τα ίδια θα έβρισκαν την ευκαιρία, μέσα από τις πολιτικές ευκαιρίες που θα ανοίγονταν από τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις, να διεκδικήσουν, ή και να αρπάξουν πολύ περισσότερα απ’ ότι η κυβερνητική εξουσία θα μπορούσε να προβλέψει. Σε γενικές γραμμές, το συμπέρασμα είναι ότι η σοσιαλδημοκρατία κράτησε τη στάση που κράτησε γιατί δε θα μπορούσε να κρατήσει καμία άλλη. Μέσα στις εκρηκτικές συνθήκες της επαναστατικής κατάστασης και με το ιμπεριαλιστικό θηρίο να επιστρέφει βρυχώμενο, πληγωμένο και πεινασμένο στο παλιό του λημέρι, κάθε πολιτική δύναμη κλήθηκε να πάρει θέση και ουδέτερο έδαφος δεν υπήρχε: «Τα λόγια του Κομμουνιστικού Μανιφέστου έλαμψαν με γράμματα φωτιάς: Σοσιαλισμός ή πτώση στη βαρβαρότητα».7 Το SPD δε διάλεξε το δρόμο του σοσιαλισμού…
Η κριτική στην προδοτική στάση του SPD απέναντι στις εργατικές μάζες, που ως ανάλυση ήρθε να επιβεβαιώσει τις αναλύσεις του Λένιν για το φύση της σοσιαλδημοκρατίας,8 έχει μεγάλη αξία για την πρακτική σημασία των οριοθετήσεων ανάμεσα σε επαναστατικό και μεταρρυθμιστικό σοσιαλισμό σε συνθήκες ταξικής πόλωσης. Συνοψίζοντας όμως το συμπερασματικό κομμάτι του άρθρου μας, θα αποφύγουμε να μακρηγορήσουμε άλλο σχετικά με αυτό το θέμα και θα επιχειρήσουμε μία κριτική σε όψεις της τακτικής των επαναστατικών δυνάμεων.

Εν πολλοίς οφείλουμε καταρχήν να αναγνωρίσουμε ότι η στρατιωτική ήττα των επαναστατικών πολιτικών εκπροσωπήσεων του προλεταριάτου ήταν αναπόφευκτη, στο βαθμό που δεν είχαν καταφέρει μία ουσιαστική και οργανωτικά παγιωμένη γείωση με τις μάζες τις τάξης. Σύμφωνα με τις προσεγγίσεις του πιο προωθημένου μορφώματος της επαναστατικής πρωτοπορίας, των σπαρτακιστών, η επανάσταση δε θα μπορούσε να πετύχει παρά μόνο μέσα από έναν αιματηρό, παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο ενάντια στον «κύριο εχθρό που είναι μέσα στη Γερμανία».9 Επίσης η επανάσταση δε θα μπορούσε να φτάσει στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού παρά μόνο διεκδικώντας με αυτόν τον τρόπο το μάξιμουμ των αιτημάτων της: την κατάργηση των τάξεων, και της μισθωτής εργασίας.10 Είναι αμφίβολο κατά πόσο η πλαισίωση ενός τόσο μαξιμαλιστικού ρεπερτορίου με τόσο απαιτητικές εκκλήσεις θα μπορούσε σε οποιαδήποτε συγκυρία να καταστεί πλειοψηφική πρόταση.

Παρόλα αυτά, υπήρχε σαφέστατη και ξεκάθαρη διατύπωση της θέσης ότι η προλεταριακή επανάσταση δεν θα μπορούσε να είναι μία υπόθεση της πρωτοπορίας αλλά μίας πράξη των λαϊκών μαζών.11 Και όμως οι σπαρτακιστές, αν και ηγήθηκαν ενός μαζικού κινήματος, σε καμία περίπτωση δεν εξέφρασαν την πλειοψηφία του λαού ή έστω της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα δεν κατάφερε κάτι τέτοιο ούτε το σύνολο των δυνάμεων που στήριξαν την επανάσταση. Στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν λίγες μέρες μετά την ήττα της εξέγερσης του Βερολίνου, αυτές οι δυνάμεις δεν κατάφεραν να καταγράψουν ούτε το ένα δέκατο των ψήφων, ενώ το SPD ήρθε πρώτο με 37,9%. Δίχως να υπονοούμε ότι τα εκλογικά αποτελέσματα εκφράζουν απόλυτα τους ταξικούς συσχετισμούς, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι αντανακλούν με έναν τρόπο πραγματικές κοινωνικές δυναμικές. Περισσότερο και από τις εκλογές, το επίπεδο γείωσης των πολιτικών δυνάμεων με την κρίσιμη κοινωνική μάζα μπορούμε να το αντιληφθούμε από την αναλογία της εκπροσώπησής τους μέσα στα ίδια τα συμβούλια εργατών και στρατιωτών, η οποία ήταν αρνητική για τους επαναστάτες.
