Ο Αντιπεριφερειάρχης Δυτικής Αθήνας Σπύρος Τζόκας με μια επιστολή καταθέτει την αποχώρησή του από τον ΣΥΡΙΖΑ περιγράφοντας γλαφυρά το ταξίδι από τον Συνασπισμό του '89 έως την υποταγή της ηγετικής ομάδας του Τσίπρα στα μνημόνια και τους δανειστές.
του Σπύρου Τζόκα *
Είκοσι έξι χρόνια πέρασαν από τότε. Τότε ήταν το 1989. Μέσα από την κατάρρευση γεννιόταν η ελπίδα, από τη στάχτη ο φοίνικας. Από τα προδομένα «πιστεύω» μας, από τα συντρίμμια γεννήθηκε εδώ, στον τόπο μας, και πάλι η ελπίδα: η ενότητα της Αριστεράς, ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου. Και εγώ εκεί, με όνειρα και προσδοκίες και πολλή… μα παρά πολύ πίστη. Δεν τη χαρήκαμε και πολύ την ενότητα αυτή. Η τραγωδία της Αριστεράς και πάλι παρούσα. Δεν συμπληρώθηκαν ούτε δύο χρόνια από το σπουδαίο εγχείρημα.
Η ενότητα της Αριστεράς τσαλακώθηκε και τελικά μάτωσε. Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου άλλαξε σύνθεση, άλλαξε πρόσωπο. Μεταλλάχθηκε.
Τα επιχειρήματα για τις ευθύνες ήταν και αυτά μέρος της τραγωδίας. Πάλι από την αρχή, να αντλήσουμε δυνάμεις, να σηκωθούμε, να ξεσκονίσουμε τα ρούχα μας και να συνεχίσουμε.
Και ενός κακού μύρια έπονται: η Αριστερά που πιστέψαμε πριν από λίγα χρόνια ότι θα μεγαλουργήσει, δεν καταφέρνει να μπει ούτε στη Βουλή… και η τότε κλειστοφοβική και ανασφαλής πρόεδρος καταφεύγει σε πιο ασφαλείς κομματικούς τόπους... Μας εγκαταλείπει στη φουρτούνα, μαζί με άλλους ριψάσπιδες. Το πλοίο χωρίς καπετάνιο. Θυμάσαι τότε, σύντροφε, τον χλευασμό… «Να συνεδριάσετε σε τηλεφωνικό θάλαμο τόσοι που μείνατε» ή «πόσο ακόμα θα σηκώνεις αυτό το τελειωμένο λάβαρο;» μας έλεγαν αυτοί που σήμερα μας δείχνουν την πόρτα. Κάτω από αυτό το τελειωμένο λάβαρο που σήκωνα εγώ και οι σύντροφοί μου καλύπτονται σήμερα. Το σπίτι δεν είναι δικό τους. Κατέστρεψαν τα δικά τους σπίτια και κατέφυγαν στο δικό μας… να κάνουν την ίδια δουλειά. Πάλι από την αρχή, να αντλήσουμε δυνάμεις, να σηκωθούμε, να ξεσκονίσουμε τα ρούχα μας και να συνεχίσουμε.
Και συνεχίσαμε. Πιστεύαμε τότε ότι ο πόνος και το δάκρυ, η συντριβή και οι αλήθειες μας μπορούν να γίνουν πηγή δύναμης και ζωής. Υπερασπίζαμε την τιμή, την αξιοπρέπεια, την ελευθερία μας. Πιστεύαμε ότι δεν πουλιούνται κι αγοράζονται τα πάντα. Δεχτήκαμε και χτυπήματα... τραυματιστήκαμε ψυχικά και σωματικά. Κάποιους θύτες αργότερα τους είδαμε μπροστά μας να παριστάνουν τα θύματα... να καρπούνται αυτά που χλεύαζαν... να κοκορεύονται σε αυτούς που έβριζαν.
Είναι ακόμα μπροστά μας αυτοί οι εφιάλτες. Τους βλέπουμε να βγάζουν λόγους στις τηλεοράσεις. Και μια μεγάλη πορεία. Και το αίσθημα της ηθικής υπεροχής διαπερνούσε την αριστερή μας συνείδηση για να γονιμοποιήσει τον αγώνα, που χωρίς αυτό θα παρέμενε ισοβίως άνοστος, ισοβίως άγονος, ισοβίως δέσμιος των δυσμενών συσχετισμών.
Ανταμώσαμε όλοι μαζί στις ευρωπορίες των συνδικάτων και στην προσπάθεια δημιουργίας του Κοινωνικού Φόρουμ. Αμφισβητούσαμε τότε, εκ βάθρων, αυτή την Ε.Ε. και την ευρωζώνη των αγορών που υπηρετούνταν και από τους υπαλλήλους των τραπεζιτών, τους αποκαλούμενους και «ηγέτες» της Ε.Ε., με το σύνθημα «Οι άνθρωποι πάνω απ’ τα κέρδη». Σχεδόν ταυτόχρονα, συγκροτούσαμε με μεγάλες δυσκολίες μα κι ανάλογες επιτυχίες τον χώρο διαλόγου και κοινής δράσης της Αριστεράς, ενώ το αμέσως επόμενο βήμα ήταν η δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών.
