Articles by "Χρηματοδοτήσεις"

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χρηματοδοτήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η Greenpeace Ιnternational είναι μία ιεραρχικά δομημένη οργάνωση – επιχείρηση, η οποία αυτοαποκαλείται «περιβαλλοντική». Έχει έδρα το Άμστερνταμ της Ολλανδίας και αποτελείται από τις επιμέρους οργανώσεις διαφόρων χωρών, γεωγραφικών περιοχών και ηπείρων, οι οποίες έχουν την επωνυμία Greenpeace και είναι κάτι σαν παραρτήματα ή θυγατρικές της.

Σε αυτήν την ανάρτηση θα ασχοληθούμε με το θέμα της χρηματοδότησης από το αμερικανικό και υπερεθνικό κεφάλαιο κυρίως μίας από αυτές, της Greenpeace των ΗΠΑ (Greenpeace USA). Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η έρευνα μας δεν περιλαμβάνει την αντίστοιχη χρηματοδότηση των οργανώσεων της Greenpeace στις υπόλοιπες χώρες που δραστηριοποιείται η επιχείρηση. Ο λόγος είναι ότι η νομοθεσία των κρατών στα οποία ανήκουν δεν τις υποχρεώνει να δημοσιεύουν τους χρηματοδότες τους, ούτε και τα ποσά που έχουν λάβει από κάθε έναν από αυτούς. Συνεπώς, τα σχετικά στοιχεία που είναι διαθέσιμα και που δημοσιεύουμε εδώ είναι ελάχιστα. Αντίθετα, στις ΗΠΑ η νομοθεσία επιβάλλει τη δημοσιοποίηση αυτών των οικονομικών στοιχείων κάθε χρόνο, με την υποβολή της φορολογικής δήλωσης.

Επίσης, σε αυτήν την ανάρτηση δεν θα ασχοληθούμε με την περιβαλλοντική ή και γενικότερη πολιτική της Greenpeace. Θα εστιάσουμε στους κυριότερους χρηματοδότες της, δηλαδή σε αυτούς για τους οποίους από τα ως τώρα δημοσιευμένα στοιχεία προκύπτει ότι έχουν δώσει τα περισσότερα χρήματα (κυρίως) στη Greenpeace των ΗΠΑ[1]. Δε θα επεκταθούμε στη γενικότερη λειτουργία τους στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Θα περιοριστούμε στα στοιχεία τα οποία αναδεικνύουν μερικές πτυχές των σχέσεων του κεφαλαίου και των δήθεν «φιλανθρωπικών» του ιδρυμάτων με τις επονομαζόμενες «περιβαλλοντικές» και «μη κυβερνητικές» οργανώσεις, και που αποτελούν τροφή για σκέψη για τον ρόλο αυτών των οργανώσεων και τη διαπλοκή τους με τους κρατικούς και υπερκρατικούς μηχανισμούς και τις παγκόσμιες οικονομικές ελίτ.

Η περηφάνια για τις χρηματοδοτήσεις – δωρεές από “φιλανθρωπικά ιδρύματα”

Στο καταστατικό της Greenpeace αναφέρεται σχετικά με την πολιτική χρηματοδότησης της ότι η επιχείρηση “βασίζεται στις εθελοντικές δωρεές μεμονωμένων πολιτών και σε οικονομική υποστήριξη από επιχορηγήσεις που κάνουν ιδρύματα για να χρηματοδοτήσουν το έργο της” και ότι “η Greenpeace δε ζητά και δε δέχεται χρηματοδότηση ή δωρεές σε μετρητά από κυβερνήσεις, εταιρείες (επιχειρήσεις), πολιτικά κόμματα και πολυεθνικούς κυβερνητικούς φορείς”.

Στο έντυπο οικονομικών στοιχείων του 2020, η Greenpeace υπερηφανεύεται για τα οικονομικά της και για την προέλευση των εσόδων της: “είμαστε άκρως περήφανοι για το ότι όλα μας τα έσοδα προέρχονται από εκατομμύρια μεμονωμένους ανθρώπους και από έναν μικρό αριθμό φιλανθρωπικών ιδρυμάτων”.

Η Greenpeace μάς λέει ότι δε δέχεται χρηματοδοτήσεις από εταιρείες (επιχειρήσεις) και ότι δέχεται επιχορηγήσεις από ιδρύματα. Δεν μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά αυτήν τη δήλωση. Όλοι οι επιχειρηματικοί όμιλοι και οι εταιρείες που ελέγχονται από το αμερικανικό και υπερεθνικό κεφάλαιο έχουν στήσει «ιδρύματα», μέσω των οποίων χρηματοδοτούν τις όποιες «περιβαλλοντικές» ή άλλες οργανώσεις έχουν υπό την επιρροή τους. Είναι τουλάχιστον φαιδρό να ισχυρίζεται κανείς ότι δεν παίρνει χρήματα από το δεξί χέρι μίας εταιρείας, αλλά δέχεται να τα πάρει από το αριστερό της χέρι.



Στη συνέχεια θα δούμε μερικά στοιχεία για μερικά από τα «ιδρύματα» που χρηματοδοτούν τη Greenpeace (της ΗΠΑ), τα οποία η ίδια ονομάζει “φιλανθρωπικά”, δεχόμενη τον αυτοπροσδιορισμό τους ως τέτοια. Ο αριθμός τους δεν είναι καθόλου μικρός. Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία, από το 1989 ως σήμερα, μόνο η Greenpeace των ΗΠΑ έχει λάβει δωρεές από εκατοντάδες τέτοια «ιδρύματα». Επίσης, όπως θα διαπιστώσετε, ούτε τα ποσά που λαμβάνει η Greenpeace από αυτά είναι μικρά.

Επίσης, θα δούμε πόσο φιλανθρωπικά είναι αυτά τα ιδρύματα και τι σχέσεις διαπλοκής και συγκοινωνούντων δοχείων έχουν οικοδομηθεί μεταξύ αυτών και της Greenpeace. Τα ίδια ισχύουν βέβαια και για τις υπόλοιπες «περιβαλλοντικές» και «μη κυβερνητικές» οργανώσεις, που είτε τις έχουν ιδρύσει τα αφεντικά αυτών των «ιδρυμάτων» για να χρηματοδοτούν τα προγράμματα τους χωρίς να πληρώνουν φόρο, είτε ελέγχονται απόλυτα από αυτά, μέσω των χρηματοδοτήσεων – δωρεών που τους γίνονται αλλά και μέσω έμπιστων ανθρώπων τους που δουλεύουν σε αυτές τις οργανώσεις – επιχειρήσεις. Αυτοί συνήθως είναι πρώην ανώτεροι υπάλληλοι των διαφόρων εταιρειών έχουν στήσει αυτά τα «ιδρύματα».

Τα φιλανθρωπικά ιδρύματα της δυναστείας Rockefeller

Όταν μιλάμε για τη δυναστεία Rockefeller, μιλάμε για έναν από τους ισχυρότερους πόλους εξουσίας, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Η δράση της απλώνεται σε όλους σχεδόν τους τομείς της καπιταλιστικής οικονομικής δραστηριότητας. Οι δωρεές της γίνονται μέσω των τριών ιδρυμάτων που έχει ιδρύσει (κυρίως) γι’ αυτόν τον σκοπό: Rockefeller Brothers Fund, Rockefeller Family Fund και Rockefeller Foundation.

Ο ιδρυτής της δυναστείας, John Rockefeller, είναι γνωστός για το μεγάλο πετρελαϊκό τραστ-καρτέλ που είχε δημιουργήσει τον 19ο αιώνα, ελέγχοντας για πολλά χρόνια την διανομή πετρελαίου στις ΗΠΑ. Τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα η δυναστεία επέκτεινε τις δραστηριότητες της στον πολιτικό, επιχειρηματικό, κατασκευαστικό, φαρμακευτικό, εκπαιδευτικό, επιστημονικό-ερευνητικό, και κυρίως στον τραπεζικό και τον ευρύτερο οικονομικό τομέα. Σήμερα είναι μία από τις πλουσιότερες και ισχυρότερες οικογένειες στον κόσμο, έχοντας στην κατοχή της ή υπό τον έλεγχο της μία πλειάδα τραπεζών, χρηματοπιστωτικών οργανισμών, πετρελαϊκών, φαρμακευτικών, επενδυτικών και άλλων εταιρειών, καθώς και μέσων μαζικής παραπληροφόρησης, κολεγίων, πανεπιστημίων και ερευνητικών και άλλων ιδρυμάτων, κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Ουσιαστικά στις ΗΠΑ λειτουργεί ως ένα νομιμοποιημένο υπερκράτος – παρακράτος, έχοντας στα χέρια της τον έλεγχο ενός μεγάλου μέρους των δραστηριοτήτων του αμερικανικού και παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.

Θα περίμενε κανείς πως οι επιχειρήσεις μίας τόσο εύρωστης οικονομικά δυναστείας θα ήταν αυτοχρηματοδοτούμενες. Από την άλλη, θα ήταν περίεργο το κεφάλαιο να μη χρησιμοποιούσε τον υπηρέτη του, το κράτος, για να τον απομυζήσει. Ως γνήσιοι εκφραστές του καπιταλισμού, οι Rockefellers το πράττουν συστηματικά. Για παράδειγμα, το Πανεπιστήμιο Rockefeller (Rockefeller University) χρηματοδοτείται σε ποσοστό 36% από κονδύλια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του. Από το 2008 ως το 2022 έχει λάβει από το κράτος των ΗΠΑ πάνω από 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια. Το ίδιο χρονικό διάστημα, η εταιρεία Rockefeller Phinanthropy Advisors έλαβε από το κράτος των ΗΠΑ 21,9 εκατομμύρια δολάρια.

Είναι πρακτικά αδύνατο να επεκταθούμε εδώ σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων της δυναστείας. Στη συνέχεια θα αναφέρουμε επιγραμματικά το ρόλο της σε κάποιες από αυτές, οι οποίες είναι κοντά στο αντικείμενο μίας (αυτο)αποκαλούμενης «περιβαλλοντικής» οργάνωσης. Επίσης, θα παραθέσουμε μερικά στοιχεία και πληροφορίες που αναδεικνύουν τη διαπλοκή της δυναστείας με αυτού του είδους τις οργανώσεις.

Τo 1863 ο John Rockefeller ίδρυσε το πρώτο διυλιστήριο πετρελαίου στις ΗΠΑ. Μερικά χρόνια μετά, το 1870, ίδρυσε την εταιρεία παραγωγής, διύλισης και μεταφοράς πετρελαίου Standard Oil. Περίπου μία δεκαετία αργότερα είχε δημιουργήσει ένα από τα ισχυρότερα καρτέλ (τραστ) στον κόσμο. Το 1911 το ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ καταδίκασε τον John Rockefeller για τρία κακουργήματα και διέταξε τη διάλυση του καρτέλ (τραστ) του. Ωστόσο, οι εταιρείες του συνέχισαν να λειτουργούν (θεωρητικά) αυτόνομα. Δύο χρόνια αργότερα, το 1913, η δυναστεία αποφάσισε να επεκταθεί – δραστηριοποιηθεί στον φαρμακευτικό τομέα. Ανακάλυψε ότι μέσω της «φιλανθρωπίας» μπορεί να ξεπλένει χρήμα, να φοροδιαφεύγει, να προωθεί μαζικά τα προϊόντα της φαρμακοβιομηχανίας και εν τέλει να την ελέγξει, βγάζοντας προς τα έξω το προσωπείο του καλού φιλάνθρωπου επιχειρηματία. Σε αυτά τα πλαίσια, το 1913 ιδρύεται το Ίδρυμα Rockefeller (Rockefeller Foundation), ως βιτρίνα και πολυεργαλείο των επιχειρήσεων της δυναστείας.

Στις αρχές του 20ου αιώνα η έρευνα της (χειραγωγούμενης από το κεφάλαιο) επιστήμης στράφηκε στις χρήσεις που θα μπορούσαν να έχουν τα προϊόντα της πετρελαϊκής βιομηχανίας στην παραγωγή μη φυσικών (συνθετικών) φαρμάκων, σε όφελος της πετρελαϊκής και φαρμακευτικής βιομηχανίας και σε βάρος των φυσικών φαρμάκων και ιαμάτων. Η συνεισφορά της δυναστείας Rockefeller σε αυτό το εγχείρημα, καθώς και και στην αλλαγή του προσανατολισμού των ιατρικών σχολών και νοσοκομείων στις ΗΠΑ, ήταν αποφασιστική[2].

Την ίδια περίπου εποχή, η δυναστεία Rockefeller υποστήριξε την έρευνα πάνω στην ευγονική, τόσο στη ναζιστική Γερμανία όσο και στις ΗΠΑ. Μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο χρηματοδοτούσε συστηματικά τις φυλετικές έρευνες των ναζί και του καθεστώτος τους. Μία από αυτές ήταν αυτή του γνωστού δολοφόνου – εγκληματία Josef Mengele. Απλόχερες ήταν οι χρηματοδοτήσεις των Rockefellers στο Ινστιτούτο Kaiser Wilhelm ήδη από τη δεκαετία του 1920. Αυτό το Ινστιτούτο διεξήγαγε εντατικά πειράματα ευγονικής και συνεισέφερε στη δημιουργία και παραγωγή των δηλητηριωδών αερίων που χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Μετέπειτα αποτέλεσε για πολλά χρόνια το «επιστημονικό» όργανο των ναζί και του καθεστώτος τους.