Συγκεκριμένα από τους 489 εκπροσώπους του Α’ Συνεδρίου των Συμβουλίων Εργατών και Στρατιωτών (405 από τα εργατικά συμβούλια και 84 από τα στρατιωτικά) οι 288 ήταν σοσιαλδημοκράτες, 90 ήταν ανεξάρτητοι σοσιαλδημοκράτες, 50 ανεξάρτητοι, 25 δημοκράτες, 25 μέλη της «φράξιας στρατιωτών», 11 μέλη της πλατφόρμας «ενωμένοι επαναστάτες» και μόλις 10 σπαρτακιστές.12 Η σύνθεση αυτή ίσως να φαντάζει λιγότερο αποκαρδιωτική εάν αναλογιστούμε ότι πολλοί από τους ρεφορμιστές εκπροσώπους των εργατικών συμβουλίων δεν ήταν εργάτες οι ίδιοι. Στην πραγματικότητα οι εργάτες και οι υπάλληλοι αποτελούσαν κάτι λιγότερο από το μισό των εκπροσώπων. Επίσης θα πρέπει να θυμόμαστε ότι ακόμη και στη Ρωσία, λίγους μήνες πριν την Οκτωβριανή εξέγερση, οι συσχετισμοί δεν ήταν πολύ καλύτεροι: Το 1ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ είχε αναδείξει μόλις 105 μπολσεβίκους σε σύνολο 1090 εκπροσώπων και όχι πολύ περισσότερους σοσιαλεπαναστάτες.13 Όμως εκεί το αποτέλεσμα αυτό κρίθηκε με σύνεση, από ένα κόμμα με εμπειρία άνω της μίας δεκαετίας και αφού έγινε οργανωμένη και στοχευμένη δουλειά στους κρίσιμους χώρους, επιχειρήθηκε την κατάλληλη στιγμή ένα αποφασιστικό χτύπημα, που δημιούργησε τετελεσμένα απέναντι στον ταξικό εχθρό και κάλεσε τους εργάτες και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις να πάρουν θέση ενώπιον της κατάστασης αυτής.
Στην περίπτωση της Γερμανίας όμως είχαμε ένα νεοσύστατο κόμμα, δίχως προηγούμενη επαναστατική πείρα, που στην προσπάθειά του να διαχωρίσει τη θέση του από την προδοτική δεξιά σοσιαλδημοκρατία του SPD και την μετριοπαθή, ατελέσφορη στάση της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας του USPD, ακύρωσε κάθε φωνή που πρότεινε την τιθάσευση των εξεγερσιακών διαθέσεων του επαναστατημένου πλήθους σε μία γραμμή προοδευτικής ζύμωσης της σοσιαλιστικής κατεύθυνσης της επανάστασης μέσα από μαζικά όργανα εκπροσώπησης, ενδεχομένως και συμμετοχής στις εκλογές για συντακτική συνέλευση (θέση που όπως είδαμε μειοψήφησε στην πρώτη συνδιάσκεψη αντιπροσώπων του KPD και την οποία παρεμπιπτόντως είχαν στηρίξει οι Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ) ώστε να κερδηθεί χρόνος: πρώτον για προπαγάνδα των θέσεων των επαναστατών αντιπαραθετικά με τις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων και του Συνεδρίου των Συμβουλίων Εργατών και Στρατιωτών – τα οποία ήλεγχε το SPD λαμβάνοντας αποφάσεις που κινούνταν έξω από τις προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων, ακόμη και έξω από τις επιταγές του δικού του προγράμματος,– και δεύτερον για την πραγματική συγκρότησή των επαναστατικών δυνάμεων σε κόμμα με ουσιαστικές, λειτουργικές δομές, κοινωνική γείωση και θεωρητική επάρκεια. Δεν είναι ανάγκη να τονίσουμε και εδώ πως η ακραία συμπίεση του ιστορικού χρόνου που έφερνε η επαναστατική κατάσταση θα επιτάχυνε αυτές τις διαδικασίες.