Και μετά, η βίαιη ωρίμανση και η κυβέρνηση. Η Ιστορία μάς έκανε την τιμή να μας φιλοξενήσει στα σαλόνια της. Η ιστορική ευθύνη που ακυρώσαμε ήταν πρωτόγνωρη και μοναδική. Η Ιστορία μάς καλούσε να αναδείξουμε τα πρότυπά μας και να τα υπερασπιστούμε. Και ο λαός ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα αυτό της Ιστορίας με ένα ακόμα βροντερό «όχι». Ο ελληνικός λαός με το περήφανο «όχι» του σε αφόρητες συνθήκες τρομοκρατίας έστειλε το μήνυμα της αντίστασης. Τα λαϊκά στρώματα μαζί με την ψήφο τους κατέθεσαν και την ψυχή τους νικώντας τον φόβο μήπως χάσουν τις αλυσίδες τους. Μας καλούσε η Ιστορία να δεθούμε στο κατάρτι της συνείδησής μας, της αξιοπρέπειάς μας σαν τους συντρόφους του Οδυσσέα. Να μην παρασυρθούμε από τις Σειρήνες του ατομικισμού και του ωφελιμισμού.
Εξάλλου, η Ιστορία το έχει αποδείξει: Πολλές φορές ο «ρεαλισμός» και ο «ορθολογισμός» αποδείχτηκαν τα δίδυμα αδελφάκια του φόβου για τη ζωή και της δειλής επιβίωσης. Αυτοί που λοιδορήθηκαν σαν τρελοί από τους συγχρόνους τους και συκοφαντήθηκαν ως ανεύθυνοι, αυτοί που απέδρασαν από την κατασκευασμένη πραγματικότητα ήταν αυτοί που άλλαξαν τα πράγματα.
Και ξαφνικά, πάλι τα ίδια. Σαν να μη συνέβη τίποτα. Υποταγή ή θάνατος! Αφόρητη πλήξη. Αφόρητη θλίψη... κατάθλιψη. Υβρις για τους αγωνιστές της Αριστεράς... για τους φυλακισμένους, εξορισμένους, βασανισμένους, εκτελεσμένους. Αυτούς που σήκωσαν το ανάστημά τους. «Δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς». Το επιχείρημα. Γιατί; Ποιος φταίει που «δεν μπορέσαμε να κάνουμε αλλιώς»; Ο Τσίπρας; Ο Σαγιάς; Ο Παππάς; Ο Δραγασάκης; Ο Βαρουφάκης; Εγώ; Ο Λαφαζάνης; Κανείς; Και γιατί δεν μπορέσαμε να κάνουμε αλλιώς; Δεν είχαμε τη στρατηγική; Δεν είχαμε την τακτική; Ή μήπως θεωρούμε ότι δεν υπάρχει εναλλακτική και λέγαμε ψέματα; Ή μοναδική λύση ήταν η υποταγή μας; Ποια αντίληψη κρύβεται ή ποιοι κρύβονται πίσω απ’ αυτό το τρομερό: «δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς»;
Και το γνωρίζουν όλοι οι σύντροφοί μου καλά ότι παρά τις σοβαρότατες αυτές εκτροπές από τη φυσιογνωμία του κόμματος και τη μετωπική σύγκρουση που μαινόταν στο γνωστό πλαίσιο ενός ακόμα άγριου αριστερού εμφυλίου, προσπάθησα με άλλους συντρόφους με προτάσεις τόσο στην Κεντρική Επιτροπή όσο και σε άλλα όργανα του κόμματος να απομακρύνουμε τη διάσπαση του κόμματος και να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις εξόδου από τα Μνημόνια.
Τόσο, όμως, η δική μου προσπάθεια όσο και άλλων συντρόφων υπονομεύθηκαν από συγκρουσιακές λογικές και από επιλογές της ηγεσίας, που όχι μόνον δεν βοηθούσαν την ενότητα, αλλά αντίθετα πυροδοτούσαν μία ακόμα διάσπαση. Οι ενέργειες αυτές προφανώς δεν ήταν τυχαίες, αλλά εξυπηρετούσαν μια στρατηγική, που δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, αλλά υποψιάζομαι ότι το αποτέλεσμά της θα είναι η βαθιά και μη αναστρέψιμη μετάλλαξη του ιστορικού ΣΥΡΙΖΑ. Αν είναι έτσι, τότε ο συλλογισμός μου, ότι η συμφωνία-μνημόνιο είναι προϊόν εκβιασμού, ακυρώνεται, καθώς μέρος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού ως αναγκαίο όρο διακυβέρνησης.