Οι εταιρείες της δυναστείας είχαν στενές σχέσεις με την κοινοπραξία IG Farben, η οποία προέκυψε από την ένωση των εταιρειών AGFA, BASF, Bayer και Hoechst, και αποτέλεσε τη βασική οικονομική δομή του ναζιστικού καθεστώτος. Το 1929 η κοινοπραξία πούλησε τα δικαιώματα υγροποίησης πετρελαίου εκτός Γερμανίας στην Standard Oil των Rockefellers και στη συνέχεια οι δύο εταιρείες ίδρυσαν την Standard Farben, στην οποία η IG Farben είχε το 20% των μετοχών. Το 1933 η IF Farben ήταν η μεγαλύτερη χημική και φαρμακευτική εταιρεία στον κόσμο. Μέσω της Standard Farben η δυναστεία Rockefeller προμήθευε καύσιμα στο ναζιστικό καθεστώς, τόσο πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο όσο και κατά τη διάρκεια του. Η IG Farben ήταν αυτή που έχτισε το μεγάλο βιομηχανικό συγκρότημα του Auschwitz, μέσα στο οποίο βρισκόταν το γνωστό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Στα εργαστήρια της παραγόταν το αέριο Zyklon B που χρησιμοποίησαν οι ναζί για να εξοντώσουν εκατομμύρια ανθρώπους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τόσο αυτό το συγκρότημα όσο και οι εγκαταστάσεις της στην Φραγκφούρτη έμειναν άθικτες στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Δε βομβαρδίστηκαν ποτέ από τους «συμμάχους», παρότι τόσο η Φραγκφούρτη όσο και άλλα μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα της Γερμανίας ισοπεδώθηκαν κατά τον πόλεμο αυτόν. Ο Rockefeller χρησιμοποίησε την επιρροή του στον John J. McCloy, τότε υφυπουργό πολέμου των ΗΠΑ (και πρώην σύμβουλο της IG Farben…) και κατάφερε να μην πέσει ούτε μία βόμβα σε αυτά τα συγκροτήματα. Μετά τον πόλεμο όλες οι μετοχές της εταιρείας που ανήκαν στους Γερμανούς πέρασαν στα χέρια των Rockefellers και της J.P. Morgan.

Στη Δίκη της Νυρεμβέργης 24 υψηλόβαθμα στελέχη της IG Farben καταδικάστηκαν για εγκλήματα πολέμου. Ωστόσο, έπεσαν στα μαλακά. Η ανώτερη ποινή που εξέτισαν κάποιοι από αυτούς ήταν τέσσερα χρόνια. Αυτό συνέβη εν μέρει λόγω της μεσολάβησης του Nelson Rockefeller, ο οποίος τότε ήταν κυβερνήτης της πολιτείας της Νέας Υόρκης και μετέπειτα έγινε υφυπουργός εξωτερικών και ειδικός σύμβουλος της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Κατόπιν, πολλοί από εκείνους τους ναζί εγκληματίες προσλήφθηκαν ως ανώτερα στελέχη από υπερεθνικούς εξουσιαστικούς οργανισμούς και από μεγάλες χημικές και φαρμακευτικές εταιρείες των ΗΠΑ και της Ευρώπης, κάποιες εκ των οποίων ελέγχονται μέχρι σήμερα από τη δυναστεία.

Το Ίδρυμα Rockefeller έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιβολή των συνθετικών φαρμάκων – υποπροϊόντων της πετροχημικής βιομηχανίας, σε βάρος των φυτικών θεραπειών. Έχει επενδύσει τεράστια ποσά στους τομείς της γεωργίας, της μοριακής βιολογίας και της βιοτεχνολογίας (1, 2, 3). Ήταν αυτό που συνέδεσε με άμεσο τρόπο τα συμφέροντα της αγροτικής και της βιοτεχνολογικής βιομηχανίας, επιταχύνοντας τη μεταβολή της γεωργίας σε «agribusiness». Μερικές από τις βασικές του προτεραιότητες στους προαναφερθέντες τομείς ήταν να μονοπωλήσει τους σπόρους που θα επιβάλλονταν στους αγρότες, να προωθήσει-επιβάλλει τις γενετικώς τροποποιημένες καλλιέργειες (1, 2) και τη χρήση των προϊόντων της χημικής βιομηχανίας που συνδέονται με αυτές (π.χ. φυτοφάρμακα) και τελικώς να ελέγξει την αλυσίδα της παγκόσμιας παραγωγής τροφής.

Το 2001 η Greenpeace δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο “Η ψεύτικη υπόσχεση για το γενετικώς τροποποιημένο ρύζι”. Σε αυτό αντιτίθεται στην επιχείρηση δημιουργίας γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών ρυζιού σε διάφορες χώρες της Ασίας. Όπως είναι ευρέως γνωστό (και όπως αναφέρεται και στο άρθρο), ο κύριος χρηματοδότης αυτής της επιχείρησης ήταν το Ίδρυμα Rockefeller, το οποίο είναι ένας από τους χρηματοδότες της Greenpeace. Τo 1960 η κυβέρνηση των Φιλιππινών, το Ίδρυμα Rockefeller και το Ίδρυμα Ford, ίδρυσαν το Διεθνές Ινστιτούτο Έρευνας για το Ρύζι (International Rice Research Institute, IRRI), με σκοπό τη δημιουργία γενετικά τροποποιημένων ποικιλιών ρυζιού. Το 2003 διορίστηκε διευθυντής του Ινστιτούτου ο Gerard Barry, ο οποίος είχε διατελέσει διευθυντής στη Monsanto για είκοσι χρόνια. Το 2016, η Jackie Hughes, αναπληρώτρια διευθύντρια του Ινστιτούτου, δήλωσε ότι παρότι κατά καιρούς υπήρχαν αντεγκλήσεις με την Greenpeace γι’ αυτό το θέμα, η Greenpeace ποτέ δεν παρεμπόδισε στην πράξη το έργο του Ινστιτούτου…

Το 2002 ιδρύθηκε στην Κένυα το Ίδρυμα Αφρικανικής Γεωργικής Τεχνολογίας (African Agricultural Technology Foundation, AATF) από το Ίδρυμα Rockefeller και άλλα ιδιωτικά ιδρύματα και κρατικούς φορείς της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ, με στόχο την εξάπλωση των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών στην Αφρική και την αποδοχή τους από τους αγρότες (ή καλύτερα την επιβολή τους σε αυτούς). Ένας από τους εταίρους του, ο (στρατιωτικός) Οργανισμός των ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη (U.S. Agency for International Development, USAID) το περιέγραψε ως “μία σύμπραξη μεταξύ των: USAID, Rockefeller Foundation, Monsanto, Dupont/Pioneer, Dow Agrosciences, Syngenta, and Aventis”. Στην ιστοσελίδα του, από τη λίστα των συνεργατών απουσιάζουν οι ιδιωτικές εταιρείες της σύμπραξης. Αυτές αναφέρονται μόνο στις περιγραφές των επιμέρους προγραμμάτων του. Ωστόσο, η πολλαπλή υποστήριξη που παρείχε η Monsanto (αλλά και οι υπόλοιπες εταιρείες) στο Ίδρυμα αναφέρεται σε διάφορες ιστοσελίδες κρατικών και ιδιωτικών οργανισμών που στηρίζουν το ΑΑΤF (1, 2, 3, 4), αλλά και διαφόρων πρωτοβουλιών που αντιτίθενται στα σχέδια του (1, 2, 3, 4).

Το 2006 τα Ιδρύματα Rockefeller και Bill and Melinda Gates ίδρυσαν από κοινού τη λεγόμενη “Συμμαχία για την Πράσινη Επανάσταση στην Αφρική” (AGRA, the Alliance for a Green Revolution in Africa) με σκοπό την προώθηση των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών και την εξάρτηση των αγροτών της Αφρικής από τα χημικά και βιοτεχνολογικά προϊόντα της αμερικανικής και παγκόσμιας βιομηχανίας. Θέσεις κλειδιά στην ιεραρχία της AGRA κατείχαν πρώην διευθυντικά στελέχη της Monsanto και μεγάλων εταιρειών βιοτεχνολογίας. Υποσχέθηκαν στους Αφρικανούς αγρότες ότι θα έβλεπαν τις σοδειές τους και τα εισοδήματα τους να διπλασιάζονται και τη φτώχεια και την πείνα να μειώνονται. Φυσικά τίποτα από αυτά δεν έγινε. Η πραγματικότητα που προέκυψε είναι πολύ πιο ζοφερή από αυτήν που βίωναν οι αγρότες πριν από τη συγκεκριμένη επέμβαση του κεφαλαίου των ΗΠΑ στην Αφρική.

Η AGRA έχει δεχτεί δριμεία κριτική από εκατοντάδες περιβαλλοντικές και πολιτικές συλλογικότητες, καθώς και από ανεξάρτητους επιστήμονες και σκεπτόμενους ανθρώπους. Οι πρώτες αντιδράσεις της Greenpeace ήρθαν πολύ όψιμα (περίπου δώδεκα χρόνια μετά την έναρξη των προγραμμάτων) και ήταν αρκετά «χλιαρές». Το 2021 διακόσιες οργανώσεις, συλλογικότητες και πρωτοβουλίες, έστειλαν μία ανοιχτή επιστολή στους χορηγούς της AGRA και στις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, της Μεγάλης Βρετανίας, του Καναδά, της Νορβηγίας και της Γερμανίας, ζητώντας τους την παύση της χρηματοδότησης της «Συμμαχίας». Μία από αυτές ήταν η Greenpeace της Αφρικής. Ίσως αυτή η τελευταία θα έπρεπε να στείλει και μία άλλη επιστολή στην Greenpeace International, στην Greenpeace των HΠΑ και σε όσες οργανώσεις της Greenpeace λαμβάνουν χρηματοδοτήσεις από τους ιδρυτές της AGRA και έχουν στενές σχέσεις με αυτούς, ζητώντας τους να σταματήσουν να λαμβάνουν δωρεές και κάθε είδους χρηματοδοτήσεις από το υπερεθνικό κεφάλαιο.

Τον Μάιο του 2009 ο David Rockefeller ήταν ένας από τους οργανωτές μίας συνάντησης μεταξύ μερικών από τους μεγαλύτερους καπιταλιστές – ολιγάρχες στον πλανήτη (1, 2, 3). Το κύριο θέμα της ήταν η δραστική μείωση του πληθυσμού του πλανήτη. ‘Οπως θα δούμε πιο κάτω, όλοι αυτοί οι τύποι ασχολούνται εντατικά με αυτό το θέμα τα τελευταία χρόνια. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στην έδρα του Πανεπιστημίου Rockefeller στη Νέα Υόρκη και σε αυτήν εκτός από τον David Rockefeller συμμετείχαν οι μεγιστάνες Bill Gates, Warren Buffett, Eli Broad, George Soros, Ted Turner, Oprah Winfrey και Michael Bloomberg.

Το 2010 το Ίδρυμα Rockefeller δημοσίευσε μία έκθεση πάνω σε τέσσερα σενάρια για το μέλλον της τεχνολογίας αλλά και της ανθρωπότητας. Ένα από αυτά τα σενάρια (“lock step”) περιέγραφε έναν δυστοπικό κόσμο που θα προέκυπτε μετά από μία πανδημία: “ένας κόσμος με στενότερο κυβερνητικό έλεγχο από τα πάνω προς τα κάτω, με πιο αυταρχικές ηγεσίες, με περιορισμένο πεδίο πρωτοβουλιών και με αυξανόμενες αντιδράσεις από τους πολίτες”.

Το 2014 το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates ίδρυσε την πλατφόρμα “The Cornell Alliance for Science”, με αρχικό κεφάλαιο 5,6 εκατομμυρίων δολαρίων, με σκοπό την ενίσχυση της προπαγάνδας υπέρ των μεταλλαγμένων φυτών και των προϊόντων της αγροχημικής και βιοτεχνολογικής βιομηχανίας. Το 2016 το Rockefeller University φιλοξένησε ένα εργαστήριο της Sense About Science. Τo 2018, o Ron Steiner, ένας από τους αντιπροέδρους του Ιδρύματος Rockefeller, ήταν ο κύριος ομιλητής σε μία εκδήλωση που διοργάνωσε η οργάνωση The Cornell Alliance for Science. Σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην ιστοσελίδα της, εκθειάζεται το Ίδρυμα Rockefeller για τη δημιουργία και τη γενικευμένη καλλιέργεια γενετικώς τροποποιημένων ειδών σιταριού στο Μεξικό το 1944.

Η Greenpeace έχει καταγγείλει τον ρόλο οργανώσεων όπως η Sense About Science USA, και κάποιων μέσων προπαγάνδας όπως η The Cornell Alliance for Science. Δεν έχει μιλήσει όμως ποτέ για το ποιοι βρίσκονται πίσω από αυτές. Επίσης, θεωρητικά η Greenpeace είναι αντίθετη στις γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες, τις οποίες προωθούν με θέρμη οι Rockefellers. Ωστόσο, αυτή της η εναντίωση δεν είναι ικανή για να την αποτρέψει να δεχτεί τις χρηματοδοτήσεις του Ιδρύματος Rockefeller ή έστω για να το καταγγείλει.

Τον Ιανουάριο του 2016 το Rockefeller Family Fund οργάνωσε με μεγάλη μυστικότητα μία συνάντηση στην έδρα του Ιδρύματος στη Νέα Υόρκη. Τo θέμα της μυστικής συνάντησης ήταν η ενορχήστρωση μίας συντονισμένης επίθεσης (από αυτές τις οργανώσεις, από τα antisocial media και τα μέσα μαζικής προπαγάνδας, καθώς και από πανεπιστημιακούς καθηγητές) στον πετρελαϊκό κολοσσό Exxon Mobil, ο οποίος δήλωνε προς τα έξω ότι η χρήση ορυκτών καυσίμων δεν έχει επιπτώσεις στην κλιματική αλλαγή, ενώ είχε στα χέρια του μία μελέτη που έδειχνε το αντίθετο. Στη συνάντηση συμμετείχε ο πρόεδρος και ανώτερα στελέχη του Ιδρύματος, καθώς και μέλη διάφορων «περιβαλλοντικών» οργανώσεων, μεταξύ των οποίων τρία υψηλόβαθμα στελέχη της Greenpeace: ο John Passacantando, ο Kert Davies και η Naomi Ages. Η πραγματοποίηση της συνάντησης και η ατζέντα της αποκαλύφτηκαν τρεις μήνες αργότερα. Ας δούμε μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία για τα τότε στελέχη της Greenpeace που πήραν μέρος σε αυτήν τη συνάντηση.