Σήμερα, έναν σχεδόν αιώνα μετά την «εξέγερση των σπαρτακιστών», το ηρωικό αυτό κορύφωμα της εξόδου του γερμανικού προλεταριάτου στην Ιστορία, η απόσταση που μας χωρίζει, η επιπόλαια ανάγνωσή της και κάποτε η συνειδητή παραχάραξη, δεν αποτελούν συνθήκες ικανές για να μας αποτρέψουν από το να σταχυολογήσουμε δυο – τρία συμπεράσματα, που εισάγοντάς τα ως προβληματικές στη σύγχρονη συζήτηση για το ρόλο της Αριστεράς να τιμήσουμε τη μνήμη των εκατοντάδων νεκρών αγωνιστών της γερμανικής επανάστασης (ανάμεσά τους και των Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ ). Δεν έχω την πρόθεση να τα κωδικοποιήσω εδώ, αυτή είναι μία δουλειά που βαραίνει τα συλλογικά πολιτικά υποκείμενα του σύγχρονου κινήματος. Νομίζω όμως ότι το άρθρο αυτό περιγράφει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει καθένας μας να τα αναζητά όταν κοιτάζει με δέος το βουνό της 15ης του Γενάρη, που κόντρα στη σιωπή της ιστορίας των νικητών σαλπίζει ακόμη:
«Ήμουν, Είμαι και θα Είμαι»14



1 Antonio Gramsci, “Sotto la Mole”, Avanti!, 1 Ιανουαρίου 1916
2 Αρχικά στην κυβέρνηση εκπροσωπούνταν ισότημα το SPD και το USPD, ωστόσο όταν ξεκίνησαν οι διαδικασίες για ανάδειξη νέας κυβέρνησηςστο Σέρκους Μπους, η Εκτελεστική Επιτροπή του Εργατικού και του Στρατιωτικού Συμβουλίου του Βερολίνου διάλεξε 12 δήθεν ανεξάρτητους αντιπροσώπους των στρατιωτών για τους οποίους η αρχή της ισότητας των οργανώσεων παραβλέφθηκε. Ελέγχοντας τη φρουρά του Βερολίνου το SPD κατάφερε να προσεταιριστεί την πλειοψηφία ελέγχοντας τα 2/3 της Επιτροπής. Επιπλέον σε υπουργικές θέσεις διατηρήθηκαν παλιοί αντιδραστικοί υπουργοί που αν και ελέγχονταν θεωρητικά και από τα δύο κόμματα, στην πραγματικότητα λογοδοτούσαν στο SPD. Βλ. Heinrich August Winkler, German, the Long Road West (1789 – 1933), vol. II, Oxford University Press, 2006 & Prudhommeaux Andre, Σπάρτακος – Η Κομμούνα του Βερολίνου 1919, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1981
3 Βλ. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τι ζητάει ο Σπάρτακος. Γράμματα από τη Φυλακή, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 2005
4 Prudhommeaux Andre, Σπάρτακος – Η Κομμούνα του Βερολίνου 1919, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1981
5 Αναφορά στα άρθρα “Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο” και “Και όμως!”
6 βλ. Geoff Eley, Σφυρηλατώντας τη Δημοκρατία, τόμος Α', εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα, 2010
7 Η φράση στα εισαγωγικά από το άρθρο της Ρόζας Λούξεμπουργκ “Τι ζητάει ο Σπάρτακος”, βλ. Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τι ζητάει ο Σπάρτακος. Γράμματα από τη Φυλακή, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 2005
8 βλ. ενδεικτικά Ι.Β. Λένιν, Η Προλεταριακή Επανάσταση και ο Αποστάτης Κάουτσκι, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1987
9 Karl Liebknecht,Selected Speeches and Essays, Berlin 1952, transcription by Einde O’Callaghan for Marxists' Internet Archive, available at http://www.marxists.org/archive/liebknecht-k/works/1915/05/main-enemy-ho...
10 Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τι ζητάει ο Σπάρτακος. Γράμματα από τη Φυλακή, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 2005
11 Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τι ζητάει ο Σπάρτακος. Γράμματα από τη Φυλακή, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 2005
12 Prudhommeaux Andre, Σπάρτακος – Η Κομμούνα του Βερολίνου 1919, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1981
13 Bettelheim Charles, Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ – 1η περίοδος 1917 – 1923, εκδ. Κουκίδα, Αθήνα, 2010
14 Από το τελευταίο άρθρο της Ρόζας Λούξεμπουργκ “Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο”.