Συνεπώς, η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης με τον νεοφιλελευθερισμό δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα εξαναγκασμού, αλλά και το αποτέλεσμα της πολιτικής «γραμμής», τακτικής και στρατηγικής της ηγετικής ομάδας, του κυβερνητικού επιτελείου. Ετσι, η εκκολαπτόμενη θύελλα απεδείχθη ανεμογκάστρι! Με αέρα φούσκωσαν τα μυαλά μας, με αέρα ξεφούσκωσαν, διότι «δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς». Διότι η Αριστερά δεν μπορούσε παρά να κάνει ό,τι έκανε η Δεξιά. Πάλι από την αρχή, να αντλήσουμε δυνάμεις, να σηκωθούμε, να ξεσκονίσουμε τα ρούχα μας και να συνεχίσουμε. Οτι η Ελλάδα μπορεί να κάνει αλλιώς!
Και πάλι αντιμέτωπος με τις απαραβίαστες αλήθειες των άλλων, των σοφών και των συνοδοιπόρων. «Εχεις πρόταση;» με εγκαλούν, όταν επιχειρώ να ψελλίσω τη δική μου αλήθεια. Να ψελλίσω τη διαφωνία μου. «Αν όχι, κατέβα απ’ το τρένο», μου φωνάζουν! «Είσαι βαρίδι και μας καθυστερείς»! Βαρίδι λοιπόν… Τι είδους βαρίδι; Δεν γνωρίζω σε ποιους ανήκω: σε αυτούς που κρύβονται πίσω από την υπογραφή του προέδρου (μεγάλη προσβολή), σε αυτούς που υποστηρίζουν Μνημόνιο με δραχμή (και μη χειρότερα), σε αυτούς που επιδιώκουν την ανατροπή της αριστερής κυβέρνησης (αν είναι δυνατό) ή σε κάποιους άλλους αποδιοπομπαίους τράγους, που ακόμα έχουν το θράσος να διαφωνούν με κάποιες επιλογές. Και όλα αυτά, από αγαπητούς συντρόφους που χρόνια τώρα συναντιόμαστε στους δρόμους, έχουμε δακρύσει όχι μόνο από τα δακρυγόνα, έχουμε ματώσει, έχουμε αγαπήσει, έχουμε συνταξιδέψει νοερά ή πραγματικά… Και κυρίως από τον πρόεδρο, που είπε ότι είναι ο εγγυητής της ενότητας.
Θα μου πεις και τι έγινε. Η Ιστορία προχωράει και χωρίς εσένα… πάντα το έκανε αυτό. Σύμφωνοι. Σιγά το μπόι να τους εμποδίσω. Με κατάπιαν ήδη. Δεν έχω και αυτές τις αυταπάτες. Αλλες «αυταπάτες» ίσως ακόμα έχω: Δεν μπορώ, δεν θέλω να δεχτώ ότι πολλά από όσα λέγαμε ήταν εξωπραγματικά, ότι τόσα πολλά χρόνια, μια ολόκληρη ζωή, είχαμε κατασκευάσει μια χίμαιρα. Αυτό επιχειρούν να μας πείσουν όταν μιλούν έντονα για το τέλος της αυταπάτης ή και της Ιστορίας. Αυτή είναι μια δική μου αλήθεια. Και από την άλλη, οι αλήθειες των άλλων. Οχι, σύντροφοι… ούτε, ούτε. Ούτε με σένα σύντροφε ούτε με σένα. Συνεχίζω τον αγώνα μου, που άρχισα από μαθητής στην Αριστερά. Δεν φεύγω από τη μάχη, «δεν πάω σπίτι μου», αλλά κάνω αυτό που έκανα σ’ όλη μου τη ζωή: Δεν μπορώ να υπερασπιστώ κάτι που δεν πιστεύω και δεν εμπιστεύομαι. Δεν μπορώ να πιστέψω ούτε να αποδεχθώ αυτά που αντιπάλευα μια ολόκληρη ζωή, και αποχωρώ από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη πλευρά, δεν μπορώ να παρακολουθήσω ιδεολογικοπολιτικά το εγχείρημα των αγαπητών συντρόφων της Αριστερής Πλατφόρμας. Εξάλλου, η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης αποτελεί συλλογική μας αποτυχία. Ο καθένας και η κάθε μία από όλους εμάς θα πρέπει από εδώ και στο εξής να πάρει σε συλλογικό, αλλά και σε προσωπικό επίπεδο, μία πολιτική απόφαση. Οσο με αφορά, το έκανα. Μέσα από τα συντρίμμια θα προσπαθήσω λιθαράκι λιθαράκι να ανασυνθέσω και να ζωντανέψω τη δική μου αλήθεια. Πρέπει να το κάνω γρήγορα… δεν έχω απεριόριστο χρόνο. Και όταν το πετύχω, θα το μεταφέρω στα παιδιά μου, όπως το έκαναν και οι γονείς μου. Καλή επιτυχία, σύντροφοι… και δεν μου αρέσουν οι αποχαιρετισμοί… τους μισώ… όπως και τις διασπάσεις και τη σκόνη που προκαλούν.
Το ταξίδι συνεχίζεται. Το λέει και ο ποιητής: «Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε να ανασάνουμε, βλέπουμε να φωτίζονται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν… σώματα που δεν ξέρουν πια πώς να αγαπήσουν».
* αντιπεριφερειάρχης Δυτικής Αθήνας, μέλος Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