Ο John Passacantando είναι πρώην διευθυντικό στέλεχος της Greenpeace. Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της οργάνωσης, είναι ο μακροβιότερος εκτελεστικός διευθυντής στην ιστορία της, με θητεία στη θέση αυτή από το 2000 ως το 2008. Το 1992 είχε ιδρύσει την Ozone Action μαζί με τον Kert Davies και άλλα πρώην μέλη της Greenpeace. Όταν το 2000 μεταπήδησε στη Greenpeace, οι δύο εταιρείες συγχωνεύτηκαν. Θα συναντήσουμε το όνομα του και στη συνέχεια, μαζί με αυτό του Davies. Σημειώστε τα εγκωμιαστικά σχόλια του πρώην διευθυντή του Rockefeller Family Fund και ανώτερου στελέχους της Greenpeace, Donald Ross, γι’ αυτόν (βλ. αμέσως πιο κάτω για την εμπλοκή του Ross στην ιστορία διαπλοκής μεταξύ «περιβαλλοντικών» οργανώσεων και αμερικανικού κεφαλαίου). Επίσης, σημειώστε ότι είναι παντρεμένος με τη Lisa Guide, πρώην ανώτερο στέλεχος του Υπουργείου Εσωτερικών των ΗΠΑ, υπεύθυνη της προεκλογικής εκστρατείας του Clinton και από το 2003 ως σήμερα διευθύντρια στο Rockefeller Family Fund. Προϊστάμενος της Guide το 2016 ήταν ο Lee Wasserman, ένας από τους συμμετέχοντες στη μυστική συνάντηση. Από το 2008 η Guide είναι διευθύντρια στο δίκτυο Public Interest Projects που έστησε ο Donald Ross. Επίσης, από το 2003 ως το 2006 ήταν ανώτερο στέλεχος στην εταιρεία NEO Philanthropy. Όπως θα δούμε πιο κάτω και οι δύο αυτές επιχειρήσεις έχουν άμεση εμπλοκή στη διαπλοκή που εξετάζουμε.

Το 2017 τα ιδρύματα Oak και Marisla εμφανίστηκαν ως οι ιδρυτές του προγράμματος Plastic Solutions Fund. Στην ιστοσελίδα του Rockefeller Philanthropy Advisors, ενός από τα πολλά ιδρύματα της δυναστείας Rockefeller, αναφέρεται ότι το Plastic Solutions Fund είναι “ένα πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από το Rockefeller Philanthropy Advisors”. Η εκτελεστική διευθύντρια του είναι η Nicky Davies, πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της Greenpeace International και της Greenpeace των ΗΠΑ.

Το 2021 πραγματοποιήθηκε η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τα Διατροφικά Συστήματα. Το ίδιο έτος η Greenpeace δημοσίευσε στην ιστοσελίδα της ένα άρθρο του Davin Hutchins, υψηλόβαθμου στελέχους της οργάνωσης στις ΗΠΑ, στο οποίο επέκρινε την κατεύθυνση που είχε πάρει η Διάσκεψη. Το ίδιο επικριτικό ήταν ένα άρθρο που δημοσίευσε η Greenpeace του Καναδά. Ένας από τους συνδιοργανωτές της Διάσκεψης ήταν το Ίδρυμα Rockefeller, ένας από τους βασικούς χρηματοδότες της Greenpeace…

Όπως αναλύουμε διεξοδικά σε μία πρόσφατη ανάρτηση μας, το Ίδρυμα Rockefeller είναι ένας από τους πρωτεργάτες της επιχείρησης εμπορευματοποίησης – χρηματιστικοποίησης όλων των φυσικών πόρων του πλανήτη, η οποία μπήκε στην τελική της φάση τον Σεπτέμβριο του 2021 με τη δημιουργία του επενδυτικού προϊόντος των “φυσικών περιουσιακών στοιχείων (natural assets)” από το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (New York Stock Exchange, NYSE).

Η σχέση διαπλοκής μεταξύ της Greenpeace και των επιχειρήσεων και ιδρυμάτων της δυναστείας Rockefeller δεν περιορίζονται στις χρηματοδοτήσεις – δωρεές που κατά καιρούς λαμβάνει η Greenpeace από αυτά και στις σχέσεις εξάρτησης που αυτές δημιουργούν μεταξύ δωρητή και δωρολήπτη. Επεκτείνεται και στα πρόσωπα που στελεχώνουν τους δύο αυτούς επιχειρηματικούς ομίλους.

Ένα παράδειγμα είναι ο Donald Ross, επικεφαλής του Rockefeller Family Fund από το 1985 ως το 1999. Ο Ross ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Greenpeace και πρόεδρος της οργάνωσης από το 2002 ως το 2010. Επίσης, ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας Techrocks, μαζί με τους Richard και Stuart Rockefeller. H Techrocks ιδρύθηκε το 1999 από το Rockefeller Family Fund. Σημειώστε την ονομασία της. Θα τη συναντήσουμε λίγο πιο κάτω.

Συγκρατείστε ότι μαζί με ένα άλλο μέλος της Greenpeace, τον Ralph Nader, ο Ross έστησε το δίκτυο υποστήριξης «περιβαλλοντικών» οργανώσεων Public Interest Network, το οποίο αποτελείται τόσο από μη κερδοσκοπικές όσο και από κερδοσκοπικές οργανώσεις. Κατά καιρούς έχει κατηγορηθεί για παραβιάσεις των στοιχειωδών δικαιωμάτων των μισθωτών σκλάβων που έχουν δουλέψει για αυτές τις οργανώσεις.

Συγκρατείστε επίσης ότι είναι ο ιδρυτής και δηλωμένος ιδιοκτήτης της εταιρείας M+R Strategic Services, της οποίας βασικοί πελάτες είναι η 350.org, το Ίδρυμα Ρackard και κυρίως η εταιρεία- μεσάζοντας NEO Philanthropy, μέσω της οποίας, μόνο το 2013 και το 2014, η M+R Strategic Services έλαβε δωρεές συνολικού ύψους 9,1 εκατομμυρίων δολαρίων. Εκτός από αυτές τις δωρεές, σύμφωνα με στοιχεία του 2017, από το 2005 ως το 2008 και από το 2011 ως το 2015, η M+R Strategic Services έλαβε από τη NEO Philanthropy συνολικά 24,4 εκατομμύρια δολάρια για αμοιβές για “υπηρεσίες διαχείρισης προγραμμάτων”. Τι είδους προγράμματα υλοποιεί μία εταιρεία – μεσάζοντας; Το ποσό των 24,4 εκατομμυρίων δολαρίων αντιστοιχεί περίπου στο 60% του συνολικού ποσού που έλαβε αυτή η εταιρεία από 36 εταιρείες που τη μίσθωσαν για αντίστοιχες υπηρεσίες από το 2002 ως το 2017. Απορούμε πώς είναι δυνατόν μία εταιρεία – μεσάζοντας να είχε τόσες πολλές ανάγκες για τέτοιου είδους υπηρεσίες…

Σημειώνουμε ότι τη NEO Philanthropy χρησιμοποιούν κατά κόρον ως μεσάζοντα για να κάνουν μεγάλες δωρεές πολλοί οικονομικοί κολοσσοί, όπως τα Open Society Foundations (του George Soros), το Ίδρυμα Ford , το ‘Ιδρυμα ΜacArthur, το Rockefeller Brothers Fund Inc, το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates και το Carnegie Corporation of New York, και για μικρότερες δωρεές διάφορες εταιρείες, μεταξύ των οποίων η Greenpeace και η Sustainable Markets Foundation (βλ. πιο κάτω περισσότερα γι’ αυτήν την εταιρεία). Επίσης, η NEO Philanthropy έχει χρησιμοποιηθεί ως μεσάζοντας για την πραγματοποίηση δωρεών προς το Rockefeller Family Fund…

Ένα άλλο παράδειγμα της εν λόγω διαπλοκής είναι ο John Hepburn, υπεύθυνος των διαφημιστικών εκστρατειών της Greenpeace της Αυστραλίας για περίπου μία δεκαετία. Τον Μάρτιο του 2012, ύστερα από διαρροές στο διαδίκτυο, ο Hepburn αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι το 2011 η Greenpeace της Aυστραλίας είχε λάβει 70.000 δολάρια από το Rockefeller Family Fund για μία έρευνα χρονικής διάρκειας έξι μηνών πάνω στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της βιομηχανίας άνθρακα της Αυστραλίας. “Είναι ένα μικρό χρηματικό ποσό”, δήλωσε ο Hepburn μετά τις αποκαλύψεις. Τον πιστεύουμε. Σίγουρα θα έχουν περάσει άλλα, πολύ μεγαλύτερα από τα χέρια του.

Όλα τα παραπάνω δεν είναι ικανά για να αποτρέψουν την Greenpeace από το να δεχτεί τις συστηματικές χρηματοδοτήσεις – δωρεές της δυναστείας Rockefeller και τις όποιες σχέσεις μεταξύ χρηματοδότη και χρηματοδοτούμενου δημιουργούνται με την αποδοχή τους από τον τελευταίο.

Από το 2000 μέχρι το 2008 το (αυτο)αποκαλούμενο φιλανθρωπικό ίδρυμα Rockefeller Brothers Fund έδωσε στην Greenpeace των ΗΠΑ συνολικά 1.180.000 δολάρια. Συγκεκριμένα, το 2000 εγκρίθηκε μία χρηματοδότηση ύψους 100.000 για δύο χρόνια, το 2001 της έδωσε 375.000 δολάρια, το 2002 75.000 δολάρια, το 2003 125.000 δολάρια, το 2004 125.000 δολάρια, το 2005 100.000 δολάρια, το 2006 75.000 δολάρια, το 2007 75.000 δολάρια και το 2008 150.000 δολάρια. Toν Μάρτιο του 2018 η Greenpeace των ΗΠΑ έλαβε 70.000 δολάρια από το ίδιο ίδρυμα και τον Αύγουστο του 2019 άλλα 325.000 δολάρια. Επίσης, τον Αύγουστο του 2018 η Greenpeace της Πολωνίας έλαβε 38.000 δολάρια από το ίδιο ίδρυμα.

Μέχρι το 2005 η Greenpeace των ΗΠΑ είχε λάβει 115.000 δολάρια από το ίδρυμα Rockefeller Family Fund. Το 2011 η Greenpeace της Αυστραλίας έλαβε 70.000 δολάρια από το Rockefeller Family Fund για τη διενέργεια μίας περιβαλλοντικής μελέτης (βλ. λεπτομέρειες πιο κάτω).

Το 2001 το Ίδρυμα Rockefeller (Rockefeller Foundation) έδωσε 20.285 δολάρια στην Greenpeace των ΗΠΑ.

Oι φιλάνθρωποι μεσάζοντες της Sustainable Markets Foundation

H Sustainable Markets Foundation (SMF), παρά τη λέξη “Foundation” (Ίδρυμα) στον τίτλο της, είναι μία εταιρεία και όχι ένα ίδρυμα. Είναι μία από τις εταιρείες – μεσάζοντες οι οποίες στις ΗΠΑ ονομάζονται “fiscal sponsors”. Τo φορολογικό καθεστώς αυτών των εταιρειών τούς επιτρέπει να διοχετεύουν χρηματικά ποσά σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, χωρίς να πληρώνουν φόρο στο κράτος. Επίσης, για δωρεές κάτω των 5.000 δολαρίων δεν είναι υποχρεωμένες να δηλώνουν ούτε τα ποσά των μεταβιβάσεων ούτε και τους παραλήπτες τους. Δηλαδή για ποσά μικρότερα των 5.000 δολαρίων η αδιαφάνεια είναι πλήρης και θεσμοθετημένη. Για μεγαλύτερα ποσά η αδιαφάνεια επιτυγχάνεται μέσω της διαδικασίας που περιγράφουμε αμέσως μετά.

Αν κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (ιδιώτης ή εταιρεία) θέλει να μεταβιβάσει ένα ποσό σε ένα άλλο ως δωρεά, έχει δύο επιλογές για να μην πληρώσει φόρο στο κράτος των ΗΠΑ. Η πρώτη είναι να στήσει μία εταιρεία αντίστοιχη με τη Sustainable Markets Foundation. Αυτή η λύση όμως για πολλούς είναι ασύμφορη, επειδή προϋποθέτει αρκετά έξοδα τόσο για το στήσιμο όσο και για τη λειτουργία της εταιρείας. Η δεύτερη επιλογή είναι να το κάνει μέσω μίας εταιρείας – μεσάζοντα, όπως η Sustainable Markets Foundation, πληρώνοντας της μία (διαπραγματεύσιμη) προμήθεια. Έτσι λοιπόν, παρότι διάφορες μεγάλες επιχειρήσεις ή ιδρύματα έχουν τέτοιες δικές τους εταιρείες, σε πολλές περιπτώσεις προτιμούν να κάνουν τις δωρεές τους μέσω τρίτων, αφενός για να μειώσουν τα έξοδα και αφετέρου για να μπει στη διαδικασία και ένας ενδιάμεσος (μεσάζοντας) και να μεγιστοποιηθεί ο βαθμός αδιαφάνειας της δωρεάς.

Αν, για παράδειγμα, κάποιο μεγάλο ίδρυμα θέλει να δώσει ένα μεγάλο ποσό σε μία «περιβαλλοντική» οργάνωση, σπάει το ποσό αυτό σε δύο ή περισσότερα μικρότερα ποσά και τα στέλνει στην εταιρεία – μεσάζοντα. Αυτή μετά σπάει το ίδιο ποσό σε περισσότερα και το στέλνει στην οργάνωση σε δόσεις. Επειδή τα χρηματικά ποσά που λαμβάνει και αποστέλλει ο μεσάζοντας είναι πολλά και προέρχονται από πολλούς διαφορετικούς αποστολείς, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει κανείς ποιος (από τους αρχικούς αποστολείς) έχει στείλει τι και σε ποιον (από τους τελικούς αποδέκτες). Αν, π.χ. το παραπάνω ποσό για το οποίο μιλάμε είναι ένα εκατομμύριο δολάρια, το καλό φιλανθρωπικό ίδρυμα το σπάει σε δύο ποσά των 300.000 και σε άλλα δύο των 200.000 δολαρίων, τα οποία αποστέλλει σε τέσσερις δόσεις το πρώτο εξάμηνο του έτους. Το ίδιο ίδρυμα έχει δώσει και άλλα ποσά στον ίδιο μεσάζοντα, προκειμένου αυτός να τα στείλει σε άλλες οργανώσεις. Στη συνέχεια, το δεύτερο εξάμηνο του ίδιου έτους ο μεσάζοντας στέλνει στην «μη κυβερνητική» ή «περιβαλλοντική» οργάνωση π.χ. 500.000 σε μία δόση ή σε δύο δόσεις των 250.000 δολαρίων και τα υπόλοιπα τα στέλνει στις αρχές του επόμενου έτους σε μία ή περισσότερες δόσεις. Στην καλύτερη των περιπτώσεων (χειρότερη γι’ αυτούς), αυτό που μπορούμε να μάθουμε για ένα οικονομικό έτος είναι το συνολικό χρηματικό ποσό που έδωσε ο μεσάζοντας στην οργάνωση κατά το έτος αυτό. Ας πούμε ότι αυτό είναι τρία εκατομμύρια δολάρια. Όμως, αυτό το ποσό μπορεί να προέρχεται από διάφορα «ιδρύματα». Με το νομικό καθεστώς που διέπει τη λειτουργία αυτών των μεσαζόντων στΙς ΗΠΑ, είναι αδύνατο να μάθουμε ποιος έδωσε τι από αυτά τα τρία εκατομμύρια. Δηλαδή δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσα από αυτά τα τρία εκατομμύρια προέρχονται π.χ. από το ίδρυμα που έκανε τη δωρεά του ενός εκατομμυρίου δολαρίων του παραδείγματος μας.

Ουσιαστικά λοιπόν αυτές οι εταιρείες λειτουργούν ως μεσάζοντες μεταξύ μεγάλων ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων και των αποδεκτών των δωρεών τους, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για το ρόλο τους. Έχουν κατηγορηθεί πολλές φορές ότι είναι εταιρείες – βιτρίνες και συνεργοί σε ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Είναι αυτό το χρήμα που αποκαλείται συχνά “dark money”. Αυτά τα ωραία συμβαίνουν στις «δημοκρατίες» του «πολιτισμένου» κόσμου…

Η Sustainable Markets Foundation δεν έχει ιστοσελίδα, ούτε λογαριασμό σε κανένα από τα antisocial media. Η διεύθυνση που έχει δηλώσει είναι μία ταχυδρομική θυρίδα… Δηλώνει ότι είναι «μη κερδοσκοπική», ωστόσο στις φορολογικές της δηλώσεις δεν είναι δηλωμένη ως τέτοια. Χρηματοδοτείται από δεκάδες εταιρείες και ιδρύματα, μεταξύ αυτών το Ίδρυμα Park και αυτά της δυναστείας Rockefeller. Συγκεκριμένα, από το Rockefeller Brothers Fund, από το 2008 ως το 2010 έλαβε 603.000 δολάρια και από το 2018 ως το 2021 έλαβε κάτι παραπάνω από 1 εκατομμύριο δολάρια. Από το Rockefeller Brothers Fund και το Rockefeller Family Fund, το 2012 έλαβε 500.000 δολάρια. Από το Rockefeller Foundation το 2013 έλαβε 400.000 δολάρια.

Τα τρία από τα τέσσερα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου είναι πρώην ή νυν υψηλόβαθμα στελέχη του δικτύου PIRG, το οποίο, όπως είδαμε πιο πριν, είχε ιδρύσει ο Donald Ross, πρώην επικεφαλής του Rockefeller Family Fund και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Greenpeace. Αυτά είναι η Elizabeth Hitchcock, πρόεδρος της Sustainable Markets Foundation, ο Geoff Boehm, πρόεδρος και σύμβουλος, και ο Jay Halfon, γραμματέας και ταμίας της εταιρείας, και πρόσωπο κλειδί στη διαπλοκή που μόλις αρχίσαμε να εξετάζουμε. Επίσης, Τo δίκτυο PIRG έχει δεχτεί σημαντικές δωρεές μέσω της SMF. Το ποιος έχει κάνει αυτές τις δωρεές, δηλαδή το ποιος είναι από πίσω του, με βάση όσα εξηγήσαμε λίγο πιο πάνω, δεν μπορούμε να το ξέρουμε.

Ο Jay Halfon είναι επίσης διευθυντικό στέλεχος στην πολυπλόκαμη εταιρεία Earthworks, μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Ιδρύματος Park[3], ταμίας και πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της άκρως συστημικής και διαπλεκόμενης «περιβαλλοντικής» οργάνωσης 350.org (η οποία έχει πολύ στενές σχέσεις με τα ιδρύματα της οικογένειας Rockefeller και έχει «αδελφοποιηθεί» με την Greenpeace), της Confluence Philanthropy (η οποία ιδρύθηκε το 2009 από την Rockefeller Philanthropy Advisors), καθώς και της Techrocks (μαζί με τον… Donald Ross, πρώην διευθυντή του Rockefeller Family Fund και της Greenpeace), η οποία ιδρύθηκε το 1999 από το Rockefeller Family Fund.

Το ίδρυμα Park, στο οποίο δουλεύει ο Halfon, είναι ένας από τους βασικούς χρηματοδότες δεκάδων εταιρειών και οργανώσεων, όπως η Earthworks, το New York Public Interest Research Group Fund (το οποίο ανήκει στην Public Interest Research Group και στο οποίο δουλεύουν ή έχουν δουλέψει όλα τα καλά παιδιά αυτής της ωραίας ιστορίας διαπλοκής), η 350.org και φυσικά η SMF. Η τελευταία χρησιμοποιείται κατά κόρον από την 350.org ως μεσάζοντας για δωρεές. Η 350.org χρηματοδοτείται απλόχερα και έχει στενούς δεσμούς με ιδρύματα που ανήκουν σε επιχειρηματικούς κολοσσούς (1, 2), όπως το Foundation for the Carolinas, το Ίδρυμα Τides, τα ιδρύματα που ανήκουν στον George Soros και φυσικά αυτά της δυναστείας Rockefeller (1, 2). Τo 2011 συγχωνεύτηκε με μία «αδελφή» εταιρεία, την 1Sky. Και οι δύο αυτές εταιρείες στήθηκαν και λειτουργούν με απλόχερες δωρεές – χρηματοδοτήσεις των ιδρυμάτων της δυναστείας Rockefeller (1, 2, 3) και άλλων ισχυρών καπιταλιστικών κολοσσών των ΗΠΑ (1, 2, 3). Η συγχώνευση τους ανακοινώθηκε από το Rockefeller Family Fund με σωρεία εγκωμιαστικών σχολίων.

Ο ιδρυτής και πρόεδρος της 350.org είναι ο Bill McKibben, ο οποίος ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της 1Sky, πριν από τη συγχώνευση. Ο McKibben είναι ένας από πιο βαθιά διαπλεκόμενους ηγέτες καθεστωτικών «περιβαλλοντικών» οργανώσεων στις ΗΠΑ και κατά τη γνώμη μας σε παγκόσμιο επίπεδο. Συμμετείχε (μαζί με τρία στελέχη της Greenpeace και άλλους αγνούς οικολόγους) στη μυστική συνάντηση που είχε οργανώσει το 2016 στη Νέα Υόρκη το Rockefeller Family Fund προκειμένου να στηθεί μία επίθεση στην ExxonMobile. Ένα από τα τρία στελέχη της Greenpeace που συμμετείχαν -μαζί με τον McKibben- σε εκείνην τη συνάντηση ήταν ο Jay Halfon, ο οποίος μερικά χρόνια πιο πριν ήταν ο ταμίας της οργάνωσης 350.org που είχε στήσει ο McKibben. Θυμίζουμε ότι η 350.org είναι «αδελφοποιημένη» με την Greenpeace. H Kumi Naidoo, εκτελεστική διευθύντρια της Greenpeace International, είναι μέλος του γνωμοδοτικού συμβουλίου της 350.org.

Δεν έχει τέλος η διαπλοκή. Το 2009 ο πρώην διευθυντής της Greenpeace και γνωστός μας από προηγούμενο κεφάλαιο, John Passacantando, ίδρυσε μία εταιρεία με την επωνυμία Our Next Economy. Λίγες εβδομάδες πιο πριν είχε αποχωρήσει από τη Greenpeace χωρίς να αιτιολογήσει αυτήν του την κίνηση. Η εταιρεία που ίδρυσε δεν έχει ιστοσελίδα, ούτε λογαριασμό σε κανένα antisocial media, ούτε κάποια δημοσιευμένη δραστηριότητα. Ακόμα και ο ίδιος της ο ιδρυτής, στον λογαριασμό του στο Twitter δεν αναφέρει τίποτα γι’ αυτήν. Επειδή δεν έχει δηλωθεί ως μη κερδοσκοπική ή φιλανθρωπική, δεν είναι υποχρεωμένη να δημοσιεύει τις φορολογικές της δηλώσεις, στις οποίες θα βλέπαμε, μεταξύ άλλων, τους αποδέκτες των όποιων δωρεών της και τα αντίστοιχα ποσά τους. Η δηλωμένη έδρα της εταιρείας (1, 2) είναι μία έπαυλη 3.000 τ.μ. στην πιο ακριβή περιοχή της Virginia, πολύ κοντά στη Washington. Η έπαυλη ανήκει στη Lisa Guide, σύζυγο του Passacantando (1, 2, 3). Θυμίζουμε ότι η Guide είναι – εκτός των άλλων- διευθυντικό στέλεχος στο Rockefeller Family Fund και πρώην διευθύντρια σε δύο εταιρείες που έστησε ο Donald Ross: σε μία εταιρεία του δίκτυου Public Interest Projects και στην εταιρεία NEO Philanthropy.

Τα μοναδικά γνωστά έσοδα αυτής της εταιρείας είναι τα χρήματα που έφτασαν σε αυτήν με δωρεές που έγιναν μέσω της Sustainable Markets Foundation (SMF). Επειδή όμως αυτή η τελευταία είναι ένας μεσάζοντας, δε γνωρίζουμε ποιος ή ποιοι ήταν οι δωρητές (είπαμε πιο πριν ότι αυτό το χρήμα ονομάζεται “dark money”). Σίγουρα είναι κάποιοι από τη λίστα αυτών που έχουν κάνει δωρεές μέσω της SMF, με μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι εταιρείες ή ιδρύματα που έχουν κάποια σύνδεση με τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που σχετίζονται με την Our Next Economy. Ας δούμε λοιπόν μερικά ακόμη από αυτά.

Από το 2010 μέχρι το 2013 τα ποσά των δωρεών που έγιναν στην Our Next Economy (μέσω της SMF) ήταν από 180.000 ως 321.200 δολάρια. Συγκεκριμένα, το 2010 έλαβε 180.000 δολάρια, το 2011 επίσης 180.000 δολάρια, το 2012 έλαβε 195.000 δολάρια, το 2013 έλαβε 321.200 δολάρια. Ξαφνικά, το 2014 οι δωρεές αρχίζουν να απογειώνονται. Το 2014 έλαβε 1.085.000 δολάρια, το 2015 έλαβε 1.310.000 δολάρια, το 2016 έλαβε επίσης 1.310.000 δολάρια, το 2017 έλαβε 2.051.000, το 2018 έλαβε 2.245.000 δολάρια, το 2019 έλαβε 3.055.000 δολάρια. Από τότε που ιδρύθηκε μέχρι το 2019 αυτή η εταιρεία – φάντασμα έλαβε συνολικά 12 εκατομμύρια δολάρια! Η επίσημη αιτιολογία που αναγράφεται στις φορολογικές δηλώσεις της SMF είναι “συντονισμός προγραμμάτων”. Προγράμματα; Ποια είναι αυτά τα προγράμματα για τα οποία έλαβε τόσα χρήματα;

Το πιο κρίσιμο ερώτημα όμως είναι τι συνέβη το 2014 και εκτοξεύθηκαν οι χρηματοδοτήσεις –δωρεές προς την Our Next Economy. Τo 2014 λοιπόν, ο γνωστός μας πια Kert Davies, πρώην διευθυντικό στέλεχος της Greenpeace και παλιός συνεταίρος του Passacantando, ίδρυσε την εταιρεία Climate Investigations Center (CIC). Λίγους μήνες πιο πριν, τον Σεπτέμβριο του 2013, είχε φύγει (κι αυτός…) από τη Greenpeace χωρίς να αιτιολογήσει αυτήν του την κίνηση. Στην ιστοσελίδα της CIC εμφανίζονται μόνο δύο άτομα ως μέλη: ο Davies και ένας δημοσιογράφος. Η δηλωμένη έδρα της είναι μία ταχυδρομική θυρίδα στη Virginia, στο ίδιο προάστιο που βρίσκεται η έπαυλη της Lisa Guide, την οποία έχει δηλώσει ως έδρα της εταιρείας του ο Passacantando.

Και η Climate Investigations Center (CIC) (όπως ακριβώς η Our Next Economy) δεν είναι δηλωμένη ως μη κερδοσκοπική, ούτε ως φιλανθρωπική. Επομένως, και αυτή δεν είναι υποχρεωμένη να δημοσιεύει τις φορολογικές της δηλώσεις, στις οποίες θα βλέπαμε, μεταξύ άλλων, τους αποδέκτες των όποιων δωρεών της και τα αντίστοιχα ποσά τους. Ενώ λοιπόν ο Davies κατακρίνει την αδιαφάνεια άλλων οργανώσεων, ο ίδιος αρνείται να δημοσιοποιήσει τη λίστα των δωρητών – χρηματοδοτών της εταιρείας του, καθώς και ποσά των μισθών που εισπράττουν όσοι εργάζονται σε αυτήν.

Το γεγονός ότι οι χρηματοδοτήσεις – δωρεές προς την Our Next Economy εκτοξεύθηκαν στα ύψη την ίδια χρονιά που ιδρύθηκε η Climate Investigations Center κίνησε την περιέργεια πολλών. Μερικοί αναρωτήθηκαν γιατί ο Davies δεν έδωσε σε αυτήν την τελευταία το καθεστώς της μη κερδοσκοπικής. Υποστηρίζουν πως αν το είχε κάνει, θα δεχόταν απ’ ευθείας δωρεές από τα μεγάλα ιδρύματα ή έστω μέσω της SMF. Τώρα όμως δέχεται δωρεές μέσω και ενός δεύτερου ενδιάμεσου – μεσάζοντα, αυτού της «αδελφής» εταιρείας Our Next Economy. Έτσι, η ροή του χρήματος από τους δωρητές σε αυτήν καλύπτεται από πλήρη αδιαφάνεια: Δωρητές -> Sustainable Markets Foundation -> Our Next Economy -> Climate Investigations Center. Δεν το λένε άδικα “dark money”…

Από το 2009 ως το 2020 το Greenpeace Fund έλαβε από τη (ή καλύτερα μέσω της) Sustainable Markets Foundation συνολικά 1.391.500 δολάρια (1, 2).

Tα εχέμυθα φιλανθρωπικά ιδρύματα Tides

Μία ακόμη περίπτωση μεσάζοντα που ειδικεύεται σε ανώνυμες και αφορολόγητες δωρεές είναι τα ιδρύματα Tides. Το Ίδρυμα Tides (Tides Foundation) και το παρακλάδι του, Tides Center, είναι οι δύο από τις βασικές εταιρείες ενός ομίλου εννέα εταιρειών – οργανώσεων (Tides Nexus), μέσω των οποίων το αμερικανικό και υπερεθνικό κεφάλαιο διοχετεύει τεράστια ποσά σε «μη κυβερνητικές» οργανώσεις ανώνυμα και αφορολόγητα. Το Ίδρυμα Tides είναι ένα “donor advised fund” (DAF), ένα είδος επενδυτικού λογαριασμού, στον οποίο οι φιλάνθρωποι χρηματοδότες «παρκάρουν» τις δωρεές τους (τίτλους, μετρητά ή άλλα περιουσιακά στοιχεία) αφορολόγητα, και κατόπιν, μέσω αυτού του νόμιμου μεσάζοντα, τις διανέμουν όποτε θέλουν στους παραλήπτες τους ανώνυμα και αφορολόγητα. Για τις υπηρεσίες του το Tides χρεώνει μία προμήθεια που κυμαίνεται από 9% ως 15%.

Το Tides Nexus ιδρύθηκε το 1976 από τον Drummond Pike, έναν τύπο που το έπαιζε επιχειρηματίας και ακτιβιστής με τα λεφτά του τραπεζίτη πατέρα του, και από την Jane Lehman, κληρονόμο του R. J. Reynolds, ιδιοκτήτη της δεύτερης μεγαλύτερης καπνοβιομηχανίας στις ΗΠΑ. Το 1996 ιδρύθηκε το μεγαλύτερο παρακλάδι του, δηλαδή το Tides Center.

Τα τελευταία χρόνια ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του Ιδρύματος είναι μακράν το Ίδρυμα NoVo του Peter Buffett, γιου του γνωστού μεγιστάνα Warren Buffett[4] (1, 2, 3, 4). Άλλοι γνωστοί χρηματοδότες του είναι το Pew Charitable Trusts, το ίδρυμα Hewlett – Packard, το Ίδρυμα Ford, το Ίδρυμα Gates, το Ίδρυμα Soros και φυσικά τα ιδρύματα της δυναστείας Rockefeller. Τα τελευταία χρόνια οι δοσοληψίες μεταξύ των ιδρυμάτων Tides και Rockefeller είναι πολύ συχνές. Από το 2014 μέχρι το 2021 το Rockefeller Brothers Fund έχει δώσει στο Ίδρυμα Τides 4.950.000 δολάρια (1, 2, 3). Την ίδια χρονική περίοδο οι Rockefellers έδωσαν στο Tides Center 2.337.000 δολάρια (1, 2, 3). Όμως και τα παρακλάδια του Tides χρηματοδοτούν τους οικονομικά πολύ πιο εύρωστους Rockefellers. Όπως προκύπτει από τις φορολογικές τους δηλώσεις, από το 2018 μέχρι και το 2021 έχουν δώσει στα διάφορα υποκαταστήματα των Rockefellers κάτι λιγότερο από 1,4 εκατομμύρια δολάρια (1, 2).

Ένας από τους μεγαλύτερους χρηματοδότες τόσο του Tides Center όσο και του Tides Foundation είναι το Wallace Global Fund, ένα μεγάλο ιδιωτικό ίδρυμα, το οποίο ιδρύθηκε από τον Henry Wallace, αντιπρόεδρο των ΗΠΑ επί προεδρίας Roosevelt. Το Wallace Global Fund τα έχει χρησιμοποιήσει για να κάνει δωρεές ύψους 9 εκατομμυρίων δολαρίων (1, 2, 3, 4). Μόνο το 2019 έδωσε 2,7 εκατομμύρια δολάρια μέσω του Τides Center και του Tides Foundation. Τρίτη στην ιεραρχία του Wallace Glogal Fund, εκτελεστική διευθύντρια και «βιτρίνα» του Ιδρύματος από το 2008, είναι η Ellen Dorsey. Το 2021 οι ετήσιες αμοιβές της ήταν 353.909 δολάρια. Παράλληλα η Dorsey είναι ένα από τα τέσσερα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του Greenpeace Fund.

Σε κομματικό – πολιτικό επίπεδο το Tides Nexus υποστηρίζει και υποστηρίζεται από το κατεστημένο που κινείται μέσα και γύρω από το λεγόμενο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ. Σε οικονομικό επίπεδο τα εργαλεία του είναι τόσο τα διάφορα παραρτήματα του, όσο και οι οργανώσεις – εταιρείες που χρηματοδοτεί. Μερικοί από τους αποδέκτες των μεγαλύτερων δωρεών της NoVo, μέσω του Tides Foundation, είναι οι οργανώσεις – εταιρείες Ceres και 350.org, στις οποίες είχαμε κάνει μία μικρή αναφορά στην ανάρτηση μας για τα σχέδια του υπερεθνικού κεφαλαίου να χρηματιστικοποιήσει τους φυσικούς πόρους του πλανήτη.

Και το κράτος των ΗΠΑ χρησιμοποιεί τον εχέμυθο μεσάζοντα Τides για τις χρηματοδοτήσεις του. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από τις φορολογικές δηλώσεις του Tides Center, από το 2001 ως το 2020, από τα χέρια του πέρασαν κρατικές χρηματοδοτήσεις ύψους 170 εκατομμυρίων δολαρίων. Ωστόσο, στην επίσημη κρατική ιστοσελίδα των ΗΠΑ για τις κρατικές χρηματοδοτήσεις αναφέρεται ότι από το 2008 ως το 2022 το κράτος των ΗΠΑ έδωσε στο Tides Center μόνο 34 εκατομμύρια δολάρια. Στην περίπτωση αυτών των κρατικών χρηματοδοτήσεων το Τides Center λειτούργησε ως μεσάζοντας. Ποιοι ήταν όμως οι τελικοί αποδέκτες τους;

Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού το έδωσε το προκάλυμμα της CIA, ο (στρατιωτικός) Οργανισμός των ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη (United States Agency for International Development, USAID), ένας από τους μεγαλύτερος χρηματοδοτικός οργανισμός στον κόσμο, ο οποίος έχει χρηματοδοτήσει όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στην υφήλιο. Επίσης, χρηματοδοτεί συστηματικά πειράματα κατασκευής χιμαιρικών ιών (1, 2, 3), καθώς και «περιβαλλοντικές» οργανώσεις όπως η WWF.

Από το 1991 ως το 2003 κάποιοι επωφελήθηκαν από το φορολογικό καθεστώς των Donor Advised Fund (DAFs) των Tides Center και Tides Foundation για να δώσουν στη Greenpeace των ΗΠΑ 351.994 δολάρια. Το 2015 μέσω του Tides Foundation δόθηκαν στη Greenpeace των ΗΠΑ 137.013 δολάρια. Από το 2009 ως το 2016 κάποιοι βασίστηκαν στην εχεμύθεια των Tides Foundation των ΗΠΑ και του Καναδά για να χρηματοδοτήσουν τη Greenpeace του Καναδά με συνολικά 1.326.000 δολάρια. Το 2020 μέσω του Τides Center η Greenpeace έλαβε 10.000 δολάρια.

Οι φιλανθρωπικές ρατσιστικές χρηματοδοτήσεις του Foundation for the Carolinas και ο “απάνθρωπος περιβαλλοντισμός” του Fred Stanback

Το Foundation for the Carolinas (FFTC) είναι ένα ακόμα “donor advised fund” (DAF), με μεγάλο παρελθόν, ακόμα πιο μεγάλο πελατολόγιο και με κάποια πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ιδρύθηκε το 1958 και διαχειρίζεται κονδύλια 2.700 ιδρυμάτων, εταιρειών και ιδιωτών, τα οποία διοχετεύονται σε εκατοντάδες «μη κυβερνητικές» και άλλες οργανώσεις. Από το 1999 ως το 2017 το συνολικό ποσό των δωρεών που έγιναν μέσω του FFTC έφτασε τα 2,1 δισεκατομμύρια δολάρια.

Ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από το FFTC είναι ο δισεκατομμυριούχος Fred Stanback, πρώην συμφοιτητής στο Harvard, συνέταιρος και γαμπρός του Warren Buffett, του γνωστού μεγιστάνα και φανατικού υπέρμαχου της δραστικής μείωσης του παγκόσμιου πληθυσμού, τον οποίον συναντήσαμε και πιο πριν. Τις ίδιες εμμονές με τον Buffett έχει και ο Stanback και φροντίζει να τις προωθεί μέσω του FTTC, με τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων οργανώσεων –εταιρειών. Μάλιστα, αυτοαποκαλείται «περιβαλλοντιστής», υποστηρίζοντας ότι προστατεύει το περιβάλλον προωθώντας δραστική μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού. Όλη αυτή η καπιταλιστική συμμορία που εξυφαίνει σχέδια εξόντωσης ενός μεγάλου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού, έτσι ώστε να δοθεί μία μικρή παράταση ζωής στον καπιταλισμό και στην ανθρώπινη ύπαρξη στον πλανήτη, κρύβεται πίσω από δήθεν «περιβαλλοντισμούς» και ψεύτικες μεγαλοστομίες περί «βιωσιμότητας» και «βιώσιμης ανάπτυξης». Στις ΗΠΑ αυτή η ιδεολογία, την οποία ο Stanback στηρίζει δημόσια, αποκαλείται (επιεικώς) “απάνθρωπος περιβαλλοντισμός” (1, 2, 3).

Ο Stanback και το Foundation for the Carolinas χρηματοδοτούν απλόχερα κάποιες συγκεκριμένες οργανώσεις, κυρίως των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, οι οποίες προωθούν αυτού του είδους τον «περιβαλλοντισμό» αλλά και διάφορους ρατσιστικούς σχεδιασμούς. Μία από αυτές είναι η Federation for American Immigration Reform, μία ακροδεξιά ρατσιστική οργάνωση των ΗΠΑ, με δεσμούς με γνωστούς φασίστες και υπέρμαχους της ευγονικής (1, 2, 3). Κάποιες άλλες είναι οι γνωστές στις ΗΠΑ για τις ακραίες ρατσιστικές τους θέσεις NumbersUSA, Progressives for Immigration Reform και Center for Immigration Studies.

To 1995 το Foundation for the Carolinas ξεκίνησε τη χρηματοδότηση ενός προγράμματος του Πανεπιστημίου του Duke για τη στελέχωση διαφόρων «περιβαλλοντικών» οργανώσεων με φοιτητές του πανεπιστημίου. Μία από αυτές τις οργανώσεις ήταν η Greenpeace. Από το 1998 ως το 2010 το Foundation for the Carolinas ενέταξε στο πρόγραμμα τις τέσσερις προαναφερθείσες ρατσιστικές οργανώσεις. Το 2013 το Πανεπιστήμιο αναγκάστηκε να τις αφαιρέσει από το πρόγραμμα ύστερα από την έρευνα που δημοσίευσε η ιστοσελίδα Indyweek και το σκάνδαλο που ξέσπασε στις ΗΠΑ.

Το όνομα του Stanback εμφανίζεται στην ετήσια αναφορά της Greenpeace των ΗΠΑ το 2009, ως δωρητής ενός ποσού, το οποίο σύμφωνα με τα στοιχεία της Greenpeace ήταν από 10.000 ως 24.999 δολάρια. Από το 2014 ως το 2020 το Foundation for the Carolinas διοχέτευσε στη Greenpeace των ΗΠΑ συνολικά 10 εκατομμύρια δολάρια. Συγκεκριμένα, από το 2014 ως και το 2017 η Greenpeace των HΠΑ έλαβε από το (ή καλύτερα μέσω του) Foundation for the Carolinas συνολικά 9 εκατομμύρια δολάρια (1, 2). Το 2019 έλαβε 500.000 δολάρια και το 2020 άλλα 500.000 δολάρια.

Ο φιλάνθρωπος μεγιστάνας Turner

Τo Ίδρυμα Turner (Turner Foundation) ιδρύθηκε το 1990 από τον μεγιστάνα Ted Turner, έναν από τους ισχυρότερους ολιγάρχες- εξουσιαστές στον πλανήτη. Είναι ο ιδρυτής του CNN και ο ιδιοκτήτης διαφόρων μέσων μαζικής προπαγάνδας και εταιρειών παραγωγής ταινιών. Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος γαιοκτήμονας στις ΗΠΑ και ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης κοπαδιών βουβάλων στον κόσμο. Η αυτοκρατορία του Turner συμμετέχει στις συνεδριάσεις της Λέσχης Bilderberg.

Από τους παγκόσμιους εξουσιαστές ο Turner είναι από τους πιο εμμονικούς με το θέμα της δραστικής μείωσης του παγκόσμιου πληθυσμού (με βάση τις δημόσιες δηλώσεις του). Το 1996 δήλωσε[5] ότι θα πρέπει να αφανιστεί το 95% του παγκόσμιου πληθυσμού προκειμένου να μπορέσει να επιβιώσει ο καπιταλισμός: “θα ήταν ιδανικός ένας συνολικός παγκόσμιος πληθυσμός 250-300 εκατομμυρίων ανθρώπων, δηλαδή μία μείωση της τάξης του 95% σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα”.

Το 1998 έστησε το Ίδρυμα Ηνωμένων Εθνών (United Nations Foundation[6]) προκειμένου να προωθήσει την πολιτική του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών[7] κυρίως στον τομέα της μείωσης του παγκόσμιου πληθυσμού, δωρίζοντας του αρχικά ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Μέχρι σήμερα έχει δώσει άλλα 500 εκατομμύρια δολάρια στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Τo Ίδρυμα Turner έχει διαθέσει κεφάλαια ύψους 125 εκατομμυρίων δολαρίων για τη μελέτη των μεθόδων μέσω των οποίων θα επιχειρηθεί η μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού στο άμεσο μέλλον. Το 2009 συμμετείχε στη συνάντηση των μεγιστάνων στην έδρα των Rockefeller στη Νέα Υόρκη, με κύριο θέμα τη μείωση του παγκόσμιου πληθυσμού.

Μπορεί η αυτοκρατορία του να αποτελείται από ιδιωτικές επιχειρήσεις, ωστόσο ως γνήσιος κεφαλαιοκράτης δεν παραλείπει να «αρμέγει» το κράτος. Για παράδειγμα, στο διάστημα 2010-2021 το Ίδρυμα Τurner Endangered Species Fund έλαβε από το κράτος των ΗΠΑ συνολικά 555.200 δολάρια.

Και στην περίπτωση του Turner δεν λείπουν τα παραδείγματα ανθρώπων που έχουν διατελέσει στελέχη και στις επιχειρήσεις του ομίλου Turner και στην Greenpeace. Το πιο γνωστό είναι αυτό του Peter Bahouth, εκτελεστικού διευθυντή του Ιδρύματος Turner για εννέα χρόνια (1993-­2001). Ο Bahouth ήταν η μεγαλύτερη μεταγραφή στελέχους της Greenpeace σε μία εταιρεία του ομίλου Turner. Προηγουμένως ήταν εκτελεστικός διευθυντής της Greenpeace των ΗΠΑ και διαχειριστής της Greenpeace International από το 1988 ως το 1992. Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό του Stuart Clarke, πρώην ανώτερο στέλεχος του Ιδρύματος Turner και νυν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Greenpeace των ΗΠΑ.

Από το 1996 ως το 2001 το Ίδρυμα Turner έδωσε στη Greenpeace των ΗΠΑ 1,4 εκατομμύρια δολάρια.

Το 2001 το ίδρυμα Turner χρηματοδότησε ένα πρόγραμμα της Greenpeace της Ρωσίας, μαζί με το Ίδρυμα MacArthur, το ΙΚΕΑ και το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Πόρων (World Resources Institute, WRI), ένα από τα πολλά παραρτήματα της Παγκόσμιας Τράπεζας. Τα ποσά που έλαβε τότε η Greenpeace της Ρωσίας δεν έχουν ανακοινωθεί.

Το φιλανθρωπικό ίδρυμα MacArthur

Τo Ίδρυμα MacArthur ιδρύθηκε το 1975 από τον τραπεζίτη, μεσίτη και ιδιοκτήτη ασφαλιστικών εταιρειών John MacArthur, με στόχο τη φοροδιαφυγή (1, 2). Το 1978 ο MacArthur ήταν ο ένας από τους δύο δισεκατομμυριούχους που υπήρχαν στις ΗΠΑ. Το 2020 το Ίδρυμα MacArthur ήταν το 28ο πιο ισχυρό ιδιωτικό ίδρυμα στον κόσμο, με βάση τα ποσά που δόθηκαν για δωρεές.

Και το Ίδρυμα ΜacArthur εμπλέκεται στην υπόθεση εμπορευματοποίησης – χρηματιστικοποίησης της φύσης. Όπως αναφέρουμε σε πρόσφατη ανάρτηση μας, είναι ένας από τους δύο βασικούς οικονομικούς εταίρους της «μη κερδοσκοπικής» οργάνωσης Forest Trends, η οποία ιδρύθηκε με σκοπό την προώθηση του σχεδίου της εμπορευματοποίησης των δασικών και ημιδασικών εκτάσεων του πλανήτη. Ένα από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της οργάνωσης είναι ο Sergey Tsiplenkov, επικεφαλής της Greenpeace της Ρωσίας από το 1998. Στην ίδια ανάρτηση αναφέρουμε ότι το Ίδρυμα MacArthur είναι ένας από τους βασικούς χρηματοδότες της Conservation international και της BirdLife International, δύο εκ των «εταίρων» της εταιρείας – βιτρίνας (Intrinsic Exchange Group, IEG) μέσω της οποίας προωθείται το δυστοπικό σχέδιο χρηματιστικοποίησης των φυσικών πόρων του πλανήτη από τα αδίστακτα καπιταλιστικά αρπακτικά.

Τις τελευταίες δεκαετίες το Ίδρυμα MacArthur έχει εστιάσει (όπως άλλωστε οι περισσότεροι οικονομικοί ολιγάρχες) στο θέμα της δραστικής μείωσης του παγκόσμιου πληθυσμού. Αυτό το κάνει με άμεσο αλλά κυρίως με έμμεσο τρόπο. Σύμφωνα με στοιχεία που έχει δημοσιεύσει η ιστοσελίδα του, από το 1989 ως το 2017 έχει δώσει 18.272.000 δολάρια στην οργάνωση Population Council της δυναστείας Rockefeller. Αυτή η οργάνωση είναι το βασικό εργαλείο που χρησιμοποιεί η δυναστεία για την προώθηση της δραστικής μείωσης του παγκόσμιου πληθυσμού.

Σύμφωνα με στοιχεία που έχουν δημοσιευτεί στην ιστοσελίδα Activist Facts, μέχρι το 2002 η Greenpeace των ΗΠΑ είχε λάβει από το Ίδρυμα MacArthur χρηματοδοτήσεις ύψους 841.365 δολαρίων. Στην ιστοσελίδα του ιδρύματος αναφέρεται ότι από το 2000 ως το 2016 το Ίδρυμα έδωσε 470.000 στη Greenpeace. Συγκεκριμένα, το 2000 της έδωσε 70.000 και το 2016 άλλα 400.000.

Τα τελευταία χρόνια τα ποσά των δωρεών του ιδρύματος προς τη Greenpeace αυξήθηκαν κατακόρυφα. Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία του ιδρύματος το 2017 η Greenpeace της Ιαπωνίας έλαβε δύο δωρεές συνολικού ύψους 806.000 δολαρίων (456.000 και 350.000 δολάρια). Το 2021 η Greenpeace Nordic (Σκανδιναβίας) έλαβε μία δωρεά 545.000 δολάρια. Δωρεές έχει λάβει και ο ίδρυμα Greenpeace Fund. Συγκεκριμένα, το 2017 έλαβε 700.000 δολάρια, το 2018 έλαβε συνολικά 850.000 δολάρια (δύο δωρεές των 500.000 και 350.000 δολαρίων), το 2019 έλαβε 1.350.00.000 δολάρια, το 2020 έλαβε 1.694.785 δολάρια (1, 2, 3), και το 2022 έλαβε 600.000 δολάρια.

Το 2001 το ίδρυμα ΜacArthur χρηματοδότησε ένα πρόγραμμα της Greenpeace της Ρωσίας, μαζί με το Ίδρυμα Turner, το ΙΚΕΑ και το Παγκόσμιο Ινστιτούτο Πόρων (World Resources Institute, WRI), ένα από τα πολλά παραρτήματα της Παγκόσμιας Τράπεζας. Τα ποσό της χρηματοδότησης που έλαβε τότε η Greenpeace της Ρωσίας δεν έχει δημοσιοποιηθεί.

Με άλλα λόγια, σύμφωνα μόνο με τα δημοσιευμένα στοιχεία, τα τελευταία 22 χρόνια το Ίδρυμα ΜacArthur έδωσε μόνο σε τρία παραρτήματα της Greenpeace περίπου 7 εκατομμύρια δολάρια.

To φιλανθρωπικό ίδρυμα Packard

Το Ίδρυμα David and Lucile Packard ιδρύθηκε το 1964 από τον David Packard, συνιδρυτή της γνωστής εταιρείας Hewlett-Packard. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα ιδρύματα στον κόσμο. Ο Packard ήταν στρατευμένος ρεπουμπλικάνος. Ήταν υφυπουργός άμυνας των ΗΠΑ για δύο χρόνια, εκλέκτορας και σύμβουλος του Richard Nixon, και ανώτερο στέλεχος της προεκλογικής εκστρατείας του Gerald Ford και μετέπειτα σύμβουλος του. Επίσης, σε αντίθεση με τη Greenpeace, ο Packard (αλλά και οι κληρονόμοι του) ήταν φανατικός υπέρμαχος της χρήσης πυρηνικής ενέργειας.

Με βάση τα περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος, το 2022 ήταν το 12ο μεγαλύτερο ίδρυμα στον κόσμο και το 10ο στις ΗΠΑ. Η δράση του εντατικοποιήθηκε από το 1988, όταν ο Packard το χρηματοδότησε με 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Ένας από τους βασικούς του στόχους είναι η δραστική μείωση του πληθυσμού του πλανήτη. Είναι χαρακτηριστικό το ότι από το 1988 και μετά ο ετήσιος προϋπολογισμός του για το σκοπό αυτό δεκαπλασιάστηκε: από 1 εκατομμύριο δολάρια πριν από το 1988, μετά το έτος αυτό ξεπέρασε τα 10 εκατομμύρια δολάρια.

Το Ίδρυμα Packard συνεργάζεται στενά με τα ιδρύματα της οικογένειας Rockefeller (αλλά και των υπόλοιπων μεγαλοκαπιταλιστών των ΗΠΑ). Το 2001 ήταν ένας από τους συνιδρυτές του Center for Effective Philanthropy. Δύο από τους βασικούς χρηματοδότες του είναι το Ίδρυμα Rockefeller και το Rockefeller Brothers Fund. Το 2008 ίδρυσε το Ίδρυμα ClimateWorks μαζί με τα ιδρύματα Hewlett, McKnight, Ford, Kresge, Moore και Rockefeller. Στην ιστοσελίδα του Rockefeller Philanthropy Advisors, Inc αναφέρεται το ίδρυμα Packard (Hewlett) ως μία από τις οργανώσεις που συνεισέφεραν στη δημιουργία του.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός της απλόχερης χρηματοδότησης της οργάνωσης Rockefeller Philanthropy Advisors από το ίδρυμα Packard. Από το 2017 ως σήμερα το ίδρυμα Packard έχει κάνει αρκετές δωρεές σε αυτήν την οργάνωση-εταιρεία της δυναστείας Rockefeller, το συνολικό ύψος των οποίων ξεπερνά τα 60 εκατομμύρια δολάρια… Σε μία μόνο από αυτές, το 2017, το Ίδρυμα Packard έδωσε 30 εκατομμύρια δολάρια στους (οικονομικά ευρωστότερους) Rockefellers…

Το 2006 η Greenpeace εξέδωσε έναν οδηγό για πιο πράσινες ηλεκτρονικές συσκευές (“Guide to greener electronics”). Σε αυτόν η Hewlett-Packard ήταν στην 8η θέση μεταξύ 14 εταιρειών παραγωγής ηλεκτρονικών προϊόντων. Στον αντίστοιχο οδηγό του 2011 βρέθηκε στην πρώτη θέση μεταξύ 15 εταιρειών. Σε αυτόν που εκδόθηκε το 2017 ήταν στην 3η θέση μεταξύ 18 εταιρειών. Στην αντίστοιχη έκθεση εγκωμιάζεται η διαφάνεια της εταιρείας και ο «οικολογικός» σχεδιασμός των προϊόντων της. Μάλιστα γίνεται σύγκριση των προϊόντων της, τα οποία, σύμφωνα με τη Greenpeace, “μπορούν εύκολα να επισκευαστούν και να αναβαθμιστούν”, με τα προϊόντα των ανταγωνιστριών εταιρειών Apple και Samsung, τα οποία, σύμφωνα πάντα με τη Greenpeace, “είναι δύσκολο αλλά όχι αδύνατο να επισκευαστούν και να αναβαθμιστούν”.

Μέχρι το 2012 η «ταρίφα» των δωρεών του Ιδρύματος Packard προς τη Greenpeace ήταν σχεδόν σταθερή (1, 2). Συγκεκριμένα το 2007 η Greenpeace έλαβε 250.000 δολάρια, το 2008 έλαβε 246.690 δολάρια, το 2009, το 2010 και το 2011 έλαβε από 300.000 δολάρια, και το 2012 έλαβε 350.000 δολάρια.

Το 2013 η «ταρίφα» υπερδιπλασιάστηκε και τα επόμενα χρόνια αυξήθηκε ακόμα περισσότερο (1, 2). Συγκεκριμένα, το 2013 το Ίδρυμα Packard έδωσε συνολικά 715.000 δολάρια στη Greenpeace: 65.000 δολάρια στη Greenpeace της Αυστραλίας, 250.000 δολάρια στη Greenpeace της Ιαπωνίας, 350.000 στο Greenpeace Fund και 50.000 δολάρια στο Stichting Greenpeace Council, δηλαδή στην κεντρική οργάνωση της Greenpeace που έχει έδρα την Ολλανδία. Το 2014 έδωσε συνολικά 935.000 δολάρια στην οργάνωση: 35.000 δολάρια στη Greenpeace της Αυστραλίας, 400.000 δολάρια στη Greenpeace της Ιαπωνίας, 150.000 δολάρια στη Greenpeace της ΝΑ Ασίας, και 350.000 δολάρια στο Greenpeace Fund.

Το 2015 οι δωρεές απογειώθηκαν. Συγκεκριμένα, εκείνο το έτος της έδωσε συνολικά 1.750.000 δολάρια: 900.000 δολάρια στο Greenpeace Fund, 250.000 δολάρια στη Greenpeace της Ιαπωνίας και 150.000 δολάρια στη Greenpeace της ΝΑ Ασίας. Το 2016 της έδωσε συνολικά 1.906.000 δολάρια: 850.000 δολάρια στο Greenpeace Fund, 456.000 δολάρια στη Greenpeace της Ιαπωνίας και 250.000 δολάρια στη Greenpeace της ΝΑ Ασίας. Το 2017 της έδωσε συνολικά 1.656.000 δολάρια: 850.000 δολάρια στο Greenpeace Fund και 806.000 δολάρια Greenpeace της Ιαπωνίας. Το 2018 η «ταρίφα» αυξήθηκε ακόμα περισσότερο. Οι δωρεές έφτασαν στο 1.800.000 δολάρια. Συγκεκριμένα, το Greenpeace Fund έλαβε 1.450.000 δολάρια και η Greenpeace της Ιαπωνίας 350.000 δολάρια. Το 2019 το Greenpeace Fund έλαβε 1.350.000 δολάρια από το Ίδρυμα Packard, ενώ το 2020 το συνολικό ποσό των δωρεών του ιδρύματος προς τη Greenpeace εκτοξεύθηκε στα 3.314.785 δολάρια… (1, 2, 3). Για τα έτη 2021 και 2022 δεν έχουμε ακόμα τα ακριβή στοιχεία των δωρεών από τις δηλώσεις που έκανε το Ίδρυμα Packard στην εφορία των ΗΠΑ. Γνωρίζουμε όμως ότι το 2021 δώρισε 545.000 δολάρια στη Greenpeace Nordic και το 2022 έδωσε 600.000 δολάρια στο Greenpeace Fund.

Το πολυεταιρικό φιλανθρωπικό ίδρυμα Blue Moon Fund

Το Ίδρυμα Blue Moon (Blue Moon Fund) είναι ένα από τα τρία ιδρύματα που προέκυψαν το 2001 από τη διάλυση του Ιδρύματος W. Alton Jones, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1944 από τον ιδιοκτήτη της πετρελαϊκής εταιρείας Citgo Petroleum Corporation (Citgo). Ανήκει στην εγγονή του, Diane Edgerton Miller. Το 2016 μετονομάστηκε Cassiopeia Foundation. Μέχρι το 2014 είχε κάνει δωρεές ύψους 130 εκατομμυρίων δολαρίων.

Στις φορολογικές δηλώσεις του η Diane Edgerton Miller εμφανίζεται ως πρόεδρος, διευθύνουσα σύμβουλος και ταμίας του ιδρύματος. Άλλα δύο μέλη της οικογένειας εμφανίζονται ως στελέχη του ιδρύματος: ο Ethan Miller (γραμματέας και ταμίας) και ο Zachary Miller (ταμίας). Σε αντίθεση με τον αρκετά υψηλό μισθό της Diane Edgerton Miller, αυτοί οι δύο εμφανίζονται να προσφέρουν αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες τους στο Ίδρυμα από το 2001… Στις ίδιες δηλώσεις, ο αριθμός των εργαζομένων στο Ίδρυμα κυμαίνεται από έναν έως πέντε. Σε κάποιες περιπτώσεις οι δηλωμένες αμοιβές κάποιων από αυτών είναι υψηλότερες από εκείνες της ιδιοκτήτριας και προέδρου του ιδρύματος…

Από το 2017 η διεύθυνση της έδρας του ιδρύματος στις φορολογικές του δηλώσεις είναι μία ταχυδρομική θυρίδα… Η ίδια θυρίδα έχει δηλωθεί ως διεύθυνση τόσο των τριών αφεντικών του όσο και των εργαζομένων σε αυτό. Πριν από το 2017 η διεύθυνση που δηλωνόταν στις φορολογικές του δηλώσεις ήταν μία οικία. Η ίδια διεύθυνση κατοικίας δηλωνόταν στις φορολογικές δηλώσεις του ιδρύματος τόσο για τα αφεντικά όσο και για τους εργαζομένους σε αυτό…

Ωστόσο, σε ανοιχτές βάσεις δεδομένων για επιχειρήσεις των ΗΠΑ, η διεύθυνση της έδρας του Blue Moon Fund (ή Cassiopeia Foundation) είναι μία έπαυλη σε μία δασική έκταση στη Virginia. Στην ίδια έκταση λειτουργεί μία φάρμα, η οποία ανήκει σε μέλη της οικογένειας Miller (1, 2). Στο διπλανό οικόπεδο, έκτασης 21 στρεμμάτων, υπάρχει άλλη μία έπαυλη. Τις δύο αυτές επαύλεις έχουν δηλώσει στο παρελθόν και στο παρόν ως τόπο κατοικίας διάφορα μέλη της οικογένειας Miller, μεταξύ των οποίων τα τρία αφεντικά του Blue Moon Fund (1, 2).

Οι δύο αυτοί χώροι έχουν δηλωθεί ως έδρα συνολικά 23 εταιρειών! Συγκεκριμένα, το οικόπεδο στο οποίο βρίσκεται η φάρμα έχει δηλωθεί ως έδρα 16 (!) εταιρειών, οι οποίες ανήκουν στα τρία αφεντικά του Blue Moon Fund. Το διπλανό οικόπεδο έχει δηλωθεί ως έδρα επτά εταιρειών, οι οποίες έχουν τους ίδιους ιδιοκτήτες με τις προηγούμενες. Οι περισσότερες είναι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης. Εκτός από τη φάρμα, καμία από αυτές δεν έχει ιστοσελίδα ή κάποια δημοσιευμένη δραστηριότητα στο διαδίκτυο. Κάποιες από αυτές έχουν στον τίτλο τους τη λέξη “Oil”, από την οποία συμπεραίνεται ότι το δηλωμένο τους αντικείμενο είναι ο πετρελαϊκός τομέας. Κάποιες άλλες έχουν στον τίτλο τους τον όρο “επενδυτική”. Δεν είναι όμως αυτές οι μόνες εταιρείες – φάντασμα οι μόνες που ανήκουν στην ιδιοκτήτρια και τα ανώτερα στελέχη του Blue Moon Fund. H Diane Edgerton Miller εμφανίζεται ως ιδιοκτήτρια 6 τέτοιων εταιρειών, ο Ethan A. Miller εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης 40 (!) εταιρειών, και ο Zachary Miller εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης 11 τέτοιων εταιρειών. Από όλες αυτές, η δηλωμένη έδρα των 23 από αυτών είναι οι δύο εκτάσεις που αναφέραμε πιο πάνω. Η δηλωμένη έδρα άλλων 21 είναι το συγκρότημα κτιρίων στο οποίο είναι δηλωμένες οι έδρες των άλλων δύο ιδρυμάτων (Oak Hill Fund και Edgerton Fund) που προέκυψαν μαζί με το Blue Mon Fun μετά τη διάλυση του Ιδρύματος W. Alton Jones. Ένα εύλογο ερώτημα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι σε τι ακριβώς χρησιμεύουν τόσες «εταιρείες» στα αφεντικά του Blue Moon Fund.

Το Blue Moon Fund εμπλέκεται άμεσα στη λειτουργία του Global Environmental Institute (GEI). Στις ΗΠΑ ιδρύθηκε το 2003. Ένα χρόνο αργότερα, το 2004, ιδρύθηκε το παράρτημα του στην Κίνα. Το 2011 για άγνωστους λόγους σταμάτησε η λειτουργία του GEI των ΗΠΑ, αλλά συνέχισε να λειτουργεί το GEI της Κίνας. Στην ιστοσελίδα του διαβάζουμε ότι “χρησιμοποιεί μηχανισμούς της αγοράς για την επίλυση περιβαλλοντικών ζητημάτων” και ότι εστιάζει “στην έρευνα εξεύρεσης λύσεων που είναι προσανατολισμένες στις αγορές, προκειμένου να καταπολεμηθεί η κλιματική αλλαγή και να διευκολυνθούν οικολογικά υπεύθυνες ενεργειακές επενδύσεις”. Οι αναφορές στην αναγκαιότητα της προσαρμογής των περιβαλλοντικών ζητημάτων στους μηχανισμούς της καπιταλιστικής αγοράς είναι πολλές στην ιστοσελίδα του GEI. Το τι ακριβώς εννοούν και ποια είναι η στόχευση τους είναι δύο ερωτήματα τα οποία έχουμε έχουμε αναλύσει σε προηγούμενη ανάρτηση μας σχετική με τα σχέδια χρηματιστικοποίησης όλων των φυσικών πόρων του πλανήτη από την Παγκόσμια Τράπεζα, τη δυναστεία Rockefeller και τους συνεργάτες τους. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι τρία από τα έξι μέλη του διοικητικού συμβουλίου του GEI της Κίνας είναι μέλη του Blue Moon Found και ότι οι κύριοι χρηματοδότες του (όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του) είναι τα Ιδρύματα Rockefeller και Blue Moon.

Επίσης, ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το Blue Moon Fund έχει δεχτεί αρκετές δωρεές από το Rockefeller Family Fund και κυρίως το ότι έχει κάνει δωρεές σε αυτό και το ότι το έχει προσλάβει για κάποιες υπηρεσίες management με αρκετά υψηλό τίμημα. Οι στενές σχέσεις των δύο ιδρυμάτων δεν περιορίζονται σε ανταλλαγές δωρεών και γενικά στην… κυκλοφορία του χρήματος μεταξύ τους. Επεκτείνονται σε μορφώματα που έχει ιδρύσει το υπερεθνικό κεφάλαιο τις τελευταίες δεκαετίες προκειμένου να αποκομίσει οικονομικά οφέλη από την απάτη της «πράσινης ενέργειας». Τα δύο αυτά ιδρύματα είναι δύο από τους συνιδρυτές της οικονομικά ισχυρής σύμπραξης Just Transition Fund (1, 2). Επίσης, είναι δύο από τους χορηγούς του Innovation Center for Energy and Transportation, τόσο των ΗΠΑ όσο και της Κίνας, και οι δύο συνιδρυτές και βασικοί χορηγοί του προγράμματος China Environment Forum.

Από το 1998 ως το 2002 το Blue Moon Fund έκανε διάφορες δωρεές στη Greenpeace, συνολικού ύψους 370.000 δολαρίων (1, 2). Το 2014 έκανε μία ακόμα δωρεά 75.000 δολαρίων.

Tα φιλανθρωπικά πετροδολάρια του Marisla Foundation

Το Ίδρυμα Marisla (Marisla Foundation) ιδρύθηκε το 1986 από την Anne Earhart, μέλος της οικογένειας Getty, όταν η Texaco εξαγόρασε την πετρελαϊκή εταιρεία της οικογένειας, Getty Oil. Το μερίδιο της από την εξαγορά ήταν 400 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία επένδυσε στο Ίδρυμα Marisla. Από τότε έχει υποστηρίξει ανοιχτά το λεγόμενο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, τόσο με χρηματοδοτήσεις του ίδιου και των παραρτημάτων του, όσο και με οικονομική στήριξη των προεκλογικών εκστρατειών διαφόρων ηγετών και ανώτερων στελεχών του (Obama, Hillary Clinton, Kerry, Edwards, Biden). Η Eahert χρησιμοποιεί το επώνυμο του πρώην συζύγου της (και ανώτερου στελέχους της WWF) και όχι το πατρικό της.

Το Ίδρυμα Marisla έχει στενές σχέσεις με τον όμιλο Rockefeller. Το 2001 μαζί με το Rockefeller Brothers Fund και άλλους τρεις κολοσσούς συμμετείχε στην ίδρυση της «μη κυβερνητικής» – «περιβαλλοντικής» οργάνωσης Oceana, η οποία έχει συνεργαστεί αρκετές φορές με τη Greenpeace (1, 2, 3, 4, 5). Σύμφωνα με στοιχεία των δημοσιοποιημένων φορολογικών του δηλώσεων, από το 2001 ως το 2019 χρηματοδότησε τα (πολύ πιο εύρωστα οικονομικά) ιδρύματα της οικογένειας Rockefeller με περίπου 9,5 εκατομμύρια δολάρια…

Η Greenpeace δεν αρνήθηκε ποτέ να πάρει τα βουτηγμένα στο πετρέλαιο δολάρια του Marisla Foundation. Από το 2001 ως το 2020 το Ίδρυμα έχει δώσει στη Greenpeace των ΗΠΑ 990.000 δολάρια (1, 2).

Οι αφορολόγητες δωρεές του φιλανθρωπικού ιδρύματος Oak

Το Ίδρυμα Oak (Oak Foundation) ιδρύθηκε το 1983 από τον Alan Parker, έναν λογιστή της εταιρείας Duty Free Shoppers, ο οποίος έφτασε να γίνει οικονομικός διευθυντής και τρίτος μεγαλύτερος μέτοχος της εταιρείας (1, 2). Καθώς η εταιρεία είχε έδρα τον φορολογικό παράδεισο του Hong Kong, o Parker γνώριζε καλά τα πλεονεκτήματα που έχει μία τέτοια έδρα και τοποθέτησε τα κεντρικά γραφεία του Ιδρύματος στην Ελβετία, μία χώρα της οποίας το τραπεζικό και φορολογικό καθεστώς είναι φιλικότατο (μέχρι παρεξήγησης) για το υπερεθνικό κεφάλαιο. Βέβαια, το Ίδρυμα έχει παραρτήματα σε άλλες επτά χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ. Το παράρτημα του στη Μεγάλη Βρετανία είναι η υπεράκτια (off – shore) εταιρεία Oak Philanthropy Limited, με έδρα το νησί Jersey, έναν φορολογικό παράδεισο στα στενά της Μάγχης.

Ο Charles “Chuck” Feeney, πρώην αφεντικό του Parker και εμφανιζόμενος ως συνιδρυτής της Duty Free Shoppers, χρηματοδοτούσε τον Obama μέσω μιας υπεράκτιας (off – shore) εταιρείας που είχε στήσει στις Βερμούδες. Ο Douglas Griffiths, πρόεδρος του Ιδρύματος Oak από το 2019, είχε καίρια πόστα στην κυβέρνηση Obama. Ο Νathan Agent, ένα από τα στελέχη του Ιδρύματος Οak που στην ιεραρχία του βρίσκονται κάτω από τον πρόεδρο του, ήταν για πολλά χρόνια υψηλόβαθμο στέλεχος της Greenpeace.

Όπως είδαμε πιο πριν, το 2001 το Ίδρυμα Oak, μαζί με το Rockefeller Brothers Fund και άλλους τρεις κολοσσούς, συμμετείχε στην ίδρυση της «μη κυβερνητικής» – «περιβαλλοντικής» οργάνωσης Oceana, την οποία χρηματοδοτεί απλόχερα. Οι σχέσεις μεταξύ των Ιδρυμάτων Oak και Rockefeller επεκτείνονται και σε χρηματικές δοσοληψίες. Στην ιστοσελίδα του Rockefeller Philanthropy Advisors, Inc αναφέρεται το ίδρυμα Oak ως μία από τις οργανώσεις που συνεισέφεραν στη δημιουργία του. Στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Oak υπάρχουν στοιχεία για τις χρηματοδοτήσεις του Ιδρύματος προς το (οικονομικά πολύ πιο εύρωστο) Rockefeller Philanthropy Advisors, Inc, μόνο για τα έτη 2019-2021. Σε αυτήν την τριετία το Ίδρυμα Oak έδωσε σε αυτό το παράρτημα της αυτοκρατορίας Rockefeller 24,5 εκατομμύρια δολάρια. Στην ιστοσελίδα του Oak αναφέρεται ότι το 2016 το Ίδρυμα είχε δώσει στο Rockefeller Philanthropy Advisors, Inc. 3 εκατομμύρια δολάρια, το 2017 1,95 εκατομμύρια δολάρια και το 2018 3 εκατομμύρια δολάρια

Από το 2017 ως σήμερα το Ίδρυμα Oak έχει χρηματοδοτήσει τη Greenpeace των ΗΠΑ με 3,3 εκατομμύρια δολάρια. Το 2017 της έδωσε 900.000 δολάρια. Το 2019 της έδωσε 600.000 δολάρια και το 2020 της έδωσε 900.000 δολάρια. Τo 2021 της έδωσε άλλα 900.000 δολάρια για ένα τριετές πρόγραμμα.

Από το 2010 ως το 2017 έδωσε στη Greenpeace του Καναδά συνολικά 861.048 δολάρια. Το 2016 χρηματοδότησε τη Greenpeace της ΝΑ Ασίας με 615.957 δολάρια. Το 2017 έδωσε στη Greenpeace της αποικίας που ονομάζεται Ελλάδα 21.000 ευρώ. Το 2018 χρηματοδότησε τη Greenpeace International με 400.000 δολάρια.

Green piece ή κάτι παραπάνω;

Η λίστα των «φιλάνθρωπων» χρηματοδοτών της (κάθε) Greenpeace είναι πολύ μεγάλη. Τα ποσά των χρηματοδοτήσεων – δωρεών που παραθέτουμε εδώ είναι πολλά και ζαλίζουν. Φανταστείτε να μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και τις δωρεές που έχουν δεχτεί τα παραρτήματα της Greenpeace στις υπόλοιπες χώρες που δραστηριοποιείται η οργάνωση – επιχείρηση, εκτός των ΗΠΑ…

Η επιλογή που κάναμε περιλαμβάνει μερικούς από τους πιο γνωστούς παγκόσμιους εξουσιαστές, μεγαλοκαπιταλιστές, μεγαλογαιοκτήμονες, τραπεζίτες, μεσάζοντες, ολιγάρχες και μεγιστάνες του πλούτου και γενικά αδίστακτα αρπακτικά, που έχουν στα χέρια τους ή ελέγχουν -μεταξύ άλλων- πετρελαϊκά και άλλα καρτέλ, μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες, εταιρείες βιοτεχνολογίας, μέσα μαζικής προπαγάνδας, υπεράκτιες εταιρείες και εταιρείες – φαντάσματα. Όπως είδαμε πιο πριν, σχεδόν όλοι τους είναι φανατικοί υπέρμαχοι της δραστικής μείωσης του παγκόσμιου πληθυσμού, προκειμένου να δοθεί μία μικρή παράταση ζωής στο σάπιο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που υπηρετούν. Επίσης, κάποιοι από αυτούς είναι δηλωμένοι ρατσιστές και υπέρμαχοι της ευγονικής. Στο παρελθόν κάποιοι χρηματοδότησαν και συνεργάστηκαν ανοιχτά με το ναζιστικό καθεστώς. Φυσικά δεν λείπουν ανάμεσα τους και μέλη της λέσχης Bilderberg. Τονίζουμε ότι μερικοί από αυτούς έπαιξαν και παίζουν ενεργό ρόλο στη δυστοπική επιχείρηση χρηματιστικοποίησης των φυσικών πόρων του πλανήτη και όλων των εκφάνσεων της ανθρώπινης ζωής, και τελικά στην επιβολή ενός παγκοσμιοποιημένου ολοκληρωτισμού.

Σε (μικρο)πολιτικό – κομματικό επίπεδο ο κοινός παρανομαστής της πλειοψηφίας των διαπλεκομένων εταιρειών, «ιδρυμάτων» και οργανώσεων, στις οποίες αναφερθήκαμε σε αυτήν την ανάρτηση, είναι το αποκαλούμενο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ και τα διάφορα παρακλάδια του. Ο άλλος πόλος διαχείρισης της πολιτικής εξουσίας στις ΗΠΑ είναι oι ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι ουσιαστικά είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, για να μην πούμε ότι είναι τα ίδια σκατά με τους δημοκρατικούς. Σε αρκετές δε περιπτώσεις και παρά τις όποιες ενδοκαπιταλιστικές διαμάχες προκύπτουν κατά καιρούς μέσα στις οικονομικές ελίτ, τα όρια μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και των ολιγαρχών που τους στηρίζουν είναι δυσδιάκριτα, όσο και αν πασχίζουν να μας πείσουν για το αντίθετο τα φερέφωνα τους. Σε οικονομικό επίπεδο ο κοινός παρανομαστής όλων αυτών των επιχειρήσεων, «ιδρυμάτων» και οργανώσεων είναι φυσικά η προώθηση των συμφερόντων του αμερικανικού και υπερεθνικού κεφαλαίου. Το πόσα ψίχουλα θα μοιράσει αυτό στους κάθε λογής υπηρέτες, λακέδες και παρατρεχάμενους του δεν αλλάζει την ουσία του ζητήματος.

Το κείμενο που διαβάζετε δεν έχει σκοπό να καταδείξει ή να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μία «κακή» περιβαλλοντική οργάνωση έχει αλωθεί σε κάποιο βαθμό από τους «διεφθαρμένους» καπιταλιστές. Ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν επιδερμικό και δεν θα έθιγε την ουσία του ζητήματος.

Η διαπλοκή του υπερεθνικού κεφαλαίου με τις αποκαλούμενες «περιβαλλοντικές» και «μη κυβερνητικές» οργανώσεις είναι βαθιά και πολυεπίπεδη και δεν εξαντλείται στη χρηματοδότηση αυτών των τελευταίων από τα «φιλανθρωπικά» ιδρύματα του, απ’ ευθείας ή μέσω κάποιων ενδιάμεσων. Οι επιχειρήσεις που ανήκουν στους ομίλους του υπερεθνικού κεφαλαίου και οι εν λόγω οργανώσεις λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Σε κάποιες περιπτώσεις το ίδιο το κεφάλαιο στήνει τις δικές του «περιβαλλοντικές» ή «οικολογικές» οργανώσεις, πρωτοβουλίες ή πλατφόρμες, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του με αμεσότητα. Σε περιπτώσεις οργανώσεων – εταιρειών όπως η Greenpeace, φροντίζει να τις προσεταιρίζεται και να τις ελέγχει, μέσω των χρηματοδοτήσεων – δωρεών που κάνει σε αυτές, καθώς και μέσω των ανθρώπων που τις στελεχώνουν. Αναφέραμε παραδείγματα υψηλόβαθμων στελεχών ιδρυμάτων και επιχειρηματικών ομίλων των χρηματοδοτών της οργάνωσης, τα οποία στο παρελθόν ήταν ανώτερα στελέχη στην ιεραρχία της Greenpeace, και αντιστρόφως. Επίσης, αναφέραμε περιπτώσεις στις οποίες κάποια στελέχη της Greenpeace συμμετείχαν ενεργά στις ενδοκαπιταλιστικές διαμάχες, παίρνοντας θέση υπέρ των χρηματοδοτών – χορηγών και άτυπων αφεντικών τους, συνεργαζόμενα μαζί τους ενάντια σε κάποιους άλλους ολιγάρχες.

Φυσικά, όλη αυτή η ψευδο-περιβαλλοντική δραστηριότητα των οικονομικών ελίτ δεν παραβλέπει καθόλου την κερδοφορία. Εκτιμούμε όμως ότι ειδικά στη σημερινή συγκυρία έχει και κάποιους άλλους στόχους, εξίσου σημαντικούς για τη διαιώνιση της κυριαρχίας τους. Από τη μία, μέσω αυτής επιχειρούν να αποκρύψουν τις ευθύνες τους για την καταστροφή του περιβάλλοντος και τον επικείμενο όλεθρο που αυτή θα επιφέρει στον πλανήτη και στα έμβια όντα του, βγάζοντας προς τα έξω ένα «οικολογικό» και «φιλάνθρωπο» προσωπείο. Από την άλλη, επιχειρούν να παρουσιάσουν τα χρηματοδοτούμενα ανδρείκελα – υποχείρια τους ως τους μοναδικούς εκφραστές του «οικολογικού κινήματος», και την απάτη του «πράσινου καπιταλισμού» και της «βιώσιμης ανάπτυξης» του ως το μοναδικό εφικτό οικολογικό πρόταγμα. Το κεφάλαιο χρειάζεται την (κάθε) Greenpeace και τον ανώδυνο ακτιβισμό της ως άλλοθι και παράδειγμα υγιούς και πολιτικά ορθής οικολογικής δραστηριότητας, όπως ακριβώς χρειάζεται τον κοινοβουλευτισμό και όλους τους μηχανισμούς εκπροσώπησης, διαχείρισης και ανάθεσης εξουσίας. Όπως οι χειραγωγημένες μάζες νιώθουν την ψευδαίσθηση ότι θα λύσουν τα προβλήματα τους αναθέτοντας τη ζωή τους σε κάποιους «καλούς» εκπροσώπους, έτσι ακριβώς αυθυποβάλλονται ότι εκπληρώνουν το οικολογικό τους καθήκον αναθέτοντας τη διαχείριση των περιβαλλοντικών ζητημάτων και εν τέλει τη σωτηρία του πλανήτη σε κάποιους «ευαισθητοποιημένους οικολόγους» που αγωνίζονται για τις φάλαινες και τις φώκιες και έχουν και ένα αναγνωρίσιμο brand name.

Η (κάθε) Greenpeace είναι ένα από τα κομμάτια αυτού του εξουσιαστικού συμπλέγματος που περιγράψαμε πιο πάνω. Τα συστατικά στοιχεία που το απαρτίζουν φαντάζουν ετερόκλητα, ωστόσο είναι απολύτως συμβατά μεταξύ τους, ως προς τις μεταξύ τους σχέσεις και τον ρόλο τους στα πλαίσια της λειτουργίας αυτού του συμπλέγματος. Το κοινό πεδίο δράσης τους είναι η γκρίζα ζώνη όπου η καπιταλιστική «φιλανθρωπία» συναντιέται και συγχωνεύεται με την καθεστωτική «οικολογία». Άλλωστε το γκρίζο και το πράσινο είναι τα δύο βασικά χρώματα του χρήματος στο οποίο γίνονται οι περισσότερες δοσοληψίες τους.



[1] Στη μακρά λίστα των ιδρυμάτων – χρηματοδοτών της Greenpeace, καθώς και στην επιλογή που κάναμε σε αυτήν την ανάρτηση, δεν περιλαμβάνονται διάφοροι ιδιώτες, όπως, για παράδειγμα, ο Leonardo di Caprio, ο οποίος το 2014 δώρισε στην Greenpeace 2 εκατομμύρια δολάρια.

[2] Θα ήταν ενδιαφέρουσα μία έρευνα πάνω στο θέμα αυτό και ειδικότερα στο πώς έφτασε να συνταχθεί η λεγόμενη «έκθεση Flexner», η οποία πήρε το όνομα του ανθρώπου στον οποίον ανατέθηκε η θεωρητική οικοδόμηση της μετάβασης

[3] Με ετήσιες απολαβές 60.000 δολαρίων.

[4] Το 2011, σε μία συνέντευξη του είχε δηλώσει: “υπάρχει πάλη των τάξεων (πόλεμος μεταξύ των τάξεων), όμως είναι η δική μου η τάξη αυτή που κάνει αυτόν τον πόλεμο, και είμαστε εμείς αυτοί που κερδίζουμε. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τον κερδίζουμε, αλλά τους έχουμε τσακίσει”.

[5] Στο βίντεο, όταν ο δημοσιογράφος του θύμισε τη δήλωση του, απάντησε με κυνικό τρόπο: “μπορεί και να το έχω πει, έχουν περάσει πολλά χρόνια από το 1996”…

[6] Mερικοί από τους εκατοντάδες χρηματοδότες του, εκτός από το Ίδρυμα Turner, είναι η Παγκόσμια Τράπεζα, έξι κράτη, μεταξύ των οποίων αυτά της Μεγάλης Βρετανίας και των ΗΠΑ, μία πληθώρα μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών και μερικοί από τους φιλάνθρωπους χρηματοδότες της Greenpeace, όπως τα Ιδρύματα Rockefeller, Packard, Tides και Wallace Global Fund.

[7] Θυμίζουμε ότι αυτός ο οργανισμός δημιουργήθηκε με χρήματα των Rockefellers.




Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου